ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                             Υπόθεση Αρ.:  6063/2022

22 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

N.G.N.L.,

από Σρι Λάνκα

                                     Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

 Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια:  Ρ. Καλογήρου (κα) για Δώρα Γ. Πιττάλη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Π. Δημητρίου (κα) για Α. Δ. Δημητρίου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22.08.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση ασύλου καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα, την οποίαν εγκατέλειψε στις 14.03.2019  και εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας.  Στις 21.06.2022, καταχώρησε αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας, στις 08.08.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξή της από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στις 10.08.2022 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης.  Ακολούθως, στις 22.08.2022, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου, απόφαση που κοινοποιήθηκε μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 15.09.2022 στην Αιτήτρια στις 16.09.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή η Αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια μέσω του συνηγόρων της, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή εκδόθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας, ενώ οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή της, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια  εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της Αιτήτριας, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού η Αιτήτρια δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή της  σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας (οι οποίοι ακροθιγώς προωθούνται) είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση της Αιτήτριας, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[7].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Η Αιτήτρια στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής της κατέγραψε ότι αντιμετωπίζει πολιτικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής.  Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά της στις προεδρικές εκλογές ψήφισε τον Gotabaya Rajapaksa με αποτέλεσμα, τα μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης να μεταβούν στην οικία της και να καταστρέψουν τόσο το σπίτι όσο και τη φάρμα της.  Σκότωσαν, ως κατέγραψε, το σύζυγό της, ενώ τα παιδιά της, κατόπιν αυτού του περιστατικού, αναγκάστηκαν να κρυφτούν στο σπίτι της αδελφής της, συμπληρώνοντας ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα της, γιατί φοβάται για τη ζωή της. Τέλος ανέφερε ότι δεν έχει κανένα εισόδημα στην Σρι Λάνκα.

 

Ωστόσο κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της η Αιτήτρια ανακάλεσε το μέρος του αιτήματός της που αφορά πολιτικό πρόβλημα, ισχυριζόμενη ότι ουδέποτε αντιμετώπισε  πολιτικό πρόβλημα. Ως ανέφερε, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να βρει εργασία, ενώ υπέβαλε αίτηση ασύλου για να νομιμοποιήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία καθώς δεν κατέστη δυνατόν να βρει εργασία.  Δήλωσε περαιτέρω ότι ο σύζυγός της σκοτώθηκε από μία βόμβα που έριξαν στο σπίτι τους, η οποία τοποθετήθηκε, ως ανέφερε, «από αριστερούς και ισχυρίστηκε ότι φοβάται να επιστρέψει πίσω στη χώρα της λόγω της γενικότερης κατάστασης ασφαλείας.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαχώρισε αυτούς σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, ο δεύτερος αναφορικά με τους οικονομικού περιερχομένου λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ο τρίτος αναφορικά με το θάνατο του συζύγου της από μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης.  Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς αυτούς, η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποδέχθηκε ως αξιόπιστους τους δύο πρώτους, ενώ ο τρίτος ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

 

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, συντάσσομαι καταρχάς με την θέση της λειτουργού ως προς την αποδοχή των δυο πρώτων ισχυρισμών της Αιτήτριας, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για περαιτέρω ενασχόληση με αυτούς.  Αναφορικά τώρα με τον κρίσιμο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ως προς την κατ' ισχυρισμόν δολοφονία του συζύγου της από μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης, αφού μελέτησα με μεγάλη προσοχή τα όσα αναφέρθηκαν από την ίδια στο πλαίσιο της συνέντευξής της καθώς και τα όσα καταγράφηκαν στην έκθεση της λειτουργού, συμφωνώ με το καταληκτικό συμπέρασμα της λειτουργού, ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας πάσχει λόγω έλλειψης ικανοποιητικών πληροφοριών και συνέπειας στο αφήγημά του.

 

Οι δηλώσεις της Αιτήτριας όσον αφορά τη βόμβα που σκότωσε το σύζυγό της, χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις, αναλήθειες και έλλειψη ευλογοφάνειας και συνέπειας.  Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο σύζυγός της σκοτώθηκε από βόμβα που τοποθετήθηκε στο σπίτι της στις 02.05.2022.  Ωστόσο, σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξης, άλλαξε τις δηλώσεις της, ισχυριζόμενη ότι η βόμβα τοποθετήθηκε στη φάρμα του σπιτιού της.  Ακόμη, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ανέφερε ότι κάηκε το μισό σπίτι, ενώ στην αίτηση ασύλου της, κατέγραψε ότι καταστράφηκε τόσο το σπίτι όσο και η φάρμα.  Περαιτέρω, οι αναφορές της σχετικά με το κόμμα που υποστήριζε ο σύζυγός της, ήταν γενικόλογες και αόριστες.  Ερωτηθείσα ως προς το λόγο που η βόμβα τοποθετήθηκε στο σπίτι του συζύγου της, αφ’ ης στιγμής ο ίδιος δεν ήταν ενεργό μέλος, απάντησε γενικά και αόριστα ότι ο σύζυγός της υποστήριζε φανατικά το κόμμα του.  Επιπρόσθετα, οι δηλώσεις της αναφορικά με το θάνατο του συζύγου της, χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ευλογοφάνειας και συνέπειας. Κληθείσα να παράσχει περισσότερες λεπτομέρειες για τη δολοφονία του, ανέφερε ότι πληροφορήθηκε για το περιστατικό από το γιο της.  Ισχυρίστηκε δε ότι το βράδυ της δολοφονίας, ο γιος της βρισκόταν σε σπίτι φίλου του, ενώ πληροφορήθηκε για όσα συνέβησαν από κάποιο γείτονα. Ερωτηθείσα αν η Αστυνομία προέβη σε σχετική έρευνα, απάντησε ότι κανείς δεν είδε τι συνέβη και ότι πήραν το σύζυγό της και τον έθαψαν.   

Είναι ως εκ τούτου και η δική μου κατάληξη ότι ο ισχυρισμός αυτός της Αιτήτριας είναι εσωτερικά αναξιόπιστος. Κρίνω δε τούτο, λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενική φύση του αιτήματος της Αιτήτριας, το οποίο βασιζόταν εξ' ολοκλήρου στους ισχυρισμούς της και τις προσωπικές της διηγήσεις, αποτελώντας το μοναδικό στοιχείο για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της και συνεπώς δεν είναι εφικτό να διασταυρωθεί με εξωτερικές πηγές.

 

Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη την απόρριψη του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού της ως εσωτερικά αναξιόπιστου, ευλόγως φρονώ πως κρίθηκε ότι με βάση το προφίλ της Αιτήτριας και τη χώρα καταγωγής της, καθώς και τις αναφορές της περί οικονομικών δυσκολιών, δεν δικαιολογείτο η υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Σημειώνεται επιπλέον, ότι ως η ίδια ανέφερε, δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα κατά την έξοδό της από τη Σρι Λάνκα, ενώ ουδέποτε είχε συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[8]  αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[9]. 

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι η αρμόδια λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη στην Αιτήτρια κατέγραψε τους βασικούς της ισχυρισμούς, τους αξιολόγησε, προέβη σε επαρκή έρευνα και μετά από την εισήγηση της στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημα της Αιτήτριας απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο της δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.  Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται ούτε και η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Ο ισχυρισμός συνεπώς περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι αβάσιμος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά της, η Αιτήτρια η οποία εγκατέλειψε τη χώρα της για σκοπούς εξεύρεσης εργασίας, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα [10].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 14.03.2019, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 21.06.2022, ήτοι δύο (2) και πλέον έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[11]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Σρι Λάνκα), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου Διατάγματος ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[7] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[8] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[9] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[10] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011

[11] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο