ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

31 Ιανουαρίου 2024

[Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος Μεταξύ:


Υπoθ. Αρ.: 7215/2021


N. A. A.

 

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου


Αιτήτρια

 

 

 

 

Καθ' ων η Αίτηση


 

 

 

Ε. Χειμωνή (κα) για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για την Αιτήτρια

Ε. Πελεκάνου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Α.Α.ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ: Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 29/09/2021 σύμφωνα με την οποία το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ως το αιτητικό Α) ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (ως το αιτητικό Β) απορρίφθηκε και καλεί το Δικαστήριο όπως κηρύξει αυτήν άκυρη, παράνομη και στερημένη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που αποτελεί τεκμήριο Α στην παρούσα διαδικασία, τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπό εξέταση υπόθεση είναι τα ακόλουθα:


Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής Καμερούν) η οποία εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της στις 27/06/2018 και μέσω Τουρκίας αφίχθηκε στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου. Περί τις 14/09/2018 εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, όπου στις 28/09/2018 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

 

Στις 09/04/2021, 26/04/2021 και 02/06/2021 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (ΕASO, νυν EUAA). Στις 20/08/2021 ο αρμόδιος λειτουργός, συνέταξε Έκθεση/Εισήγηση (ερυθρά 104-93 στο διοικητικό φάκελο) προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας. Ακολούθως στις 04/09/2021 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργού, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας.

 

Η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 29/09/2021μαζί με την αιτιολογία αυτής όντας μεταφρασμένη σε γλώσσα καταληπτή από την ίδια, ήτοι την αγγλική, παραλήφθηκε από την Αιτήτρια στις 30/09/2021 θέτοντας την υπογραφή της επιβεβαιώνοντας κατανόηση του κειμένου της.

 

Εμπρόθεσμα, η Αιτήτρια καταχώρησε την με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με τη συνδρομή δικηγόρου.

 

Με την αίτηση ακυρώσεως η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, προβάλλει αριθμό νομικών ισχυρισμών προς υποστήριξη του αιτήματος της για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πλην όμως με την αγόρευση του συνηγόρου της, προωθούνται εν τέλει ορισμένοι μόνο από αυτούς. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος για την  Αιτήτρια  ισχυρίζεται,  μέσω  της  γραπτής  του  αγόρευσης  ότι  η


προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα, καθώς επίσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη. Πρόσθετα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν εξετάστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση η περίπτωση η Αιτήτρια να δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας και, σε κάθε περίπτωση, ότι με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια δια της προσφυγής της δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία της προσφυγής δεν αναπτύσσονται στην γραπτή της αγόρευση και ότι, σε κάθε περίπτωση, εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους έννομους κανόνες που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζονται. Πέραν τούτου, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας αλλά και της ορθότητας της προσβαλλόμενης πράξης απορρίπτοντας όλους τους προβαλλόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς. Αποτελεί θέση τους ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε δεόντως αιτιολογημένη.

 

Έχω μελετήσει με μεγάλη προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τους συνηγόρους των διαδίκων και σε συμφωνία με την θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνω ότι πλείστοι από τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως δεν φαίνεται να προωθούνται στη συνέχεια μέσω της αγόρευσής της και δεν εξειδικεύονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 . Παραπέμπω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά απόφασης του ΔΔΔΠ 29/21, ΑΝΚΙΤ ν Δημοκρατίας ημερ. 04/10/2021 όπου γίνεται ανασκόπηση ως


προς την εμβέλεια του κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολουθώντας την ισχύουσα νομολογία, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας οι οποίοι περιέχονται στην αίτηση ακυρώσεως θα εξεταστούν στο βαθμό που αυτοί προωθούνται και εξειδικεύονται στην Γραπτή της Αγόρευση. Σε σχέση με τους λοιπούς ισχυρισμούς κρίνω ότι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν και απορρίπτονται.

 

Σε κάθε περίπτωση και δεδομένου ότι το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου

11 του Περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν. 73(Ι)/2018 κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος διεθνούς προστασίας, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω πιο κάτω όλους τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν οι Καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της διακριτικής τους ευχέρειας, εξετάζοντας παράλληλα και τους υπόλοιπους προβαλλόμενους από την Αιτήτρια ισχυρισμούς, στο μέτρο που με επιείκεια μπορώ να θεωρήσω ότι αναπτύσσονται στη Γραπτή της Αγόρευση.

 

Με την αίτησή της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας της πολιτικής ανάμειξης του πατέρα της ο οποίος είναι υποστηρικτής των Ambazonians και λόγω αυτού προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Ως κατέγραψε στο έντυπο υποβολής της αίτησής της για διεθνή προστασία, διέφυγε μαζί με τον πατέρα της στη Νιγηρία και από εκεί, με τη βοήθεια κάποιου ατόμου, η ίδια μετέβη στην Κύπρο.

 

Στο πλαίσιο των τριών συνεντεύξεων που διενεργήθηκαν στην Αιτήτρια από λειτουργό της EASO, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε με τον πατέρα της στην πόλη Kumba του Καμερούν, δεν γνώρισε την μητέρα της


καθότι απεβίωσε όταν αυτή ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Το 2018 μετέβη στη πόλη Buea για σκοπούς φοίτησής της στο Πανεπιστήμιο στο κλάδο Business and Management όπου διέμεινε περί τους τρεις με τέσσερις μήνες. Εξαιτίας της αγγλόφωνης κρίσης και των επιθέσεων, εμπρησμών και βιασμών που γίνονταν στους χώρους όπου διέμεναν οι φοιτητές και η ίδια από τρομοκράτες, με προτροπή του πατέρα της αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της. Σε διευκρινιστική ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι τρομοκράτες ήταν ένστολοι από τον στρατό και την αστυνομία. Κατά τους ισχυρισμούς της, φοβάται ότι αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα την σκοτώσουν. Κατόπιν διευκρινιστικής ερώτησης, απάντησε ότι ουδέποτε συνέβη στην ίδια προσωπικά οποιοδήποτε περιστατικό βίας και ουδέποτε η ίδια είδε προσωπικά να συμβαίνουν τα όσα εξιστορεί σχετικά με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο πανεπιστήμιο της (ερυθρό 68 στο διοικητικό φάκελο). Κατά τη διάρκεια μετακινήσεων των πολιτών, τους ζητούν τα πορτοφόλια τους ενώ απαγάγουν κορίτσια για να τους μαγειρεύουν. Όσο η ίδια βρισκόταν στην Buea, οι τρομοκράτες, ως ανέφερε η Αιτήτρια, πήγαν στο σπίτι του πατέρα της στην Kwakwa και το έκαψαν. Όταν η Αιτήτρια επέστρεψε στην Kwakwa με τον πατέρα της που ήρθε και την πήρε από το πανεπιστήμιο, φιλοξενήθηκαν σε γειτονικό τους σπίτι για 3-4 μήνες και, καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν, διέφυγαν στη Νιγηρία με παράτυπα μέσα. Εκεί ο πατέρας της Αιτήτριας διευθέτησε όπως η Αιτήτρια ταξιδέψει στην Κύπρο προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Η Αιτήτρια κατά τη συνέντευξη της προσέθεσε ότι κατά την παραμονή της στη Δημοκρατία, απέκτησε έναν γιο με πολίτη της Δημοκρατίας, εκτός γάμου, ηλικίας ενάμιση έτους κατά τον χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξης. Κατόπιν σχετικής ερώτησης του αρμόδιου λειτουργού, υποστήριξε ότι φοβάται για την ζωή τους σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής της, καθότι, όπως ενημερώνεται από το διαδίκτυο για την κατάσταση εκεί, σκοτώνουν ανθρώπους, πηγαίνουν σε σχολεία και σκοτώνουν παιδιά (ερυθρό 51 στο διοικητικό φάκελο).


Με βάση τα όσα η Αιτήτρια ανέφερε κατά τις συνεντεύξεις της, καταγράφηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό στην εισηγητική του έκθεση, τρείς ισχυρισμοί. Ο πρώτος ισχυρισμός σχετικά με την ταυτότητα και τον τόπο καταγωγής της Αιτήτριας, Kumba Καμερούν, έγινε αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ωστόσο τόσο ο δεύτερος ισχυρισμός σχετικά με τις εισβολές των τρομοκρατών σε χώρους φιλοξενίας φοιτητών (hostels) όπου διέμενε η Αιτήτρια στην πόλη Buea, καίγοντας τον χώρο και βιάζοντας ανθρώπους όσο και ο τρίτος ισχυρισμός, σχετικά με το κάψιμο του σπιτιού του πατέρα της στο Kwakwa από τους τρομοκράτες δεν έγιναν αποδεκτοί ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστοι. Ο αρμόδιος λειτουργός, σε σχέση με τους δύο τελευταίους ισχυρισμούς έκρινε ότι κατά την περιγραφή τους, η Αιτήτρια δεν ήταν σαφής και συνεπείς στις αναφορές της, υπήρξε γενικόλογη ενώ υπέπεσε σε αντιφάσεις.

 

Ειδικότερα, ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό της Αιτήτριας, αυτή δεν ήταν σε θέση να απαντήσει συγκεκριμένα ποιο έτος ξεκίνησε το Πανεπιστήμιο, αναφέροντας εν τέλει ότι ήταν το έτος 2018 αλλά και ποιο κλάδο ακολουθούσε, αναφέροντας εν τέλει ότι ήταν Business and Management. Πρόσθετα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς το περιστατικό εισβολής τρομοκρατών στο χώρο διαμονής της, του οποίου το όνομα είναι Ndifie cide ούτε για ποια περίοδο διέμενε εκεί αλλά ούτε να περιγράψει την περιοχή που αυτό βρισκόταν. Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός, ανέφερε στην Έκθεσή του ότι παρά την εκτεταμένη έρευνά του δεν βρέθηκαν πληροφορίες για το χώρο διαμονής με το όνομα που δήλωσε η Αιτήτρια. Σε σχέση με τον κλάδο σπουδών της, διαπιστώθηκε από έρευνα στην ιστοσελίδα του Πανεπιστημίου, ότι δεν προσφέρεται στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο ο συγκεκριμένος κλάδος σπουδών. Όταν δε αναφέρθηκε αυτό στην Αιτήτρια, η ίδια δεν έδωσε καμία σαφή απάντηση, λέγοντας ότι δεν θυμάται. Ως προς την επίθεση από

«τρομοκράτες» στον χώρο φιλοξενίας όπου διέμενε (hostel), σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως ερευνήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση, φαίνεται τα όσα περιέγραψε η Αιτήτρια να έλαβαν χώρα στη πόλη Ndongo, η


οποία βρίσκεται 296 χιλιόμετρα μακριά της πόλης Buea. Σε κάθε περίπτωση, παρά την εκτεταμένη έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση, δεν διαπιστώθηκε ότι επεσυνέβησαν το 2018 παρόμοια περιστατικά σε χώρους διαμονής φοιτητών του Πανεπιστημίου Buea.

 

Ως προς τον τρίτο ισχυρισμό της Αιτήτριας σε σχέση με το κάψιμο της οικίας του πατέρα της από τρομοκράτες, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις, αναφέροντας μόνο ότι αυτό έγινε από τους τρομοκράτες, αφού τα περισσότερα μέλη του ΝCNC (National Council of Nigeria and the Cameroons) βρίσκονται στη Kwakwa και ο πατέρας της διατηρούσε φιλικές σχέσεις με ορισμένους από αυτούς, με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι ήταν ένας από αυτούς. Οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ασαφή την αναφορά της Αιτήτριας στο ΝCNC, αφού με βάση τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, το ΝCNC ήταν ενεργό πολιτικό κόμμα την περίοδο 1944-1966 (ερυθρό 97 του διοικητικού φακέλου). Εντούτοις, υπάρχουν αναφορές για κάψιμο σπιτιών στο συγκεκριμένο χωριό1 (ερυθρό 96 του διοικητικού φακέλου). Κατά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου, και στη βάση έγκυρων πηγών πληροφόρησης για την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, στις οποίες παραπέμπουν οι Καθ’ ων η αίτηση, επιβεβαιώνεται πως στο νοτιοδυτικό Καμερούν υπάρχουν αρκετές κλιμακώσεις βίας και εντάσεων μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αγγλόφωνων αυτονομιστών και ως εκ τούτου υπάρχει κίνδυνος σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στο Kwakwa, Kumba, Καμερούν, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (ερυθρό 95 του διοικητικού φακέλου).

 

Ωστόσο, κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, και με δεδομένες τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, το προσωπικό της προφίλ αλλά και την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της

 


1 HRW Human Rights Watch: These killings can be stopped, 2018


στη χώρα καταγωγής στο πλαίσιο του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμο. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψε κίνδυνος σοβαρής βλάβης της Αιτήτριας ούτε στο πλαίσιο των άρθρων 19 (2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός επισημαίνει ότι παρά τα ευρήματα στα οποία παραπέμπει κατά την αξιολόγηση του κινδύνου, σύμφωνα με τα οποία ο τόπος καταγωγής και τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας είναι ανάμεσα στις περισσότερο πληγείσες νοτιοδυτικές περιοχές από την συνεχιζόμενη διαμάχη στα πλαίσια της αγγλόφωνης κρίσης, με πολλά περιστατικά αδιάκριτης βίας, εντούτοις, οι ισχυρισμοί της για προσωπική στοχοποίηση κρίθηκαν ως μη αξιόπιστοι και ως εκ τούτου δεν εγκαθιδρύεται σύνδεσμος μεταξύ της αδιάκριτης βίας και της ίδιας, ώστε δεν αναμένεται να επηρεαστεί. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει πως, με βάση το ατομικό της προφίλ ως μόνη μητέρα, η οποία ωστόσο διαθέτει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, καθώς ο πατέρας της εξακολουθεί να διαμένει εκεί, αναμένεται να μπορεί να επιστρέψει χωρίς κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερυθρό 93 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων στα πλαίσια της παρούσας διαδικασία και, δεδομένου του ισχυρισμού του συνηγόρου της Αιτήτριας κατά την παράθεση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης ότι η Αιτήτρια έχει αποκτήσει τέκνο με πολίτη της Δημοκρατίας, του οποίου έχει την αποκλειστική γονική μέριμνα με σχετικό διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 14/05/2021, οι συνήγοροι της Αιτήτριας με οδηγίες του Δικαστηρίου, προσκόμισαν το εν λόγω διάταγμα καθώς και πιστοποιητικό γέννησης του τέκνου της Αιτήτριας.


Το άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί για τις αρχές διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Ειδικότερα προνοούνται τα ακόλουθα:

 

«18. [...]

(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

 

(α) όλων των σχετικών με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,

 

(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

 

(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

 

(δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτητή από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των δραστηριοτήτων αυτών, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα,


(ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτητής θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας, την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει».

 

(.)

 

 

(7Α)(α) Οι αποφάσεις επί των αιτήσεων λαμβάνονται μετά τη δέουσα εξέταση των αιτήσεων, σε εξατομικευμένη βάση, αντικειμενικά και αμερόληπτα, μετά από τη λήψη συγκεκριμένων και ακριβών πληροφοριών από διάφορες πηγές, όπως την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και τις σχετικές διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες ιθαγένειας των αιτητών

 

[.]

 

(7Α) (δ) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), ο Προϊστάμενος δύναται, για σκοπούς της παραγράφου (α) ή/και (β) του εδαφίου (6) του άρθρου 11 και εφόσον η αίτηση βασίζεται στους ίδιους λόγους, να λαμβάνει μία μόνο απόφαση που να καλύπτει την αίτηση του αιτητή και των εξαρτωμένων του προσώπων, εκτός εάν αυτό θα οδηγούσε σε κοινολόγηση της ιδιαίτερης κατάστασης του αιτητή που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντά του, ιδίως σε περιπτώσεις διώξεων με βάση το φύλο, τον γενετήσιο προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή/και την ηλικία. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Προϊστάμενος εκδίδει ξεχωριστή απόφαση για το συγκεκριμένο πρόσωπο.»

 

 

Η εξέταση του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, δε μπορεί παρά να εκκινήσει από το γεγονός ότι η Αιτήτρια μετά την είσοδό της


στη Κυπριακή Δημοκρατία και πριν τον χρόνο διεξαγωγής της συνέντευξής της, απέκτησε τέκνο με πολίτη της Δημοκρατίας. Και αυτό διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που βρίσκονται ενώπιόν μου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το γεγονός αυτό (της απόκτησης παιδιού) δεν διερευνήθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, δεν αξιολογήθηκε ως ουσιώδης ισχυρισμός παρά την εν λόγω αναφορά της Αιτήτριας αλλά και τον εκπεφρασμένο φόβο της για το μέλλον τόσο της ίδιας όσο και του ανήλικου παιδιού της κατά τη συνέντευξη και, συνεπακόλουθα, δεν εξετάστηκε κατά το στάδιο αξιολόγησης του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής. Πρόκειται για παράλειψη που μεταβάλλει ουσιωδώς την ίδια την αίτηση, καθώς θα πρέπει να αξιολογηθούν τυχόν ανάγκες διεθνούς προστασίας του ανήλικου τέκνου τόσο αυτοτελώς, όσο και σε συνάρτηση με την αίτηση της μητέρας του. Μεταβάλλει περαιτέρω και το προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας ως μόνης μητέρας ανήλικου τέκνου και ως εκ τούτου, η αξιολόγηση του κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής στην οποία προέβησαν οι Καθ’ ων είναι λανθασμένη στο μέτρο που δε λήφθηκαν υπόψιν τα ανωτέρω. Επισημαίνεται περαιτέρω ότι τόσο η Αιτήτρια ως μητέρα ανηλίκου, όσο και το ανήλικο τέκνο της είναι πρόσωπα που χρήζουν ειδικής μεταχείρισης, ευάλωτα πρόσωπα, κατά την έννοια του άρθρου 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 2 (δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων κατά την εξέταση αναγκών διεθνούς προστασίας.

 

Καίτοι το παρόν Δικαστήριο, κέκτηται εξουσίας, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας αιτήματος διεθνούς προστασίας, είναι η εκτίμησή μου ότι σε περιπτώσεις όπως η υπό εξέταση, όπου διακρίνεται παντελής απουσία εξέτασης του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας, το Δικαστήριο δε μπορεί να προχωρήσει σε έλεγχο ορθότητας επί της ουσίας της προσφυγής, εφόσον δεν έχει ενώπιον του κρίση του αρμόδιου διοικητικό οργάνου και σαφώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Σε αντίθετη περίπτωση, θα παραβιαζόταν το δικαίωμα της Αιτήτριας σε πραγματική προσφυγή, καθώς θα κατέληγε σε εξέταση του αιτήματος μόνο από μία αρχή,


σε ένα μόνο βαθμό και σε αποστέρηση του δικαιώματος να επανεξεταστεί απόφαση που έχει ληφθεί από την διοίκηση.

 

Ως προς τον περιορισμό της έκτασης του ελέγχου που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο σε λόγους νομιμότητας σε ορισμένες περιπτώσεις, υιοθετώ το σκεπτικό της αδελφής μου Δικαστή Ε. Ρήγα στην υπόθεση αριθ. 1588/21, X.S. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 06/10/2023 (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στις περιπτώσεις λοιπόν που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 4 το παρόν Δικαστήριο ασκεί ακυρωτικό έλεγχο, αναπέμποντας κατά τούτο την υπόθεση πίσω στη διοίκηση προς επανεξέταση.

 

Βασικός δικαιολογητικός λόγος που υποκρύπτεται πίσω από την υποχρέωση της αναπομπής, είναι η βούληση του νομοθέτη το Δικαστήριο να επιλαμβάνεται της ουσίας τέτοιων υποθέσεων, νοουμένου ότι έχει ήδη υπάρξει μία πρώτη κρίση της διοικητικής αρχής, η οποία έχει ληφθεί με τη νόμιμη διαδικασία2. Και τούτου διότι, το διοικητικό όργανο πρέπει να είναι το πρώτο που θα ερευνήσει και θα αξιολογήσει τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα υπαγάγει τα πραγματικά περιστατικά στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου και θα εκδώσει την αρμόζουσα ατομική διοικητική πράξη τηρώντας την προσήκουσα διοικητική διαδικασία. Στις περιπτώσεις που το διοικητικό όργανο δεν έχει ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ή η πράξη έχει εκδοθεί από όργανο αναρμόδιο ή με μη νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, τότε δεν έχει επιληφθεί της υποθέσεως σε πρώτη φάση το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Η θέση αυτή διαπνέεται από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών -η οποία χωρίς να είναι ρητώς διατυπωμένη στο κείμενο του Συντάγματος, συνάγεται αβίαστα από πολλές επιμέρους διατάξεις του- δεδομένου ότι εάν στις ως άνω περιπτώσεις το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να τροποποιήσει την προσβαλλόμενη

 


2 Λαζαράτος Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, Έκδοση 3η, 2018, σελ.439.


πράξη, τότε θα ήταν εκείνο που θα έκρινε το πρώτον την υπόθεση, υποκαθιστώντας πλήρως το έργο της διοικητικής αρχής3. Το Δικαστήριο ωστόσο δεν έχει τη δυνατότητα, υποκαθιστώντας το διοικητικό όργανο σε μη ασκηθείσα εξουσία του, να αποφανθεί εκείνο το πρώτον επί της υπόθεσης. Η υπεισέλευση του Δικαστή σε θέματα για τα οποία η διοικητική αρχή δεν έχει ασκήσει την αποδιδόμενη σε αυτήν ευχέρεια εξομοιώνεται με

«πλήρη υποκατάσταση» της εκτελεστικής λειτουργίας και δε στοχεύει απλώς στο να διορθώσει πλημμέλειες της διοικητικής λειτουργίας4.Παρά τις διευρυμένες εξουσίες που έχει το παρόν Δικαστήριο σε τέτοιας φύσεως υποθέσεις (διεθνούς προστασίας), ωστόσο ο δικαστικός έλεγχος ουσίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει, όσο πλήρης κι αν είναι, το στάδιο διοικητικής κρίσης για ζητήματα για τα οποία δεν έχει αποφανθεί η διοίκηση σε πρώτο βαθμό. Ως χαρακτηριστικά σημειώνεται από τον Γ. Δελλή, στο σύγγραμμα του «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013», σελ. 329, «η ευρύτητα του ελέγχου ο οποίος ασκείται στις διαφορές ουσίας κακώς παρουσιάζεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις διοικητικές παρατυπίες». ».

 

Επισημαίνω περαιτέρω και δεν διαφεύγει της αξιολόγησής μου το γεγονός πως η Αιτήτρια εκπροσωπείται από δικηγόρο τουλάχιστον κατά το στάδιο της παρούσας αίτησης ακύρωσης, ώστε θα ήταν σε θέση να διασφαλίσει την ολοκληρωμένη υποστήριξη των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, να προσκομίσει οποιαδήποτε υποστηρικτικά έγγραφα, να αιτιολογήσει επαρκώς τυχόν πλημμέλειες εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωστόσο, είναι η εκτίμησή μου ότι τέτοιες παραλείψεις του συνηγόρου της Αιτήτριας δε μπορούν να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε απόφαση που θα προέκρινε την τήρηση των τύπων έναντι της διασφάλισης  της  πλήρους  και  αποτελεσματικής  διερεύνησης,  ιδιαίτερα


3 ΣτΕ 693/2013, σκ. 7.

4 Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, παρ. 360, Η. Κουβαράς, Η απαγόρευση υποκατάστασης του δικαστή στο έργο της Διοίκησης ως είδωλο της Διοικητικής Δικαιοσύνης, δημοσίευση στον ιστότοπο www.constitutionalism.gr.


δεδομένου ότι η απόφαση αφορά και ανήλικο και πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού5.

 

Δεν πρέπει να αγνοείται ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αιτητής φέρει το βάρος να τεκμηριώσει την αίτηση του καταβάλλοντας προς τούτο πραγματική προσπάθεια και υποβάλλοντας όλα τα συναφή στοιχεία που έχει στη διάθεσή του. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 11

(7) του περί Προσφύγων Νόμου, κάθε αιτητή διεθνούς προστασίας υπέχει υποχρέωση «να ενημερώνει το Κλιμάκιο για τη γέννηση νέων μελών της οικογένειάς του ή/και για τα νέα εξαρτώμενα από αυτόν πρόσωπα και να επισυνάπτει σχετικό πιστοποιητικό γέννησης. Το Κλιμάκιο οφείλει να ενημερώνει σχετικά την Υπηρεσία Ασύλου και το Διευθυντή».

 

Παρότι δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι η Αιτήτρια προσκόμισε ενώπιον της διοίκησης το σχετικό πιστοποιητικό γέννησης του παιδιού της, εντούτοις κρίνω ότι εκπλήρωσε την υποχρέωση της προς ενημέρωση ήδη κατά την έναρξη της πρώτης της συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου), ενώ αντίστοιχα, καμία περαιτέρω υπόμνηση δεν της έγινε από τον αρμόδιο λειτουργό περί της υποχρέωσής της να προσκομίσει πιστοποιητικό γέννησης, παρότι είχε σχετικό καθήκον ενημέρωσης και παρότι αποτελεί συνήθη πρακτική των λειτουργών που διενεργούν συνεντεύξεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας για διεθνή προστασία, παρά το ότι αναφέρθηκε ρητά από την ίδια η απόκτηση παιδιού εντούτοις αγνοήθηκε παντελώς η  εξέταση του και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος νομικός

 


5 άρθρο 3 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (1989); UN Committee on the rights of the Child, 'General comment No. 14 on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration', 29 May 2013, para. 6.; ECtHR, Rahimi v. Greece, Application No. 8687/08, 05/04/2011, par. 108.


ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας επιτυγχάνει. Τονίζω οτι, η κατάληξη αυτή αποτελεί προϊόν έρευνας και εξέτασης του παρόντος Δικαστηρίου στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του παρότι ως επισημαίνω ρητά, ο συνήγορος της Αιτήτριας δεν αναφέρθηκε ειδικά και εμπεριστατωμένα επί του συγκεκριμένου και καθοριστικού για την τύχη της προσφυγής ζητήματος. Η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης παρέλκει.

 

Ως εκ τούτου η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιδικάζονται €800 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

Α.Α. ΑΓΡΟΤΗ Δ ΔΔΔΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο