ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 556/23

 

30 Ιανουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Η.Ν.Τ.

                                                     

Aιτητή,

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Γ. Κορυζής (κ.), για τον Αιτητή

Α. Ρούσου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.ΠΟ Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, και στερούμενου νομικού αποτελέσματος,  η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 10.1.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για  διεθνή προστασία.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής  κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό.  Περί τις 21.11.2022, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 9.12.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA).  O λειτουργός στις 21.12.2022 υπέβαλε σχετική Έκθεση/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: ο Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 10.1.2023, η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19.1.2023 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  

  

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής δια του συνηγόρου του κατά την ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι προωθεί ως μόνο λόγο προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας.  

 

3.             Οι Καθ' ων η αίτηση απέσυραν την προδικαστική ένσταση που ήγειραν περί εκπροθέσμου και  αντιτείνουν ότι oι ισχυρισμοί του Αιτητή επί των νομικών σημείων που εγείρει με την προσφυγή του είναι γενικοί και αόριστοι και ως εκ τούτου δεν μπορούν να επιτύχουν καθώς δεν στοιχειοθετούν κανένα λόγο αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Εισηγούνται ότι η έρευνά τους υπήρξε η δέουσα όπως επαρκής υπήρξε και η αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Υποδεικνύουν τέλος ότι ορθώς απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, παραπέμποντας στους ισχυρισμούς που ήγειρε κατά τη διοικητική διαδικασία της εξέτασης του αιτήματός του, οι οποίοι κρίθηκαν ως αναξιόπιστοι. 

 

 To νομικό πλαίσιο

4.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

5.              Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

7.             Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί,  ορίζει ότι:

«7. (α) Κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.[...]».

 

8.              Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 [.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

 

11.          Ως προς το μόνο προωθούμενο λόγο προσφυγής από τον Αιτητή, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί προς τούτο αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των υπό αναφορά λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική της ορθότητα. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης και η εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης (προσόντα μεταφραστή κ.α.). Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

12.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

13.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68].

 

14.          Παρατηρείται συναφώς ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία, o Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι δεχόταν απειλές κατά της ζωής του. Ειδικότερα, προέβαλε ότι αν και διατηρούσε σχέση με μια γυναίκα, η οποία τεκνοποίησε τον καρπό του έρωτά τους, στη συνέχεια περιήλθε εις γνώση του ότι η εν λόγω γυναίκα διατηρούσε παράλληλη σχέση και με ένα άλλο άνδρα. Ο εν λόγω άνδρας ήταν το πρόσωπο που απείλησε τον Αιτητή, δηλώνοντάς του ότι είτε θα τον απαγάγει ή θα τον σκοτώσει. Βοηθούμενος εν τέλει από τα μέλη της οικογένειάς του, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής (ερ. 1 διοικητικού φακέλου [στο εξής: δ.φ.] ).

 

15.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής οι γονείς και η αδελφή του διαμένουν στην Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ σχετικά με το επάγγελμά του δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής καθώς τον συντηρούσε ο πατέρας του.

 

16.          Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι συζούσε και διατηρούσε δεσμό με μια κοπέλα, η οποία διατηρούσε παράλληλη σχέση με άλλο άνδρα. Η κοπέλα αυτή έμεινε έγκυος από την Αιτητή και ακολούθως ο έτερος σύντροφός της απείλησε τον  Αιτητή ότι θα σκοτώσει τον ίδιο ή το νεογέννητο ανήλικο τέκνο του, προσθέτοντας ότι ο εν λόγω άνδρας προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια. Προέβαλε δε ότι στις 24.9.2020 η σύντροφός του τού δήλωσε ψευδώς ότι θα επισκεφτεί τη θεία της, πλην όμως στις 4.10.2022 τον επισκέφτηκε ο άνδρας ο οποίος διατηρούσε παράλληλη σχέση μαζί της και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Η σύντροφός του ενημέρωσε τον Αιτητή ότι ο εν λόγω άνδρας τον αναζητά και ότι θα πρέπει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Έτσι ο Αιτητής, με τη βοήθεια της οικογένειάς του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής με προορισμό την Κύπρο (ερ. 28 δ.φ.).

 

17.          Στο πλαίσιο των διερευνητικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν, ο Αιτητής εξήγησε ότι ανησυχεί γιατί το πρόσωπο που τον απειλεί διαθέτει χρήματα και θα πληρώσει την αστυνομία προκειμένου να τον σκοτώσει. Δήλωσε εξάλλου ότι αν και διεκδικούσαν αμφότεροι την ίδια κοπέλα, εντούτοις ουδέποτε είχαν σωματική διαμάχη αλλά λεκτική. Συνάντησε τον κατ΄ισχυρισμό το φορέα δίωξής του συνολικά πέντε φορές. Ο Αιτητής αναφέρθηκε, επίσης, σε ένα περιστατικό κατά το οποίο το εν λόγω άτομο φέρεται να έστειλε τρίτα πρόσωπο να τον χτυπήσουν στις 5.8.2021. Ο Αιτητής δεν κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία. Δήλωσε ότι για ένα περίπου έτος δεν είχε επαφή με τον έτερο σύντροφο της κοπέλας και ότι τον Οκτώβριο του 2022, έστειλε άτομα να τον απειλήσουν όταν πληροφορήθηκε ότι η κοπέλα είναι έγκυος.

 

18.           Αξιολογώντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Αιτητή οι Καθ΄ων η αίτηση  σχημάτισαν δύο ουσιώδης ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αναφορικά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός συνίσταται στις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι η κοπέλα του διατηρούσε παράλληλο δεσμό με τρίτο πρόσωπο, το οποίο απειλούσε ότι θα σκοτώσει τον Αιτητή.  

 

19.          Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.  

 

20.          Ο  δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι έκριναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομερείς περιγραφές ως προς τον άνδρα που φέρεται να ήθελε να τον σκοτώσει. Ειδικότερα, όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να παράσχει λεπτομέρειες που άπτονται του υπό εξέταση ισχυρισμού και αφορούν στην εξέλιξη των γεγονότων της φερόμενης παρελθούσας δίωξής του, εκείνος απάντησε γενικόλογα ότι η σύντροφός του λάμβανε χρήματα από τον εν λόγω άνδρα. Κληθείς να περιγράψει λεπτομερώς τι συνέβη ανάμεσε στον ίδιο και τον ανωτέρω άνδρα, ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι επρόκειτο για μια διαμάχη εξαιτίας μιας γυναίκας. Ακολούθως ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τον αριθμό των περιστατικών κατά τη διάρκεια των οποίων φέρεται να ήρθαν σε ρήξη, αφού αρχικά δήλωσε ότι μάλωναν συνέχεια, στη δε συνέχεια προέβαλε ότι είχε δει τον εν λόγω άνδρα μόνο 5 φορές. Κληθείς άλλωστε να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι αρχικά συνάντησε τον εν λόγω άνδρα επειδή έλαβε από τη σύντροφό του την πληροφορία ότι ο εν λόγω άνδρας αποτελούσε μέλος της οικογένειάς της (ερ. 26 1Χ ΔΦ).

 

21.          Ως προς τις δηλώσεις του περί του ότι ο συγκεκριμένος άνδρας έστειλε κάποια άτομα προκειμένου να τον χτυπήσουν, ο Αιτητής δεν παρέθεσε σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές. Ειδικότερα, κληθείς να περιγράψει το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε ασαφώς ότι καθώς περίμενε σε μια στάση λεωφορείου, κάποια αγνώστων στοιχεία άτομα άρχισαν να τον χτυπούν. Κληθείς να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο πιστεύει ότι τα εν λόγω άτομα συνδέονται με το άνδρα με τον οποίο η σύντροφός του φέρεται να διατηρούσε παράλληλη σχέση, ο Αιτητής προέβαλε μια υποθετική απάντηση, επικαλούμενος ότι ο εν λόγω άνδρας τον είχε προειδοποιήσει ότι θα του κάνει κακό. Ακολούθως, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς τον αριθμό των περιστατικών κατά τα οποία φέρεται να απειλήθηκε από το συγκεκριμένο άνδρα αφού στη μεν αρχή δήλωσε ότι το περιστατικό του Αυγούστου του 2021  ήταν το μοναδικό, πλην όμως στη συνέχεια προέβαλε αντιφατικά ότι ο ανωτέρω άνδρας έστειλε τα εν λόγω άτομα να τον ξυλοκοπήσουν στις 11/10/2022. Ζητηθείς να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής υπέβαλε χωρίς συνοχή ότι ο εν λόγω άνδρας άκουσε ότι η σύντροφός του Αιτητή γέννησε και έτσι έστειλε τα εν λόγω άτομα να τον χτυπήσουν (ερ. 24 1Χ δ.φ.).

 

22.          Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

23.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε σχετική έρευνα εκ της οποίας εξωτερικές πληροφορίες επιβεβαίωσαν τα φαινόμενο εγκληματικότητας που καταγράφονται στη χώρα καταγωγής του Αιτητή.

 

24.          Ολοκληρώνοντας, στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο, αφού, για τους ανωτέρω λόγους έκριναν ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό.

 

25.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση στη βάση του μοναδικού δεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ήτοι αυτόν περί των προσωπικών στου στοιχείων, οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία παρελθούσας δίωξης αλλά ούτε και ενδεχόμενης στοχοποίησής του από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, στη χώρα καταγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

26.          Ούτε επίσης κρίθηκε ότι δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του άρθρου 19(2) καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη όπως αυτή περιγράφεται στα ανωτέρω άρθρα.

 

27.          Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες του άρθρου 19(2)(γ), οι Καθ’ ων η αίτηση, παραπέμποντας σε σχετικές εξωτερικές πηγές, διαπίστωσαν ότι στην πρωτεύουσα Kinsasha δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων.

 

28.          Ως εκ τούτου, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε στο σύνολό του.

 

29.           Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου και  υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω αρχικά ότι ορθώς ο Αιτητής κρίθηκε ως αξιόπιστος ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό του, ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του,  για τους λόγους που αναλύονται στην σχετική εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

30.          Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, το Δικαστήριο συντάσσεται επίσης με την απόρριψή του από τους Καθ’ ων η αίτηση αφού το αφήγημα του Αιτητή στερείται ευλογοφάνειας, οι δε δηλώσεις του περί των πράξεων παρελθούσας δίωξης που φέρεται να υπέστη στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας και συνοχής κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία του Αιτητή. Ειδικότερα, το Δικαστήριο κρίνει ως μη ευλογοφανείς τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι η σύντροφός του διατηρούσε παράλληλη σχέση με άλλο άνδρα, καθώς αφενός μεν ο Αιτητής δήλωσε ότι συζούσαν, στη συνέχεια δε προσέθεσε ότι γνώρισε τον εν λόγω άνδρα από την ίδια του τη σύντροφο, η οποία μάλιστα φέρεται να συνέστησε το εν λόγω πρόσωπο στον Αιτητή ως μέλος της οικογένειάς της.  Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή αυτοαναιρούνται αφού σε μεταγενέστερο στάδιο ο Αιτητής προέβαλε επίσης χωρίς συνοχή ότι η σύντροφός του λάμβανε χρήματα από τον εν λόγω άνδρα.

 

31.          Παράλληλα, για τους λόγους που αναλύθηκαν εκτενώς από τους Καθ’ ων η αίτηση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί των απειλών που φέρεται να δέχτηκε από τον εν λόγω άνδρα ενέχουν τόσο νοηματικές, όσο και χρονικές αντιφάσεις που πλήττουν εναπανόρθωτα την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού καθώς δεν προκύπτει ουδεμία σαφής, συνεκτική και συμπαγής αλληλουχία εξέλιξης των υπό εξέταση περιστατικών. Ο πυρήνας του αιτήματος θίγεται άλλωστε και από το γεγονός ότι τόσο κατά την καταγραφή του αιτήματός του, όσο και κατά την προφορική του συνέντευξη, ο Αιτητής δήλωσε άτεκνος. Όταν του υποβλήθηκε η εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ξέρει μετά βεβαιότητας ότι το παιδί είναι δικό του (ερ. 1-3 δ.κ., ερ. 31 2Χ δ.φ.). Μη περιγραφικός υπήρξε και ως προς το περιστατικό του κατ’ ισχυρισμό ξυλοδαρμού του, το οποίο επίσης εικάζει ότι συνδέεται με τις απειλές που δέχτηκε από τον τρίτο αυτό πρόσωπο.

 

32.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο συμφωνεί με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι, λόγω της υποκειμενικής φύσης των υπό εξέταση περιστατικών, δεν δύναται να διεξαχθεί έρευνα οποιουδήποτε στοιχείου του υπό εξέταση ισχυρισμού το οποίο θα μπορούσε να δράσει ενισχυτικά ή όχι των δηλώσεων του Αιτητή έτσι ώστε ο υπό εξέταση ισχυρισμός να κριθεί ως προς την εξωτερική του αξιοπιστία.

 

33.          Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής δεν επιχειρεί να σχολιάσει με ειδικό τρόπο τα επιμέρους συμπεράσματα των Καθ’ ων η αίτηση που οδήγησαν σε  εύρημα περί αναξιοπιστίας ούτε και προσθέτει οτιδήποτε στους ισχυρισμούς του με αποδεκτή μαρτυρία.

 

34.          Ως εκ τούτου, βασιζόμενο αποκλειστικά στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο τον απορρίπτει στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο καθώς συμφωνεί με την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση περί του ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικές καταστάσεις.

 

35.          Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του στη χώρα καταγωγής για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

36.          Ειδικότερα επισημαίνεται ότι, η έννοια του «βάσιμου φόβου» του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει δύο πτυχές, οι οποίες διακρίνονται ως το «υποκειμενικό» και το «αντικειμενικό» στοιχείο της έννοιας. Η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ο φόβος είναι «βάσιμος» ή όχι (δηλαδή στο αντικειμενικό στοιχείο). Η υποκειμενική πτυχή αφορά στον φόβο που αισθάνεται ο αιτών / η αιτούσα. Ο  υποκειμενικός φόβος του αιτούντος/ της αιτούσας πρέπει να τεκμηριώνεται ωστόσο αντικειμενικά προκειμένου να θεωρηθεί «βάσιμος». Εν προκειμένω, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, ο φόβος δίωξής του Αιτητή από τον άνδρα με τον οποίο φέρεται να διατηρούσε παράλληλη σχέση η σύντροφός του κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος καθώς ο συνδεόμενος ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Εκ των λοιπών στοιχείων, δεν προκύπτει άλλωστε οποιαδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης του Αιτητή στη χώρα καταγωγής από οποιοδήποτε, κρατικό ή μη, φορέα. Ιδίως δεν αποτελεί δίωξη για κάποιους από τους λόγους που δικαιολογεί υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

37.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε αλλά ούτε και από τα ενώπιόν μου στοιχεία προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

38.          Ειδικότερα, από το προαναφερόμενο ιστορικό και επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

 

39.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία λόγω ένοπλης σύρραξης στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιθανολογείται ότι εάν επιστρέψει στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

 

40.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

41.          Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

42.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

43.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

44.          Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

45.          Εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής  λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ των οποίων προέκυψε ότι η έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[1] . Συν τοις άλλοις, Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[2]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

46.          Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 29/09/2022 έως 29/09/2023, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 58 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 71 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 28 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 48 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυριών εκ των οποίων δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[3]Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[4],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (71 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

47.          Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων, υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Σε κάθε περίπτωση, ούτε και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (νέος άρρεν, υγιής, με υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής) δεν θα οδηγούσαν σε συνθήκες επίτασης κινδύνου.

 

48.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπως καταγράφεται ανωτέρω.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με € 1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 Κ. Κ. Κλεάνθους,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.    

 

          



[1] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 26/01/2024]

[2] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 26/01/2024]

[3] Αccled, Kinshasa, reference period 29/09/2022 - 29/09/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 26/01/2024]

[4] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 26/01/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο