ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5046/21

 

 8 Ιανουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

      Y.E.N.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Α. Πλιάκα (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Σ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22/06/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 22/07/2021, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής (στο εξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.»), ο Αιτητής είναι ενήλικας, πολίτης Καμερούν. Στις 26/02/2018 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 27/10/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Ασύλου (European Union Agency for AsylumEUAA). Στις 18/02/2021 ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, δια μέσω της δεόντως εξουσιοδοτημένης από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού,  ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 22/06/2021. Στις 06/07/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 22/07/2021. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή του δε αγόρευση, υποστηρίζει ότι ο Αιτητής έχει κατορθώσει να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει από το νόμο και ότι δεν εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη, ενώ επισημαίνει ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή δεν περιλαμβάνεται στις ασφαλείς τρίτες χώρες καταγωγής γεγονός που δε λήφθηκε υπ’ όψιν από τους Καθ’ ων η αίτηση. Επίσης, ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου του ισχυρίζεται ότι δεν του επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα του, όπως το δικαίωμα να παραστεί με δικηγόρο ενώπιον της διοικητικής αρχής. Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και/ή τους σχετικούς κανονισμούς, είναι αναιτιολόγητη και/ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη, ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή το νόμο, συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και/ή παραβιάζει τα κεκτημένα δικαιώματα του Αιτητή και τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και/ή αποτελεί κακόπιστη και λανθασμένη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Επίσης, η ευπαίδευτη συνήγορος ισχυρίζεται ότι η απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των Ευρωπαϊκών και Διεθνών Συμβάσεων για τους πρόσφυγες και τις Διεθνείς Συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, χωρίς δέουσα αιτιολογία και έρευνα κατά παράβαση των άρθρων 26 – 28 του Ν. 158(Ι)/1999. Επιπρόσθετα, η απόφαση προκαλεί ανεπανόρθωτη ψυχική και συναισθηματική ζημιά στον Αιτητή και ανατροπή των πραγματικών περιστάσεων περί την οικογενειακή, κοινωνική, επαγγελματική και βιοτική του ζωή. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η απόφαση είναι αλλότριου σκοπού, παραβιάζει τα δικαιώματα του Αιτητή και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και ιδίως τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας, της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, της νομιμότητας και της αναλογικότητας. Οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά τον ισχυρισμό του Αιτητή, δεν προέβησαν σε ατομική αξιολόγηση, υπήρξε άνιση μεταχείριση έναντι άλλων Αιτητών ασύλου και η απόφαση δεν είναι αναγκαία ή ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού και είναι προϊόν κακής πίστης. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του άρθρου 18 Κεφ. 105, άρθρου 6(4) της οδηγίας 2008/115/ΕΚ, άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, του νόμου 7(Ι)/2007, άρθρου 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., του νόμου 243/1990 και του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Τέλος, η υπό κρίση απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση είναι παράνομη καθότι ενήργησαν καθ’ υπέρβαση και νόσφιση εξουσίας και λήφθηκε κατά πάσχουσα διαδικασία επειδή δεν κρίθηκε με αντικειμενικότητα.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου και ισχυρίστηκε ότι οι λόγοι ακύρωσης του Αιτητή προβάλλονται γενικά και αόριστα κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Δικαστηρίου του 1962 και ως εκ τούτου δε θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν από το Δικαστήριο. Συμπληρώνει ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και δεν συγκεκριμενοποιούνται στη γραπτή του αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ότι  ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν μέσω της συνηγόρου τους πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής οι ισχυρισμοί του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα. Τέλος, η συνήγορος υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της επίδικης πράξης ισχυριζόμενη ότι είναι προϊόν δέουσας έρευνας, είναι πλήρως αιτιολογημένη και το αρμόδιο όργανο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα.

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 19/06/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση διοικητικού φακέλου, υιοθέτησε το σύνολο της γραπτής της αγόρευσης, αποσύροντας ωστόσο τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.

Προχωρώντας ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί  είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένος επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγων (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών, η παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής  δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό κατ’ ισχυρισμό που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.

Αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της ΕΥΥΑ, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Καμερούν. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της ένοπλης σύρραξης που λαμβάνει χώρα στο Καμερούν μεταξύ των αγγλόφωνων και γαλλόφωνων. Ειδικότερα δήλωσε ότι, είναι εν εξελίξει πόλεμος στον οποίο οι άνδρες σκοτώνονται αδιακρίτως. Επίσης, ανέφερε ότι ο πρόεδρος των Ambazonians, ονόματι Α.Τ.S., έχει απαχθεί και αυτό θέτει σε μεγαλύτερο κίνδυνο τον Αιτητή, ο οποίος θα μπορούσε να πάθει οτιδήποτε ως η δήλωσή του. Ο Αιτητής διέφυγε από το Καμερούν και μετέβη στη Νιγηρία μαζί με άλλους ομοεθνείς του, τους οποίους γνώρισε όταν κρυβόταν στους θάμνους, ωστόσο δήλωσε ότι δεν ήταν ασφαλής καθότι η κυβέρνηση της Νιγηρίας συνεργάζεται με αυτή του Καμερούν. (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.)

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ο Αιτητής δήλωσε κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ότι ο λόγος εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του ήταν η ένοπλη σύρραξη μεταξύ των αγγλόφωνων και των γαλλόφωνων στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής μετέβη στη Νιγηρία μαζί με άλλους ομοεθνείς του τους οποίους γνώρισε στους θάμνους όπου κρυβόταν, ωστόσο όταν ο αρχηγός των Ambazonians συνελήφθη στη Νιγηρία και στάλθηκε πίσω στο Καμερούν συνειδητοποίησε ότι τα δύο κράτη συνεργάζονται και ο ίδιος δεν είναι ασφαλής στη Νιγηρία. Ως εκ τούτου ζήτησε τη βοήθεια κάποιων πρακτόρων για να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του όπως και έπραξε με την άφιξη του στην Κύπρο. (βλ. ερυθρά 41 – 42 του Δ.Φ.) Ερωτώμενος εάν επιθυμεί να προσθέσει οτιδήποτε στην αφήγησή του ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν μπορεί να μεταφέρει επακριβώς την ιστορία του επειδή είναι πολύ τραυματισμένος (“…I have a lot of trauma in my head”, ερυθρό 41 του Δ.Φ.).

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ο Αιτητής δήλωσε αναφορικά με τα πρόσωπα τα οποία τον βοήθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του πως τον πλησίασαν και τον ενημέρωσαν ότι έχουν τη δυνατότητα να στείλουν τον ίδιο και άλλους ομοεθνείς σε διάφορες χώρες. Τα εν λόγω πρόσωπα τον βοήθησαν μετ’ αμοιβής και δεν έχει επαφή μαζί τους. (βλ. ερυθρό 41 του Δ.Φ.)  Αναφορικά με τη ζωή του στην πόλη Bamenda όπου διέμενε έως το 2018 δήλωσε ότι η ζωή του ήταν καλή, είχε εργασία ως μηχανικός και εργάστηκε για ένα διάστημα και σε μία εκκλησία, «Presbyterian Church», και τέλος ανέφερε ότι διέμενε με τη μητέρα του ενώ στη συνέχεια μετακόμισε σε ενοικιαζόμενη οικία μόνος του (βλ. ερυθρά 40 του Δ.Φ.).

Σε σχέση με τον ισχυριζόμενο λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του ο Αιτητής κλήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες και ανέφερε ότι οι γαλλόφωνοι κακομεταχειρίζονται τους αγγλόφωνους στερώντας τους εργασιακές θέσεις, μιλώντας γαλλικά χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν και γενικά δυσκολεύουν τις συνθήκες της ζωή τους (βλ. ερυθρό 40 – 1Χ του Δ.Φ.). Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο οι αγγλόφωνοι θέλησαν να δημιουργήσουν ανεξάρτητο κράτος (βλ. ερυθρό 40 – 1Χ του Δ.Φ.). Ισχυρίστηκε, περαιτέρω, ότι παρά τις διαμαρτυρίες των αγγλόφωνων οι γαλλόφωνοι κυριαρχούσαν και διέπρατταν δολοφονίες των διαμαρτυρόμενων (βλ. ερυθρό 40 – 1Χ του Δ.Φ.). Επίσης, δήλωσε ότι η γαλλόφωνη κυβέρνηση στοχοποιεί αγγλόφωνους αυθαίρετα μεταφέροντας τους στην Yaounde όπου τους σκότωναν (βλ. ερυθρό 40 – 1Χ του Δ.Φ.). Σε σχετική ερώτηση ο Αιτητής δήλωσε ότι η καθημερινότητά του στην Bamenda  επηρεάστηκε καθότι δεν υπήρχαν πλέον επιχειρήσεις (βλ. ερυθρό 40 – 2Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής, ακολούθως, ερωτήθηκε αν είχε βιώσει οτιδήποτε προσωπικά εξαιτίας της αγγλόφωνης κρίσης στη χώρα καταγωγής του και απάντησε καταφατικά αναφέροντας ότι όποιος διαμένει εκεί έχει πάντα το φόβο μήπως η αστυνομία τον επισκεφθεί στο σπίτι του και ασκήσει βία εναντίον του ή τον πυροβολήσουν ή τον συλλάβουν και τον απελάσουν στη Yaounde και πρόσθεσε ότι αυτό είχε συμβεί σε κάποιους φίλους του (βλ. ερυθρό 39 – 3Χ του Δ.Φ.). Σε σχετική ερώτηση ο Αιτητής δήλωσε πως το συγκεκριμένο γεγονός που τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ήταν το ότι πυρπόλησαν το σπίτι του γείτονά του και σκότωσαν ένα φίλο του (βλ. ερυθρό 39 – 1Χ του Δ.Φ.). Ωστόσο, ο Αιτητής δήλωσε πως δεν ήταν παρόν στα εν λόγω περιστατικά και δεν θυμόταν πότε ακριβώς έλαβαν χώρα (βλ. ερυθρό 39 του Δ.Φ.). Ο Αιτητής πιστεύει πως ο λόγος που στοχοποιήθηκε τόσο ο γείτονάς του όσο και ο φίλος του ήταν η συμμετοχή τους σε διαδηλώσεις, ωστόσο ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν έχει συμμετάσχει σε τέτοιου είδους διαδηλώσεις ούτε έχει εμπλακεί σε κάποιο πολιτικό κόμμα (βλ. ερυθρό 39 – 4Χ του Δ.Φ.).

Τέλος, όσον αφορά το ενδεχόμενο επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν είναι ασφαλές μέρος και, μιλώντας γενικά, ότι οποιοσδήποτε κινδυνεύει να τον σκοτώσει η κυβέρνηση (βλ. ερυθρό 39 – 2Χ του Δ.Φ.). Επίσης, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει τη δυνατότητα να μετεγκατασταθεί σε οποιοδήποτε μέρος στη χώρα καταγωγής του, ούτε στην Douala όπου είχε ζήσει για 10 χρόνια, καθότι η αγγλόφωνη κρίση εξελίσσεται σε όλη τη χώρα σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή (βλ. ερυθρό 39 – 38 του Δ.Φ.).

Ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ανέφερε ότι γεννήθηκε στην Douala όπου έζησε για 10  χρόνια και έπειτα μετακόμισε στην Bamenda, το 1997 όταν απεβίωσε ο πατέρας του, όπου έζησε έως ότου εγκατέλειψε το Καμερούν (βλ. ερυθρό 44 – 2Χ-3Χ του Δ.Φ.). Ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι Χριστιανός Καθολικός (βλ. ερυθρό 44 – 1Χ του Δ.Φ.). Αναφορικά με την οικογένειά του ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι άγαμος και έχει 2 τέκνα τα οποία διαμένουν με την μητέρα τους στην Bamenda και με τα οποία διατηρεί επικοινωνία (βλ. ερυθρό 46 – 4Χ του Δ.Φ.), ενώ ανέφερε ότι συντηρεί οικονομικά τα τέκνα της αδελφής του στο Καμερούν (βλ. ερυθρό 46 του Δ.Φ.). Επίσης, ανέφερε ότι η μητέρα του διαμένει στην Bamenda ενώ ο πατέρας του έχει αποβιώσει το 1997 και έχει πέντε αδελφές και έναν αδελφό οι οποίοι ζουν κάποιοι στην Bamenda, άλλοι στην Yaounde και τέλος, άλλοι στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας (βλ. ερυθρό 46 – 1Χ-3Χ του Δ.Φ.). Εν σχέση με την εκπαίδευσή του ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει φοιτήσει μόνο στο δημοτικό (βλ. ερυθρό 44 του Δ.Φ.). Ο Αιτητής ομιλεί αγγλικά, γαλλικά και τη μητρική γλώσσα “Bawock” (βλ. ερυθρό 43 – 2Χ του Δ.Φ.). Σχετικά με το επάγγελμά του ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν ως μηχανικός αυτοκινήτων από το 2000 έως το 2018 οπότε εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρό 43 – 3Χ του Δ.Φ.). Όσον αφορά το ταξίδι του ο Αιτητής δήλωσε ότι στις 05/01/2018 αναχώρησε από το Καμερούν και μετέβη στη Νιγηρία όπου ήρθε σε επαφή με κάποιους πράκτορες οι οποίοι διευθέτησαν το ταξίδι του προς την Κυπριακή Δημοκρατία όπου έφτασε στις 26/02/2018 (βλ. ερυθρά 43 – 4Χ-6Χ & 42 – 2Χ-3Χ του Δ.Φ.).  

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε τα περιστατικά ασφαλείας τα οποία έλαβαν χώρα στην περιοχή του και τον επηρέασαν. Ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA έκρινε αξιόπιστο τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, καθότι έκρινε ότι τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία του στοιχειοθετούνται. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA επιβεβαίωσε μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA επίσης έκρινε αξιόπιστο και τον δεύτερο ισχυρισμό, καθώς έκρινε ότι είχε στοιχειοθετηθεί επαρκώς η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία διεξάγοντας έρευνα σε διεθνείς εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμούς που έγιναν δεκτοί και μετά από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, λόγω των αυξημένων περιστατικών βίας και της γενικευμένης ανασφάλειας που επικρατεί στην Αγγλόφωνη περιοχή του Καμερούν. Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Αρμόδιος Λειτουργός έκρινε ότι η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Bamenda στο Καμερούν, χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα βίας, ωστόσο, η βία δεν φτάνει σε τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να θεωρείται ότι ο Αιτητής θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού από βία ασκούμενη αδιακρίτως  απλά και μόνο με την παρουσία του εκεί. Ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν παρουσίαζε προσωπικά χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο του ως άμαχος. Καταληκτικά, ο λειτουργός κατέγραψε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε παρά το αποδεκτό των ισχυρισμών του και ειδικότερα, αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή μεταξύ αγγλόφωνων και γαλλόφωνων, η οποία τον οδήγησε στην εγκατάλειψη της χώρας του, παρατηρώ τα ακόλουθα. Οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται από συνοχή και συνέπεια, ήτοι δίδει σαφείς πληροφορίες όσον αφορά τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του σχετικά με την διαμάχη μεταξύ αγγλόφωνων και γαλλόφωνων τόσο κατά την ελεύθερη αφήγησή του (βλ. ερυθρά 42 – 1Χ και 41 του Δ.Φ.) όσο και κατά τη διάρκεια των διευκρινιστικών ερωτήσεων στη συνέχεια της συνέντευξης (βλ. ερυθρό 41 κ.ε. του Δ.Φ.). Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής αναφέρεται με επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με τις διακρίσεις που βιώνουν οι αγγλόφωνοι έναντι των γαλλόφωνων πολιτών, όπως διάκριση στην εργασία, άσκηση βίας και αυθαίρετη στοχοποίηση (βλ. ερυθρό 40 – 1Χ του Δ.Φ.).  Επίσης, ανέφερε με ειλικρίνεια ότι δεν έχει υποστεί ο ίδιος προσωπικά κάποιο συμβάν ως απότοκο της πιο πάνω αναφερόμενης κρίσης. Μάλιστα, αυτό που συγκεκριμένα δήλωσε ο Αιτητής ήταν πως ο ίδιος έχει βιώσει μόνο το φόβο ότι θα συλληφθεί ή θα τραυματιστεί από τη στιγμή που είχαν βιώσει παρόμοια περιστατικά κάποιοι φίλοι του (βλ. ερυθρό 39 – 3Χ του Δ.Φ.). Επίσης, με ειλικρίνεια και σαφήνεια ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε, όταν ερωτήθηκε πως έχει  επηρεαστεί προσωπικά από την αγγλόφωνη κρίση στη χώρα καταγωγής του, σε κάποια προσωπική εμπειρία αλλά δήλωσε γενικά ότι η δραστηριότητα των επιχειρήσεων στη χώρα του έχει παγοποιηθεί και ότι γενικότερα τα πράγματα παραμένουν στάσιμα (βλ. ερυθρό 40 – 2Χ του Δ.Φ.). Γενικότερα, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ότι δεν έχει βιώσει κάποιο προσωπικό περιστατικό ασφαλείας, αλλά εκφράζει ένα γενικότερο φόβο λόγω της ένοπλης σύρραξης που υπάρχει μεταξύ των αγγλόφωνων και γαλλόφωνων στο Καμερούν. Μάλιστα, είναι άξιο λόγου το γεγονός ότι ο Αιτητής δήλωσε πως η ζωή του στην Bamenda ήταν καλή, εργαζόταν και δεν αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα (βλ. ερυθρό 40 του Δ.Φ.).

Λεχθέντων των ανωτέρω, για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ωστόσο και επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής ορθώς έκριναν στην συνέχεια ότι παρά το αποδεκτό των ισχυρισμών του, αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο. Ο Αιτητής δεν πρόβαλε κάποιο στοιχείο του προφίλ του που να αποτελεί παράγοντα ρίσκου και να συνδέεται με διώξεις που μπορεί να λαμβάνουν χώρα. Οι ισχυρισμοί του επί της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Υπενθυμίζω συναφώς  ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  προκύπτει ότι δεν συντρέχει αλλά ούτε αποδεικνύεται κάποια από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Ο Αιτητής πέραν τον ισχυρισμών ως προς την γενικότερη κατάσταση που επικρατεί δεν προβάλλει κάποιο συγκεκριμένο και προσωπικό φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής του αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ περί Προσφύγων Νόμου).

Πέραν τούτου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι κατά το στάδιο της διαδικασίας της συνέντευξης, τέθηκαν στον αιτητή επαρκή ερωτήματα ανοιχτού τύπου κατά τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει και να παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με τα περιστατικά τα οποία αποτελούν τη βάση των ισχυρισμών του. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα των αιτημάτων όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[2].. Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώνται την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις. (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να  τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000.

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής, δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Σε κάθε περίπτωση και παρά την αξιοπιστία του Αιτητή παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή συνδέονται με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στην χώρα και τόπο συνήθους διαμονής του και δεν προβάλλεται άλλος πρόσθετος κίνδυνος, εκτός από τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ως πολίτης λόγω της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του.

Η εκτίμηση του βάσιμου φόβου σε πλαίσιο γενικευμένης βίας, η οποία περιλαμβάνει, για παράδειγμα, εμφύλιο πόλεμο, ένοπλη σύρραξη ή συγκρούσεις φυλών, εγείρει πολύπλοκα και ειδικά ζητήματα τα οποία συνδέονται στενά με την συμπληρωματική προστασία. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το γεγονός ότι ο αιτών διέφυγε από κατάσταση γενικευμένης βίας δεν σημαίνει ότι δικαιούται μόνο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να εκτιμάται πρώτα κατά πόσον ο αιτών αντιμετωπίζει βάσιμο φόβο δίωξης για έναν ή περισσότερους από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στη σύμβαση για τους πρόσφυγες και στην οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση).

Από τις διαπιστωθείσες προσωπικές και ατομικές περιστάσεις δεν προκύπτει τέτοια απειλή την οποία ο Αιτών ευλόγως και αντικειμενικώς να φοβάται, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης. Αβίαστα, λοιπόν, από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Καθ’ων η Αίτηση πραγματεύτηκαν και αξιολόγησαν  όλα τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή,  προβαίνοντας  σε εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας  ενώ έλαβαν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης σχετικά με την αίτηση, τις συναφείς δηλώσεις και τα συναφή έγγραφα που έχει υποβάλει ο αιτών, καθώς και την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.[3]

Στην παρούσα περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορώ να συνάγω εύλογη πιθανότητα να πραγματωθεί οιοσδήποτε προσωπικός κίνδυνος προς τον αιτητή, για τους λόγους που πιο πάνω καταγράφω. Ούτε και ενώπιον μου προώθησε ή εξειδίκευσε οιονδήποτε προσωπικό κίνδυνο και ούτε επικαλέστηκε, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.

Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο οργάνωσης αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις Ambazonians (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζόνια» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[4]

Σύμφωνα με την επισκόπηση του RULAC αναφορικά με την εξέλιξη της Κρίσης στις Αγγλόφωνες Περιοχές, η βία συνεχίστηκε στις αρχές του 2022, αν και σε χαμηλότερα επίπεδα. Το Φεβρουάριο του 2022, ωστόσο, η βία αυξήθηκε, κυρίως με αφορμή τον εορτασμό της Ημέρας της Νεολαίας. Πρόκειται για εθνική εορτή, που λαμβάνει χώρα στις 11 Φεβρουαρίου για να τιμηθεί το δημοψήφισμα, που πραγματοποιήθηκε εκείνη την ημέρα το 1961 και κατά το οποίο το νότιο τμήμα του Βρετανικού Καμερούν αποφάσισε υπέρ της ένταξης στο νέο ανεξάρτητο Καμερούν. Χαρακτηριστικά, αυτονομιστικές ομάδες εισέβαλαν σε ένα λύκειο θηλέων και έβαλαν φωτιά στον κοιτώνα με σκοπό να παρεμποδίσουν τις προετοιμασίες των μαθητριών για την Ημέρα της Νεολαίας.[5] Παρόμοια περιστατικά συνέβησαν και εν όψει της Εθνικής Ημέρας του Καμερούν στις 20 Μαΐου. Οι αυτονομιστές ενέτειναν τις δραστηριότητές τους για να διαταράξουν τους εορτασμούς της Εθνικής Ημέρας. Αυτό οδήγησε σε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αυτονομιστών, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο τουλάχιστον 28 αυτονομιστών από το στρατό.

Το Σεπτέμβριο του 2022, η κυβέρνηση τερμάτισε αιφνιδιαστικά την ειρηνευτική διαδικασία με τις αυτονομιστικές ομάδες που υποστηριζόταν από την Ελβετία. Στις 10-14 Οκτωβρίου 2022, οι αγγλόφωνες αυτονομιστικές ομάδες και η κυβέρνηση διεξήγαγαν ειρηνευτικούς διαλόγους με τη μεσολάβηση του Καναδά. Στο μεταξύ, οι πολίτες διοργάνωσαν διαδηλώσεις στην πρωτεύουσα, ζητώντας ειρήνη στις αγγλόφωνες περιοχές.[6]

Επιπρόσθετα προς τις ανωτέρω πληροφορίες, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ ημερομηνίας 01/06/2021, οι επιθέσεις αδιάκριτης βίας από ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες στοχεύουν κυρίως κυβερνητικούς αξιωματούχους, παραδοσιακούς ηγέτες και εκπαιδευτικό προσωπικό[7].

Στην πιο πρόσφατη έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (01/12/2022) αναφέρεται ότι η κατάσταση στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν εξακολουθεί να είναι κρίσιμη, ενώ το βασικό ζήτημα είναι οι επιθέσεις κατά σχολείων, παιδιών, εκπαιδευτικού προσωπικού και εργαζομένων στον ανθρωπιστικό τομέα[8]

Για σκοπούς πληρότητας της παρούσας έρευνας ως προς την πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας του τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Bamenda της βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά την περίοδο 08/12/2022 - 08/12/2023 σημειώθηκαν συνολικά 151 περιστατικά ασφαλείας στη Βορειοδυτική περιοχή με 221 απώλειες. Από αυτά, τα 44 αφορούσαν μάχες (με 100 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 94 ως βία κατά αμάχων (με 107 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 5 ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (με 10 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και τα 8 ως εξεγέρσεις (με 4 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[9] Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της εν λόγω περιοχής σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση το έτος 2012 ανέρχετο στα 1.728.953[10]

Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη απόφαση του  ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).

Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης (βλ. σκέψη 43).

Στη βάση των στοιχείων που προτείνονται από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΕ ως συναφή κατά την αξιολόγηση του κινδύνου έκθεσης κάποιου Αιτητή σε σοβαρή βλάβη στα πλαίσια βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης παρατηρώ ότι παρά τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι σε τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Bamenda, στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, θα κινδυνεύσει από βία ασκούμενη αδιακρίτως ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή. Με βάση τις πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας, συνάγεται ότι απαιτείται η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο του Αιτητή ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει ως άμαχος σε περίπτωση μετάβασής του στην πόλη Bamenda.

Εν προκειμένω, πρόκειται για έναν νέο και υγιή άντρα, με υποστηρικτικό δίκτυο καθότι και όπως ανέφερε όλη η οικογένεια του συνεχίζει να διαμένει στο Καμερούν (ερυθρά 45 και 46 Δ.Φ) , χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό, o οποίος είναι ικανός προς εργασία και είχε εργασία έως και την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Όπως προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή του και όχι λόγω προσωπικής εμπειρίας σε κάποιο περιστατικό δίωξης ή σοβαρής βλάβης λόγω της κατάστασης. Οι ισχυρισμοί αυτοί του Αιτητή έγιναν δεκτοί, καθώς και ο ισχυρισμός περί των προσωπικών του στοιχείων ωστόσο αυτοί δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα ή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Αναφορικά με την επιχειρηματολογία του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης καθώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποφασίστηκε η επιστροφή του Αιτητή στην χώρα καταγωγής του, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο κινδυνεύει η ζωή του σε περίπτωση επιστροφής του.

Παρατηρώ καταρχάς ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι δεόντως δικογραφημένος με αποτέλεσμα το Δικαστήριο αυτό να μην δύναται να τον εξετάσει, εφόσον εκφεύγει των πλαισίων που καθορίστηκαν ως επίδικα, με το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του. Η θέση του Αιτητή ότι ο ισχυρισμός αυτός δύναται να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο καθώς δεν πρόκειται για ζήτημα που ανάγεται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα  αναγνωρίσει εκείνα που  αφορούν τη  δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα και το έννομο συμφέρον- όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση.[11]

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποκλειστεί η επέκταση των ζητημάτων δημόσιας τάξης[12] εντούτοις οι ήδη αναγνωρισμένες περιπτώσεις δημόσιας τάξης αποτελούν από την φύση τους απαραίτητη προϋπόθεση για θεμελίωση του δικαιώματος προσφυγής ή την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς δεν θα μπορούσε η αρχή της μη επαναπροώθησης να ενταχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στις περιπτώσεις αυτές.

Πέραν τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο ώστε να μην καθίσταται σαφές ποιο είναι το πραγματικό έρεισμα του Αιτητή περί της υπαγωγής του στην εν λόγω αρχή. Είναι συγκεκριμένα η θέση του Αιτητή, ότι οι Καθ' ων δεν προέβησαν στη δέουσα έρευνα σχετικώς με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του.

Παρατηρώ εντούτοις ότι εξετάστηκαν όλα όσα υπέβαλε ο Αιτητής κατά το στάδιο της συνέντευξης και κρίθηκε ορθώς πως δεν προκύπτει οποιοδήποτε στοιχείο που να συνηγορεί στο ότι σε περίπτωση  επιστροφής του θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη αλλά ούτε προκύπτει οποιαδήποτε προσωπική  στοχοποίηση. Επιπλέον, από το προφίλ και το ιστορικό του Αιτητή δε μπορώ να εντοπίσω κάποιο χαρακτηριστικό, το οποίο θα έπρεπε να λάβει υπόψη η Υπηρεσία Ασύλου το οποίο θα εξέθετε τον Αιτητή σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση στη χώρα καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση, και με βάση τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, κρίνω πως στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν τυγχάνει εφαρμογής η αρχή της μη επαναπροώθησης. Ο Αιτητής δεν έχει τεκμηριωμένα στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πράξη κακομεταχείρισης του, η οποία αγγίζει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας ενόψει όλων των συνθηκών και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αυτές καταγράφηκαν κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξη.[13]

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον τους. Οι Καθ'ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. (Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476). Όπως προκύπτει από την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη όλα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά την συνέντευξή του. Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα και προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί δεν μπορούν να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας υπό τις περιστάσεις του Αιτητή. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτούς το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 


 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[3] Βλ. άρθρο 16 Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000)

[4] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse1accord (assessed on 29/12/2023)

[5] VOA News, Moki Edwin Kindzeka, Cameroon Separatists Torch Girls-Οnly School Dorm for Preparing for National Youth Day activities, 12 February 2022,  https://www.voanews.com/a/6439051.html (assessed on 29/12/2023)

[6] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Cameroon: Classification: Intensity of Violence: Anglophone Separatist Groups, 12 Ιανουαρίου 2023, https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse2accord (assessed on 29/12/2023)

[7] UN Security Council, Report of the Secretary-General, The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa, S/2021/517, 01/06/2021, https://unoca.unmissions.org/sites/default/files/20th_report_of_the_un_secretary-general_on_the_situation_in_central_africa_and_on_the_activities_of_unoca.pdf , σελ.5-6 (assessed on 29/12/2023)

[8] UN Security Council, Report of the Secretary-General, The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa, S/2022/896, 01/12/2022,https://documents-dds-ny.un.org/doc/UNDOC/GEN/N22/718/04/PDF/N2271804.pdf?OpenElement (assessed on 29/12/2023)

[9] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), [Εφαρμοζόμενες παράμετροι: Middle Africa: Cameroon: Nord-Ouest region, 08/12/2022 – 08/12/2023], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (assessed on 29/12/2023)

[10] Mindat, Cameroon: North-west region, https://www.mindat.org/feature-2223602.html (assessed on 29/12/2023)

[11] Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255

[12] Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

[13] Βλ. σχετικά Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Case of Ireland v. The United Kingdom (Application no. 5310/71), ημερ. 18.01.1978, παρ.162.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο