ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                    Υπόθεση Αρ.: 6472/2021

22 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ.Κ.P.

από Μπαγκλαντές

    Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Κ. Χατζησέργη (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Π. Δημητρίου (κα), για Α. Ιωάννου (κος), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03.06.2021 με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω αίτηση κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «o περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού  εξεταστούν  οι  εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται  η  σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»):

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές το οποίο εγκατέλειψε στις 20.10.2016 και εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών όπου διέμενε με άδεια εργασίας (work permit).  Στις 29.10.2018, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας κλήθηκε σε συνέντευξη ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου και αφού η αίτησή του εξετάστηκε επί της ουσίας της, αυτή απορρίφθηκε με απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 11.10.2019.  Η απόφαση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τον Αιτητή μέσω διοικητικής προσφυγής και ως εκ τούτου παρέμεινε τελεσίδικη.

 

Ακολούθως, στις 17.02.2020, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, κατά την εξέτασή της οποίας η αρμόδια λειτουργός εισηγήθηκε με σχετικό Σημείωμα/ Εισήγηση ημερ. 20.05.2021 όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη.  Η εισήγηση αυτή έγινε αποδεκτή από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 03.06.2021 με αποτέλεσμα την απόρριψη της αίτησής του. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 20.09.2021, με επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 07.06.2021 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής προωθεί την θέση περί έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με τα πραγματικά περιστατικά και δεδομένα της υπόθεσης και συνακόλουθης νομικής και πραγματικής πλάνης εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση καθώς επίσης και έλλειψη δέουσας αιτιολογίας.  Παραπονείται περαιτέρω ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/1999 ως προς το προβλεπόμενο δικαίωμα ακρόασης, η παροχή του οποίου είναι επιβεβλημένη για σκοπούς έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.  Προωθεί περαιτέρω ισχυρισμό περί λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης από αναρμόδιο πρόσωπο. 

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν, μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται από τη συνήγορο του Αιτητή πρέπει να απορριφθούν από το Δικαστήριο καθότι δεν προβάλλονται ρητώς και αιτιολογημένα σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962.  Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο φέρει από το νόμο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης,  υποβάλλοντας ότι η επίδικη απόφαση των Καθ' ων η αίτηση είναι ορθή και νόμιμη και αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας ως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο.  Ο συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση τονίζει, επίσης, το γεγονός ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή συμπεριλαμβάνεται στο ΚΠΔ 202/2022 ως ασφαλής τρίτη χώρα.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλουν οι Καθ' ων η αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς.  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1]Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί των εδώ προωθημένων λόγων ακυρώσεως, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας οι συγκεκριμένοι αυτοί λόγοι προωθούνται.

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους ισχυρισμούς, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εφόσον εν προκειμένω αυτό που προσβάλλεται είναι η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του, λυσιτελείς ισχυρισμοί θα ήταν μόνο ισχυρισμοί που βάλλουν κατά της κρίσης περί απαραδέκτου της μεταγενέστερης αίτησης.  Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως.  Λόγοι ακυρώσεως λοιπόν, οι οποίοι ομιλούν γενικά και αόριστα περί πλημμελειών της προσβαλλόμενης απόφασης, χωρίς ωστόσο να προβάλλονται ισχυρισμοί οι οποίοι να ανατρέπουν την κρίση των Καθ' ων η αίτηση περί απαραδέκτου της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, είναι αλυσιτελείς.

 

Πλην συνεπώς του ισχυρισμού περί έλλειψης  δέουσας έρευνας καθώς και του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας ο οποίος ελέγχεται αυτεπαγγέλτως, οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αναιτιολόγητοι αλλά και αλυσιτελείς.  Επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας άπτεται της ουσίας της υπόθεσης -ως προς το παραδεκτό ή όχι της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή- την οποίαν οφείλω να εξετάσω ούτως ή άλλως ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[4].

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[5].

 

Επί του λόγου ακυρώσεως περί αναρμοδιότητας

 

Προέχει βεβαίως, λόγω της φύσης του αλλά και ως θέμα λογικής προτεραιότητας, η εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο οποίος εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημόσιας τάξης. Ειδικότερα, είναι η θέση του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη από αναρμόδιο πρόσωπο καθότι η λειτουργός που υπέγραψε και/ή έλαβε την απόφαση δεν είχε εξουσία προς τούτο.  Έχοντας εξετάσει τον εν λόγω ισχυρισμό υπό το φως του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, δεν μπορώ να συμφωνήσω με αυτόν. 

 

Διαπιστώνω μέσα από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ότι το υποβληθέν Σημείωμα/ Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου  (Βλ. συναφώς ερυθρό 44 του διοικητικού φακέλου) ημερ. 20.05.2021, φέρει στο πάνω μέρος της σελίδας αυτής, σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», ημερομηνία 03.06.2021, μία μονογραφή και ακριβώς από κάτω μία σφραγίδα με το όνομα «Α.Α.»[6].

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα περίπτωση όπου προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην μονογραφή, ήτοι Α.A., αφού υπάρχει μονογραφή πλησίον του ονόματος που λογικώς ανήκει στο πρόσωπο  το οποίο προβαίνει στην έγκριση, καθώς και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη.  Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να το ανατρέπει[7].

 

Ο Α.Α., είναι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ως προκύπτει από αντίγραφο επιστολής/εξουσιοδότησης του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο έχει επισυναφθεί στην ένσταση των Καθ' ων η αίτηση και βρίσκεται κατατεθειμένο στο διοικητικό φάκελο της παρούσας προσφυγής (Βλ. ερυθρό 47 του δ.φ.) είναι εξουσιοδοτημένος να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η παραχώρηση της σχετικής εξουσιοδότησης είναι επιτρεπτή δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου, ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962).  Συνάγεται ευθέως από το ερμηνευτικό άρθρο 2, ότι πρόσωπο το οποίο έχει εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επί αιτήσεων ασύλου, είναι και οποιοσδήποτε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου.  Τέτοια εξουσιοδότηση εντοπίζεται και στην υπό κρίση υπόθεση, ως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω και συνεπώς οι σχετικοί ισχυρισμοί του Αιτητή στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτονται[8].

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Εξετάζοντας την ουσία της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον ισχυρισμό ότι δε διεξήχθη δέουσα έρευνα των ισχυρισμών του Αιτητή στα πλαίσια της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Επισημαίνεται ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ([9]), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια.  Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[10]. Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β)  του  άρθρου  16Δ  του  περί Προσφύγων Νόμου τα οποία διαλαμβάνουν τα  ακόλουθα  (- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον:

 

(iΤα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(iiικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μιας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες  χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[11].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.  Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την αρχική του αίτηση για διεθνή προστασία, κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή κατ’ ισχυρισμό αντιμετώπιζε προβλήματα και η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο. Ωστόσο, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το περιεχόμενο της αίτησής του δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του αποκλειστικά για  οικονομικούς λόγους, ήτοι για να εργαστεί και να αναζητήσει καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.  Δεν εξέφρασε οποιονδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του ενώ δήλωσε ότι υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία προκειμένου να νομιμοποιήσει την παραμονή του στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αξιολογώντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι παρά το γεγονός ότι αυτοί ήταν αξιόπιστοι, εντούτοις δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας καθότι δεν ενέπιπταν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ούτε και στον περί Προσφύγων Νόμο.  

 

Στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι στη χώρα καταγωγής του αντιμετώπιζε πολιτικό πρόβλημα και δεχόταν απειλές κατά της ζωής του.  Εξετάζοντας την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου του Αιτητή, η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι κατά την προγενέστερη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του, ο ίδιος δεν αναφέρθηκε σε πολιτικό πρόβλημα λόγω δικής του υπαιτιότητας και κατά τούτο η αίτησή του απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. 

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν στην (απαιτούμενη) προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή και κατά το προκαταρκτικό αυτό στάδιο, έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται (σωρευτικώς) στο άρθρο 16Δ(3)(β)[12] ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των προβληθέντων ισχυρισμών. Είναι και δική μου παρατήρηση ότι ο Αιτητής δεν είχε προβάλει ισχυρισμό περί πολιτικού προβλήματος σε κανένα στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και τούτο παρά το γεγονός ότι ρωτήθηκε για τυχόν εμπλοκή σε πολιτικές, θρησκευτικές, στρατιωτικές, εθνικές οι κοινωνικές ομάδες.  Συντάσσομαι λοιπόν με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν προβλήθηκε κατά την διαδικασία εξέτασής της αίτησής του, παρά το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να το πράξει, λόγω δικής του υπαιτιότητας.

 

Πέραν τούτου, ο ισχυρισμός περί πολιτικού προβλήματος είναι γενικός και αόριστος, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται οποιεσδήποτε λεπτομέρειες επί αυτού.  Επισημαίνεται η πιο κάτω αναφορά που εντοπίζεται επί του εντύπου της μεταγενέστερης αίτησης (βλ. ερυθρά 42-41 του δ.φ.) την οποία συμπλήρωσε ο Αιτητής σύμφωνα με την οποία:

 

«Explain in detail the reasons that you wish your file to be re-examined»

 

Είναι εμφανές λοιπόν ότι ο Αιτητής δεν κατέβαλε καμία απολύτως προσπάθεια για να υποστηρίξει επαρκώς το αίτημά του, προβάλλοντας εμπεριστατωμένα τις θέσεις και τους ισχυρισμούς του και προσκομίζοντας, αν ήταν δυνατόν, οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα και στοιχεία.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του για άσυλο.  Από τα όσα καταγράφονται σε αυτήν, ουδέν νέο στοιχείο ή πόρισμα ή ισχυρισμό αναφέρει ο Αιτητής ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή χρήζει περαιτέρω εξέτασης και/ή κλήσης του σε συνέντευξη.  Τη μεταγενέστερη αίτηση χαρακτηρίζουν γενικόλογες αναφορές επί ισχυρισμού που δεν τεκμηριώθηκε με οποιαδήποτε έγγραφα ή με περαιτέρω λεπτομέρειες, ενώ σε καμία περίπτωση δεν εξηγείται ο λόγος που ο εν λόγω ισχυρισμός δεν προβλήθηκε κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασής της αίτησής του.  Διαπιστώνω συνεπώς ότι ο ισχυρισμός αυτός εξαιτίας της γενικότητας με την οποία  προβάλλεται και την αναξιοπιστία που απορρέει από την καθυστέρηση στην προβολή του, δεν έχουν επίδραση στην αξιολόγηση της χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Καταλήγω συνεπώς ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση του Αιτητή, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ (3) (α) του περί Προσφύγων Νόμου.  Για τον λόγο αυτό δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω έρευνα ή κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη.  Ουδεμία πλημμέλεια ή άλλη παρατυπία μπορώ να διαπιστώσω στη διαδικασία προκαταρτικής εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή στη βάση της οικείας νομοθεσίας ως ανωτέρω καταγράφεται.  Οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν δεόντως τον ισχυρισμό του Αιτητή, ως αυτός προωθήθηκε με την αίτησή του και την απέρριψαν ως απαράδεκτη δυνάμει των όσων προνοεί η νομοθεσία που ανωτέρω αναφέρεται αιτιολογώντας τούτο πλήρως.

 

Υπό των φως των πιο πάνω, κρίνω ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.  Οποιαδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση, θα καθιστούσε τη διαδικασία ατέρμονη, καταχρηστική και αντίθετη με τους σκοπούς του Περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Μπαγκλαντές), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/23), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή να προσκομίσει οποιαδήποτε στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και τα οποία να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[5]  Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[6] Το ονοματεπώνυμο του λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[7]Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία)

 

[8] Bλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνοβίου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385

[9] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[10] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10 ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34

[11] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

 

[12] «16Δ3(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον - (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο