ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.6207/22

 

29 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J. A. M.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Μ. Παπαλοΐζου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Α. Σιαξιατέ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.24/08/22, η οποία του επιδόθηκε αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Μπουρούντι, εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, στις 20/05/22 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/06/22 (ερ.1-4, 12-14, 29).

Στις 25/07/22 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του με τη βοήθεια διερμηνέα (ερ.16-29). Μετά το πέρας της ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και Εισήγηση (ερ.51-59) και, στις 24/08/22, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα για παροχή διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 24/08/22 μαζί με την αιτιολογία αυτής και κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.14, 68-69).

Επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής λόγω έλλειψης ασφάλειας και απειλές θανάτου επειδή μέλη της οικογένειας του, τα οποία δολοφόνησαν και τον πατέρα του, επιθυμούν να σκοτώσουν και τον ίδιο, με απώτερο σκοπό να του αποσπάσουν την περιουσία που του κληροδότησε ο πατέρας του. Τα μέλη της οικογένειας του τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν εγκατέλειπε την χώρα ή αν διεκδικούσε την περιουσία του πατέρα του.

Στα πλαίσια της σχετικής συνέντευξης στην Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής ανέφερε ότι είναι υπήκοος Μπουρούντι, Χριστιανός Καθολικός και ανήκει στη φυλή Hutu. Ολοκλήρωσε δευτεροβάθμια εκπαίδευση και διέμενε στο Murayi και Bujumbura για να ολοκληρώσει την εκπαίδευση του και στη συνέχεια μετακόμισε στο Cibitoke μέχρι την ημέρα που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής. Η μητέρα του απεβίωσε από επιπλοκές στη γέννα, ενώ ο πατέρας του δολοφονήθηκε περί το 2015, λόγω του ότι, ως ορισμένοι λέγουν, ως ανέφερε ο αιτητής, ήταν μέλος της αντιπολίτευσης. Έχει επικοινωνία με τη θεία και τον θείο του που διαμένουν στην Bujumbura. Πριν εγκαταλείψει το Μπουρούντι εργαζόταν σε καφεστιατόριο.

Ερωτώμενος αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα ο αιτητής ανέφερε ότι ο θείος του, ονόματι Bonit, που είχε αφυπηρετήσει από κάποια ισχυρή θέση στην χώρα και γενικότερα όλη η οικογένεια του πατέρα του, θα τον βλάψει στην προσπάθεια του να διεκδικήσει τις περιουσίες του πατέρα του. Ως ανέφερε, ο θείος του αυτός προσπάθησε να διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του δικαστικώς και δημιούργησε πολλά προβλήματα στον ίδιο και την οικογένεια του. Μάλιστα ανέφερε ότι ενδεχομένως να σχετίζεται και με το θάνατο της μητέρας του καθώς ίσως να οφειλόταν σε εξάσκηση μαγείας εναντίον της, αφού οι γιατροί δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τα αίτια της επιδείνωσης της υγείας της και στην οικογένεια «υπάρχει πολλή μαγεία» στην οικογένεια, ως ανέφερε.

Ο θείος του είχε πάρει ένα ακίνητο από τον πατέρα του αιτητή και το έδωσε στο κόμμα που έχει την εξουσία, όπου και έκτισαν τα κεντρικά τους γραφεία. Τότε άρχισε η διαμάχη μεταξύ του πατέρα και του θείου του αιτητή, καθώς ο πατέρας του προσπάθησε να ανακτήσει την περιουσία.

Το 2015 γίνονταν πολλές διαδηλώσεις στη χώρα. Μετά που σκότωσαν τον πατέρα του η θεία του πήγε να τον ενημερώσει για το συμβάν και του είπε να προσέχει γιατί διατρέχει κίνδυνο καθώς από το διαμέρισμα που ενοικίαζε τότε ο πατέρας του έλειπαν όλα τα έγγραφα. Ως του ανέφερε ο πατέρας του σκοτώθηκε είτε για πολιτικούς λόγους είτε λόγω της περιουσιακής διαμάχης που είχε με τον θείο του αιτητή. Τότε ο αιτητής πήγε στο Cibitoke, σε ένα φίλο του πατέρα του. Το 2016 η θεία του είπε στον αιτητή ότι πρέπει να διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του, καθώς είναι δικαιούχος αυτών και έτσι, επειδή ο ίδιος φοβόταν να εμπλακεί, η θεία του και ένας θείος του πατέρα του μίλησαν με τον θείο του, οποίος τους είπε ότι δεν πρέπει ο αιτητής να διεκδικήσει την περιουσία και τον απείλησε μέσω αυτών ότι θα τον σκοτώσει. Ο ίδιος ανέφερε τότε ότι ίσως πρέπει να αρχίσει μια νέα ζωή και να πάψει να διεκδικεί την περιουσία του πατέρα του και η θεία του τον συμβούλευσε να φύγει από τη χώρα καθώς κινδυνεύει.

Το 2017 ο αιτητής πούλησε ένα ακίνητο που του είχε δώσει ο πατέρας του και το 2018 σκεφτόταν να πάει στο εξωτερικό να συνεχίσει τις σπουδές του καθότι είχε πολύ καλούς βαθμούς, όμως τα πανεπιστήμια που βρήκε ήταν ακριβά και έτσι άρχισε να εργάζεται το 2019 μέχρι το 2021 σε καφετέρια. Τον Μάιο 2021, δύο άντρες που προσποιήθηκαν ότι είναι αστυνομικοί και παρουσίασαν ένα ένταλμα σύλληψης μπήκαν στη καφετέρια που εργαζόταν και ρωτούσαν γι’ αυτόν. Εν τέλει, το αφεντικό του, το οποίο γνώριζε το ιστορικό του αιτητή, τον βοήθησε να κρυφτεί και έδιωξε τα άτομα που τον αναζητούσαν. Έκτοτε ο αιτητής διέμενε σε ξενοδοχείο που του βρήκε το αφεντικό του και ακολούθως σε άλλο ξενοδοχείο, το οποίο είχε φίλη της θείας του, όπου διέμενε δωρεάν. Ως ισχυρίστηκε ο αιτητής, αφορμή για το περιστατικό στο καφεστιατόριο στάθηκαν οι δικαστικές διαδικασίες που εκκίνησε ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του, ο οποίος τον βοηθούσε με το θέμα αυτό, κάτι για το οποίο ο θείος Bonit ενημερώθηκε. Ως ανέφερε ερωτώμενος σχετικά, ο αιτητής δεν γνώρισε ποτέ τον θείο του.

Ερωτώμενος περαιτέρω επί των ως άνω ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το επίθετο του θείου του, επιβεβαίωσε ότι ουδέποτε έλαβε ο ίδιος απειλές ή επίθεση απ’ αυτόν, και ανέφερε ότι γνωρίζει επί τούτου όσα του ανέφεραν ο θείος και η θεία του, μετά τη συνάντηση τους με τον θείο, ο οποίος κατ’ ισχυρισμό τον διώκει. Περαιτέρω δεν ήταν σε θέση να αναφέρει το λόγο που σκοτώθηκε ο πατέρας του, πέραν του ότι τον σκότωσαν ένοπλοι και, αν και το γεγονός θα διερευνούνταν, εντούτοις ουδέποτε έγινε κάτι.

Στη συνέχεια, με την βοήθεια και με τις προτροπές της θείας του, ο αιτητής κρυβόταν στην Bujumbura, μέχρι να καταφέρει να διαφύγει από την χώρα καταγωγής.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο συνήθους καταγωγής

2.    Ο αιτητής δέχθηκε απειλές από συγγενείς του πατέρα του όταν προσπάθησε να διεκδικήσει την περιουσία που ανήκε στον πατέρα του

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό όμως απέρριψαν τους άλλους ισχυρισμούς του αιτητή.

Επί του 2ου ως άνω ισχυρισμού κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν παρείχε συγκεκριμένες και επαρκείς λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα, ως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, το μόνο που είχε πράξει ο αιτητής, ως ο ίδιος ανέφερε, αναφορικά με την διεκδίκηση της περιουσίας ήταν να ρωτήσει έναν θείο του από την πλευρά της μητέρας του πώς θα μπορούσε να το πράξει αυτό, ενώ η τελευταία φορά που έλαβε απειλές από τον θείο Bonit ήταν περί το 2016. Επίσης, εφόσον ο ίδιος εξέφρασε ότι δεν είχε πρόθεση να διεκδικήσει τις περιουσίες και οι απειλές εξαρτιόνταν από το υποθετικό σενάριο ότι όντως θα διεκδικούσε αυτές τις περιουσίες, θεωρήθηκε ότι η πίεση που του είχε ασκήσει η θεία του για να εγκαταλείψει την χώρα δεν είχε έρεισμα. Σχετικά με το περιστατικό στη καφετέρια όπου εργαζόταν ο αιτητής, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του ήταν γενικές και αόριστες. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός ότι ο θείος του είχε υψηλή θέση στην χώρα, ότι ήταν κοντά στο κυβερνόν κόμμα και είχε φρουρούς και επίσημα αυτοκίνητα, θεωρήθηκαν γενικές αναφορές, δεδομένου και του ότι, ως ο αιτητής ανέφερε, ουδέποτε τον γνώρισε από κοντά.

Περαιτέρω, ο ισχυρισμός ότι δεν είχε οιουσδήποτε άλλους εχθρούς στην χώρα, η απουσία εξήγησης για το πώς θα μπορούσε να εντοπιστεί στο Cibitoke ενόσω κρυβόταν καθώς και ότι είχαν περάσει 5 χρόνια από την τελευταία του επαφή με την οικογένεια του, θεωρήθηκαν ανεπαρκή στοιχεία για να επιβεβαιώσουν ότι εκείνοι που τον επισκέφθηκαν στο καφεστιατόριο σχετίζονταν με τον θείο του. Θεωρήθηκε δε αναξιόπιστος ως προς το ότι ανέφερε ότι η οικογένεια του από την πλευρά της μητέρας του προσπάθησε να τον παρακινήσει να διεκδικήσει τις περιουσίες και μάλιστα ένας εξ αυτών είχε προχωρήσει σε νομικές διαδικασίες, ενώ ο ίδιος ο αιτητής είχε αναφέρει ότι δεν θα διεκδικούσε αυτές τις περιουσίες. Ακόμη κρίθηκε πως δεν δόθηκε επαρκής επεξήγηση ως προς το γιατί δεν ανέφερε το περιστατικό στην αστυνομία, εφόσον και ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του, όπως ανέφερε, ήταν ισχυρό πρόσωπο. Το δε γεγονός ότι έβγαινε την ημέρα, ενώ είχε μεταβεί και στην Bujumbura όπου διέμενε ο θείος του, για να εξασφαλίσει κάποια έγγραφα, δεν συνάδει με την επιθυμία του να κρυφτεί. Επίσης συνυπολογίστηκε ότι δεν δόθηκαν επαρκείς επεξηγήσεις ως προς την αιτία θανάτου του πατέρα του.

Στη οι καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι τα αντίγραφα των όσων εγγράφων κατέθεσε δεν αποτελούν στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τις απειλές που έλαβε. Ακολούθως, παρά το ότι ανέτρεξαν σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής, εκ των οποίων φαίνεται να προκύπτει ότι κάποιες από τις πιο βίαιες και καταστροφικές διαμάχες που παρατηρούνται στις αγροτικές περιοχές της χώρας αφορούν ενδοοικογενειακές διαμάχες που αφορούν συνήθως περιουσιακά θέματα, εντούτοις, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, το αφήγημα του αιτητή απορρίφθηκε.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ερευνήθηκε η κατάσταση ασφαλείας στη Cibitoke, περιοχή η οποία θεωρήθηκε ως η συνήθης διαμονή του αιτητή και διαπιστώθηκε ότι στην εν λόγω περιοχή υφίστανται υψηλά ποσοστά παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με πολλές ανθρώπινες απώλειες, χωρίς προσπάθειες διαλεύκανσης των δολοφονιών από τις αρχές, ενώ όσοι θεωρούνται πραγματικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης ή σε όσους αποδίδονται τέτοιες πεποιθήσεις, ανήκουν σε προφίλ κινδύνου.

Αξιολογώντας τα ως άνω υπό το φως των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, ήτοι ότι δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που να φανερώνουν ότι επηρεάζεται από την ανωτέρω κατάσταση ασφαλείας, ενώ δεν ισχυρίστηκε ή παρουσίασε οποιοδήποτε στοιχείο που θα έχει ως αποτέλεσμα την απόδοση σε αυτόν πολιτικών πεποιθήσεων και λαμβανομένου υπόψη ότι είναι ένας υγιής, ενήλικας άνδρας, νεαρός, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και εργασιακές ικανότητες, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα να υποστεί οποιασδήποτε μορφής δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στο Μπουρούντι.

Συνεπεία των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της παρούσης αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση.

Στη γραπτή του αγόρευση ο συνήγορος του αιτητή, παραθέτοντας με λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς του αιτητή κατά την επίδικη συνέντευξη, αναφέρει ότι αυτοί δεν ερευνήθηκαν δεόντως, δεν έγινε ορθή αξιολόγηση αυτών και λανθασμένα, στα πλαίσια επιφανειακής και επιπόλαιας εξέτασης, ως αναφέρει, απορρίφθηκαν ως αναξιόπιστοι. Περαιτέρω αναφέρει ότι η χώρα καταγωγής δεν είναι ασφαλής χώρα και η ενημερωτική επιστολή για την προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε στον αιτητή στην γαλλική, την οποία ελάχιστα γνωρίζει ο ίδιος. Τέλος, παραπέμπει σε αποφάσεις του Δικαστηρίου, όπου αναλύεται το επίπεδο απόδειξης σε υποθέσεις ως η παρούσα, το βάσιμο του φόβου και το τι συνιστά πράξη δίωξης. Εκ των ως άνω καταλήγει ότι, με βάση τους ισχυρισμούς του αιτητή θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι διώκεται από τη κυβέρνηση, κατ’ εντολή του θείου του και πως δικαιούται διεθνούς προστασίας.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής και ζητούν απόρριψη της προσφυγής.

Ενόψει του ότι όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή συνδέονται και συνεπλέκονται με την ουσία της παρούσης, προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και εξέταση του κατά πόσον εξ αυτών προκύπτουν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας.

Προέχει η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αφηγήματος του αιτητή.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Εν προκειμένω θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση και την αιτιολογία αυτής, ως παρατίθεται εκτενώς και στην επίδικη έκθεση (ερ.54-56) και καταγράφεται πιο πάνω σε σχέση με την αξιοπιστία του αφηγήματος του περί διώξεως του από τον θείο του λόγω περιουσιακών διαφορών.

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν και την επί της επίδικης αιτήσεως κατάληξη επί της αξιοπιστίας του αιτητή.

Το όλο αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει πολλά κενά, ελλείψεις σε εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και αοριστίες, ως οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εντοπίσει, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό κίνδυνο που διατρέχει από θείο του, αδελφό του πατέρα του, ο οποίος τον έχει απειλήσει ότι θα τον σκοτώσει αν διεκδικήσει την περιουσία του πατέρα του.

Τα όσα ανέφερε επί των ως άνω περιορίστηκαν σε γενικές δηλώσεις οι οποίες βρίθουν κενών και ασαφειών. Προς τούτο θα πρέπει δε να συνυπολογιστεί ότι, ως ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε, ουδέποτε γνώρισε προσωπικά τον θείο του, ο οποίος κατ’ ισχυρισμό τον διώκει, ούτε το επίθετο του δεν γνωρίζει, και ουδέποτε δέχθηκε ο ίδιος απειλές προσωπικά, παρά μόνο μέσω της θείας και θείου. Τούτο θεωρώ ότι ορθώς κρίθηκε ότι στερείται παντελώς ευλογοφάνειας και ότι ελλείπουν εκ του όλου αφηγήματος κάθε στοιχείο ή λεπτομέρεια βιωματικής φύσεως. Τα όσα δε ο αιτητής αναφέρει για το περιστατικό στη καφετέρια όπου εργαζόταν, πέραν του ότι απέχει περί τα 5 έτη, ως και η καθ’ ων η αίτηση εντοπίζουν, δεν φαίνεται να παρατίθεται ούτε ίχνος αντικειμενικού δεδομένου, εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί εύλογο συμπέρασμα ότι αυτό συνδέεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τα όσα ανέφερε ο αιτητής για τον θείο του και την περιουσιακή διαμάχη. Ούτε για τον κατ’ ισχυρισμό θάνατο του πατέρα του ήταν σε θέση να αναφέρει το παραμικρό ο αιτητής.

Παρά την ως άνω κατάληξη μου θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω ορισμένες πληροφορίες για τη κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτητή.

Άρθρο του «Inside Burundi», Μ.Μ.Ε. στο Μπουρούντι[1], επικαλούμενο ομιλία του Καθηγητή Manirakiza, υποδεικνύει ότι το ζήτημα της κληρονομίας αποτελεί το μόνο σημαντικό ζήτημα του δικαίου ιδιοκτησίας του Μπουρούντι το οποίο δε ρυθμίζεται νομοθετικά στο Μπουρούντι.[2] Αντίστοιχες πληροφορίες παρέχει άρθρο δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα του Financial Markets Group (FMG)[3], κέντρου για την έρευνα στην οικονομική αγορά, βάσει του οποίου δεν υπάρχει νομοθεσία σχετικά με την κληρονομία στο Μπουρούντι, με αποτέλεσμα, η ιδιοκτησία γης να κυβερνάται από το εθιμικό δίκαιο, το οποίο υποβάλλει ότι η περιουσία περνά από τον πατέρα στον υιό.[4]

Σύμφωνα με άρθρο δημοσιευθέν στην ιστοσελίδα του Land Portal Foundation, Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης με αντικείμενο τα έγγεια δικαιώματα[5], οι έγγειες διαφορές αποτελούν τις πιο συχνές δικαστικές περιπτώσεις στο Μπουρούντι. Επικαλούμενο συγκεκριμένη έρευνα υποδεικνύει ότι οι περιουσιακές διαφορές αποτελούν το 70% των περιπτώσεων στα αστικά δικαστήρια, ενώ συχνό φαινόμενο είναι επίσης να απασχολούν τα ποινικά δικαστήρια, καθώς εγκλήματα τελούνται σε σχέση με περιουσιακές διαφορές.

Λεπτομερής ανάλυση των ανωτέρω συγκρούσεων υποδεικνύει ότι η διαδοχή και η κληρονομία γαιών συχνά παρατηρείται ως η βασική αιτία των διαφορών. Οι περισσότερες έγγειες διαφορές οι οποίες βρίσκονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων αφορούν το διαμοιρασμό της οικογενειακής περιουσίας.[6]

Εκ των ως άνω θεωρώ ότι προκύπτει ότι διαφορές ως ο αιτητής ισχυρίζεται σχετικές με περιουσία είναι συχνές και καταλήγουν βίαιες στη χώρα καταγωγής.

Όμως εν προκειμένω η διαβρωθείσα εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αποβαίνει καταλυτική και ως προς την συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του. Τούτο γιατί η ύπαρξη μιας πρακτικής όμοιας ή συνάδουσας με τα όσα αναφέρει ένας αιτητής δεν αρκεί από μόνη της για την άνευ ετέρου αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως στο ανωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο EASO αναφέρεται.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.97, αναφέρεται ότι «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Στη δε σελ.131 του ιδίου εγχειριδίου τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»

Στην απουσία λοιπόν περαιτέρω μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου που θα εξηγούσε τις αντιφάσεις και θα συμπλήρωνε τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά που εντοπίστηκαν παραμένουν και συνεπώς η αποδοχή των ισχυρισμών αυτών, ακόμα και αν συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, θα ήταν ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση τους.

Ενόψει των ως άνω απομένει η αποτίμηση της γενικής κατάστασης στη χώρα.

Από την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για την κατάσταση της χώρας το 2022 διαπιστώνεται ότι μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης συνεχίζουν να συλλαμβάνονται αυθαίρετα, ενώ παρατηρήθηκε ότι οι επικριτές της κυβέρνησης και του κυβερνώντος κόμματος δυνατόν να υποβληθούν σε βίαιες εξαφανίσεις (enforced disappearances). Το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζονταν πτώματα στις όχθες ποταμών σε όλη τη χώρα συνεχίστηκε, ενώ εικάζεται ότι οι δυνάμεις ασφαλείας και οι Imbonerakure είναι υπεύθυνοι γι’ αυτό το φαινόμενο.[7]  Επίσης, το γραφείο του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ανέφερε, περί το 2021, ότι τα μέλη της αντιπολίτευσης είναι στόχος της κυβέρνησης με καταχρηστικούς περιορισμούς και παραβιάσεις όπως βίαιες εξαφανίσεις, αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις και βασανιστήρια.[8]

Ως προς την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής άλλα και στη περιοχή Cibitoke, όπου ο αιτητής διέμενε, ανευρίσκονται οι κάτωθι πληροφορίες.

Βάσει του διαδραστικού χάρτη του Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και το Δίκαιο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων[9], το Μπουρούντι δε βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[10]

Όπως εξηγεί αναφορά της CEDOCA του Βελγίου εκδοθείσα το Μάιο του 2023 για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα, από την άφιξη του στην εξουσία τον Ιούνιο του 2020, ο Πρόεδρος της χώρας αποπειράθηκε με κάποια επιτυχία την αποκατάσταση των σχέσεων με τις χώρες της περιοχής, ιδίως τη Ρουάντα, καθώς και με τη διεθνή κοινότητα, σε ευρύτερο πλαίσιο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έθεσαν τέλος στις κυρώσεις κατά της χώρας, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση στις κυρώσεις σε βάρος της κυβέρνησης του Μπουρούντι, η οποία ωστόσο επιμένει σε ανάγκη μεταρρυθμίσεων προκειμένου να δοθεί οικονομική βοήθεια στη χώρα. Το Μάρτιο του 2022 η Ρουάντα άνοιξε τα σύνορά της, τα οποία ήταν κλειστά από το 2015, μέτρο το οποίο το Μπουρούντι ανταπέδωσε τον Οκτώβριο του 2022.[11] Η έρευνα της CECOCA υποδεικνύει ότι κατά τη διάρκεια του 2022 έλαβαν χώρα μικρής κλίμακας μάχες, είτε εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας ή των Imbonerakure, είτε συγκρούσεις μεταξύ των Imbonerakure ή δυνάμεων ασφαλείας και υποστηρικτών της αντιπολίτευσης, ιδίως του κόμματος CNL. Κατέγραψε ακόμα μάχες μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων του Μπουρούντι και των ένοπλων κινημάτων της Ρουάντα, ιδίως του FLN (Front de Libération Nationale) ή του FDLR (Forces Démocratiques pour la Liberation du Rwanda).[12]

Για την περίοδο 12/01/23 έως 12/01/24 καταγράφονται 260 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία επέφεραν 177 απώλειες. Εξ αυτών 20 καταγράφηκαν ως μάχες, 40 ως ταραχές, 2 ως περιστατικά απομακρυσμένης βίας ή εκρήξεων και 198 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων.[13]

Αναλύοντας δεδομένα του ACLED μεταξύ 2022 και Μαρτίου 2023, η έρευνα της CEDOCA καταγράφει την επαρχία Cibitoke ως την περισσότερο προσβεβλημένη από περιστατικά βίας, παρουσιάζοντας το μεγαλύτερο αριθμό τόσο θυμάτων όσο και περιστατικών βίας (82 περιστατικά βίας και 177 θύματα). Η πλειοψηφία απεβίωσε κατά τη διάρκεια μαχών μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των ένοπλων ομάδων, ενώ περί το ένα τρίτο των περιστατικών σχετίζονταν με τις ως άνω διενέξεις.[14] Η επαρχία έχει πληθυσμό περί του μισού εκατομμυρίου κατοίκων[15].

Από 01/04/23 έως και 12/0124 η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε 29 περιστατικά ασφαλείας, από τα οποία προήλθαν 63 απώλειες, εκ των οποίων 11 καταγράφηκαν ως μάχες, 3 ως ταραχές, 15 ως βία κατά αμάχων.[16] Οχτώ εξ αυτών των περιστατικών, οι οποίες προκάλεσαν 36 απώλειες, σχετίζονταν με τη δράση ένοπλων ομάδων. Εξ αυτών των περιστατικών, 7 αποτέλεσαν μάχες και 1 βία κατά αμάχων.[17]

Σε συνέχεια των ως άνω αξίζει να παρατεθούν πληροφορίες για τη μεταχείριση από τις αρχές επιστρεφόντων αιτητών ασύλου. Επί τούτου εντοπίστηκαν τα εξής.

Όπως επεξηγεί η Cedoca, μονάδα ερευνών για τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής εντός του Γραφείου του Γενικού Επιτρόπου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες του Βελγίου[18], στη σύνοψη της έρευνάς της, «η πλειοψηφία των πηγών με τις οποίες επικοινώνησε υποδεικνύουν ότι μόνο το πέρασμα ή μόνη η διαμονή στο Βέλγιο δεν εκθέτει τον πολίτη του Μπουρούντι σε προβλήματα με τις αρχές με την επιστροφή στη χώρα». Ωστόσο, συγκεκριμένοι συνομιλητές της έρευνας υποδεικνύουν ότι τα πρόσωπα τα οποία έχουν υποβάλει αίτημα για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας βρίσκονται σε κίνδυνο να γίνουν αντιληπτά ως πολιτικοί αντίπαλοι από τις αρχές του Μπουρούντι όταν επιστρέψουν. Ούτε οι διεθνείς πηγές οι οποίες αφορούν την κατάσταση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο Μπουρούντι από το 2019 ούτε οι πηγές με τις οποίες ήλθε σε επαφή η CEDOCA δεν προσφέρουν συγκεκριμένα παραδείγματα προβλημάτων τα οποία συνάντησαν κατά την επιστροφής τους στη χώρα οι υπήκοοι Μπουρούντι οι οποίοι ήλθαν από το Βέλγιο ή άλλα μέρη αεροπορικώς.

Το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών υποδεικνύει στις αναφορές του για την κατάσταση των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο Μπουρούντι το 2019 και το 2020 ότι οι υπήκοοι Μπουρούντι οι οποίοι επιστρέφουν στη χώρα αφού καταφύγουν ή αφού ταξιδέψουν στο εξωτερικό γίνονται αντικείμενο υποψιών συμμετοχής σε ένοπλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης και στοχοποιούνται. Οι αναφορές οι οποίες καλύπτουν τα έτη 2021 και 2022 δεν κάνουν πλέον τέτοια αναφορά. Άλλες πηγές εγείρουν αρκετά παραδείγματα επαναπατρισθέντων οι οποίοι έχουν συλληφθεί, φέρονται εξαφανισθέντες ή εκτελεσθέντες από το 2020, μεταξύ των οποίων τα πρόσωπα με συγκεκριμένο προφιλ, ιδίως ex-FAB και μέλος του CNL. Εντός των πηγών που συμβουλεύτηκε η CEDOCA δεν εξηύρε πληροφορίες επί των παραβάσεων ως προς τα επαναπατρισθέντα πρόσωπα από τις δυτικές χώρες, ιδίως το Βέλγιο, κατά τη διάρκεια της περιόδου που καλύπτει η παρούσα έρευνα.[19]

Η CEDOCA ήρθε σε επαφή με τις βελγικές Υπηρεσίες Ασφαλείας οι οποίες υπέδειξαν ότι μόνη η παρουσία υπηκόων Μπουρούντι στο Βέλγιο ή αίτημά τους για διεθνή προστασία δεν τους θέτει σε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής.[20] Βάσει των Υπηρεσιών Ασφαλείας, εξαιτίας των διαφορετικών εκτιμήσεων που υπάρχουν εσωτερικά στις σχέσεις Βελγίου-Μπουρούντι και εξαιτίας της σχετικής αυτονομίας μελών του καθεστώτος του Μπουρούντι, η στάση των υπηρεσιών του Μπουρούντι ως προς τους υπηκόους της χώρας οι οποίοι επιστρέφουν, τους πρόσφυγες από το Μπουρούντι ή τα μέλη της διασποράς τα οποία ταξιδεύουν από το Βέλγιο, παραμένει μη προβλέψιμη. Αυτό σημαίνει ότι αν και είναι ιδιαίτερα απίθανη η ύπαρξη μίας συστηματικής πολιτικής προς εκφοβισμό, σύλληψη ή επιτήρηση όλων των υπηκόων Μπουρούντι οι οποίοι έρχονται από Βέλγιο, δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί ότι τέτοιες παραβιάσεις σποραδικά λαμβάνουν χώρα σε βάρος των πολιτών Μπουρούντι οι οποίοι έρχονται από το Βέλγιο.[21]

Σε συνάρτηση με τις ως άνω πληροφορίες, προχωρώ σε υπαγωγή των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή στην οικεία νομοθεσία.

Προέχει βεβαίως η εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος.

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[…] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ)», EASO, Δικαστική Ανάλυση, σελ.60, αναφέρεται ότι «οι πράξεις μπορεί να θεωρούνται πολιτικές στην επίμαχη χώρα καταγωγής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να είναι χαμηλού πολιτικού επιπέδου ή όχι εμφανώς πολιτικού χαρακτήρα» και πως ένα άτομο «ενδέχεται να διατρέχει κίνδυνο δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων εάν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε μη κρατικοί φορείς να του καταλογίζουν πολιτικές πεποιθήσεις αντίθετες προς τις δικές τους.».

Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση» αναφέρονται τα εξής:

[Παρ.1.9.1., σελ.90-91]

«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493). Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης (494). Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της αξιοπιστίας, είναι το πρώτο στάδιο. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.

[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]

Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).

Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516)

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σταθμίζοντας λοιπόν τα ενώπιον μου στοιχεία στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου της υπό κρίση περίπτωση, υπό το πρίσμα των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας και θεωρίας, και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που εντόπισα σε σχέση με μεταχείριση ατόμων με το προφίλ του αιτητή από τις αρχές, είναι τελική μου κατάληξη ότι ο αιτητής – σε περίπτωση επιστροφής του – δεν διατρέχει, σε ένα εύλογο βαθμό πιθανότητας, κίνδυνο να υποστεί πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Σημειώνω ότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δεν επαρκεί. Αυτά ισχύουν ομοίως και για τη συμπληρωματική προστασία [19 (2) (β) (γ) του Νόμου].

Αξίζει να σημειωθεί ότι ειδικώς αναφορικά με το Βέλγιο, για επιστρέφοντες από το οποίο επί το πλείστο αναφέρονται οι πιο πάνω πληροφορίες, υπάρχουν υποψίες από τις αρχές του Μπουρούντι ότι εμπλέκεται ενεργά στην πολιτική κατάσταση της χώρας, λόγω και του αποικιοκρατικού παρελθόντος της χώρας. Τούτο συμβάλλει σε αντιμετώπιση των εκ του Βελγίου επιστρεφόντων υπηκόων της χώρας με ιδιαίτερη καχυποψία ως προς πιθανούς δεσμούς με την αντιπολίτευση.

Γενικά δε αναφορικά με επιστρέφοντες φαίνεται να απαιτείται η συνδρομή και άλλων περιστάσεων, όπως η κατά το παρελθόν ενεργή εμπλοκή τους στην πολιτική ή άλλη αντιπολιτευτική τους δράση, προκειμένου να διατρέχουν κίνδυνο διώξεως ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή τους, πράγμα που δεν συντρέχει ως προς τον εδώ αιτητή.

Απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή όπου ο αιτητής διαμένει και όπου αναμένεται να επιστρέψει, σε συνάρτηση με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.

Επανερχόμενος και πάλι στις παρατιθέμενες πιο πάνω πληροφορίες αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας είναι κατάληξη μου ότι εν προκειμένω δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις, που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [22] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Inside Burundi, (χωρίς ονομασία, χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://insideburundi.org/ (ημερομηνία πρόσβασης 17/01/2024)

[2] Inside Burundi, ‘Access to Land Ownership would Enable Women to be Economically Independent, says Law Academician’ (2022), διαθέσιμο σε https://insideburundi.org/1383-2/ (ημερομηνία πρόσβασης 17/01/2024)

[3] FMG, ‘FMG’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://www.fmg.ac.uk/ (ημερομηνία πρόσβασης 17/01/2024)

[4] Sinha/ Djankov, ‘The Halting Gender Reforms in Burundi’ (2023), 2 διαθέσιμο σε https://www.fmg.ac.uk/sites/default/files/2023-05/DP875.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 17/01/2024)

[5] Land Portal, ‘Land Portal Foundation’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://landportal.org/about/foundation (ημερομηνία πρόσβασης 17/1/2024)

 

[6] Land Portal, ‘“Justice for all in the management of land conflicts ”: Introducing a new LAND-at-scale project in Burundi’ (2023), διαθέσιμο σε https://landportal.org/news/2023/10/%E2%80%9Cjustice-all-management-land-conflicts-%E2%80%9D-introducing-new-land-scale-project-burundi (ημερομηνία πρόσβασης 17/01/2024)

[7] AI – Amnesty International, Amnesty International Report 2022/23; The State of the World’s Human Rights; Burundi 2022, 27 Μαρτίου 2023, url, ημερ. πρόσβασης 18/08/2023

[8] Office of the High Commissioner, United Nations, Burundi: Behind a façade of normalization, grave human rights violations continue, and the democratic space remains closed, 16 Σεπτεμβρίου 2021, url, ημερ. Πρόσβασης 18/08/2023

[9] RULAC, ‘About RULAC’ (2022), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)  

[10] RULAC, (χωρίς τίτλο), (χωρίς ημερομηνία), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/map# (ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)

[11] CGVS/ CGRA, ‘COI Focus: Burundi Situation Sécuritaire’ (2023),7 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_burundi._situation_securitaire_20230531.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/1/2024)

[12]   CGVS/ CGRA, ‘COI Focus: Burundi Situation Sécuritaire’ (2023), 11 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_burundi._situation_securitaire_20230531.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)

[13] Βλ για όλα τα παραπάνω ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)

[14] CGVS/ CGRA, ‘COI Focus: Burundi Situation Sécuritaire’ (2023), 24-25 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_burundi._situation_securitaire_20230531.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)

[15] Cibitoke (Province, Burundi) - Population Statistics, Charts, Map and Location (citypopulation.de) https://www.citypopulation.de/en/burundi/admin/05__cibitoke/

[16] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Event Date: 01/04/2023- 12/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Eastern Africa: Burundi: Cibitoke, ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)

[17] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Event Date: 01/04/2023- 12/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Eastern Africa: Burundi: Cibitoke, Actor Type: Rebel Forces, ημερομηνία πρόσβασης 16/01/2024)

[18] CGVS/ CGRA, ‘CEDOCA’ (χωρίς ημερομηνία), διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/en/country-information/cedoca (ημερομηνία πρόσβασης 15/01/2024)

[19] CGVS/CGRA, ‘COI Focus: Burundi Le traitement réservé par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays’ (2023), 35-36 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_burundi._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_._20230515.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/01/2024)

 

[20] CGVS/CGRA, ‘COI Focus: Burundi Le traitement réservé par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays’ (2023), 25 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_burundi._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_._20230515.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/01/2024)

«This does not, however, mean that the mere presence of Burundians in BEL or their request for international protection would put them at risk upon their return to BDI […] .»

[21] CGVS/CGRA, ‘COI Focus: Burundi Le traitement réservé par les autorités nationales à leurs ressortissants de retour dans le pays’ (2023), 25 διαθέσιμο σε https://www.cgrs.be/sites/default/files/rapporten/coi_focus_burundi._le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_a_._20230515.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/01/2024)

[22] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο