ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 5802/22

 

31 Ιανουαρίου, 2023

 

ΔΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣΔ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

R .F.J.A.                                      Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Χ.Ματθαίου, Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Ν. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Η Αιτήτρια  με την παρούσα προσφυγή στρέφονται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 12.07.2022 η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτούς στις 07.09.2022 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια κατέχει την ιθαγένεια της Αιγύπτου και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 30.03.2017.  Στις 29.09.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας  στην Υπηρεσία Ασύλου από αρμόδιο λειτουργό του Ευρωπαϊκού Γραφείου Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO).  Στις 12.10.2021 αρμόδιος λειτουργός του EASO ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας . Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας στις 21.10.2021. Στις 03.11.2021 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 11/03/2021.

Στις 15.03.2022 καταχωρήθηκε η υπ. αρίθμ. 1421/2022 διοικητική προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 13.04.2022 λόγω μη προώθησης.

Στις 15.04.2022 η Αιτήτρια υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 24.05.2022, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. Στις 30.06.2022 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση της λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 12.07.2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δόθηκε δια χειρός στην Αιτήτρια και της μεταφράστηκε σε γλώσσα που η ίδια κατανοεί στις 07.09.2022.

Στις 13.09.2022 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια  παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή της αγόρευση, η Αιτήτρια προωθεί ότι η επίδικη λήφθηκε υπό πλάνη ή/και πεπλανημένα κριτήρια, χωρίς να έχει προηγηθεί από τον αρμόδιο λειτουργό δέουσα έρευνα, ενώ επιπλέον στερείται αιτιολογίας ή/και επαρκούς αιτιολογίας.

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος της Αιτήτριας κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 25/09/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση διοικητικού φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθεί μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, πλην αυτούς που αφορούν το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια, οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση μέσω της ένστασής της ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και της κείμενης νομοθεσίας, των Κανονισμών και των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπ' όψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Θεωρώ χρήσιμο προτού προβώ στην κατάληξή μου να επεξηγήσω το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάζει την μεταγενέστερη αίτηση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.  Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 

(i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 

(ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.»

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.»

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[.]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση, του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή...».

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης.  Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της. 

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή, διεθνούς προστασίας και

β) ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-901/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 21 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: ( Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95∙

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης  από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori ( βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., ΑρΑγωγής: 3172/99, 25  Ιανουαρίου 2007 ). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 Διαδικαστικοί κανόνες επισημάνω:

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·

β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.

Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση  εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο, χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτητή στο Δικαστήριο.

 ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο στην αίτηση της Αιτήτριας προβάλλονται αρκετοί λόγοι ακύρωσης με γενικότητα και αοριστία χωρίς αυτοί να εξειδικεύονται με σαφήνεια και πληρότητα. Όπως έχω επισημάνει σε πολλές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και οι συναφείς νομολογιακές αρχές, επιβάλλουν την αιτιολόγηση και  εξειδίκευση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται ήδη στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων -αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»-  ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο για τον οποίο προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και ώστε το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο Αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου.

Επιπρόσθετα, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζεται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Εξάλλου, η παράθεση απλώς των νομικών διατάξεων και παραπομπή σε συναφή με το λόγο ακύρωσης νομολογία χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης αποτελεί περίπτωση αόριστης προβολής των λόγων ακύρωσης. Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση του Αιτητή.

Περαιτέρω, η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση. [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671,  Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]

Σε ό,τι αφορά την γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας  διαπιστώνω ότι ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας  δεν συνοδεύεται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της.  Η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Επίσης, εντοπίζω πως μερικοί εκ των ισχυρισμών που προβάλλονται από την Αιτήτρια  στο σώμα της γραπτής της αγόρευσης, ήτοι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας, περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση αλλά και απόφασης που αντίκειται στους περί Προσφύγων Νόμους, αναπτύσσονται μαζί σε ένα ενιαίο κείμενο χωρίς να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των άνωθεν λόγων ακυρώσεως που προωθούνται, αντίθετα με την επιταγή του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Κατά τον Κανονισμό 6, δομικά η αγόρευση πρέπει να χωρίζεται σε παραγράφους -ευκρινώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται- οι οποίες αντιστοιχούν σε κάθε νομικό σημείο που αναφέρονται εύληπτα και συνοπτικά. Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας και αοριστίας  με την οποία αυτοί εγείρονται.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο  16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β),  αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικόλογο ισχυρισμό που προβάλλει η συνήγορος των Αιτητών, περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Στην αρχική της αίτηση για Διεθνή Προστασία ημερομηνίας 21/10/2019, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής τους για θρησκευτικούς λόγους (βλ. ερυθρό 17 Δ.Φ.). Κατά την διάρκεια της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δήλωσε πως ο πρώην σύζυγός της σύναψε εξωσυζυγική σχέση με μια Μουσουλμάνα κοπέλα, η οποία έμεινε έγκυος και απειλήθηκε από αυτήν αλλά και από την ομάδα ανδρών Μουσουλμάνων στην οποία άνηκε πως θα έβλαπταν τον υιός τους σε περίπτωση που ο πρώην σύζυγός της δεν μεταστρέφονταν στον Ισλαμισμό και δεν παντρεύονταν μαζί της. Η Αιτήτρια φοβούμενη μήπως ο πρώην σύζυγός της πάρει τον υιό τους και τον προσηλυτίσει στον Μουσουλμανισμό  έστειλε τον υιό τους για την ασφάλεια του στο σπίτι της αδελφής της στις αρχές του 2016, όπου έμεινε για περίπου ένα έτος χωρίς να συμβεί κάτι στον ανωτέρω. Εν συνεχεία, δήλωσε πως μετά τον διαζύγιο της το 2017 μέχρι και το 2019 όπου εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της ο πρώην σύζυγός της δεχόμενος πιέσεις από την νυν σύζυγό του ζητούσε από την Αιτήτρια να πάρει το τέκνο τους υπό την φροντίδα του, για να τον προσηλυτίσει στην συνέχεια στον Μουσουλμανισμό.  Η Αιτήτρια δεν ανέφερε τον πρώην σύζυγό της και την νυν σύζυγό του στην αστυνομία επειδή φοβόταν και δεν ήξερε τι να πει.  Μετά το διαζύγιο η Αιτήτρια δήλωσε πως πήγαινε τον υιό τους στο σπίτι της πεθεράς της προκειμένου να έχει επαφή με τον πατέρα του. Κληθείσα να αποσαφηνίσει για ποιο λόγο πήγαινε το τέκνο της στο σπίτι της πεθεράς της ενώ ο πρώην σύζυγός της ήταν εκεί και θα μπορούσε να την απειλήσει και να πάρει το τέκνο τους, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως είχε εμπιστοσύνη στην πεθερά της αλλά και ο αδελφός της γνώριζε που βρίσκεται ώστε να επέμβει εάν χρειαζόταν. Σήμερα δήλωσε πως το τέκνο της έχει περιστασιακή επικοινωνία με τον πατέρα του μέσω της μητέρας του πρώην συζύγου της. Πρόσθεσε, ακόμη, πως ως διαζευγμένη γυναίκα έγινε δέκτης αρνητικών σχολίων, λεκτικής και σεξουαλικής παρενόχλησης και πως αντιμετώπισε προβλήματα στο να εξεύρει δεύτερη εργασία για να καλύψει τα έξοδα της ίδιας και του τέκνου της. Δήλωσε, ακόμη, πως μετακόμισε από την περιοχή Abis στην περιοχή Ghobrial δίπλα στην μητέρα της όπου ήταν πιο ασφαλής. Ερωτηθείσα σχετικά με το τι πιστεύει ότι θα τους συμβεί σε περίπτωση επιστροφής τους στην χώρα καταγωγής τους, η Αιτήτρια δήλωσε πως φοβάται μήπως ο πρώην σύζυγός της ή και η νυν σύζυγός του βλάψουν το τέκνο τους και πιο συγκεκριμένα μήπως η νυν σύζυγος του ανωτέρω τον πιέσει να πάρει από την ίδια το τέκνο τους ή τον βλάψει.

Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών τους, οι Καθ' ων διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με στοιχεία ταυτότητας του Αιτητών, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής τους, ο οποίος έγινε δεκτός, έναν δεύτερο ισχυρισμό αναφορικά με το ότι η Αιτήτρια και το τέκνο της έφυγαν από την χώρα καταγωγής τους για να αποφύγουν την μεταστροφή του τέκνου της  στον ισλαμισμό, ο οποίος έτυχε απόρριψης ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστος, καθώς κρίθηκε πως οι δηλώσεις της Αιτήτριας στο σύνολο τους στερούνταν  λεπτομερειών και σαφήνειας και έναν τρίτο σχετικά με το ότι η Αιτήτρια υπέστη παρενοχλήσεις ως διαζευγμένη γυναίκα, ο οποίος, ομοίως δεν έγινε αποδεκτός.  Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το εάν συνέβη κάτι στην ίδια και τον τέκνο της από τον πρώην σύζυγό της κατά το διάστημα που η ίδια ενημερώθηκε για την εξωσυζυγική σχέση του ανωτέρω με μια Μουσουλμάνα κοπέλα, την εν συνεχεία μεταστροφή του στον Μουσουλμανισμό, μέχρι και το διαζύγιο τους το 2017 με την Αιτήτρια να αποκρίνεται ασαφώς ότι ο πρώην σύζυγός της απειλήθηκε από την κοπέλα του ώστε να μεταστραφεί και πως φοβάται μήπως πάρουν και τον υιό της και τον μεταστρέψουν. Επίσης, ως ελλιπείς και μη επαρκείς κρίθηκαν οι αποκρίσεις της όταν κλήθηκε να αναφέρει αν συνέβη κάτι στο τέκνο της κατά το διάστημα (περί το 1 έτος) που έστειλε αυτό να μείνει στο σπίτι της αδελφή της με την Αιτήτρια να αποκρίνεται πως δεν συνέβη κάτι χωρίς να εισφέρει οποιαδήποτε άλλη πληροφορία επί αυτού. Τέλος, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με σαφήνεια και επάρκεια τον φόβο της περί της ασφάλειας του τέκνου της καθόσον δεν συνέβη κάτι στην ίδια και το τέκνο της από τον ανωτέρω άνδρα ούτε κατάφερε να επεξηγήσει με πειστικότητα για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας για προστασία από τον πρώην σύζυγό της και την σύντροφό του αλλά και να διασαφηνίσει με συνεκτικό τρόπο τον λόγο για τον οποίο η ανωτέρω πήγαινε το τέκνο της στην μητέρα του πρώην συζύγου της ενώ ο πρώην σύζυγος της ήταν εκεί και θα μπορούσε να απειλήσει και να πάρει μαζί του το τέκνο τους. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τα έγγραφα που προσκόμισε η ανωτέρω προς υποστήριξη των ισχυρισμών της, ήτοι α./αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης του πρώην συζύγου της, β./ αντίγραφο του διαζευκτηρίου και γ./αντίγραφο του πιστοποιητικού γάμου της, εντοπίζοντας στα άνωθεν δύο (πιστοποιητικό γέννησης και διαζευκτηρίου) ανακολουθίες σχετικά με το θρήσκευμα του πρώην συζύγου της που  αναγράφεται στο σώμα των ανωτέρω δύο εγγράφων, τις οποίες η Αιτήτρια δεν κατάφερε να επεξηγήσει με συνεκτικό και συνεπή τρόπο.  Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, περί της παρενόχλησης της ως διαζευγμένης γυναίκας, αυτός απορρίφθηκε καθώς κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέσει να περιγράψει με επάρκεια πληροφοριών τα περιστατικά παρενόχλησης που η ίδια δήλωσε ότι βίωσε και ούτε κατάφερε να τεκμηριώσει με συνεκτικότητα τον λόγο για τον οποίο δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας καταγωγής της για τα ανωτέρω περιστατικά παρενοχλήσεων. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού, οι Καθ’ων η αίτηση παρέθεσαν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με το νομοθετικό πλαίσιο και την ποινική μεταχείριση της σεξουαλικής παρενόχλησης στην Αίγυπτο, τα ευρήματα των οποίων δεν συμφωνούν με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι τα κορίτσια στην ανατολική κοινωνία δεν μπορούν να αναφέρουν την παρενόχληση. Ανέτρεξαν, ακόμη, οι Καθ’ων η αίτηση σε πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες των διαζευγμένων γυναικών στην Αίγυπτο σύμφωνα με τις οποίες οι διαζευγμένες γυναίκες βιώνουν στίγμα και κοινωνική απομόνωση, όμως το στίγμα που ακολουθεί ενός διαζυγίου δεν διαρκεί για μεγάλο διάστημα, το οποίο βρίσκει έρεισμα σε αυτά που δήλωσε η Αιτήτρια πως μετά το διαζύγιο της συνέχισε να εργάζεται ως νοσοκόμα αλλά και ότι ένιωσε πιο ασφαλής όταν μετακόμισε από την περιοχή Abis στην περιοχή Ghobrial.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός (στοιχεία ταυτότητας, προφίλ και χώρα καταγωγής του Αιτητή) καταλήγοντας πως, επί τη βάσει πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος), αλλά και επί πληροφοριών από διεθνείς πηγές πληροφόρησης σχετικά με την μεταχείριση των Χριστιανών από το κράτος και την κοινωνία, δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της εκεί.  Προχωρώντας εν συνεχεία στη νομική ανάλυση, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.

Κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησής της Αιτήτριας στις 14/04/2022, η Αιτήτρια  επανέλαβε τους ανωτέρω ισχυρισμούς και ειδικότερα δήλωσε πως είναι Χριστιανή παντρεμένη με έναν Χριστιανό και πως μετά τον γάμο τους ο σύζυγός της μεταστράφηκε στον Ισλαμισμό και παντρεύτηκε με μια Μουσουλμάνα κοπέλα. Δήλωσε δε, πως είχαν πολλά προβλήματα μεταξύ τους και μετά από αυτό χώρισαν. Πρόσθεσε πως έχει ένα τέκνο και φοβάται επειδή ο αδελφός του πρώην συζύγου της προσπαθεί να του αλλάξει θρησκεία όμως η ίδια επιθυμεί ο υιός της να διδαχθεί και να ζήσει μέσα στον Χριστιανισμό. Επίσης, δήλωσε πως απείλησαν με την ζωή του τέκνου τους τον πρώην σύζυγό της ώστε να μεταστραφεί στον Μουσουλμανισμό, πως όλοι στην Αίγυπτο κυνηγούν τον πρώην σύζυγό της και πως τον ελέγχουν σε όλα. Τέλος, ανέφερε πως έχει αντίγραφο πιστοποιητικού γέννησης του τέκνου της στο οποίο αναγράφεται ως θρήσκευμα του τέκνου της το Ισλάμ και πως αυτοί άλλαξαν το θρήσκευμα του τέκνου της, και τέλος, πως  έχει αντίγραφο του πιστοποιητικού γάμου της όπου αναγράφεται το ορθό θρήσκευμα ήτοι ο Χριστιανισμός.

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής τους, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού (βλ. ερυθρό 144 δ.φ.) παραθέτοντας αρχικά,  όσα η Αιτήτρια  επικαλέστηκε τόσο κατά την συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης, πως τα ανωτέρω στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια  με την μεταγενέστερη αίτηση της δεν αποτελούν νέα στοιχεία και εισηγούνται όπως κριθεί απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση των Αιτητών  με βάση το άρθρο 16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, ως προς τα έγγραφα τα οποία επικαλείται η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτηση της κρίθηκε πως αυτά προσκομίσθηκαν από την Αιτήτρια στο αρχικό στάδιο της εξέτασης της αίτησης της και έχουν ήδη αξιολογηθεί και διερευνηθεί από τον αρμόδιο λειτουργό. Περαιτέρω, καταλήγουν ότι από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις, ότι, σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας και του τέκνου της  στην Αίγυπτο, διατρέχουν κίνδυνο να υποβληθούν σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο των Αιτητών και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρουν με τη μεταγενέστερη τους αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια  έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων.

Εν προκειμένω διαπιστώνω ως ορθά έκριναν οι Καθ' ων η αίτηση πως πράγματι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ως αυτές προβλήθηκαν κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης τους, ήτοι οι ισχυρισμοί  περί του γάμου της με έναν Χριστιανό ο οποίος εν συνεχεία σύναψε εξωσυζυγική σχέση με μια Μουσουλμάνα και μεταστράφηκε στον Μουσουλμανισμό, περί των απειλών κατά της ζωής του υιού τους  που δέχθηκε ο σύζυγός της προκειμένου να ασπασθεί τον Μουσουλμανισμό, περί της επιθυμίας της το τέκνο τους να μεγαλώσει εντός του Χριστιανισμού και του φόβου της μήπως προσηλυτισθεί ο υιός της στο Ισλάμ αλλά και τα έγγραφα που η ίδια επικαλέστηκε προς επίρρωση των ανωτέρω, δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα, παρά αποτελούν  στοιχεία που ήδη προβλήθηκαν από την Αιτήτρια, αξιολογήθηκαν και έτυχαν απόρριψης  σε προηγούμενα στάδια της αίτησης τους.

Συμπεραίνω εκ των ανωτέρω πως η Αιτήτρια  κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης τους, αρκέστηκε να επαναλάβει τους ισχυρισμούς που η ίδια ανέπτυξε κατά την αρχική τους αίτηση. Επιπροσθέτως, παρατηρώ ασάφειες και αναντιστοιχίες στις δηλώσεις της Αιτήτριας  περί των εγγράφων τα οποία η ανωτέρω επικαλέστηκε  προς υποστήριξη του ισχυρισμού της περί της προσπάθειας να μεταβάλλουν το θρήσκευμα του τέκνου της, καθόσον η ανωτέρω επικαλέστηκε το ανωτέρω έγγραφο (πιστοποιητικό γέννησης του υιού της) κατά την συνέντευξη της προκειμένου να τεκμηριώσει ότι ο πρώην σύζυγός της είναι Χριστιανός, το οποίο αναγράφεται στο ως άνω πιστοποιητικό,  όταν κλήθηκε να αποσαφηνίσει την ανακολουθία που εντοπίσθηκε από τους Καθ’ων η αίτηση ως προς το θρήσκευμα του πρώην συζύγου της στα έγγραφα που προσκόμισε, ήτοι το πιστοποιητικό γέννησης του πρώην συζύγου της και το πιστοποιητικό λύσης του γάμου της με τον πρώην σύζυγό της.  Ως εκ τούτου επικαλείται ένα έγγραφο το οποίο ήδη έχει προβάλλει στην αρχική της συνέντευξη της και στο οποίο δηλώνει ότι ο πατέρας του παιδιού της είναι χριστιανός. Η Αιτήτρια ουσιαστικά χρησιμοποιεί το ίδιο έγγραφο προκειμένου να υποστηρίξει δυο διαφορετικούς έτερους προς το περιεχόμενο τους ισχυρισμούς.

Επίσης, η Αιτήτρια παρόλο που κάμνει μνεία του ανωτέρω εγγράφου, ούτε η ίδια αλλά ούτε και η συνήγορός της,  επιχείρησε αξιοποιώντας όλα τα δικονομικά μέσα που είχαν στην διάθεσή τους, να υποβάλλουν τυχόν έγγραφα που είχε στην διάθεση της προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών που η Αιτήτρια προέβαλε κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης της αλλά και ούτε το ανωτέρω έγγραφο προσθέτει οτιδήποτε σε σχέση με το πυρήνα του αιτήματος τους για διεθνή προστασία.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Συνεπώς, η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησης της δεν προσθέτει οτιδήποτε περαιτέρω ως προς τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία παρά επαναλαμβάνει όσα η ίδια επικαλέστηκε κατά τα προηγούμενα στάδια της αίτησης της.

Ούτε εξάλλου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, παρά την έκταση του ασκούμενου ελέγχου της επίδικης πράξης, η Αιτήτρια εγείρει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό ο οποίος να επιχειρεί έστω να ανατρέψει την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής τους ως απαράδεκτης.

Από τα ενώπιόν μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς των Αιτητών, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής τους για άσυλο. Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν ουσιώδες στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει η Αιτήτρια  ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης της σε συνέντευξη. Φρονώ συνεπώς ότι οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνοντας ότι τα όσα η ίδια  επικαλείται μέσω της μεταγενέστερης αίτησής δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα, ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή τους ως απαράδεκτη, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Αίγυπτος), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών  ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 26.5.2023  (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω οι Αιτητές να προβάλουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στους ιδίους και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με € 800 έξοδα εναντίον της  και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 ΚΔΚατσαρίδηςΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο