ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  5203/2022

   22 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Y.A.Y.O.P.,

από Ακτή Ελεφαντοστού

                                        Αιτητή

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι Αιτητή: Κ. Κουπαρή (κα) για Κασσάνδρα Κουπαρή & Αγγελική Πλιάκα

Δικηγόροι Καθ’ ων η αίτηση: Σ. Σταύρου (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 12.07.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Ακτή Ελεφαντοστού, την οποίαν εγκατέλειψε στις 02.03.2015 και αφίχθηκε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Ακολούθως, υπέβαλε στις 07.03.2017 αίτηση ασύλου και προσήλθε στις 30.05.2022 σε συνέντευξη με λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EUAA πρώην EASO), ο οποίος στις 04.07.2022 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο  εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 12.07.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 12.08.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 08.08.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων  δικηγόρων  του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής προωθεί την θέση περί λανθασμένης εφαρμογής της νομοθεσίας, πλάνη περί το νόμο και κατάχρηση εξουσίας, ενώ ακροθιγώς προωθεί και ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Τέλος, ισχυρίζεται ότι  παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση προχωρούν  στην αντίκρουση των ισχυρισμών του Αιτητή επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] αλλά και η σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4].

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας (οι οποίοι ακροθιγώς προωθούνται) είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιπλέον, θα εξετάσω και τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, παρά την γενικότητα με την οποίαν αυτός προωθείται.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος  οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Διαφαίνεται μέσα από τα όσα ο ίδιος ο Αιτητής κατέγραψε στην αίτησή του, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλος και για το λόγο αυτόν διώκεται. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ακτή Ελεφαντοστού αναζητώντας καταφύγιο σε πολλές χώρες, ωστόσο δεν προστατεύονταν τα ανθρώπινα δικαιώματά του με αποτέλεσμα να καταλήξει στην Κύπρο όπου σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και αναζήτησε για τον λόγο αυτό  προστασία.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού, εθνοτικής καταγωγής Bete  και άγαμος, χωρίς τέκνα. Ο πατέρας του έχει αποβιώσει ενώ η μητέρα του βρίσκεται στην Ακτή Ελεφαντοστού μαζί με τα δύο νεαρότερα αδέλφια του, 17 και 11 ετών. Έχει δύο ετεροθαλείς αδελφούς στη Γαλλία και δύο ετεροθαλείς αδελφές στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ βρίσκεται σε επικοινωνία με τη μητέρα του. Μιλάει γαλλικά και Bete και είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το Abidjan αποτελούσε τον τόπο διαμονής του με εξαίρεση το διάστημα 2007-2008 κατά το οποίο ζούσε στο Νίγηρα και το διάστημα 2012 με αρχές του 2014 κατά το οποίο ζούσε στο Κονγκό-Μπαραζαβίλ. Ως προς το επαγγελματικό του προφίλ, δήλωσε ότι υπήρξε ποδοσφαιριστής σε διάφορες ομάδες στην Ακτή Ελεφαντοστού στο Νίγηρα και στο Κονγκό- Μπραζαβίλ. Τον Ιούλιο του 2014, έπειτα από τραυματισμό, ο Αιτητής είχε επιστρέψει στην Ακτή Ελεφαντοστού μετά τον τερματισμό του συμβολαίου του και ανάρρωνε στο σπίτι του.  Τότε βρέθηκε με ένα φίλο του, τον Thanggha, ο οποίος ζούσε στο εξωτερικό και είχε επιστρέψει για κάποιο διάστημα στην Ακτή Ελεφαντοστού. Η συνάντηση ορίστηκε να πραγματοποιηθεί σε ένα μπαρ κοντά στο σπίτι του Αιτητή εξαιτίας του τραυματισμού του στο πόδι που δεν του επέτρεπε μετακινήσεις. Στο μαγαζί βρέθηκαν μαζί ο Αιτητής, ένας φίλος του ο οποίος έπαιζε ποδόσφαιρο στην Ινδία και ο Thanggha μαζί με τον σωματοφύλακά του. Το ντύσιμο και η συμπεριφορά του Thanggha  θεωρήθηκαν υπερβολικά από τους θαμώνες του μαγαζιού οι οποίοι άρχισαν να διαμαρτύρονται. Ο Aιτητής αντιλήφθηκε ότι ο Thanggha συνομιλούσε με κάποιον και εφόσον η μεταξύ τους συνομιλία έπαιρνε άσχημη τροπή, ο ίδιος προσπάθησε να παρέμβει. Οι θαμώνες του μπαρ, αναγνώρισαν τον Αιτητή και διαμαρτυρήθηκαν για τον φίλο του, ενώ αποδοκίμασαν τον ίδιο που εμφανιζόταν παρέα με έναν ομοφυλόφιλο άνδρα και τον ρώτησαν αν είναι και ο ίδιος ομοφυλόφιλος τώρα. Καθώς η ομοφυλοφιλία στη γειτονιά του αποδοκιμάζεται έντονα, οι άνθρωποι εκεί ενεργούν αυθαίρετα, ενώ υπάρχει παρουσία ενόπλων ομάδων οι οποίες ενδέχεται να προβούν σε αρπαγές ανθρώπων προκειμένου να ζητήσουν λύτρα. Μέσα στην αναστάτωση που ακολούθησε εξαιτίας της παρουσίας του Αιτητή με την παρέα του στο μπαρ, οι θαμώνες κάλεσαν την ένοπλη ομάδα της περιοχής, ενώ οι άνθρωποι ήταν επιθετικοί απέναντι τόσο στον Αιτητή όσο και στον Thanggha. Ο φίλος του από το φόβο του τράβηξε όπλο και όταν προσπάθησαν να τους αναγκάσουν να μπουν σε ένα αυτοκίνητο έπεσε ένας πυροβολισμός από το όπλο του φίλου του Αιτητή, χωρίς να γνωρίζει αν ήταν σκοπίμως ή εκ παραδρομής τραυματίζοντας κάποιον. Ο Αιτητής έχοντας τα προσωπικά του αντικείμενα και έγγραφα μαζί του, στην τσάντα του και κατόπιν του περιστατικού αυτού κάλεσε την κοπέλα του και μαζί με τον φίλο του Joel πήγαν στο σπίτι του τελευταίου. Η μητριά του Joel τους μετέφερε με το αυτοκίνητο στη Γκάνα και χρημάτισε τους συνοριοφύλακες  για να περάσουν στην χώρα. Ο άνδρας που είχε τραυματίσει ο Thanghha στο μπαρ υπέκυψε λίγο καιρό αργότερα.

 

Ως ο ίδιος ανέφερε, σε περίπτωση επιστροφής του, φοβάται ότι θα βρεθεί ενώπιόν των ενόπλων συμμοριών που συνδέονται με την Κυβέρνηση, διότι τόσο εκείνος όσο και ο Thanggha  είναι διάσημοι. Στα άτομα τα οποία ασκούν εξουσία περιλαμβάνεται και κάποιος από την περιοχή του και αυτό θα επηρεάσει τον ίδιο και πιθανόν τη μητέρα και την οικογένειά του. Μετανιώνει που ήταν μακριά από την οικογένειά του τόσα χρόνια και η μητέρα του βασίζεται πολύ σε εκείνον μετά τον θάνατο του πατέρα του.

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, ερωτώμενος για τον λόγο που αποτελεί στόχο εφόσον δεν πυροβόλησε εκείνος, ο Αιτητής απάντησε ότι επειδή αυτός ήταν που προσκάλεσε τον Thanggha στο μπαρ εξαιτίας του οποίου προκλήθηκε το όλο πρόβλημα. Καλούμενος να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο είχε μαζί του την τσάντα με τα προσωπικά του αντικείμενα και έγγραφα αποκρίθηκε ότι βγαίνοντας την πήρε λειτουργώντας αντανακλαστικά. Εν συνεχεία, ερωτώμενος για το αν υπήρξαν άλλα περιστατικά στοχοποίησης εκείνου και του φίλου του, απάντησε ότι και κατά το παρελθόν υπήρξαν φορές που τα πράγματα περιπλέκονταν με κάποιους από τους φίλους του ή τη μητέρα του που θεωρούσε ότι ο Αιτητής ήταν ομοφυλόφιλος αλλά πολλά πράγματα είχαν αλλάξει στο Abidjan μετά από ένα χρόνο απουσίας του στο Κονγκό. Πίστευε ότι θα είχε καλύτερη αντιμετώπιση στον τόπο του, ωστόσο οι επικρατούσες συνθήκες τον σόκαραν. Επιχειρώντας να διευκρινίσει την διαφοροποίηση στις δηλώσεις του στην αίτηση χορήγησης ασύλου, όπου δήλωσε ομοφυλόφιλος, και στη συνέντευξή του, όπου δήλωσε ότι δεν είναι ομοφυλόφιλος, απέδωσε αυτήν στη διερμηνεία. Όταν του επισημάνθηκε ότι η αίτηση γράφτηκε από τον ίδιο, στα γαλλικά, απάντησε ότι ίσως δεν γνώριζε τι έγραφε και ότι θεώρησε ότι η αίτησή του ήταν εκείνη που συντάχθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα  στη Μενόγεια.

 

Ερωτώμενος αν θα μπορούσε να εγκατασταθεί στο Bouake απάντησε ότι η ζωή στο Abidjan  είναι ακριβή, δεν θα μπορούσε επίσης να προστατεύσει τον εαυτό του και δεν μπορούσε να ρισκάρει να μείνει με τη μητέρα του, να θέσει σε κίνδυνο την οικογένειά του και να επιστρέψει χωρίς τίποτα στη χώρα καταγωγής. Όταν του ζητήθηκε να διευκρινίσει αν η οικογένεια και η μητέρα του αντιμετώπισαν ποτέ κάποιο πρόβλημα, δήλωσε ότι η μητέρα του είχε αλλάξει γειτονιά. Πέρα από το Abidjan  δεν γνωρίζει άλλο μέρος διότι εκεί έζησε όλη του τη ζωή.

 

Ο λειτουργός εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή διαχώρισε αυτούς σε  δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αφορά στην ταυτότητα, στη χώρα καταγωγής, και στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ισχυρισμός ο οποίος έγινε αποδεκτός και ο δεύτερος ότι ο ομοφυλόφιλος φίλος του Αιτητή πυροβόλησε μέλος ένοπλης ομάδας σε ένα μπαρ στη γειτονιά του Αιτητή, ο οποίος και έτυχε απόρριψης.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό ο λειτουργός επεσήμανε αρχικά τη διαφορά μεταξύ των δηλώσεων περί ομοφυλοφιλίας του Αιτητή στην αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και στις δηλώσεις του κατά την προσωπική του συνέντευξη όπου αυθόρμητα δήλωσε ότι δεν είναι ομοφυλόφιλος. Καλούμενος να δώσει διευκρινίσεις, απέδωσε τη διαφοροποίηση αυτή σε λάθος διερμηνεία δήλωση η οποία δεν κρίθηκε εύλογη καθώς η αίτηση είχε συνταχτεί από τον ίδιο. Αναφορικά με το επεισόδιο με τους ενόπλους στον οποίον αναφέρθηκε, καταρχάς ο λειτουργός επισημαίνει ότι ο αιτητής δεν προσδιορίζει την ταυτότητα των ατόμων και την τοποθεσία του μπαρ όπου εξελίχθηκε το περιστατικό, ενώ δεν έδωσε σαφή και συνεκτική απάντηση σε ό,τι αφορά τον λόγο που είχε πάρει τη τσάντα με όλα τα προσωπικά του έγγραφα και πράγματα μαζί του στο μπαρ όπου συναντήθηκε με τον φίλο του. Μη συνεκτικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις του που αφορούσαν την επιλογή του μπαρ ως σημείου συνάντησης με τον φίλο του για τον οποίο γνώριζε ότι ήταν ομοφυλόφιλος, με τις δηλώσεις του ότι οι άνθρωποι στην περιοχή του δεν είναι ανεκτικοί απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Περαιτέρω, δεν μπόρεσε να δώσει σαφή απάντηση σε ό,τι αφορά την επιλογή ενός δημόσιου χώρου για τη συνάντηση με τον φίλο του και όχι την ιδιωτικότητα του σπιτιού του όπου κι εκείνος και ο φίλος του θα ήταν ασφαλείς από την ομοφοβική συμπεριφορά των κατοίκων της περιοχής. Τέλος, ο λειτουργός επεσήμανε ότι αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι θα κινδύνευε με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, διότι θα εγκαθίστατο στην περιοχή όπου κατοικούσε η μητέρα του, εν συνεχεία υπέπεσε σε αντίφαση λέγοντας ότι η μητέρα του είχε αλλάξει τόπο διαμονής. Καλούμενος να διευκρινίσει την έλλειψη συνοχής στα λεγόμενά του, ο Αιτητής δεν έδωσε σαφή απάντηση. Εν συνεχεία, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες που αφορούσαν την ύπαρξη ένοπλων δυνάμεων που συνδέονται με την Κυβέρνηση. Αν και οι πληροφορίες αυτές στηρίζουν μέρος των δηλώσεων του αιτητή, ωστόσο ο σχετικός ισχυρισμός απερρίφθη λόγω ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Κατά το στάδιο εξέτασης του κινδύνου και στα πλαίσια του ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής οι οποίες αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στην Ακτή του Ελεφαντοστού επισημαίνοντας εν τούτοις ότι ο Αιτητής δεν υπάγεται στα προφίλ έναντι των οποίων φαίνεται να υφίσταται κάποιου είδους στοχοποίηση. Προχωρώντας στην νομική ανάλυση, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός της EUAA έκρινε ότι στην Ακτή του Ελεφαντοστού δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτητή.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της EASO όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου και δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού τους οποίους και αποδέχομαι

 

Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, από την έρευνα του δικαστηρίου προέκυψε ότι η ομοφυλοφιλία δεν ποινικοποιείται στην Ακτή Ελεφαντοστού ενώ και η στάση των Αρχών έναντι των καταγγελιών από μέλη της κοινότητας LGBT+ βελτιώθηκε σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Ο νέος ποινικός κώδικας του Ιουνίου 2019 «κατάργησε τις αναφορές σε πράξεις μεταξύ μελών του ίδιου φύλου ως επιβαρυντικό παράγοντα σε περιπτώσεις προσβολής δημόσιας αιδούς. Εν τούτοις, δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει σεξουαλικού προσανατολισμού αλλά τα άτομα LGBT+ μπορούν να διωχθούν βάσει της διατύπωσης του ποινικού κώδικα που τροποποιήθηκε το 2019 και αναφέρεται σε «αφύσικες πράξεις» και «ηθική ευαισθησία». Διακρίσεις εις βάρος των LGBT+ ατόμων φέρεται να σημειώθηκαν επίσης κατά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, στην απασχόληση, σε περιπτώσεις εγκατάλειψης του σχολείου καθώς και σε περιστατικά όπως έξωση από τα σπίτια τους από ιδιοκτήτες ή τις οικογένειές τους. Oι κοινωνικές διακρίσεις κατά των LGBTQ ατόμων μπορούν να πάρουν μια βίαιη και ομοφοβική μορφή, με τα μέλη της πολιτοφυλακής «μικροβίων» να παρουσιάζονται ως ομοφυλόφιλοι για να τα δελεάσουν και μετά τους επιτίθενται σε συμμορίες[7],[8],[9],[10],[11],[12].

 

Παρατηρείται ωστόσο ότι από κανένα σημείο της συνέντευξης δεν προέκυψε ότι ο Aιτητής χαρακτηρίστηκε ως ομοφυλόφιλος από τα μέλη της κοινότητας στην οποία ζούσε. Ούτε και τέθηκε τέτοιος ισχυρισμός κατά την συνέντευξη. Οι θαμώνες οι οποίοι τον αναγνώρισαν θεώρησαν μη αποδεκτό ο Aιτητής να εμφανίζεται μαζί με έναν ομοφυλόφιλο, ωστόσο οι διαμαρτυρίες που δέχθηκε ο Αιτητής  από τους θαμώνες του μπαρ αφορούσαν τη συμπεριφορά του φίλου του η οποία αντανακλούσε σε εκείνον εφόσον ο ίδιος εμφανίστηκε μαζί του στο συγκεκριμένο χώρο (ερ.43 3χ, 4χ).

 

Σε ό,τι αφορά τον εκπεφρασμένο φόβο του αιτητή, ότι θα βρεθεί ενώπιόν των ενόπλων συμμοριών που συνδέονται με την Κυβέρνηση εξαιτίας των όσων σημειώθηκαν στο μπαρ με το φίλο του Thanggha, σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός πάνω στον οποίο εδράζεται ο φόβος του, δεν έγινε αποδεκτός. Περεταίρω, η ομοφυλοφιλία του αιτητή ή η αποδιδόμενη σε εκείνον ομοφυλοφιλία δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του φακέλου.  Συνεπώς, ο φόβος του Αιτητή δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Πέραν τούτου, παρατηρείται ότι ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής επιχείρησε να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, τα οποία ήταν δυνατόν να τεκμηρίωναν μία τέτοια θέση. Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων[13]. Επισημαίνω ότι η κα Κουπαρή, αναφέρθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία σε ένα διαδικτυακό σύνδεσμο[14], τον οποίο προώθησε αργότερα στο Δικαστήριο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Εξετάζοντας ωστόσο το περιεχόμενο του συνδέσμου αυτού διαπιστώνεται ότι, το συγκεκριμένο άρθρο αναφέρεται στη δυσκολία έκδοσης περιοδικού που αφορά στην LGBT+ κοινότητα, χωρίς ωστόσο να συνδέεται με τους ισχυρισμούς του Αιτητή ή να αποκαλύπτει έστω στοιχεία σχετιζόμενα με τον φόβο του Αιτητή.

 

Εξετάζοντας τον αντικειμενικό φόβο του Αιτητή θα πρέπει περαιτέρω να αξιολογηθεί αν υπάρχουν παράγοντες επίτασης του κινδύνου που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με το προφίλ του. Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ακτής Ελεφαντοστού, Bete εθνοτικής καταγωγής, με τόπο συνήθους διαμονής το Abidjan. Επισημαίνεται ότι ο λειτουργός της EUAA περιορίστηκε σε  έρευνα ως προς την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, χωρίς ωστόσο να διεξάγει οποιανδήποτε έρευνα αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή, το Abidjan.

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του προέβη σε έρευνα που αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Ακτή Ελεφαντοστού και πιο συγκεκριμένα το Abidjan. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, η ασφάλεια  της Ακτής Ελεφαντοστού έχει βελτιωθεί αισθητά από το τέλος ενός δεύτερου εμφυλίου πολέμου το 2011 και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η χώρα θα διολισθήσει ξανά σε σύγκρουση βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα. Η χώρα αντιμετωπίζει επίσης αυξημένη απειλή από τη διεθνή τρομοκρατία λόγω της διάχυσης της εξτρεμιστικής ισλαμιστικής μαχητικής δραστηριότητας από το Μάλι και την Μπουρκίνα Φάσο στο Βόρειο και Βορειοανατολικό κομμάτι της χώρας[15]. Το βίαιο έγκλημα παραμένει διαδεδομένο στα πυκνοκατοικημένα προάστια του Αμπιτζάν[16],[17] (…) Εκτός της εμπορικής πρωτεύουσας, η ένοπλη ληστεία προκαλεί ανησυχία στους δρόμους και σε αγροτικές περιοχές της χώρας. Οι αστικές και εργατικές αναταραχές συμβαίνουν τακτικά στην Ακτή Ελεφαντοστού, που συνήθως οδηγούνται από τη δυσαρέσκεια για την ανεπαρκή παροχή υπηρεσιών και τα παράπονα που σχετίζονται με την εργασία[18].

 

Ως εκ τούτου, από τις προεκτεθείσες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω της βίας που ασκείται αδιακρίτως στo Abidjan, ενώ δεν διαφαίνεται ότι θα διατρέξει κάποιο κίνδυνο εξαιτίας των λοιπών στοιχείων του προφίλ του. Επομένως, δεν προκύπτει κίνδυνος εξαιτίας των στοιχείων του προφίλ του.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στην Ακτή του Ελεφαντοστού, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[19] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[20] , αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[21]

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38.Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Abidjan), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:

 

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 05.01.2023 – 05.01.2024 στo Abidjan καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 16 περιστατικά ασφαλείας τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως εξεγέρσεις και εκ των οποίων προέκυψε 1 απώλεια[22].

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δεν διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στο Abidjan, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Προκύπτει εκ των όσων προαναφέρθηκαν ότι, εν προκειμένω ο Αιτητής δεν

προβάλλει οποιουσδήποτε βάσιμους ισχυρισμούς ή τεκμηριωμένα στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και τα οποία να τεκμηριώνουν δικαιολογημένο φόβο δίωξης με βάση το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ή να υποστηρίζουν ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[6] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[7] USDOS, Côte d'Ivoire, Annual report on human rights in 2022, 20/03/2023, https://www.ecoi.net/en/document/2089133.html

[8] Freedom House, Côte d'Ivoire, Annual report on political rights and civil liberties in 2022, https://www.ecoi.net/en/document/2090177.html

[9] Equaldex, Côte d'Ivoire, https://www.equaldex.com/region/cote-divoire

[10] ACCORD, Côte d'Ivoire : COI Compilation, https://www.ecoi.net/en/file/local/2060352/ACCORD+COI+Compilation_Cote+d%27Ivoire_September+2021.pdf

[11] Amera International, Côte d'Ivoire, Côte d'Ivoire COI, COI Resources, https://amerainternational.org/country-of-origin-information-experts/cote-divoire-coi/

[12] Organisation suisse d’aide aux réfugiés, OSAR, Côte d’Ivoire : situation des personnes LGBTQI et protection de l’État, 16/07/2021, https://www.refugeecouncil.ch/fileadmin/user_upload/Publikationen/Herkunftslaenderberichte/Afrika/Elfenbeinkueste/210716_CIV_LGBT.pdf, σ.6

[13] Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384.

[14] Βλ. https://www.france24.com/en/africa/20230517-advocates-battle-to-publish-west-africa-s-first-lgbt-magazine

[15] USDOS, Côte d'Ivoire Travel Advisory, August 2023, https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/cote-d-ivoire-travel-advisory.html

[16] Crisis24, Country Report, Côte d'Ivoire, Country Risk Level, last updated 21.04.2022, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/cote-divoire

[17] Crisis24, Country Report, Côte d'Ivoire, Security, last updated 21.04.2022, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/cote-divoire

[18] Crisis24, Country Report, Côte d'Ivoire, Political, last updated 29.09.2022, https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/cote-divoire,

[19] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[20] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[21] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[22] ACLED dashboard, Ivory Coast, Abidjan, 05.01.2023-05.01.2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο