ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                   Υπόθεση Αρ.: 5762/22

09 Ιανουαρίου 2024

 [Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

U.A.

Αιτητής 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής  εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Λ. Μιχαηλίδου (κα), για Κ. Χριστοφορίδη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

(Κος. Al Amin Islam - μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Urdu και αντίστροφα.

κα. Σ. Πίττα ορκίζεται και μεταφράζει πιστά από ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα.)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής  ενίσταται στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 25/08/2022, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 31/08/2022 και με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής  είναι υπήκοος του Πακιστάν. Στις 12/08/2022 υπέβαλλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 25/08/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό από Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου  Στις 25/08/2022 αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή αυθημερόν. Στις 31/08/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, την οποία παρέλαβα ιδιοχείρως και υπέγραψε στις 31/08/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής  δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Αναφέρει μόνο ότι προβάλλει ένσταση εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου καθότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του λόγω οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει στη χώρα καταγωγής του.

Κατά την ακροαματική διαδικασία ο Αιτητής ανέφερε ότι αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα στην χώρα καταγωγής του. Ως ο ίδιος δήλωσε είναι ο μεγαλύτερος γιος στην οικογένεια του, ο πατέρας του δεν εργάζεται και έχει την ευθύνη να τους στηρίξει οικονομικά.

Οι Καθ' ων η αίτηση διά μέσω της ευπαίδευτης συνηγόρου του αγόρευσαν προφορικά αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Επισημάνουν ότι οι  ισχυρισμοί του Αιτητή , στην ουσία περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ανάγονται σε οικονομικούς λόγους και ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο καθεστώς του Πρόσφυγα καθότι οι οικονομικοί λόγοι δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από την Άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6 (Ι) 2000).

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε  «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρ.19 του Νόμου και το αρ.2 (στ) της Οδηγίας, δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας πρόσωπο το οποίο «[.] δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ. 3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύναται να παρέχουν της απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Έχω εξετάσει με προσοχή το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα όσα ανέφερε ο Αιτητής  επί της αρχικής του αίτησης, στην συνέντευξή του αλλά και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον μου και φρονώ ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετωπίζει οποιουδήποτε είδους δίωξης στη χώρα του και ότι η περίπτωσή του δεν πληροί τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του στο καθεστώτος του πρόσφυγα καθώς πρόκειται για οικονομικό μετανάστη.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος «Δ.Φ.») κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από το Πακιστάν. Ειδικότερα, αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ο Αιτητής  ανέφερε ότι το έκανε για να στηρίξει οικονομικά τη θεραπεία του αδελφού του ο οποίος πάσχει από καρκίνο (βλ. ερυθρό 15 – 1Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς αν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα στην χώρα καταγωγής του απάντησε αρνητικά. Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε είχε συλληφθεί ή τεθεί υπό κράτηση στη χώρα καταγωγής του και οι αρχές θα του επέτρεπαν να επιστρέψει πίσω στο Πακιστάν. Ούτε και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο Αιτητής  πρόβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό περί βάσιμου φόβου δίωξης στην χώρα καταγωγής του αλλά υιοθέτησε τα όσα ανέφερε περί των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην χώρα καταγωγής του.

Ξεκάθαρα προκύπτει από τα ενώπιο μου στοιχεία και από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου ότι πρόκειται για περίπτωση οικονομικού μετανάστη. Ο Αιτητής αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με σκοπό να εργαστεί και ως εκ τούτου στο πρόσωπο του δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαιολογημένου φόβου δίωξης  που είναι απαραίτητες για να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του η ιδιότητας του Πρόσφυγα σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000. Επομένως σωστά και εύλογα η Καθ' ων η Αίτηση ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από τον νόμο και βάσει του ενώπιον μου υλικού κατέληξαν στην απόφαση τους.

Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως  να εξεύρεση εργασίας και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής , αποτελεί περίπτωση  οικονομικού μετανάστη και όχι πρόσφυγα.

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Υπό το φως των απαντήσεων του Αιτητή  και των στοιχείων που ο ίδιος έδωσε, κατά τη συνέντευξή του, διαπιστώνεται εύλογα ότι αυτός στην ουσία είναι οικονομικός μετανάστης και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας. (Βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Για τους ίδιους δε λόγους, κρίνω ότι ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Νόμου για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή  εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Σημειώνεται συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26/05/2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες του από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

Υπό το φως των όσων έχω επεξηγήσει ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. Κατσαρίδης  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο