ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 6416/21

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S.T.N

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Γ. Καλαπαλίκη (κα) Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Ρ. Χρυσάνθου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται: Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/08/2021, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή στις 29/09/2021 και με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί γεγονότων και κακής εφαρμογής του νόμου και/ή ερμηνείας και/ή είναι πλήρως αναιτιολόγητη.

 

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 15/10/2018. Στις 28/05/2021, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη από λειτουργό του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUAA πρώην EASO – στο εξής λειτουργός EUAA). Στις  06/08/2021, αρμόδιος λειτουργός EUAA ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 31/08/2021. Στις 28/09/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 29/09/2021. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε από τον Αιτητή αυτοπροσώπως στις 30/09/2021 και ακολούθως μετά τον διορισμό της συνηγόρου του υποβλήθηκε αίτηση περί τροποποίησης στις 17/03/2022, η οποία εγκρίθηκε από τον παρόν Δικαστήριο με διάταγμα που δόθηκε στις 16/06/2022.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, προωθούνται συγκεκριμένα ως λόγοι ακύρωσης ότι: Η απόφαση των Καθ’ ων παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, αποτελεί προϊόν πλάνης περί του Νόμου και στερείται επαρκούς αιτιολογίας, ότι οι Καθ’ων η αίτηση υπερέβησαν τα όρια της διακριτικής τους εξουσίας και/ή άσκησαν πλημμελώς την διακριτική τους εξουσία, ότι λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα, ότι είναι λανθασμένη, παράνομη και αντίκειται στα αρ. 146 του Συντάγματος και της Νομοθεσίας περί παραχώρησης ασύλου και παραχώρησης Διεθνούς Προστασίας του περί προσφύγων Νόμου του 2000, ότι αντίκειται στις γενικές και παραδεδειγμένες αρχές για έκδοση έγκυρης ή αξιοκρατικής απόφασης κατά το Διοικητικό Δίκαιο, ότι συγκρούεται με τις Αρχές του Περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)99, και ότι είναι αποτέλεσμα παράβασης του Συντάγματος.

Οι Καθ’ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ων η Αίτηση κατ’ εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Περαιτέρω υποβάλλουν ότι ο Αιτών με τους ισχυρισμούς που προβάλλει δεν έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων.  Επιπλέον, αναφέρουν ότι ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας δεν αποδεικνύεται, ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης αιτιολογίας δεν ευσταθεί καθότι όλες οι ενέργειες των Καθ’ων   είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένες και τούτο διαφαίνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη, ενώ σε σχέση με τον ισχυρισμό για την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας αναφέρουν ότι η έρευνα που πραγματοποιήθηκε ήταν δέουσα και επαρκής και επεκτάθηκε σε όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και στις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας.

Καταλήγοντας υποβάλλουν ότι το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει ανατραπεί από τον Αιτητή παρόλο που έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του και ότι ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι επί των πλείστων οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς του και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.

Προχωρώντας ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένος επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Προχωρώντας θα εξετάσω τον γενικό κατ’ ισχυρισμό που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.

Αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού EUAA αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από το Καμερούν, εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, είναι από την πόλη Ekondo - Titi στο Καμερούν και ανήκει στη φυλή Bakossi. Στην αρχική του αίτηση για Διεθνή Προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν εξαιτίας της βίας και της κατάστασης ασφαλείας στην χώρα, αναφέροντας ότι η νοτιοδυτική και η βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν βρίσκονται σε κρίση τα τελευταία δύο χρόνια. Πρόσθεσε επίσης ότι υπήρχαν συμβάντα βίας, σφαγής, βασανιστηρίων και καταστροφές σπιτιών από τον στρατό του Καμερούν. 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ο Αιτητής δήλωσε στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ότι ο λόγος εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του ήταν η  δίωξή του από το στρατό του Καμερούν με την κατηγορία ότι παρείχε βοήθεια προς τους αποσχιστές μαχητές, παρέχοντάς τους προμήθειες, και  ενεργώντας ως πληροφοριοδότης για τις τοποθεσίες του στρατού. Ο Αιτητής ανέφερε ότι τον καταζητούσε ο  στρατός του Καμερούν επειδή υποστήριζε τις δυνάμεις αποκατάστασης, αγωνιζόμενος για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας του αγγλόφωνου Νότιου Καμερούν. Ανέφερε επιπλέον, ότι λειτουργούσε ως μεσάζοντας,  λαμβάνοντας κονδύλια από τη διασπορά αλλά και από όσους ήταν στο Καμερούν, βοηθώντας τους αυτονομιστές. Συμμετείχε επίσης στη διανομή τροφίμων προς τους αυτονομιστές και τους παρείχε ιατρικές υπηρεσίες σε περίπτωση που είχαν τραυματιστεί κατά τη διάρκεια μάχης με τον στρατό. Τέλος, ανέφερε ότι ενεργούσε ως κατάσκοπος και σε περίπτωση που παρατηρούσε στρατιωτικά οχήματα, ενημέρωνε τους μαχητές ώστε να προετοιμαστούν για ενέδρα.

Ο Αιτητής, ακολούθως, απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που του έθεσε ο λειτουργός. Σε σχετική ερώτηση του Λειτουργού αναφορικά με την υποστήριξη που παρείχε στο αυτονομιστικό κίνημα, ο Αιτητής απάντησε ότι λειτουργούσε ως μεσάζοντας, λαμβάνοντας κονδύλια από τη διασπορά αλλά και από όσους ήταν στο Καμερούν. Ανέφερε ότι οι αυτονομιστές χρειαζόντουσαν ένα άτομο ανεξάρτητο να κάνει τις συναλλαγές. Διευκρίνισε ότι όταν χρειάζονταν να προμηθευτούν τρόφιμα και ιατρικές υπηρεσίες, λάμβανε χρήματα για να αγοράσει τις προμήθειες ο ίδιος και κατόπιν τις έδινε σε εκείνους. Λειτουργούσε επίσης ως πληροφοριοδότης, αναφέροντας ότι όταν οι στρατιωτικοί ήταν κοντά τους, τους ενημέρωνε μέσω τηλεφώνου ότι έρχεται ο στρατός ώστε να προετοιμάσουν ενέδρα. Τέλος ανέφερε ότι πήγαινε σε σπίτια για να μαζέψει χρήματα για τους αυτονομιστές μαχητές. Σε ερώτηση του λειτουργού για το πότε άρχισε να βοηθάει το κίνημα, ο Αιτητής απάντησε το 2017 χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένη ημερομηνία. Σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού να περιγράψει τον τρόπο που ξεκίνησε να εμπλέκεται στο κίνημα, ο Αιτητής ανέφερε ότι ως φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του γαλλόφωνου Καμερούν, έζησε μεγάλη περιθωριοποίηση, εξαιτίας των διακρίσεων μεταξύ των αγγλόφωνων και των γαλλόφωνων. Στη συνέχεια ο λειτουργός ζήτησε περισσότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο που ο ίδιος προσωπικά ενεπλάκη στο κίνημα. Ο ίδιος ανέφερε ότι οι γλωσσικές διακρίσεις, η μεταχείρισή του ως “υποδεέστερου πολίτη” και η προσπάθεια εξολόθρευσής τους εξαιτίας της αγγλόφωνης καταγωγής τους, το εκπαιδευτικό και το δικαστικό σύστημα τον ανάγκασαν να υποστηρίξει τους αποσχιστές. Όταν ρωτήθηκε από τον λειτουργό ποιος τον ενθάρρυνε να εμπλακεί στο κίνημα, ο ίδιος απάντησε ότι ενεπλάκη μόνος του.

Αναφορικά με τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που έκανε κατά την συμμετοχή του στο κίνημα, ο Αιτητής ανέφερε, ότι ενεργούσε ως πληροφοριοδότης σε ομάδες μαζί με άλλους, ενημερώνοντας τους αρχηγούς του  κινήματος όταν κάποιο φορτηγό του στρατού πλησίαζε ώστε να προετοιμαστούν για ενέδρα. Ανέφερε ότι τον αρχηγό του κινήματος τον έλεγαν Ikoko, ωστόσο δεν θυμόταν το πλήρες όνομά του. Στη συνέχεια ανέφερε ότι αγόραζε προμήθειες για τους μαχητές και τις πήγαινε στις περιοχές Kwakwa, Ngongo και Mbole.

Σε σχετική ερώτηση αναφορικά με την δίωξή του από τον στρατό, ο Αιτητής ανέφερε ότι στις 14/10/2018 ενεπλάκη στην τελευταία ενέδρα με τους μαχητές, όταν ο στρατός έκανε επίθεση στην περιοχή Kwakwa. Ανέφερε ότι ένας μαχητής, ο οποίος εγκατέλειψε το κίνημα, τον πρόδωσε και έδωσε τα στοιχεία του στον στρατό λέγοντας ότι είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για τις ενέδρες. Συνέχισε λέγοντας ότι βρισκόταν στο σπίτι του με την μητέρα του, την σύντροφό του και τις αδελφές του, όταν 5 στρατιώτες έσπασαν την πόρτα και εισέβαλαν στο σπίτι. Τον κατηγόρησαν ότι είναι υπεύθυνος για τον θάνατο 50 συναδέλφων τους.  Τότε ένας από αυτούς βίασε την σύντροφό του, η οποία πέθανε και άρχισαν να χτυπούν τον ίδιο μεταφέροντας τον  έξω από το σπίτι, απειλώντας ότι εάν δεν τους δώσει την διεύθυνση των μαχητών θα τον σκοτώσουν. Στη συνέχεια ανέφερε ότι κατάφερε να δραπετεύσει διότι παρενέβησαν οι μαχητές, οι οποίοι ήρθα στην περιοχή εκείνη τη στιγμή και μεταφέρθηκε στο δάσος μαζί με τους. Ανέφερε ότι εκτός από τα ανωτέρω, δεν του συνέβη κάποιο άλλο περιστατικό. Σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού, πώς κατάφερε να δραπετεύσει από τις αρχές, από τον Ιανουάριο του 2018 που έγινε το περιστατικό μέχρι τον Αύγουστο του 2018 που εγκατέλειψε την χώρα, απάντησε ότι βρισκόταν στο δάσος. Ανέφερε επίσης ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, θα κινδυνεύσει η ζωή του και θα τον σκοτώσουν.

Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA εντόπισε και εξέτασε  συνολικά τρείς ουσιώδεις (3) ισχυρισμούς.  Αρχικά, έκανε δεκτό τον πρώτο  ισχυρισμό για την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Αντιθέτως, απέρριψε ως μη αξιόπιστο τον δεύτερο ισχυρισμό ότι έφυγε από την χώρα του λόγω της δίωξής του από τον στρατό επειδή παρείχε βοήθεια προς τους αποσχιστές μαχητές, παρέχοντάς τους προμήθειες, και  ενεργώντας ως πληροφοριοδότης για τις τοποθεσίες του στρατού.   Ειδικότερα, εν σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί του στερούνται ουσιωδών λεπτομερειών. Ο Αιτητής παρείχε ανεπαρκείς και γενικές πληροφορίες στις ερωτήσεις του Λειτουργού σχετικά με το πότε και πώς ξεκίνησε η εμπλοκή του στο κίνημα. Όταν ρωτήθηκε πώς ο ίδιος ενεπλάκη προσωπικά στο κίνημα, δεν προσδιόρισε συγκριμένα, αλλά απάντησε ότι υπήρξαν πολλά γεγονότα που τον οδήγησαν σε αυτό. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι δρούσε ως πληροφοριοδότης, ο λειτουργός παρατήρησε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πότε ακριβώς γίνονταν οι ενέδρες αλλά ούτε και πόσο συχνά, αναφέροντας αόριστα ότι μέσα σε μια βδομάδα ή ένα μήνα, μπορεί να γίνονταν τρείς  ή τέσσερις.  Επίσης, όταν του δόθηκε και πάλι η ευκαιρία να προσδιορίσει τον προσωπικό λόγο που ενεπλάκη στο κίνημα αόριστα ανέφερε ότι ήθελε μια ελεύθερη χώρα. Όταν ρωτήθηκε πότε ενεπλάκη στην τελευταία ενέδρα, απάντησε ότι έγινε το 2018 περιγράφοντας ότι έλαβε τηλεφώνημα από έναν φίλο του, λέγοντάς του ότι έρχονται οι στρατιώτες στην Kwakwa, διαβιβάζοντας την πληροφορία αυτή στον αρχηγό Ikoko. Ο λειτουργός παρατηρεί ότι ενώ ανέφερε ότι είχε συναντήσει πολλές φορές τον αρχηγό Ikoko και συμμετείχε στις ενέδρες πάνω από ένα χρόνο, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες και επαρκείς πληροφορίες για την εμφάνιση του αρχηγού, αναφέροντας γενικά ότι ήταν λεπτός, ψηλός και μελαμψός. Αναφορικά με τον ρόλο του να αγοράζει προμήθειες για τους μαχητές, ο λειτουργός παρατηρεί ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες, αναφέροντας απλώς ότι πήγαινε στην αγορά ή στο φαρμακείο (ερυθ. 53 4χ), μεταφέροντας τις προμήθειες στο δάσος όπου βρίσκονταν οι μαχητές (ερυθ. 53 5χ). Παρατηρεί επίσης ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει  το ακριβές είδος των προμηθειών, αναφέροντας ότι ήταν τρόφιμα και ιατρικά είδη όπως επίδεσμοι και γύψος. Σχετικά με το γεγονός ότι τον αναζητούσε ο στρατός, o Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό αυτό, αναφέροντας μόνο ότι ένας πρώην μαχητής αποκάλυψε ότι ήταν πληροφοριοδότης και στη συνέχεια ο ίδιος μαχητής μαζί με άλλους στρατιώτες εισέβαλαν στο σπίτι του. Παρόλο που ανέφερε ότι είχε συναντήσει αρκετές φορές αυτόν τον μαχητή δεν ήταν σε θέση να δηλώσει το όνομά του αλλά ούτε να κάνει λεπτομερή περιγραφή της εμφάνισής του.

Ως εκ των άνω ο λειτουργός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, παρόλο που από εξωτερικές πηγές  επιβεβαιώνονται πληροφορίες σχετικά με τους πολίτες και τους αποσχιστές που υφίστανται κακοποίηση διαφόρων μορφών από τον στρατό εν μέσω της εσωτερικής διαμάχης στην περιοχή, λόγω της έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, η αξιοπιστία αυτού του ισχυρισμού δεν μπορεί να διαπιστωθεί, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό.

Στη συνέχεια ο λειτουργός έκανε δεκτό τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή αναφορικά με το γεγονός ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό στις 14 Φεβρουαρίου 2018 στο σπίτι τους στην Kwakwa, το οποίο πυρπολήθηκε. Ο λειτουργός παρατηρεί ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για το περιστατικό. Λαμβάνοντας υπόψη τον τραυματικό και αποτρόπαιο χαρακτήρα των πράξεων αυτών, ο λειτουργός δεν ζήτησε από τον Αιτητή να αναλύσει λεπτομερώς τα γεγονότα αυτά, καθώς δεν ήταν λογικό να τα ανακαλέσει στη μνήμη τουΟ λειτουργός EUAA παραθέτει σχετικές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες υπάρχουν πηγές που επιβεβαιώνουν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας στο Καμερούν όντως έκαψαν χωριά και επιτέθηκαν αδιακρίτως σε ντόπιους στο νοτιοδυτικό Καμερούν γύρω στον Ιανουάριο του 2018. Ως εκ των άνω ο λειτουργός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή ήταν συνεπής και βάσει της διαπιστωμένης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας, αυτός ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον πρώτο και τρίτο ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής του και του τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του, και ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό στις 14 Φεβρουαρίου 2018 στο σπίτι τους στην Kwakwa, το οποίο πυρπολήθηκε, ο Αιτητής έχει υποστεί αδιάκριτη βία στην περιοχή του, αλλά δεν έχει προσκομίσει τεκμηριωμένες ενδείξεις ότι υπήρξε ποτέ προσωπικός στόχος ή ήταν καταζητούμενος από τον στρατό. Σε σχέση με τον τρίτο ισχυρισμό, ένα σημαντικό στοιχείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι αυτή ήταν η μόνη προσωπική του εμπειρία με το στρατό. Ο Αιτών ήταν σε θέση να ζήσει στη χώρα του χωρίς προβλήματα με το στρατό από τον Ιανουάριο του 2018 μέχρι και τον Αύγουστο του 2018, όταν αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, τα γεγονότα αυτά δεν βασίστηκαν σε ατομική στοχοποίηση λόγω της ταυτότητας και του προφίλ του Αιτητή, αλλά λόγω της αδιάκριτης βίας στην περιοχή. Ο λειτουργός καταλήγει ότι oι εξωτερικές πηγές για την περιοχή επιβεβαιώνουν ότι στην αγγλόφωνη περιοχή του Καμερούν υπάρχει συνεχής κλιμάκωση βίας και εντάσεων μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αγγλόφωνων αυτονομιστών. Yπάρχει γενικός κίνδυνος ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω των γενικών εντάσεων στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν.

Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείται φόβος δίωξης με βάση την εθνικότητα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη συμμετοχή σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή τα πολιτικά του φρονήματα, όπως περιγράφονται στο άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, στο εδάφιο (δ) του άρθρου 2 της Οδηγίας 2011/95/EU και στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι το επίπεδο της αδιάκριτης βίας δεν υποδηλώνει ότι ο προσφεύγων θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας του στο Ekondo -Titi, στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή.

Ο λειτουργός EUAA έκανε δεκτό τον πρώτο ισχυρισμό για το προφίλ, την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής, αλλά και τον τρίτο ισχυρισμό για το γεγονός ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό στις 14 Φεβρουαρίου 2018 στο σπίτι τους στην Kwakwa, το οποίο πυρπολήθηκε, ωστόσο έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του και έτσι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.   

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα και αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν συνεκτικός, λεπτομερής και βιωματικός όταν έπρεπε να αναφερθεί στον δικό του ρόλο στο αυτονομιστικό κίνημα, στο κίνητρο ένταξής του στο κίνημα αλλά και στον λόγο δίωξής του από τον στρατό. Ερωτηθείς για το πότε ξεκίνησε να αναπτύσσει δράση υπέρ των αυτονομιστών, ο Αιτητής δήλωσε ότι ξεκίνησε το 2017, χωρίς ωστόσο να μπορεί να προσδιορίσει πότε ακριβώς ξεκίνησε να εμπλέκεται. Σε ερώτηση ως προς το τί τον ώθησε σε αυτό, ο Αιτητής απάντησε αόριστα, αναφερόμενος στην αγγλόφωνη καταγωγή του και στην περιθωριοποίηση που υφίστατο, αναφέροντας στην συνέχεια ότι τον μεταχειρίζονταν ως «υποδεέστερο πολίτη», χωρίς ωστόσο να παραθέσει κάποιο συγκεκριμένο βιωματικό περιστατικό που να τεκμηριώνει τον ισχυρισμό του αυτό πέραν των γενικών αναφορών ενώ σε διευκρινιστική ερώτηση για το ποιος ακριβώς τον παρότρυνε να εμπλακεί στο κίνημα απάντησε απλώς ότι ξεκίνησε μόνος του. Σημειώνω επιπλέον, ότι η αδυναμία του Αιτητή να προσδιορίσει πότε ακριβώς γίνονταν οι ενέδρες αλλά και πόσο συχνά, αναφέροντας αόριστα ότι μέσα σε μια βδομάδα ή ένα μήνα συνέβαιναν τρείς  ή τέσσερις  φορές πλήττει ουσιωδώς την αξιοπιστία του Αιτητή.

Επιπρόσθετα, σημειώνω ότι ενώ ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είχε συναντήσει πολλές φορές τον αρχηγό Ikoko και ότι συμμετείχε στις ενέδρες πάνω από ένα χρόνο, δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομέρειες και επαρκείς πληροφορίες για το πλήρες όνομά του τον ρόλο του στην παράταξη ακόμη και για την εμφάνιση του ως αρχηγού. Εφόσον ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ακτιβιστική του δράση ξεκίνησε το 2017, είναι ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να θυμάται το πλήρες όνομα του αρχηγού με τον οποίον συνεργαζόταν για πολύ καιρό.

Παρατηρείται επίσης έλλειψη ευλογοφάνειας καθώς ο Αιτητής δεν κατέστη δυνατό να εξηγήσει επαρκώς πώς κατάφερε να παραμείνει κρυμμένος από τις Αρχές του Καμερούν για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήτοι από τον Ιανουάριο του 2018 έως τον Αύγουστο του 2018, οπότε και εγκατέλειψε τη χώρα, αναφέροντας αορίστως ότι έμενε στο δάσος. Τέλος, σχετικά με το τί θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής σημειώνω ότι ήταν γενικόλογος και αόριστος. Περιορίστηκε στο να αναφέρει απλώς ότι θα τον σκοτώσουν, και ότι έχει λάβει αυτήν την πληροφόρηση, χωρίς ωστόσο να μπορεί να τεκμηριώσει με ακρίβεια από ποιόν του δόθηκε η πληροφορία και πώς είναι σίγουρος ότι θα τον σκοτώσουν.

Λεχθέντων των ανωτέρω, για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς η Καθ'ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή του Αιτητή περί δίωξης του από το στρατό λόγω του ότι βοηθούσε τους Αμπαζόνιαν. 

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου ότι η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιώδη πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν γίνονται αποδεκτά το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του,  δεν αποδεικνύεται ότι ο Αιτητής εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Εναπόκειται στον Αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλουν προσωπικά να συνεργάζονται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο αιτών.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Σε σχέση λοιπών με τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή, ο οποίος σχετίζεται άμεσα με το κατά πόσο ο Αιτητής εμπίπτει υπό της προϋποθέσεις του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου συμφωνώ με την κατάληξη του λειτουργού ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες για το περιστατικό ότι δηλαδή ο Αιτητής και η οικογένειά του δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό στις 14 Φεβρουαρίου 2018 στο σπίτι τους στην Kwakwa, το οποίο πυρπολήθηκε, και γίνεται δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του το χωρίο Ekondo -Titi στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν στις 14 Ιανουαρίου του 2018.

Λεχθέντων των ανωτέρω και για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με το εν λόγω συμβάν στον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του το χωρίο Ekondo -Titi στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν στις 14 Ιανουαρίου του 2018.

Ωστόσο και επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής ορθώς στην συνέχεια έκριναν η Καθ’ων ότι παρά το αποδεκτό των ισχυρισμών του, αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό, αυτοί δεν εμπίπτουν στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμο. Παρατηρώ συναφώς από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου (βλ. ερυθρά 93 -95)  η Καθ’ων η Αίτηση προχώρησαν σε δέουσα έρευνα αναφορικά με την γενικότερη κατάσταση που επικρατή στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή στη βάση έγκαιρων πηγών πληροφόρησης κρίνοντας ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής  σε περίπτωση επιστροφής του, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στην περιοχή.

Στην συνέχεια εξέτασαν και τις προσωπικές του περιστάσεις και ορθώς έκριναν ότι Αιτητής δεν πρόβαλε κάποιο στοιχείο του προφίλ του που να αποτελεί παράγοντα ρίσκου και να συνδέεται με διώξεις που μπορεί να λαμβάνουν χώρα. Οι ισχυρισμοί του επί της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του δεν ήταν αρκετοί ώστε να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί προσφύγων Νόμου αλλά ούτε είναι ικανοί να στοιχειοθετήσουν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Η εκτίμηση του βάσιμου φόβου σε πλαίσιο γενικευμένης βίας, η οποία περιλαμβάνει, για παράδειγμα, εμφύλιο πόλεμο, ένοπλη σύρραξη ή συγκρούσεις φυλών, εγείρει πολύπλοκα και ειδικά ζητήματα τα οποία συνδέονται στενά με την συμπληρωματική προστασία. Ωστόσο, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το γεγονός ότι ο αιτών διέφυγε από κατάσταση γενικευμένης βίας δεν σημαίνει ότι δικαιούται μόνο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Σε όλες τις περιπτώσεις, είναι απαραίτητο να εκτιμάται πρώτα κατά πόσον ο αιτών αντιμετωπίζει βάσιμο φόβο δίωξης για έναν ή περισσότερους από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στη σύμβαση για τους πρόσφυγες και στην οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση).

Συνεπώς κρίνω ότι και παρόλο που ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή έχει γίνει δεκτός και με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του ή και θα κινδυνεύσει με δίωξη, καθότι αυτή ήταν η μόνη προσωπική του εμπειρία με τον στρατό και δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία  ότι υπήρξε ποτέ προσωπικός στόχος ή ήταν καταζητούμενος από τον στρατό. Ο Αιτών ήταν σε θέση να ζήσει στη χώρα του χωρίς προβλήματα με το στρατό από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Αύγουστο του 2018, όταν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, τα γεγονότα αυτά δεν βασίστηκαν σε ατομική στοχοποίηση λόγω της ταυτότητας και του προφίλ του Αιτητή, αλλά λόγω της αδιάκριτης βίας στην περιοχή. Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξη που επικαλείται  εμπίπτει σε κάποια από την έννοια όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς της, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Από τις διαπιστωθείσες προσωπικές και ατομικές περιστάσεις δεν προκύπτει τέτοια απειλή την οποία ο Αιτών ευλόγως και αντικειμενικώς να φοβάται, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης. Αβίαστα, λοιπόν, από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Καθ’ων η Αίτηση πραγματεύτηκαν και αξιολόγησαν  όλα τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή,  προβαίνοντας  σε εξατομικευμένη αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας  ενώ έλαβαν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης σχετικά με την αίτηση, τις συναφείς δηλώσεις και τα συναφή έγγραφα που έχει υποβάλει ο αιτών, καθώς και την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος.[2]

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί δίωξης από το στρατό του Καμερούν εξαιτίας της βοήθειας που παρείχε στους αποσχιστές μαχητές, ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Σημειώνω δε ότι είναι παγίως νομολογημένο ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και οι αναφορές σε μαρτυρίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου στερούνται οποιοσδήποτε σημασίας. (ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΛΛΟΥ, (1995), 4 ΑΑΔ 1275, ANTENNA ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 ΑΑΔ 242, Κοιν. Λυσού ν. Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 537). Εάν η πλευρά του Αιτητή επιθυμούσε να προσαγάγει μαρτυρία, όφειλε να ακολουθήσει το ορθό δικονομικό βήμα.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  ο λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.

Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345Pissas vRepublic (1974) 3 C.L.R. 476.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο  (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999  και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει  να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 31/08/2021, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερυθρά 66-55 Δ.Φ.). Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.

Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ενώ στον ίδιο κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή της οποίας το περιεχόμενο του γνωστοποιήθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα.

Τέλος και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το βάρος απόδειξης περί του ουσιώδους της πλάνης και περί της έλλειψης δέουσας έρευνας βαρύνει τον Αιτητή (βλ. Παπαδόπουλος ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1990) 3 Α.Α.Δ. 262). Δεν φαίνεται να υπάρχει οτιδήποτε στον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης που να στηρίζει τη θέση του Αιτητή ότι υπήρξε έλλειψη δέουσας έρευνας, και επιπλέον δεν έχει εξειδικεύσει τον ισχυρισμό του αυτό με συγκεκριμένες θέσεις.  Πέραν τούτου, δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ούτε έχει προσκομίσει με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής νέα στοιχεία ώστε να εξεταστούν από το Δικαστήριο.

Ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας μπορούσε να χορηγηθεί στον Αιτητή. Συμπληρωματική προστασία, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji,Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζονία» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[i][4] Ως εκ των άνω συνάγεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν λαμβάνουν χώρα στο βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας καταγωγής του Αιτητή.

Επομένως δέον να εξετάσω την κατάσταση ασφαλείας στην νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου βρίσκεται και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη   Ekondo-Titi.  Έπειτα από εξέταση της κατάστασης ασφαλείας στο συνήθη τόπο διαμονής του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη την ενημέρωση για περιστατικά σύμφωνα με το Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) που συντάχθηκε από το ACCORD, το τρίτο τρίμηνο του 2022, στην νοτιοδυτική περιοχή καταγράφηκαν συνολικά 38 περιστατικά βίας και συγκρούσεων, εκ των οποίων τα 14 είχαν ανθρώπινες απώλειες που ανήλθαν στα 35 άτομα.  Όσον αφορά το τέταρτο τρίμηνο του 2022  στη νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, καταγράφηκαν συνολικά 29 περιστατικά βίας και συγκρούσεων, εκ των οποίων τα 11 είχαν ανθρώπινες απώλειες που ανήλθαν στα 20 άτομα.[5] 

Όσον αφορά το έτος 2023, έπειτα από ανάλυση δεδομένων από τη βάση δεδομένων ACLED, παρατηρείται ότι κατά την περίοδο 08/12/2022 έως 08/12/2023,  καταγράφηκαν αναφορικά με τη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, συνολικά 103 περιστατικά με 176 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Από αυτά τα περιστατικά τα 36 αφορούσαν βία κατά πολιτών (με 95 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 35 αφορούσαν μάχες (με 69 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 12 αφορούσαν εξεγέρσεις (με 0 απώλειες ανθρώπινων ζωών) και τα 7 περιστατικά εκρήξεων (με 6 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[6] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω Περιφέρεια που εκτιμάται στους 1.553.300  κατοίκους περίπου σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση που έγινε το 2015[7], ενδεικνύει ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή (βάσει των πιο πάνω δεδομένων, οι ανθρώπινες απώλειες ανέρχονται συνολικά στα 5 περίπου άτομα ανά 100.000 κατοίκους), που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα των περιστατικών ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιοχή είναι τα ακόλουθα: Στις 4 Ιανουαρίου 2023, τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν και δέκα τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής αυτονομιστών στο Bache, ένα χωριό στην υπό LGA (Local Government Area) Akwaya.[8] Στις 10 Φεβρουαρίου 2023, άγνωστοι ένοπλοι επιτέθηκαν σε εργάτες σε φυτεία μπανάνας στο Τίκο, προκαλώντας 5 θανάτους[9] και 44 τραυματισμούς[10]. Σύμφωνα με το Danish Refugee Council (DRC), ένοπλες ομάδες επιτέθηκαν στους εργάτες «για αδυναμία σεβασμού του επιβληθέντος περιορισμού κατά του ορεινού αγώνα».[11] Στις 25 Φεβρουαρίου 2023, 19 άτομα, μεταξύ των οποίων εννέα αθλητές, τραυματίστηκαν σε έκρηξη κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης στην πόλη Buea.[12] Την 1η Μαΐου 2023, έξι άνθρωποι σκοτώθηκαν και αρκετοί τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια στρατιωτικής επιδρομής στο χωριό Mamu.[13] Στις 7 Σεπτεμβρίου 2023, ένοπλοι μαχητές σταμάτησαν αυτοκίνητα, πυροβόλησαν επιβάτες και πυρπόλησαν οχήματα στο χωριό Muea, σκοτώνοντας τρία άτομα.[14]

Ως εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν δεν έχουν φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην αγγλόφωνη περιοχή, και συγκεκριμένα στη νοτιοδυτική περιοχή της χώρας καταγωγής του Αιτητή. 

Κατά συνέπεια, παρά τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Ekondo-Titi, στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή. Συνεπώς, απαιτείται η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο του Αιτητή ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει από βία ασκούμενη αδιακρίτως σε περίπτωση μετάβασής του στην πόλη Ekondo-Titi. Εν προκειμένω, ο Αιτητής πρόκειται για έναν νεαρό και υγιή άντρα, ικανό προς εργασία, απόφοιτο Πανεπιστημίου, με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο και χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό και, συνεπώς, θεωρείται ότι μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο περιστατικό ασφαλείας. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). 

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και ο τρίτος ισχυρισμός που αφορά  το γεγονός ότι ο Αιτητής και η οικογένειά του δέχθηκαν επίθεση από τον στρατό στις 14 Φεβρουαρίου 2018 στο σπίτι τους στην Kwakwa, το οποίο πυρπολήθηκε, πλην όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν μπορούν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[2] Βλ. άρθρο 16 Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000)

[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[4]Rulac,“Non-International Armed Conflicts in Cameroon’’,12/01/2023, Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac ,(assessed on 05/01/2024)

 

[5] ACCORD, CAMEROON, FOURTH QUARTER 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2090437/2022q4Cameroon_en.pdf  (βλενότητες “Conflict incidents per province’’ και ‘’Localization of conflict incidents’’, σελ. 4) (assessed on 05/01/2024)

 

[6] ACLED, Dashboard, Cameroon, Sud West, Reference Period 08/12/2022-08/12/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard,

 

[7] City Population, Cameroon, διαθέσιμο σε Cameroon: Regions, Major Cities & Towns - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (citypopulation.de) (assessed on 05/01/2024)

 

[8] Mimi Mefo, Separatist fighters invade Akwaya village, kill, bury three, injure ten, 07/01/2023, Separatist fighters invade Akwaya village, kill, bury three, injure ten - Mimi Mefo Info (mimimefoinfos.com) (assessed on 05/01/2024)

 

[9] Reuters, Five killed in gun attack on Cameroon farm workers, 11/02/2023, Five killed in gun attack on Cameroon farm workers | Reuters (assessed on 05/01/2024)

 

[10] Mimi Mefo, CDC confirms gunmen killed five workers, injured 44 in Tiko Friday, 11/02/2023, CDC confirms gunmen killed five workers, injured 44 in Tiko Friday - Mimi Mefo Info (mimimefoinfos.com) (assessed on 05/01/2024)

 

[11] Danish Refugee Council (DRC), Cameroon: Protection Monitoring Quarterly Report; Southwest Cameroon; January - March 2023, 07/07/2023, https://reliefweb.int/attachments/aa9c05da-2acc-4b77-a326-245979942680/230427%20DRC%20PM%20report_Q1_VF.pdf , σελ. 14 (assessed on  05/01/2024)

 

[12] Voice Of Africa (VOA), 19 People Injured in Blast at Cameroon Sports Event, 25/02/2023, 19 People Injured in Blast at Cameroon Sports Event (voanews.com) (assessed on 05/01/2024).  

 

[13] Mimi Mefo, Anglophone Crisis: Military raid leaves six dead, several injured in Mamu, 02/05/2023, Anglophone Crisis: Military raid leaves six dead, several injured in Mamu - Mimi Mefo Info (mimimefoinfos.com), BNN Breaking, Military Raid in Camerron's Mamu Village Leaves Six Dead, May 2023,  Military Raid in Camerron's Mamu Village Leaves Six Dead - BNN Breaking (assessed on 05/01/2024)

 

[14] Reuters, Cameroon militants set cars on fire, shoot passengers in village attack, 8/09/2023, Cameroon militants set cars on fire, shoot passengers in village attack | Reuters (assessed on 05/01/2024)

 



 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο