ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 496/23

 

12 Ιανουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

W.K.

Αιτητής

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Κυριάκου Δ. (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Ιωάννου Α. (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 10.1.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του τελευταίου για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.                Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής «Λ.Δ.Κ.»). Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και περί τις 15.11.2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 25.11.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: EASO και πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο -EUAA). Στις 20.12.2022, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση /Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 10.1.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19.1.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής προωθεί, ως δήλωσε δια της συνηγόρου κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, μόνο τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Yποδεικνύοντας τα σημεία αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, ισχυρίζονται ότι αυτός δεν κατόρθωσε να καταδείξει ότι συντρέχουν στην περίπτωσή του οι προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

5.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

6.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

7.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Κατάληξη

8.              Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό εκ προοιμίου ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητά της  (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Συνεπώς, η επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής αναμένεται  να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Το γεγονός ότι, όπως κατ' ισχυρισμό προβάλλει, δεν είχε την δυνατότητα να εκθέσει προσηκόντως τις θέσεις του ενώπιόν της διοίκησης για τους πιο πάνω λόγους, ουδεμία σημασία μπορεί να έχει πλέον, υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, καθώς το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε εξ υπαρχή και ex nunc έλεγχο των περιστάσεων της αιτήσεως του εκάστοτε Αιτητή. Συνεπώς, οι εν λόγω ισχυρισμοί εγείρονται αλυσιτελώς στην παρούσα υπόθεση, καθώς ο Αιτητής δεν προβάλλει ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552]. 

9.             Αποτελεί δε βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

10.          Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του Αιτητή.

11.            Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

12.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, επισημαίνονται συναφώς τα ακόλουθα: Ο Αιτητής κατά την καταγραφή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω απειλών θανάτου από τα ετεροθαλή αδέλφια του και τη δεύτερη σύζυγο του πατέρα του. Τον χτύπησαν και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν όπως σκότωσαν την μητέρα του. Δήλωσε ότι η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του δεν ήταν ευχαριστημένη μαζί του διότι εργαζόταν με ομοφυλόφιλα άτομα. Ισχυρίστηκε ότι πρόσωπα που ήθελαν επαφή με πρόσωπα ιδίου φύλου, ζητούσαν από τον Αιτητή να τους φέρει σε επαφή.

13.          Κατά το στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφερνε σε επαφή ομοφυλόφιλα άτομα, επί πληρωμή. Διέμενε στη πατρική του οικία στη Κινσάσα, μέχρι την 1.1.2021 και μέχρι την αποχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του ήταν άστεγος, στην Κινσάσα. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, δέχθηκε απειλές από τα ετεροθαλή αδέλφια του και ένα βράδυ, ενώ βρισκόταν στο δωμάτιο του, δέχθηκε επίθεση στα γεννητικά του όργανα από αυτούς, οι οποίοι τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν όπως έπραξαν και με την μητέρα του. Δήλωσε ότι οι απειλές που δέχθηκε έγιναν τον Δεκέμβριο του 2020.  Εξήγησε ότι από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2022 κρυβόταν διότι φοβόταν ότι θα αποκάλυπταν τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ερωτηθείς εάν την συγκεκριμένη περίοδο τον αναζήτησε οποιοσδήποτε δήλωσε ότι συγγενείς, γνωστοί και εγκληματίες ήθελαν να τον συλλάβουν. Ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό δήλωσε ότι τον ελκύουν άνδρες και ουδέποτε ήρθε σε επαφή με γυναίκες. Διαπίστωσε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στην εφηβεία και σε ηλικία 16 ετών είχε την πρώτη του σχέση με άνδρα, η οποία διήρκησε δύο έτη. Ακολούθως είχε σχέσεις μόνο με άνδρες για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Περαιτέρω, δήλωσε ότι από την ηλικία των 18 ετών, διευκόλυνε φίλους του να έρθουν σε επαφή με άλλους άνδρες, επί πληρωμή. Σε περίπτωση επιστροφής του, φοβάται πως εγκληματίες, οι οποίοι σκότωσαν και την μητέρα του θα τον σκοτώσουν.

14.           Οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητη και ως  δεύτερος ο ισχυρισμός ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο από την οικογένειά του εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού.  Όσον αφορά στον πρώτο ισχυρισμό, αυτός έγινε αποδεκτός, καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή παρουσιάστηκαν σαφείς και συνεκτικοί ενώ εντοπίστηκαν και επιπλέον, επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης.

15.           Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή ωστόσο έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, εφαρμόζοντάς το μοντέλο αξιολόγησης DSSH («Difference, Stigma, Shame, Harm» - «Διαφορετικότητα, Ντροπή, Στίγμα, Βλάβη»), οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν, αρχικά, σε θέση να επιδείξει, το αίσθημα της διαφορετικότητας άμα τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, όπως ευλόγως αναμενόταν, αφού δεν στοιχειοθέτησε την έλξη του προς άτομα του ίδιου φύλου. Ειδικότερα, δεν παρείχε λεπτομερή προσωπική περιγραφή σχετικά με την εμπειρία αυτοπραγμάτωσης του ως ομοφυλόφιλου. Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει πώς συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, απλώς δήλωσε ότι έχει ένα συναίσθημα μέσα του που τον κάνει να νιώθει άνετα και πρόσθεσε αόριστα ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί με γυναίκα. Του ζητήθηκε να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες σχετικά με τον πως συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και συγκεκριμένα εάν έλαβε χώρα συγκεκριμένο γεγονός, δηλώνοντας ότι το αντιλήφθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας και ότι με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε η ζωή του. Δεν παρείχε ακριβείς και λεπτομερείς πληροφορίες για την μακροχρόνια σχέση του με το πρόσωπο ονόματι «Pi, δηλώνοντας ότι γνωρίστηκαν σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και ήταν 21 ετών. Του ζητήθηκε να παράσχει πληροφορίες για την πρώτη τους συζήτηση, αλλά ο Αιτητής επιφανειακά δήλωσε ότι ο P. παρακολουθούσε κάποια ερωτικά βίντεο, ζήτησε από τον Αιτητή να κάνει αυτό που έβλεπαν και ότι άρχισαν να εξασκούνται. Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει πώς περνούσαν μαζί τον χρόνο τους, γενικά δήλωσε ότι πήγαιναν σχεδόν κάθε μέρα σε κέντρα αναψυχής και είχαν σεξουαλικές επαφές. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τον χαρακτήρα και την εμφάνιση του P.  αλλά δήλωσε αόριστα ότι ήταν «super» και λεπτός.

 

16.            Σε σχέση με το στοιχείο της ντροπής και του στίγματος, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι οι δηλώσεις του ήταν αόριστες ως προς τις συνέπειες κάποιου προσώπου που έχει  ομοφυλοφιλικές σχέσεις στη χώρα καταγωγής του. Δεν παρείχε συγκεκριμένες πληροφορίες, εάν ποινικοποιούνται οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις στη χώρα καταγωγής του, αλλά μόνο γενικά πρόσθεσε ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερία. Αναφορικά με τη στάση της οικογένειάς του απέναντι στους ομοφυλόφιλους, δήλωσε απλώς ότι το θωρούν κακό.  

 

17.          Σε σχέση, τέλος, με το στοιχείο της βλάβης, οι Καθ' ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής δέχθηκε επίθεση στα γεννητικά του όργανα, τον Δεκέμβριο του 2020 στο δωμάτιο του από τα ετεροθαλή αδέρφια του. Ζητήθηκε να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες για το πώς οι συγγενείς του έμαθαν για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει, καθώς δήλωσε αόριστα ότι η μητριά του έστειλε τα τέκνα της να του επιτεθούν. Ο Αιτητής πρόσθεσε αόριστα ότι τα ετεροθαλή αδέλφια του ήταν εγκληματίες, είχαν σκοτώσει τη μητέρα του και απειλούσαν να σκοτώσουν και τον ίδιο. Δήλωσε ότι μετά την επίθεση του Δεκεμβρίου 2020, τον Ιανουάριο του 2021, έφυγε από την οικία της οικογένειας. Ερωτηθείς εάν του συνέβη οιονδήποτε περιστατικό από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι τη μέρα αποχώρησης του από τη χώρα καταγωγής του, ήτοι τον Οκτώβριο του 2022, δήλωσε αόριστα ότι τα ετεροθαλή αδέλφια του επηρέασαν άλλα άτομα και ότι τους έλεγαν ότι θα τον σκότωναν. Ο Αιτητής πρόσθεσε αόριστα ότι από τη στιγμή που έφυγε από την οικία της οικογένειας μέχρι τη στιγμή που αποχώρησε από τη χώρα καταγωγής του κρυβόταν καθώς άτομα ήθελαν να τον συλλάβουν. Ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τα άτομα που τον συλλαμβάνουν, αλλά μόνο γενικά δήλωσε ότι τον παρακολουθούσαν συγγενείς, γνωστοί και εγκληματίες και δεν μπορούσε να εξηγήσει πως γνώριζε ότι οι άνθρωποι τον αναζήτησαν, δηλώνοντας απλώς ότι του το είχαν πει.  Γενικά, οι καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς, ακριβείς και συνεκτικές πληροφορίες σχετικά με την ζημία που υπέστη λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού στη ΛΔΚ.

 

18.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι Καθ΄ων η αίτηση προχώρησαν σε σχετική έρευνα εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε ότι τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας υφίστανται πλήθος διακρίσεων και αποκλεισμών αν και δεν υπάρχει νόμος ο οποίος να απαγορεύει τις σχέσεις του ίδιου φύλου στη Λ.Δ.Κ. Ωστόσο βάσει του άρθρου 176 του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) της Λ.Δ.Κ., το οποίο προβλέπει ότι  «όποιος προσβάλει δημοσίως τα χρηστά ήθη με άσεμνες πράξεις τιμωρείται με 8 ημέρες φυλάκιση ή και φυλάκιση χρονικής διάρκειας τριών ετών και/ή χρηματικό πρόστιμο», χρησιμοποιείται για ποινικοποίηση ιδιωτικών σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Εκ των άνω συνάγεται ότι η μεταχείριση των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων υπόκειται στην ηθική κρίση των κρατικών φορέων, οι οποίοι συχνά προχωρούν σε αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις και παρενοχλήσεις μελών την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Περαιτέρω, οι εξωτερικές πηγές επιβεβαίωσαν ότι τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας δέχονται διακρίσεις ακόμα και εντός του πλαισίου της οικογένειας, καθώς τα συγγενικά τους πρόσωπα είτε αντιδρούν αρνητικά ή τα εγκαταλείπουν χωρίς υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο.

 

19.          Οι Καθ’ ων η αίτηση, με βάση τα ανωτέρω, έκριναν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν εν μέρει έρεισμα σε εξωτερικές πηγές, εντούτοις, λόγω της υποκειμενικής φύσεως του ισχυρισμού και της μη θεμελίωσης της εσωτερικής του αξιοπιστίας ο συναφής ισχυρισμός απορρίφθηκε στην ολότητά του.

 

20.          Με βάση τους ισχυρισμούς οι οποίοι έγιναν δεκτοί αξιολογήθηκε ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται πως ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητού δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού ενόψει δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

21.          Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, δεν προβάλει κανένα απολύτως ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, ούτε σχολιάζεται το εύρημα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών του.

22.          Κατ΄εφαρμογή του άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο δυνάμει του οποίου το παρόν δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση των ενώπιον μου δεδομένων ως προς την αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς ως καταγράφονται ανωτέρω. Συντάσσομαι με την ανάλυση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση του πρώτου ισχυρισμού ως αξιόπιστου, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, την οποία και υιοθετώ.

23.          Αναφορικά με τον δεύτερο σχηματισθέντα ουσιώδη ισχυρισμό του περί δίωξης του από την οικογένεια του εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού ως ομοφυλόφιλος, θεωρώ ότι θα έπρεπε να σχηματιστούν συναφώς δύο επιμέρους ισχυρισμοί. Ο μεν δεύτερος αναφορικά με τον κατά ισχυρισμό του σεξουαλικό προσανατολισμό ως ομοφυλόφιλος, ο δε τρίτος αναφορικά με τις απειλές και την επίθεση που ως δήλωσε δέχθηκε από την οικογένεια του εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού.[1]

24.          Ως προς το μοντέλο ανάλυσης που χρησιμοποιήσαν οι Καθ' ων η αίτηση ('Difference, Stigma, Shame, Harm" (DSSH) model), σημειώνεται ο σκεπτικισμός γύρω από τη χρήση του καθώς υπάρχει ο κίνδυνος να δημιουργηθούν στερεότυπα και να καταλήξει η αξιολόγηση αξιοπιστίας του Αιτητή σε ένα κατάλογο τυποποιημένων στοιχείων που ένας αιτών θα πρέπει ή όχι να πληροί, εις βάρος της εξατομικευμένης εξέτασης.[2] Χωρίς το εν λόγω μοντέλο να αποκλείεται ως μέθοδος καθοδηγητική για την αξιολόγηση της αξιοπιστία του Αιτητή, εν προκειμένω, το παρόν Δικαστήριο αξιολογεί το εν λόγω ισχυρισμό στη βάση των κοινώς αποδεκτών δεικτών αξιοπιστίας χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά στον εν λόγω μοντέλο για τους λόγους που εξηγήθηκαν ανωτέρω. Προς τούτο επισημαίνονται τα κάτωθι. Αρχικώς, παρατηρώ πως κατά την συνέντευξη του ο Αιτητής υπεβλήθη σε πλήθος ερωτήσεων ανοικτού τύπου αλλά και σε μεγάλο αριθμό διευκρινιστικών και κλειστού τύπου ερωτήσεων, ώστε να μπορέσει ο ίδιος να  μοιραστεί αναλυτικά τόσο τις εμπειρίες και τα βιώματά του, όσο και τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και  να αποσαφηνίσει τους ισχυρισμούς του περαιτέρω. Επίσης, ορθώς δεν τέθηκαν ερωτήσεις παρεμβατικές στην ιδιωτική ζωή του Αιτητή (βλ. σχετικά την απόφαση του ΔΕΕ της 2ας Δεκεμβρίου 2014, C-148/13 έως C-150/13, ABC, A B and C, ECLI:EU:C:2014:2406). Επιπλέον, από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητού επισημαίνεται πως δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει με συνεκτικότητα, σαφήνεια και λεπτομέρεια[3] τον ισχυρισμό του περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ώστε να προκύπτει ο βιωματικός χαρακτήρας αυτού. Ειδικότερα,  ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε η σεξουαλική του ταυτότητα και να περιγράψει την εσωτερική διεργασία που ακολουθήθηκε από τον ίδιο προκειμένου να οδηγηθεί σε αυτή την διαπίστωση για την σεξουαλική του ταυτότητα παρά αναφέρθηκε σε αυτή γενικόλογα, λακωνικά και αόριστα(βλ. ερυθρό 25). Ερωτηθείς ποια η διαφορετικότητα των συναισθημάτων του απέναντι σε άτομα του ιδίου φύλου και στις γυναίκες, αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζει διότι δεν είχε σχέση με γυναίκα. Ερωτηθείς να περιγράψει πως συνειδητοποίησε ότι είναι ομοφυλόφιλος, ο Αιτητής δεν απάντησε και κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης αποκρίθηκε γενικά ότι με αυτό τον τρόπο άρχισε η ζωή του, είναι η άποψη και οι προτιμήσεις του (βλ. ερυθρό 25). Αξιοσημείωτη είναι άλλωστε και η αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει την πρώτη του σχέση με άνδρα αλλά και η αδυναμία του να προσδιορίσει τα συναισθήματα του. Οι δε δηλώσεις του περί του ότι διατηρούσε ομοφυλοφιλική σχέση για δυο έτη, σε συνδυασμό με το επίπεδο που κινούνται γενικά οι απαντήσεις του, συνεκτιμάται ως έτερος δείκτης αναξιοπιστίας καθώς είναι εμφανής η αδυναμία του Αιτητή να εκφράσει τα συναισθήματα του, πως εξελίχθηκε η μεταξύ τους σχέση και να προσδιορίσει τον τρόπο που ένοιωθε. Δεδομένου ότι διατηρούσε δεσμό για 2 έτη με το συγκεκριμένο πρόσωπο θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει κάποια γεγονότα που περιβάλουν τη γνωριμία τους και την εξέλιξή της με πιο παραστατικό λόγο. Ο Αιτητής περιορίστηκε στην επίκληση της οικονομικής βοήθειας που εκλάμβανε από το συγκεκριμένο πρόσωπο και ότι διασκέδαζαν σε κέντρα αναψυχής (βλ. ερυθρό 23). Δεν μπορώ να παραβλέψω το γεγονός ότι ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματος του δεν αναφέρθηκε στον σεξουαλικό του προσανατολισμό αλλά μόνο στη φύση της εργασίας του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν επιτρέπονται ομοφυλοφιλικές σχέσεις/δραστηριότητες στη χώρα καταγωγής του, προσθέτοντας ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερία και ότι η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο σε περίπτωση που εμπλακείς σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις.

25.          Προχωρώντας στην ανάλυση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής, εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε ότι η  ομοφυλοφιλία είναι νόμιμη στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και ποτέ δεν έχει ρητά απαγορευθεί από τον  Ποινικό Κώδικα  (1940). Η ηλικία συναίνεσης είναι η ίδια με αυτή για τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια. Ο γάμος ομοφύλων δεν αναγνωρίζεται στο άρθρο 40 του  Συντάγματος του Κονγκό : «Όλα τα άτομα έχουν το δικαίωμα να παντρευτούν ένα άτομο της επιλογής τους του αντίθετου φύλου και να δημιουργήσουν οικογένεια». Δεν υπάρχει νόμος κατά των διακρίσεων που να προστατεύει από την παρενόχληση λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Σε σχέση με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ωστόσο από την ευρύτερη κοινωνία, η ίδια πηγή αναφέρει ότι η κοινωνία ευνοεί την ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας γιατί θεωρείται ταμπού, έστω και παράνομη. Τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ συχνά δεν είναι ανοιχτά σχετικά με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό επειδή δεν γίνονται αποδεκτά από την κοινωνία. Όσοι είναι ανοιχτοί σχετικά με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό αντιμετωπίζουν εχθρότητα, εκτεταμένες διακρίσεις, απόρριψη, κοινωνικό αποκλεισμό και παρενόχληση. Η κοινότητα LGBTQI+ στερείται οποιουδήποτε είδους υπηρεσιών υποστήριξης[4]. Συν τοις άλλοις, το Δικαστήριο εντόπισε έρευνα της EQUALDEX του Ιουνίου του 2023 με θέμα το «Πόσο κατάλληλη είναι η χώρα καταγωγής για μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σύμφωνα με τους κατοίκους της»,  η οποία αναφέρει ότι από τις 124 χώρες οι οποίες έλαβαν μέρος σε αυτήν, η Λ.Δ.Κ. κατέκτησε την 101η θέση.[5] Άλλωστε, έκθεση του Υπουργείου Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (Η.Β.) το 2023,  επιβεβαιώνει ότι η ομοφυλοφιλία δεν είναι παράνομη στη ΛΔΚ, αλλά πολλοί την αποδοκιμάζουν. Δεν υπάρχει νομική αναγνώριση ομόφυλων ζευγαριών ή γάμου ομοφύλων. Μέλη της LGBT κοινότητας είναι γνωστό ότι παρενοχλούνται. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα άτομα ενδέχεται να κατηγορηθούν για αδικήματα σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα της ΛΔΚ για «εγκλήματα κατά της οικογενειακής ζωής». Δεν υπάρχουν ειδικοί νόμοι κατά των διακρίσεων που να προστατεύουν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα.[6]

26.          Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο καθώς ο Αιτητής δεν επέδειξε ούτε στοιχεία συνειδητότητας της σεξουαλικής του ταυτότητας  αλλά ούτε και χρήση βιωματικών περιγραφών όπως η αναφορά στις σκέψεις και στα συναισθήματα του.

27.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού του Αιτητή, με βάση τα ανωτέρω ότι η αξιοπιστία του κλονίζεται εκ προοιμίου λόγω του ότι ο ισχυρισμός του ως προς το σεξουαλικό του προσανατολισμό έχει ήδη απορριφθεί από το παρόν Δικαστήριο. Προχωρώντας παρ' όλ' αυτά σε αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού, το Δικαστήριο εντοπίζει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις απειλές και την επίθεση που δέχθηκε από την οικογένεια του, λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει εάν η οικογένεια του πράγματι αντιλήφθηκε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, καθώς επικαλέστηκε μόνο την επίθεση εναντίον του μέσα στο δωμάτιο του ένα βράδυ (βλ. ερυθρό 22). Ως αόριστες και ανεπαρκείς αξιολογούνται οι περιγραφές του Αιτητή σχετικά με το περιστατικό επίθεσης εναντίον του ένεκα του σεξουαλικού του προσανατολισμού από τα ετεροθαλή αδέλφια του (βλ. ερυθρό 22), με τον Αιτητή να μην δύνανται να επεξηγήσει πως αυτοί γνώριζαν ότι είναι ομοφυλόφιλος αλλά και να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε.  Γενικά, δήλωνε ότι η μητριά του μισούσε τον ίδιο και την αδελφή του, και με την συμπεριφορά του επηρέασε αρνητικά τόσο τον πατέρα τους αλλά και άλλα άτομα (βλ. ερυθρό 21). Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει τις απειλές τις οποίες δέχθηκε, ούτε και τις δηλώσεις του περί σύλληψης από συγγενείς και γνωστούς (βλ. ερ. 20). Τέλος, δεν συνέβη κάποιο άλλο περιστατικό στον ίδιο πέραν της μεμονωμένης επίθεσης που κατά τον ισχυρισμό του δέχθηκε περίπου τον Δεκέμβριο 2020 μέχρι που ο ίδιος εγκατέλειψε την χώρα τον Οκτώβριο 2022.

28.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω αναφερόμενου ισχυρισμού, βάσει των πληροφοριών που ανευρέθηκαν προκύπτει ότι παρόλο που η ομοφυλοφιλία δεν ποινικοποιείται ρητά, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα περιθωριοποιούνται και αναγκάζονται να κρύβουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Διατάξεις του ποινικού κώδικα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για "προσβολή των ηθών" και "προσβολή της σεμνότητας", έχουν χρησιμοποιηθεί κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ σημείωσαν αύξηση της βίας, των απειλών και των διακρίσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, καθώς ορισμένοι θρησκευτικοί ηγέτες διαιώνιζαν την ιδέα ότι η πανδημία ήταν "η τιμωρία του Θεού" στην κοινωνία για τη συμπεριφορά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Οι ακτιβιστές ανέφεραν ότι τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα αντιμετώπιζαν διακρίσεις στους τομείς της απασχόλησης, της υγείας και της εκπαίδευσης καθ' όλη τη διάρκεια του έτους 2022, καθώς και στην εξεύρεση ή διατήρηση κατοικίας και στην πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες.[7] Ως εκ τούτου αυτές οι πληροφορίες θα μπορούσαν να αποτελέσουν θετικό δείκτη της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, ενόψει, όμως, της μη τεκμηριωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας αυτού, ο ως άνω τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητού δεν γίνεται αποδεκτός.

29.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής, στη βάση του ισχυρισμού περί προσωπικών στοιχείων του που έγινε αποδεκτός, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά.

30.          Αλλά και όλως επικουρικώς πρέπει να αναφερθεί ότι, ακόμα και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί του Αιτητή γίνονταν αποδεκτοί, δεν προκύπτει με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα πραγματικός φόβος δίωξής ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης. Αναφορικά με το περιστατικό βίας από την οικογένεια του τονίζω πως πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό απειλής το όποιο συνέβη ενώσω διέμενε μαζί τους, και ένα μόλις μήνα από το περιστατικό, τον Ιανουάριο του 2021, ο Αιτητής εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη και συνέχιζε να διαβιεί στον τόπο συνήθους διαμονής του για ένα και πλέον έτος, μέχρι την οριστική αναχώρησή του από την Λ.Δ.Κ, ήτοι έως τον Οκτώβριο του 2022, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα από τον φερόμενο διώκτη του. Ο ισχυρισμός ότι συγγενείς, γνωστοί και εγκληματίες τον ψάχνουν παρουσιάζεται με γενικότητα και αυτές καθ’ αυτές οι απειλές δεν οδηγούν σε επίπεδο δίωξης βάσει του άρθρου άρθρου 3Γ(1)(α) ή/και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, δεν παρουσίασε ούτε ενδείξεις περί αναζήτησης του. Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί του σεξουαλικού προσανατολισμού του Αιτητή, παρατηρείται επίσης πως για όσο διάστημα ο Αιτητής βρισκόταν στη χώρα καταγωγής του δε συνέβη κανένα περιστατικό που να σχετιζόταν ουσιωδώς με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και το οποίο να τον έθεσε σε κίνδυνο. Αντιθέτως, φαίνεται να συνέχιζε την απασχόληση του, διέθετε πόρους και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με άτομα εκτός του οικογενειακού του περιβάλλοντος, στον τόπο συνήθους διαμονής του. Συνεπώς, ακόμα και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί αυτοί ήθελαν κριθεί αποδεκτοί δεν θα τεκμηριωνόταν η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης.

31.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

32.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)]. Παρατηρείται ότι  ο Αιτητής, δεν έθεσε υπόψη των Καθ' ων η αίτηση τα πραγματικά περιστατικά εκείνα που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα.

33.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητής ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

34.          Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

35.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

36.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

37.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ. 17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

38.          Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής  λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ των οποίων προέκυψε ότι η έκθεση του 2021 της πύλης RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa».[8] Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021.[9] Συν τοις άλλοις, Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï και Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[10] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

39.          Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 05/01/2023 έως 05/01/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 45 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 21 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων, 17 ήταν περιστατικά ταραχών και 7 περιστατικά μαχών.[11] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σε 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη καταμέτρηση που έλαβε χώρα το έτος 2020[12], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (69 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

40.          Αλλά και όλως επικουρικώς των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός είναι, σε κάθε περίπτωση, ενήλικας άνδρας, υγιής, νεαρής ηλικίας, ο οποίος έχει διαβιώσει για μακρό διάστημα στον τόπο τελευταίας διαμονής, κατέχοντας συνεπώς γνώση περί αυτής.

41.          Πέραν των ανωτέρω, σημειώνεται ότι, εν πάσει περιπτώσει, είναι δυνατή η επιστροφή του Αιτητή και σε κάποια άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ, όπου δεν θα ήταν δυνατός ο εντοπισμός του από τον κατ' ισχυρισμό φορέα δίωξής του, και στην οποία ο Αιτητής θα μπορούσε, συνεπώς, να εγκατασταθεί με ασφάλεια.  Λαμβανομένων δε υπόψη και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναφέρονται και ανωτέρω, ως παράδειγμα τέτοιας περιοχής αναφέρεται η πόλη Lumbubashi και δεδομένου ότι ο φορέας δίωξης είναι ιδιώτης, ήτοι η οικογένεια του, θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη πόλη ο Αιτητής μπορούσε να απολαύσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πράξη δίωξης  καθώς ο φορέας δίωξής του δεν θα είχε τη δυνατότητα να τον εντοπίσει και να τον στοχοποιήσει περαιτέρω. Ούτε ενδέχεται άλλωστε ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη στην εν λόγω περιοχή καθώς,  βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, οι ένοπλες συρράξεις στη χώρα καταγωγής εντοπίζονται στο δυτικό τμήμα της χώρας καταγωγής και όχι στην πόλη Lubumbashi, η οποία αποτελεί την πρωτεύουσα της περιφέρειας Haut – Katanga και εντοπίζεται στο Νότο. Προς εξακρίβωση της κατάστασης ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης  από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 05.1.2023 και 05.1.2024 στην επαρχία Haut-Katanga της Λ.Δ.Κ, όπου βρίσκεται η πόλη Lubumbashi, καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 29 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 18 απώλειες ζωών.[13] Ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με το νούμερο του πληθυσμού στη εν λόγω επαρχία (5,718,800[14]) καταδεικνύει ότι στην εν λόγω επαρχία δεν λαμβάνουν χώρα συνθήκες αδιάκριτης βίας υπό τη μορφή εσωτερικής ενόπλου συρράξεως που θα μπορούσαν να θέσουν τη ζωή του Αιτητή σε κίνδυνο από μόνη την παρουσία του στην επαρχία αυτή.

42.          Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Καμία δε από τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή δεν επιτείνει με οποιοδήποτε τρόπο τον κίνδυνο που αυτός διατρέχει δεδομένης της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής του.

43.          Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν καταδεικνύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.                                                                                                            

 

 Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Ως προς το σχηματισμό των ουσιώδων ισχυρισμών βλ. σχετικά EASO, 'Practical GuideEvidence Assessment' (2015), 2 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/1/2024)

[2] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system[τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 05.1.2024], σ. 264-266.

[3] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system[τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 05.1.2024], σ. 120-134.

[4] Amera International, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό LGBTQI+ Πόροι, n.d., διαθέσιμο σε https://amerainternational.org/sexual-orientation-and-gender-identity-country-list/democratic-republic-of-the-congo-lgbtqi-resources/#r-p, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/01/2024).

[5]  Equaldex, Perceptions of local area as a "good place" for gay and lesbian people, June 2023, διαθέσιμο σε https://www.equaldex.com/surveys/perceptions-of-local-area-as-a-good-place-for-gay-lesbian-people-2023, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/01/2024).

[6] Gov.uk, Foreign travel advice - Democratic Republic of the Congo, Updated 2023, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/guidance/lesbian-gay-bisexual-and-transgender-foreign-travel-advice, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/01/2024).

 

 

[7] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 -  Democratic Republic of the Congo https://www.ecoi.net/en/document/2094353.html , USDOS - US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html  [τελευταία ημερομηνία πρόσβασης:08/01/2024]

[8] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 08/01/2024]

[9] 4 International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021, [ημερ. πρόσβασης 08/01/2024]

[10] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 08/01/2024]

[11] ACLEDDashboard, Democratic Republic of Congo, Kinshasa, reference period 05/01/2023 - 05/01/2024διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 09/01/2024]

[12] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces, Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/01/2024).

[13]  ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το διάστημα μεταξύ 05.1.2023 και 05.1.2024 στην επαρχία Haut-Katanga της Λ.Δ.Κ, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (τελευταία πρόσβαση 11/01/2024).

[14] City Population, DRC, Haut KatangaProvince, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (τελευταία πρόσβαση 11/01/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο