ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                       

                                                                                   Υπόθεση αρ. 6551/2022

 

30 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                         Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:

R.Κ.

                                                                                                                                                                                                                                                    Αιτήτρια

Και

 

                  Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                               Καθ' ων η αίτηση

                                                                                                                                                                                                                                                      

 

Α. Κιρακόζοβα (κα) για Ν. Χαραλαμπίδου (κα), Δικηγόρος για Αιτήτρια

 

Α.. Ρούσου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την προσφυγή της, η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 15/07/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στις 13/09/22 στην αιτήτρια και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, η αιτήτρια κατάγεται από την Ινδία, εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία με άδεια εργασίας και στις 04/07/22 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας.

Στις 12/07/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός της για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της. Μετά το πέρας της συνέντευξης, αυθημερόν ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, η οποία εγκρίθηκε στις 15/07/2022. Ακολούθως, στις 13/09/2022, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την αιτήτρια αυθημερόν, αφού μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή για την αιτήτρια κατά την λήψη της, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Η συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, τους οποίους εν τέλει εγκατέλειψε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων και διατήρησε μόνο τους λόγους ακύρωσης που αφορούν την μη δέουσα έρευνα και την έλλειψη αιτιολογίας. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τους λόγους ακύρωσης που αφορούν την μη δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση και την μη επαρκή αιτιολογία, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ΄ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

Επομένως, θα προχωρήσω να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος της αιτήτριας και αποτελούν τον βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, καθώς και τον ισχυρισμό περί μη επαρκούς αιτιολογίας, που λόγω της συνάφειας τους και της άρρηκτης διασύνδεσης τους θα εξεταστούν ως σύνολο και συνδυαστικά στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν διαπιστώνω μη διενέργεια δέουσας έρευνας από μέρους της Διοίκησης. Κρίνω ότι η αρμόδια λειτουργός προέβη δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια.

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί της αιτήτριας σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα  και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα της αιτήτριας.

Στην αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 12 του διοικητικού φακέλου) ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της επειδή αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα, ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο, και ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει εξαιτίας αυτού.

 

Από τα πρακτικά της συνέντευξης (ερυθρά 13-17 του διοικητικού φακέλου) προκύπτει πως η αιτήτρια ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί. Πρόσθεσε πως η θετή μητέρα της επιθυμούσε να την παντρέψει με κάποιον συγγενή της, μεγαλύτερο σε ηλικία από την ίδια και ότι ο πατέρας της, τη συμβούλευσε να φύγει στο εξωτερικό για να εργαστεί. Τόνισε ότι δεν υφίστανται άλλοι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και ότι αν επιστρέψει θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Ερωτώμενη γιατί δήλωσε στην αίτηση της ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο στη χώρα καταγωγής της ενώ κατά τη συνέντευξη πρόβαλε διαφορετικούς λόγους, απάντησε ότι η ζωή της δεν είναι σε κίνδυνο, απλά δέχθηκε πίεση να παντρευτεί, αναιρώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο της αίτηση της.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αξιολογώντας τα όσα η αιτήτρια  δήλωσε στην συνέντευξη της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο λόγος για τον οποίο η αιτήτρια εγκατέλειψε την χώρα της ήταν για να εργαστεί και συνεπώς δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που η αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης για να της παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 αντίστοιχα του Περί Προσφύγων Νόμου.

Με δεδομένο λοιπόν ότι η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήρθε για οικονομικούς λόγους ήτοι για να εργαστεί, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης της.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι δεν διαπιστώνω παραβίαση του αρ.26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999). Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος  διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη αίτηση ασύλου. Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό η αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπο της, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι οικονομικό καθώς και το γεγονός ότι ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο καθότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Συνακόλουθα η αιτήτρια δεν επικαλέστηκε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, για να της δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να της παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ « Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δεν να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Υπό το φως των απαντήσεων της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της και των γεγονότων και στοιχείων που είναι καταγεγραμμένα στο διοικητικό φάκελο της υπό αναφορά υπόθεσης, κρίνεται ότι στην παρούσα περίπτωση η αιτήτρια, δεν χωρεί αμφιβολία ότι είναι οικονομική μετανάστρια καθότι υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας ωθούμενη από οικονομικά κίνητρα και επομένως δεν υπάγεται στην κατηγορία των δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

Σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 202/22 και πρόσφατα την Κ.Δ.Π 166/23 όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ινδία. Η αιτήτρια στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης σύμφωνα με την εξουσία που μου παρέχει το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(I)/2018), καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο