ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  4913/2022

31 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.          E.Z.D.C.

2.          M.D.C. (ανήλικο τέκνο),

από Φιλιππίνες

                                    Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητές: Γιάννος Π. Ουστάς  

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Μ. Παραδεισιώτη (κα) για Α. Δημητρίου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 27.06.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας 1, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια 1 και το ανήλικο τέκνο  της (Αιτητής 2) είναι υπήκοοι της Δημοκρατίας των Φιλιππίνων και στις 02.05.2003 εισήλθαν νόμιμα στη Δημοκρατία υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 07.10.2021. Πραγματοποιήθηκε ακολούθως συνέντευξή της Αιτήτριας 1 στις 19.05.2022 και κατόπιν σχετικής εισηγητικής έκθεσης ημερ. 23.05.2022, η οποία εγκρίθηκε στις 27.06.2022 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η αίτηση τους απορρίφθηκε. Με την υπό κρίση προσφυγή οι Αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου τους, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, οι Αιτητές ισχυρίζονται κατά πρώτον ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογή του Νόμου των Κανονισμών και της Διαδικασίας, εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοικήσεως, καθώς και πλημμελή άσκηση των καθηκόντων της. Ο ισχυρισμός αυτός περιστρέφεται γύρω από τη θέση ότι δεν εφαρμόστηκαν ορθά στην περίπτωσή τους το άρθρο 13(4) του περί Προσφύγων Νόμου των περί χορήγησης στο πρόσωπό τους, του ευεργετήματος της αμφιβολίας και το άρθρο 18(3) περί αντικειμενικής και αμερόληπτης αξιολόγησης της αίτησης. Κατά δεύτερον, ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης ενώ είναι κατά τρίτον η θέση τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και πλάνη περί τα πράγματα,  καθώς λήφθηκαν υπόψη ανακριβή στοιχεία εξωγενή ή/και στοιχεία τα οποία, κατά νόμον, δεν έπρεπε να ληφθούν, ή/και παρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδη και νόμιμα στοιχεία, ενώ η όλη διαδικασία συντελέστηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας. Τέταρτον, είναι η θέση τους ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας και είναι προϊόν παράνομων και/ή πλημμελών παρασκευαστικών πράξεων. Τέλος, επικαλούνται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς μεταξύ άλλων δεν λήφθηκαν υπόψη οι συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους. 

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί η Αιτήτρια κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς των Αιτητών, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι οι Αιτητές εμπίπτουν στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση των Αιτητών, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως έλλειψη έρευνας, κατάχρηση εξουσίας κ.α., χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς τους αυτούς. Πράττουν δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Η ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολουθήθηκε και από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 107/2017, ημερ. 11.12.2017, η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ημερ. 19.03.2019.

 

Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Καθίσταται επομένως σαφές ότι, μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας, μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[4].

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου, της έλλειψης δέουσας έρευνας κ.ο.κ. ουδόλως εξηγείται με την γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι και αλυσιτελείς αφού οι Αιτητές δεν προβαίνουν σε οποιαδήποτε εξειδίκευση τους σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής τους, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός τους για άσυλο και να δικαιολογεί την υπαγωγή τους σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη διευρυμένη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Η παράλειψη αυτή των Αιτητών επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθούμενων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι αλλά και ως αλυσιτελείς.  

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον, έστω γενικό και αόριστο ισχυρισμό των Αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Εξέτασα συνεπώς την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Ως διαφαίνεται μέσα από τπεριεχόμενο της υπό κρίση αίτησης, η Αιτήτρια 1 στο σημείο όπου έπρεπε να επεξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, κατέγραψε επιγραμματικά ότι: «I want to stay because my son is still study and is good for him».

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια 1 ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί και να υποστηρίξει τα μέλη της οικογένειάς της, ότι επιθυμεί ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον για την ίδια και την οικογένειά της, ότι θέλει να παραμείνει στην Κύπρο για να συνεχίσει να εργάζεται (ως φροντίστρια) και ότι είναι ευχαριστημένη από τον μισθό. Επανάλαβε περαιτέρω ότι ο υιός της πηγαίνει σε σχολείο εδώ στην Κύπρο και ότι του αρέσει εδώ. Πρόσθεσε καταληκτικά ότι όταν κερδίσει κάποια χρήματα, σχεδιάζει να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής της μαζί με τον υιό της προκειμένου να ζήσουν εκεί με τα μέλη της οικογένειά της. Ανέφερε επίσης ότι δεν αντιμετώπισε οποιονδήποτε πρόβλημα κατά την αναχώρηση της από την χώρα καταγωγής της ενώ ουδέποτε είχε συλληφθεί ή κρατηθεί εκεί για οποιονδήποτε λόγο. Ερωτηθείσα ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως θα αντιμετωπίσει οικονομικής φύσεως προβλήματα καθώς δεν θα μπορέσει να βρει μία καλή εργασία ενώ οι μισθοί εκεί είναι πολύ χαμηλοί. Ως προς το κατά πόσο οι αρχές της χώρας καταγωγής της θα της επιτρέψουν την είσοδο της στη χώρα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε θετικά δηλώνοντας ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με τις αρχές της χώρας της και ότι έφυγε για οικονομικούς μόνο λόγους. Ερωτηθείσα τέλος ως προς την μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησής της, αφού ήλθε στη Δημοκρατία στις 02.05.2003 και υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 07.10.2021 η Αιτήτρια εξήγησε ότι ήταν παράνομη, ότι δεν γνώριζε τις διαδικασίες και όταν πληροφορήθηκε ότι θα καταστεί νόμιμη με την υποβολή αίτησης ασύλου, αποφάσισε να καταχωρίσει μία τέτοια αίτηση για να νομιμοποιήσει την παραμονή της και να μπορέσει να εργαστεί. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που η ίδια ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της ίδιας και του τέκνου της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Πέραν τούτου, μελετώντας με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια 1 έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης της, διαπιστώνω ότι η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης η αρμόδια λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια 1 στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Διαφαίνεται συνεπώς ότι η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε τους βασικούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας 1, τους αξιολόγησε, προέβη σε επαρκή έρευνα και μετά από την εισήγηση της στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημα της απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο των Αιτητών δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν μπορεί να τους αναγνωρισθεί ούτε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστούν  σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη εάν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους.

 

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν από την Αιτήτρια 1 κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, κατατάσσουν τους λόγους που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της ως οικονομικούς. Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, είναι η εκτίμηση μου ότι παρασχέθηκε στην Αιτήτρια κατάλληλη ευκαιρία κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής συνέντευξης για να υποβάλει τους ισχυρισμούς της και να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με αυτούς (Βλ. άρθρα 13Α(1) και 13Α(10)του περί Προσφύγων Νόμου). Παρά την ευκαιρία που της δόθηκε, ουδέν φόβο δίωξης προέβαλε ούτε απέδειξε. Δεν πρέπει να παροράται ότι, ως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αιτητής, η οποία διεκδικεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του  προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι το αίτημα των Αιτητών εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποίαν αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος. Φρονώ ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια 1 δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων  και συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης. Περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν υφίσταται λόγος να αναγνωριστεί  στους Αιτητές το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) εφόσον δεν αποδείχθηκε από τα όσα η Αιτήτρια 1 ανέφερε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2) αναφορικά με τον κίνδυνο ο προσφεύγων να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.  

 

Τουναντίον, είναι η εκτίμηση μου πως δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Αιτήτρια 1, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα της, εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια έχει αναφέρει στη συνέντευξή της, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει στη Δημοκρατία και να εργαστεί.  

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[6].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια 1 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 01.05.2003 και εισήλθε στη Δημοκρατία στις 02.05.2003, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 07.10.2021, ήτοι δεκαοκτώ  (18) και πλέον έτη μετέπειτα, ενώ έπραξε τούτο προκειμένου να νομιμοποιήσει, ως ανέφερε, την παραμονή της στη Δημοκρατία. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια 1, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[7]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής των Αιτητών συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω οι Αιτητές να προβάλουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στους ίδιους και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον των Αιτητών.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[5] (Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018),

[6] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

 

[7] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο