ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.7127/22

 

23 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Η. Β.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Νατ. Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Χ. Παλαικυθρίτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, που αναφέρεται στην επιστολή ημ.12/10/22, η οποία κοινοποιήθηκε στις 17/10/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος. Δια του αιτητικού Β αιτείται την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, o αιτητης κατάγεται από το Πακιστάν, εισήλθε στη Δημοκρατία νομίμως, ως φοιτητής σε ιδιωτικό κολλέγιο, στις 25/04/19 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 12/10/21 (ερ.1-3, 46).

Στις 07/07/22 διεξάχθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του στην παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.36-46). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 29/08/22 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.65-73).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 09/01/23, ως ο ίδιος αναφέρει, πράγμα που δεν αμφισβητήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.76-77).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι είναι μουσουλμάνος, άγαμος και αντιμετωπίζει κίνδυνο στη χώρα του που θα εξηγήσει κατά τη συνέντευξή, ως αναφέρει.

Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής ανέφερε ότι δεν εργαζόταν και ο πατέρας του τον στήριζε οικονομικά. Ο πατέρας του εργάζεται στη Σαουδική Αραβία και οι αδελφές του είναι παντρεμένες και διαμένουν σε χωριά της Gujranwala. Η μητέρα του διαμένει κι εκείνη στην Gujranwala. Έχει επικοινωνία μαζί της.

Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να σπουδάσει και να έχει ένα καλύτερο μέλλον και το 2019 επέστρεψε στο Πακιστάν για να επισκεφτεί τη μητέρα του. Τον Αύγουστο του 2021 και ενώ ο αιτητής βρισκόταν από το 2019 στην Κύπρο, η μητέρα του τον ενημέρωσε ότι ο φίλος του Faizan είχε σκοτώσει με μαχαίρι τον Akbar έναν νεαρό με τον οποίο ο αιτητής είχε τσακωθεί κατά το παρελθόν. Ο αδελφός του θύματος κατηγόρησε όλη την παρέα του θύτη μεταξύ των οποίων και τον αιτητή λόγω των φιλονικιών που είχαν κατά το παρελθόν (όταν ο αιτητής είχε χειροδικήσει στο θύμα βλ.37 1χ) και θεώρησε ότι εκείνοι έβαλαν τον Faizan να σκοτώσει τον αδελφό του. Στην αστυνομική αναφορά του αδικήματος αναφέρεται το όνομα του αιτητή, το όνομα του φίλου του και το όνομα του θύματος. Ο αδελφός του θύματος πήγε στη μητέρα του αιτητή μία εβδομάδα μετά το φόνο του αδελφού του και τη ρωτούσε για το πότε θα επιστρέψει ο αιτητής. Η μητέρα του αιτητή τον συμβούλευσε να μην επιστρέψει μέχρι να επιτευχθεί κάποιος συμβιβασμός μεταξύ των οικογενειών για τον θάνατο και να καταβληθούν χρήματα ως αποζημίωση προς την οικογένεια του θύματος. Μέχρι σήμερα ο συμβιβασμός δεν έχει επιτευχθεί. Το ποσό το οποίο ζητήθηκε από την οικογένεια του θύματος για να αποσύρουν τη καταγγελία είναι υπέρογκο. Οι φίλοι του αιτητή επίσης  έχουν φύγει από την περιοχή, ένας μάλιστα έφυγε στην Τουρκία αν και ούτε εκείνος ήταν παρών στο περιστατικό. Η μητέρα του αιτητή μετακινείται επίσης και μένει σε συγγενείς και φίλους.

Σε περίπτωση επιστροφής του φοβάται ότι θα επιτεθούν στο σπίτι του. Μέχρι να υπάρξει κάποιος συμβιβασμός μεταξύ των οικογενειών θύματος και θύτη θα τον κατηγορήσουν ότι είχε συμμετοχή στο φόνο, ότι εκείνος υπέδειξε στο φίλο του να τον σκοτώσει και ο αιτητής θα καταλήξει είτε να σκοτώσει, είτε να σκοτωθεί, ως ανέφερε ερωτώμενος σχετικά με τα ως άνω. Δεν θα μπορούσε να απευθυνθεί στην Αστυνομία για προστασία διότι η αστυνομία στο Punjab είναι υποστελεχωμένη και επεμβαίνει πολύ αργά, ως ανέφερε. Η αστυνομία του Πακιστάν - εκτός του Ισλαμαμπάντ- είναι διεφθαρμένη και χρηματίζεται.

Ερωτώμενος αν θα μπορούσε να ζήσει σε κάποιο άλλο μέρος της χώρας καταγωγής απάντησε αρνητικά κι ότι θα ζούσε στο Kotli Dianayat Roy διότι εκεί βρίσκεται το σπίτι του και δεν έχει αρκετά χρήματα να εγκατασταθεί αλλού.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή εντόπισαν και αξιολόγησαν τους κάτωθι ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, το προφίλ, ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή

2.    Αναχώρηση του αιτητή από τη χώρα καταγωγής για λόγους εκπαιδευτικούς και οικονομικούς

3.    Ο αιτητής απειλήθηκε διαμέσου της μητέρας του διότι ένας από τους φίλους του σκότωσε κάποιον στο Πακιστάν και η οικογένεια του θύματος κατηγορεί τον αιτητή ότι υποκίνησε τον φόνο

Ο 1ος και 2ος ως άνω ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι, ο δε 3ος απορρίφθηκε ελλείψει εσωτερικής συνοχής. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι  οι δηλώσεις του αιτητή δεν ήταν συνεκτικές, συγκεκριμένες και λεπτομερείς σε ό,τι αφορά τη δολοφονία που διέπραξε ο φίλος του, τις πληροφορίες που αφορούν θύτη και τον τρόπο με τον οποίο κατηγορήθηκε ο ίδιος για συμμετοχή στη δολοφονία, εφόσον απουσίαζε στην Κύπρο κατά το διάστημα που έλαβε χώρα το περιστατικό.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα και οι πλείστοι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση.

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή απέσυρε ρητά τους λοιπούς νομικούς ισχυρισμούς προωθώντας εν τέλει μόνο τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας και μη αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς.

Στη Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, λέχθηκε ότι: «[η] έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.».

Στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, ημ.28/09/99, λέχθηκε ότι: «[η] αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής.  Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»

Στη βάση των ως άνω, δεδομένου ότι ο 1ος και 2ος ισχυρισμός του αιτητή έχουν γίνει αποδεκτοί από τους καθ’ ων η αίτηση προχωρώ σε αξιολόγηση του 3ου ισχυρισμού του αιτητή, στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων.

Ανατρέχοντας λοιπόν στο πρακτικό της επίδικης συνέντευξης παρατηρώ ότι τα στοιχεία τα οποία δίνει ο αιτητής σε ό,τι αφορά τον κατ’ ισχυρισμό δολοφονηθέντα απέχουν από αυτά που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο να είναι σε θέσει να παρέχει. Χαρακτηριστικά σημειώνω, ως και οι καθ’ ων η αίτηση εντοπίζουν, πως ο αιτητής δεν δίνει επώνυμο, οικογένεια, στοιχεία που να κατέληξαν στην επίθεση του σπιτιού του φίλου του όπου σημειώθηκε ο θάνατος του επιτιθέμενου, δεν δίνει επώνυμο του θύτη και δεν είναι γενικά  λεπτομερείς οι αναφορές του, όπως θα αναμενόταν από κάποιον που αναφέρει ένα περιστατικό το οποίο μπορεί να αποτελέσει λόγο να διώκεται από τις Αρχές της χώρας του. Στο σύνολο τους θεωρώ πως οι δηλώσεις του αιτητή επί του 3ου ισχυρισμού παρέμειναν γενικόλογες χωρίς τον απαραίτητο βαθμό λεπτομέρειας, ενώ σε ό,τι αφορά στις απειλές εναντίον του, αυτές περιορίζονται σε μία επίσκεψη στο σπίτι της μητέρας του (38 2χ) από τον αδελφό του θύματος κατά την οποία ζήτησε να μάθει πότε επιστρέφει ο αιτητής. Περαιτέρω αντίθεση παρατηρείται κατά τις δηλώσεις του αιτητή ότι αναφέρεται στην FIR το όνομά του (40 1χ) και στις μετέπειτα δηλώσεις του ότι δεν υπάρχει φάκελος στο όνομά του στην Αστυνομία (37 1χ).

Παρά τα ως άνω δεν παραβλέπω βεβαίως ότι ο αιτητής αναφέρθηκε σε κατ’ ισχυρισμό συμπερίληψη του ονόματός του σε έκθεση της Αστυνομίας για το περιστατικό της ανθρωποκτονίας που τελέστηκε από τον φίλο του τον Αύγουστο του 2021 (Ερ. 40 1χ). Η δήλωση του αυτή δεν διερευνήθηκε περεταίρω (από που έμαθε για την FIR και το περιεχόμενό της, πότε το έμαθε, για ποιο λόγο και από ποιον αναφέρθηκε συγκεκριμένα το δικό του όνομα κι όχι των άλλων φίλων του που επίσης λέει ότι κατηγορούνται και έφυγαν από τη χώρα, κατονομάζεται στην έκθεση ως μάρτυρας, συνεργός, κλπ).Θα πρέπει βεβαίως να σημειωθεί όμως επίσης ότι ο αιτητής αν και ανέφερε ότι θα μπορούσε να προσκομίσει την FIR εν τούτοις δεν το έπραξε.

Προχωρώ με εξέταση της εξωτερικής συνοχής του υπό κρίση ισχυρισμού του αιτητή.

Σε παλιό άρθρο του Independent αναφέρετα ότι «[σ]την ύπαιθρο του Πακιστάν, οι διαμάχες συχνά διευθετούνται με δολοφονίες εκδίκησης που περιλαμβάνουν γυναίκες και παιδιά»[1]

Πιο πρόσφατα σε άρθρο της Dawn αναφέρεται ότι οι πολίτες καταφεύγουν σε εξωδικαστικό τρόπο διευθέτησης των διαφορών τους καθώς έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στο δικαστικό σύστημα όπου υποθέσεις εκκρεμούν για χρόνια χωρίς λήψη απόφασης[2].

Είναι καθήκον της αστυνομίας να καταχωρεί το FIR χωρίς καμία καθυστέρηση ή δικαιολογία. Η μη εγγραφή του FIR αποτελεί παράπτωμα και μπορεί να αποτελέσει λόγο πειθαρχικής δίωξης κατά του ενδιαφερόμενου αστυνομικού.[3]

Σε έκθεση του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και  Πρόσφυγες του Καναδά [4] αναφέρεται τα εξής:

«Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής για τα ανθρώπινα Δικαιώματα στο Πακιστάν (HCRP) περιέγραψε την ψευδή εγγραφή ως "κοινό πρόβλημα" και ότι η δωροδοκία της αστυνομίας για την καταχώρηση ψευδών FIR είναι "συνήθης περίπτωση". Ομοίως, η έκθεση του Μαΐου 2013 του Ινστιτούτου για την Ειρήνη των Ηνωμένων Πολιτειών  σχετικά με την αστυνομία του Πακιστάν διαπίστωσε ότι […] οι νομικοί περιορισμοί για την υποβολή ψευδών FIR είναι αδύναμοι και αγνοούνται συνήθως. Η πρακτική αυτή ενθαρρύνεται περαιτέρω από την κοινή αστυνομική πρακτική της σύλληψης του κατηγορουμένου πριν από τη διερεύνηση της καταγγελίας για να διαπιστωθεί η εγκυρότητά της.

Ο εκπρόσωπος του Κέντρου Πρωτοβουλιών για την Ειρήνη και την Ανάπτυξη στο Πακιστάν (CPDI Pakistan) ανέφερε ότι η καταχώριση ψευδών FIR από την αστυνομία συμβαίνει επειδή οι άνθρωποι θέλουν να "θυματοποιήσουν κάποιον ή να διευθετήσουν έναν λογαριασμό". (…)σε αρκετές περιπτώσεις κατατίθενται πλαστά FIR λόγω «προσωπικής έχθρας» ή σε ορισμένες περιπτώσεις από κυβερνητικούς ή αστυνομικούς αξιωματούχους με σκοπό την «παρενόχληση» αντιπάλων. Οι Εκθέσεις για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ΗΠΑ που αφορούσαν το έτος 2012 περιείχαν αναφορές ότι οι αρχές είχαν "καταθέσει FIR χωρίς αποδεικτικά στοιχεία για την παρενόχληση ή τον εκφοβισμό των κρατουμένων".»[5]

 

Στην Έκθεση USDOS για τα ανθρώπινα δικαιώματα του έτους 2022 αναφέρεται ότι «[υ]πήρχαν αναφορές ότι η αστυνομία ζητούσε χρήματα από τους καταγγέλλοντες για να χρηματοδοτήσει τις έρευνες. Σύμφωνα με πληροφορίες, ορισμένες αρχές κατέθεσαν FIR για να παρενοχλήσουν ή να εκφοβίσουν κρατούμενους ή δεν κατέθεσαν FIR αν και τους παρείχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, εκτός εάν ο καταγγέλλων πλήρωνε δωροδοκία.[6]

Σε άρθρο του The News On Sunday  του Πακιστάν της 10/06/18 αναφέρονται τα εξής:

«Τον περασμένο μήνα, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε οδηγίες στην αστυνομία να μην συλλαμβάνει ένα άτομο απλώς και μόνο επειδή είχε αναφέρεται ως κατηγορούμενο στην Πρώτη Έκθεση Πληροφοριών (FIR) της Αστυνομίας. Η σύλληψη μπορεί να γίνει μόλις η αστυνομία έχει επαρκή στοιχεία για την εμπλοκή του κατηγορουμένου σε ένα έγκλημα για το οποίο η Αστυνομία μπορεί να προβεί σε σύλληψη χωρίς ένταλμα. Το ανώτατο δικαστήριο εκδίκαζε μια υπόθεση σχετικά με την κατάχρηση του FIR -- ένα σημαντικό εργαλείο στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης της χώρας που στοιχειώνει τους κατηγορούμενους και τις οικογένειές τους.

Η απόφαση χαιρετίστηκε από αρκετούς ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα, δικηγόρους, αστυνομικούς, πολίτες κ.λπ. που πιστεύουν ότι ψευδή ή προσεκτικά σχεδιασμένα FIR έχουν χρησιμοποιηθεί εκτενώς για να θυματοποιήσουν τους αντιπάλους. Υπάρχει μια γενική αντίληψη για την αστυνομία ότι λανθασμένα εμπλέκει άτομα στα FIR και αποσπά χρήματα πριν τους κηρύξει αθώους στις έρευνες που ακολουθούν.

Ιστορικά, ένα FIR έχει ληφθεί ως ιερό έγγραφο από την αστυνομία, η οποία πιστεύει ότι όλα όσα αναφέρονται σε αυτό είναι αληθινά μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο από τον κατηγορούμενο. Τη στιγμή που καταγράφεται ένα FIR, οι αστυνομικοί αρχίζουν να κάνουν εφόδους σε σημεία όπου μπορούν να βρεθούν οι κατηγορούμενοι και τους σέρνουν στο αστυνομικό τμήμα. Υπάρχουν άπειρες καταγγελίες για κακούς χειρισμούς των οικογενειών των κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένων γυναικών μελών και λεηλασία των περιουσιών τους από τα εμπλεκόμενα μέρη.

[…]

Η κατάσταση είναι σχεδόν ίδια σε ολόκληρη τη χώρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το Εθνικό Αστυνομικό Γραφείο (NPB), με έδρα το Ισλαμαμπάντ, έχει επανειλημμένα διατάξει όλα τα επαρχιακά και περιφερειακά αστυνομικά τμήματα να υιοθετήσουν μια σύγχρονη και επιστημονική προσέγγιση στην καταγραφή των FIR, αλλά να αποφύγουν τη σύλληψη κατηγορουμένων χωρίς ουσιαστικά και συλλογικά στοιχεία.»[7]

Εκ των ως άνω καταδεικνύεται ότι αναμφισβήτητα η καταχώρηση ψευδών καταγγελιών κατά ατόμων που δεν εμπλέκονται σε αδικήματα είναι φαινόμενο που παρατηρείται στη χώρα καταγωγής, όπως και εγκλήματα ως αποτέλεσμα εκδίκησης ή αντεκδίκησης, στα πλαίσια αυτοδικίας.

Παρά όμως τα ως άνω, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός του αιτητή περί κινδύνου που υφίσταται από την οικογένεια κατ’ ισχυρισμό δολοφονηθέντος θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι, παρά το ότι το φαινόμενο ως τέτοιο φαίνεται να υπάρχει στη χώρα καταγωγής, εντούτοις η διαβρωθείσα εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών του στερεί από το αφήγημα του κάθε ίχνος εσωτερικής συνοχής και ευλογοφάνειας και διαβρώνει αναπόφευκτα την αξιοπιστία των λεγομένων του σε σημείο που αποδοχή τους θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση τους.

Πολύ απλά, η ύπαρξη ενός φαινομένου δεν αρκεί για την άνευ ετέρου αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των παραδεδεγμένων δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο κατωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται.

Στο εγχειρίδιο EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική Ανάλυση, 2018, αναφέρεται,σελ.97, ότι «[η] μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη “λυσιτελών στοιχείων”.».

Στη σελ.102, αναφέρονται τα εξής:

«[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  [.] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.».

Ενόψει των όσων ανωτέρω καταγράφω σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας και αιτιολόγησαν αυτή πλήρως.

Σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία προς στήριξη των ισχυρισμών του ή προς αναφορά άλλων, θα μπορούσε να το πράξει στα πλαίσια της παρούσας, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν. Εντούτοις ουδέν έπραξε με αποτέλεσμα τα όσα κενά, ασάφειες και αντιφάσεις εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση, με τα οποία συμφωνώ, να παραμένουν.

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Σημειώνω ότι το Πακιστάν έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας. Δεδομένων των ως άνω, ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Indipendent, Eleven family members die in Pakistan revenge killings , 10/04/2001, https://www.independent.co.uk/news/world/asia/eleven-family-members-die-in-pakistan-revenge-killings-5366780.html,

[2] Dawn, Dir jirga resolves blood feud between rival families, 15/05/2023, https://www.dawn.com/news/1753229/dir-jirga-resolves-blood-feud-between-rival-families,

[3] Centre for Peace Development Initiatives Pakistan (CPDI-Pakistan),  First Information Report (FIR)

(A Guide for Citizens) https://www.cpdi-pakistan.org/wp-content/uploads/2013/04/What_is_an_FIR.pdf

[4] Canada: Immigration and Refugee Board of Canada, Pakistan: First Information Reports (FIRs) (2010-December 2013), 10 January 2014, PAK104714.E , available at: https://www.refworld.org/docid/52eba0d84.html

[5] Ο.π.

[6] USDOS, 2022 Country Reports on Human Rights Practices: Pakistan, https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/pakistan/

[7] The News on Sunday, Misuse of FIR, 10 Ιουνίου 2018, https://www.thenews.com.pk/tns/detail/565667-misuse-fir


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο