ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                               Υπόθεση Αρ.:4793/2022

   22 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.,

από Μπαγκλαντές

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Μ. Μαυρονικόλας για Π. Μπενέτης

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου (κα) για Ε. Χατζηπέτρου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 21.07.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές το οποίο εγκατέλειψε στις 21.04.2022 και εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 10.06.2022, καταχώρησε αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας, στις 06.07.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του από αρμόδιο λειτουργό της EUAA, ο οποίος στις 12.07.2022 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης.  Ακολούθως, στις 21.07.2022, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου, απόφαση που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 21.07.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρων του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή εκδόθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας, ενώ οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει , στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, μέσα από τα οποία καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους.

 

O Αιτητής στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω οικονομικού προβλήματος, εξειδικεύοντας περαιτέρω ότι έλαβε δάνειο προς υποστήριξη της επιχείρησης του και δέχεται πιέσεις από τους δανειστές προς αποπληρωμή του δανείου. Καταγράφει τέλος ότι ήλθε στη Δημοκρατία για οικονομικούς λόγους, προκειμένου να εργαστεί και να μπορέσει να υποστηρίξει την οικογένειά του.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής διαφοροποίησε εν μέρει  τις δηλώσεις του, ισχυριζόμενος ότι ο αδελφός του έχει καρκίνο για την θεραπεία του οποίου η οικογένειά του έλαβε δάνειο από έναν γείτονα τους και προτού αναχωρήσει για Κύπρο, ο δανειστής τους τον πίεζε για την αποπληρωμή του. Πρόσθεσε ότι το σπίτι τους υποθηκεύτηκε από την τράπεζα προκειμένου να λάβουν ακόμα ένα δάνειο, για το οποίο οι δανειστές τους πηγαίνουν στο σπίτι τους πιέζοντας την οικογένειά του για την αποπληρωμή του. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής θέλει να εργαστεί προκειμένου να αποπληρώσει τα δάνεια της οικογένειάς του. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι αν δεν αποπληρωθούν τα δάνειά τους, ο ίδιος δεν μπορεί να επιστρέψει καθώς μπορεί να τον φυλακίσουν ή να τον σκοτώσει το άτομο που τους δάνεισε χρήματα και το οποίο μένει στην γειτονιά τους. Διερευνώντας περαιτέρω τους ισχυρισμούς του Αιτητή μέσω υποβολής επιπλέον ερωτημάτων από τον λειτουργό της EUAA, ο Αιτητής ανέφερε ότι το 2020 αντιμετώπισε προσωπική απειλή από τους δανειστές οι οποίοι πήγαν στο σπίτι του και του είπαν να πληρώσει τα χρήματα. Ο ίδιος δεν απευθύνθηκε τότε στην αστυνομία αλλά στον τοπικό αντιπρόσωπο («local representative») ο οποίος του ζήτησε κάποια χρήματα για διευθέτηση του προβλήματος, χρήματα όμως τα οποία ο ίδιος δεν είχε για να δώσει.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA διαχώρισε αυτούς σε δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με την αδυναμία του να αποπληρώσει τα δάνεια που έλαβε η οικογένειά του, συνεπεία της οποίας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς αυτούς, ο λειτουργός της EUAA αποδέχθηκε ως αξιόπιστο μόνο τον πρώτο εξ αυτών, ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

 

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, συντάσσομαι καταρχάς με την θέση του λειτουργού ως προς τον πρώτο ισχυρισμό τον οποίον και αποδέχομαι.  Αναφορικά τώρα με τον κρίσιμο ισχυρισμό του Αιτητή, ως προς την κατ' ισχυρισμόν εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του για το λόγο του ότι αδυνατούσε να αποπληρώσει τα δάνεια που έλαβε η οικογένειά του, αφού μελέτησα με μεγάλη προσοχή τα όσα ανέφερε o Αιτητής στο πλαίσιο της συνέντευξής του καθώς και τα όσα καταγράφονται στην έκθεση του αρμόδιου λειτουργού της EUAA, συμφωνώ με το καταληκτικό συμπέρασμα του λειτουργού, ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή πάσχει λόγω έλλειψης ικανοποιητικών λεπτομερειών και συνέπειας στο αφήγημά του.

 

Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ικανοποιητικές πληροφορίες σχετικά με τα δάνεια που έλαβε η οικογένειά του, τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτών, τους πιστωτές αλλά και τη δική του εμπλοκή σε αυτά.  Περαιτέρω, οι δηλώσεις του για τις χρονικές περιόδους αποπληρωμής των δανείων και τις ισχυριζόμενες απειλές που δέχθηκε, χαρακτηρίζονταν από αοριστίες, ασυνέπειες και αντιφάσεις. Παρατηρώ ότι παρά το γεγονός ότι στον Αιτητή δόθηκε πραγματική ευκαιρία προς διευκρίνιση των ασυνεπειών στο αφήγημά του, ο ίδιος δεν ήταν σε θέση και δεν κατάφερε να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις. Αντιφάσεις εντοπίζονται και ως προς τους λόγους που έλαβε δάνειο, αφού κατά την καταγραφή ισχυρίστηκε ότι έλαβε αυτό προς υποστήριξη της επιχείρησής του, ενώ κατά την συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά του έλαβε δύο δάνεια, το ένα προς υποστήριξη της θεραπείας του αδελφού του που πάσχει από καρκίνο ενώ ως προς το δεύτερο, δεν έδωσε περαιτέρω διευκρίνηση. Περαιτέρω,  παρατηρήθηκαν χρονολογικά και λογικά κενά, ιδίως όσον αφορά την εμπλοκή του και τις υποτιθέμενες απειλές που δέχθηκε, καθώς αρχικά ανέφερε ότι απειλείται η ζωή του, ενώ όταν ρωτήθηκε σχετικά με τις απειλές δεν ανέφερε καμία απειλή κατά της ζωής του αλλά ούτε και μια τέτοια απειλή μπορεί να συναχθεί από τα λεγόμενά του.    

 

Είναι ως εκ τούτου και η δική μου κατάληξη ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή είναι εσωτερικά αναξιόπιστος λόγω της αοριστίας, των αντιφάσεων και ασυνεπειών στο αφήγημά του.

 

Φρονώ συνεπώς ότι ευλόγως κρίθηκε πως με βάση το προφίλ του Αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, καθώς και τις αναφορές του περί οικονομικών δυσκολιών, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Σημειώνεται επιπλέον, ότι ως ο ίδιος ανέφερε, δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την έξοδό του από το Μπαγκλαντές, ενώ ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής μέσω των συνηγόρων του επαναλαμβάνει αόριστα και χωρίς να εξειδικεύει ότι κινδυνεύει η ζωή του και η σωματική του ακεραιότητα.  Πέραν του γεγονότος ότι ο εν λόγω ισχυρισμός, με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, δεν κρίθηκε αξιόπιστος, καθότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει επαρκώς και με συνοχή ότι απειλείτο στη χώρα του, ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής επιχείρησε να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, τα οποία δυνατόν να τεκμηρίωναν μία τέτοια θέση.  Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων [7].

 

Πέραν τούτου, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ενώπιον αρμόδιου λειτουργού της EUAA, διαπιστώνω ότι ο λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία.  Φρονώ συνεπώς ότι έχει διεξαχθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Απορρίπτεται συνεπώς ο συναφής ισχυρισμός του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ως αβάσιμος.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του.  Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[8] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [9]. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων του, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του πρόσφυγα, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή με το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης.  Περαιτέρω, εύλογα θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.  Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Αιτητής, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά του, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα [10] .

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Μπαγκλαντές), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου Διατάγματος ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7]  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384.

[8] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[9] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[10] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο