ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ.: 7466/22

 

31 Ιανουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S. K. P.

Αιτητού,

 

και

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ’ ων η αίτηση

 ……………………

 

Α. Πολυκάρπου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Μ. Μαυρονικόλας (κ.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 26.8.2022,  με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (ο περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.            Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από την Ινδία.  Περί τις 3.2.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 8.6.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 25.7.2022 υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 26.8.2022, ο Προϊστάμενος ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 15.11.2022, η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.            Ο Αιτητής προωθεί ως λόγους προσφυγής την κατ΄ ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνη περί τα πράγματα και τέλος παράβαση της αρχής της καλής πίστης. Αναφερόμενος στην ουσία της αίτησής του, ο Αιτητής επεσήμανε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του προκειμένου να βαπτιστεί, γνωρίζοντας ότι η τοπική κοινωνία δεν θα τον αποδεχόταν. Η μεταστροφή του στο χριστιανισμό αποτελεί γεγονός, το οποίο ο ίδιος μοιράστηκε στο Facebook και είναι πλέον επομένως γνωστό στην κοινότητά του.

 

3.            Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι οι λόγοι προσφυγής δεν εξειδικεύονται δεόντως και ότι η επίδικη απόφαση  εκδόθηκε κατόπιν επαρκούς έρευνας και ότι είναι δεόντως αιτιολογημένη. Παραπέμπουν προς τούτο στα πρακτικά της συνέντευξης και στην έκθεση εισήγηση από όπου προκύπτει, κατά τους ίδιους, η ορθή αξιολόγηση των περιστάσεων του Αιτητή και η κατάληξη απόρριψης της αίτησής του.

 

Νομικό πλαίσιο

 

4.            Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού  Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.            Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρέουται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

6.            Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.            Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

8.            Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

9.            Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Η έκταση του ελέγχου που διενεργεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης αλλά και η εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης.  Συνεπώς, η απλή επίκληση έλλειψης δέουσας έρευνας ή διαδικαστικών πλημμελειών δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω,  ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.]

 

10.         Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345).

 

11.         Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68).

 

12.         Επισημαίνεται συναφώς ότι στο πλαίσιο της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ανέφερε ότι τρεις μήνες μετά την άφιξή του στη Δημοκρατία, άρχισε να πηγαίνει στη εκκλησία μέσω ενός φίλου του και έγινε χριστιανός. Δεν μπορεί να γυρίσει πίσω στην Ινδία εξαιτίας απειλής από τον κοινωνικό του περίγυρο και την οικογένεια του.

 

13.         Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε κατάγεται από την Ινδία και ότι προτού αναχωρήσει από τη χώρα του διέμενε στην πόλη Guntur. Το 2013 και για τα επόμενα δύο έτη βρισκόταν στην Vijerawa για σπουδές και κατόπιν επέστρεψε στην πόλη διαμονής του. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δεν είναι παντρεμένος και δεν έχει παιδιά, ενώ στον τόπο διαμονής του βρίσκονται οι γονείς του. Η μικρότερη αδελφή του βρίσκεται σε άλλη περιοχή της Ινδίας (στο Nasiasaraopet). Με την μητέρα και την αδελφή του διατηρούν επικοινωνία, ενώ με τον πατέρα του δεν μιλούν εξαιτίας της μεταστροφής του Αιτητή στο χριστιανισμό καθώς ο πατέρας του είναι Ινδουιστής. Επίσης ο Αιτητής δήλωσε ότι διατηρεί επικοινωνία και με τους παππούδες του από την πατρική πλευρά, οι οποίοι είναι γνώστες της μεταστροφής του. Ερωτηθείς αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι από μικρή ηλικία λάμβανε την εκπαίδευσή του μακριά από τους γονείς του. Κάποιος από τους φίλους που απέκτησε ήταν χριστιανός, τον ακολουθούσε στις εκκλησίες, άκουγε τα κηρύγματα του και στην πορεία ήρθε σε επαφή με κάποιο πάστορα, καθώς άγγιξε την καρδιά του ο λόγος του Ιησού. Μιλώντας με τον πάστορα, αναδείχθηκε η δυνατότητα να έρθει  ο Αιτητής στη Δημοκρατία με την πρόφαση των σπουδών του, καθώς οι γονείς του και ο περίγυρός του που είναι Ινδουιστές δε θα δέχονταν τη μεταστροοφή του στο χριστιανισμό. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι χριστιανοί ανήκουν σε μια κατώτερη κάστα και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε ντροπή στην οικογένειά του και δεν θα γινόταν αποδεχτός στην κοινότητά του. Σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα του, εξαιτίας της μη αποδοχής της θρησκευτικής του ταυτότητας δεν θα μπορέσει να μείνει με τους γονείς του, οι οποίοι λατρεύουν τη Shiva. Επεσήμανε ο Αιτητής ότι η μεταστροφή του θα είναι εμφανής και μη αποδεκτή από τον  κοινωνικό του περίγυρο καθώς όλοι εκεί ζουν ως οικογένεια. O πατέρας του ήταν εναντίον με αυτή την απόφαση ενώ η μητέρα με την οποία μιλούν, αν και η ίδια δεν συμφωνεί. Ερωτηθείς ο Αιτητής τι εννοεί με τη λέξη απειλές την οποία κατέγραψε στο έντυπο της αίτησής, εξήγησε ότι οι φίλοι των γονέων του και η κοινωνία θα τον αγνοήσουν. Ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει δει ανθρώπους να φεύγουν από τους γονείς τους και να πηγαίνουν σε άλλες πολιτείες εξαιτίας της μεταστροφής τους ενώ ερωτηθείς εάν υπήρξαν κάποιες απειλές εναντίον του, ο ίδιος αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζουν πίσω στην Ινδία για τη μεταστροφή του. Στο πλαίσιο των διερευνητικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν αναφορικά  με τη νέα του θρησκεία ανέφερε ότι προηγουμένως ήταν ινδουιστής και τώρα χριστιανός καθολικός. Άρχισε να διαμορφώνει την άποψή του για το Χριστιανισμό το χειμώνα του 2018, μετά από την παρότρυνση ενός φίλου του, τον οποίο ονοματίζει. Πριν από το χριστιανισμό ακολουθούσε τυπικά τους γονείς του στους ναούς των ινδουιστών αλλά στην πραγματικότητα δεν πίστευε σε κάποιο θεό. Ο Αιτητής δήλωσε ότι βαπτίστηκε εν τέλει στη Λεμεσό στην περιοχή του Μόλου, στην παραλία. Υποβλήθηκαν ακολούθως ερωτήματα αναφορικά με τη γνώση του Αιτητή περί του χριστιανισμού και της συμμετοχής του στη νέα του θρησκεία. Ερωτηθείς ως προς το ενδεχόμενο επιστροφής στη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του θα αισθάνονται ντροπή και οι συγγενείς του δεν θα του συμπεριφέρονται καλά. Τέλος όταν υποβλήθηκε στον Αιτητή ότι η εκκλησία που ανέφερε ανήκει στο ευαγγελικό δόγμα και όχι στο καθολικό, αυτός αποκρίθηκε ότι βασίστηκε στα λεγόμενα του φίλου του και ότι δεν το έψαξε περαιτέρω.  

 

14.         Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ’ ων αίτηση απομόνωσαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά του στοιχεία και τον τόπο καταγωγής και διαμονής του πριν εισέλθει στη Δημοκρατία. Ο δεύτερος αναφορικά με τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό.

 

15.         Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, καθώς οι δηλώσεις του κρίθηκαν επαρκώς συνεκτικές και λεπτομερείς. Ειδικώς ως προς τον τόπο διαμονής του, οι αναφορές του κρίθηκαν συμβατές με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

16.         Ο δεύτερος ισχυρισμός του περί μεταστροφής του στο Χριστιανισμό έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, αρνητικά προς την αξιοπιστία του αξιολογήθηκε η άγνοιά του ως τις διαφορές στα  δόγματα του χριστιανισμού. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς οι δηλώσεις του αναφορικά με τον τρόπο που εξασκεί και εκδηλώνει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις στη χώρα του και στη Δημοκρατία. Επιπλέον, σημειώθηκε η αντίφαση μεταξύ της αρχικής καταγραφής της αίτησής του και των δηλώσεών του κατά τη συνέντευξη ως προς το χρονικό σημείο που άρχισε να γεννάται το ενδιαφέρον του για το χριστιανισμό. Ενώ στο έντυπο ανέφερε ότι άρχισε να ενδιαφέρεται τρεις μήνες περίπου μετά τη άφιξή του στη Δημοκρατία κατά τη συνέντευξή του ανέφερε ότι το ενδιαφέρον του ξεκίνησε όντας ήδη στην Ινδία. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει αυτή τη διάσταση στις δηλώσεις του, ανέφερε ότι ανησυχούσε ότι κάποιος μπορεί να διέδιδε το περιεχόμενο της αίτησής του για διεθνή προστασία στην Ινδία. Ως προς το χρόνο που υπέβαλε την αίτησή του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι στα δύο χρόνια που ακολούθησαν την άφιξή του στη Δημοκρατία, προσπαθούσε να πείσει τους γονείς του να αποδεχτούν την απόφασή του, χωρίς ωστόσο να αναφέρει τι υπήρξε η αφορμή για να υποβάλει το συγκεκριμένο χρονικό σημείο αίτηση. Γενικότερα, οι αναφορές του κρίθηκαν ως μη επαρκώς συνεκτικές και λεπτομερείς.

 

17.         Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση αναγνώρισαν καταρχάς την υποκειμενική φύση του και εξέτασαν τη μεταχείριση των Ινδών οι οποίοι μεταστρέφονται στο χριστιανισμό στη βάση εξωτερικών πηγών. Από τις εξωτερικές πηγές, προκύπτει ότι είναι πολύ χαμηλά ποσοστά μεταστροφής σε άλλη θρησκεία στην Ινδία ενώ ένα ποσοστό των μεταστραφέντων επιστρέφουν στην πρότερα πίστη τους. Οι περισσότεροι μεταστραφέντες κατάγονται από φτωχές και χαμηλότερου επιπέδου κάστες και προέρχονται κυρίως από το νότο και λιγότεροι από το βορρά.

 

18.         Εξετάζοντας εξάλλου την «Freedom Church», την οποία ισχυρίζεται ο Αιτητής ότι την επισκέπτεται ως καθολική εκκλησία, σύμφωνα με εξωτερικές πηγές, αυτή ανήκει σε έτερο δόγμα. Καίτοι ο Αιτητής, βασιζόμενος στις αναφορές του φίλου του το 2019 όταν πρωτοήρθε θεώρησε ότι είναι καθολική, ωστόσο, όπως παρατηρούν οι Καθ’ ων η αίτηση, εύλογα αναμένεται ότι αυτός, εφόσον επισκέπτεται την εν λόγω εκκλησία έκτοτε, ότι θα καταλάβαινε στη πορεία ότι αυτή δεν είναι καθολική.

 

19.         Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και την περιοχή καταγωγής του, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην πόλη Guntur. Εξετάστηκε ειδικότερα, η κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Guntur, της πολιτείας Andhra Pradesh. Καίτοι διαπιστώθηκε ότι υφίστανται κάποια περιστατικά ασφαλείας γενικότερα στην Ινδία ειδικά στη πόλη Guntur δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε περιστατικό βίας που να επηρεάζει την περιοχή και επομένως κρίθηκε ότι δεν αναμένεται ευλόγως δίωξη ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης του Αιτητή. Ως εκ τούτου, διαπιστώθηκε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο άρθρο 3 ή, επικουρικώς 19, του περί Προσφύγων Νόμου.

 

20.         Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιουσδήποτε νέους τεκμηριωμένους ισχυρισμούς συναφείς με το αίτημά του για διεθνή προστασία, παρά μόνο επισύναψε, απαραδέκτως καταρχήν, στη γραπτή του αγόρευση ένα έγγραφο, το οποίο ο ίδιος ισχυρίζεται ότι αποτελεί πιστοποιητικό της βάπτισής του. Το ζήτημα αυτό εξετάζεται  στη συνέχεια.

 

21.         Θα εξεταστούν εν συνεχεία οι ισχυρισμοί του Αιτητή όπως αυτοί εκτέθηκαν κατά τη  διοικητική και την παρούσα δικαστική διαδικασία, στην έκταση που επιβάλλει η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, de novo και ex nunc. Συντάσσομαι καταρχάς ως προς τη διάκριση των δύο ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ’ ων η αίτηση. Συντάσσομαι εξάλλου και με την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού για τους ίδιους λόγους που καταγράφονται στη εισηγητική έκθεση που αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, με εξαίρεση το σημείο της θρησκευτικής του ταυτότητας, το οποίο θα εξεταστεί αυτοτελώς στο πλαίσιο αξιολόγησης του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή.

 

22.         Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ήτοι τη μεταστροφή του Αιτητή στο Χριστιανισμό κρίνω ως εύστοχες τις επισημάνσεις των Καθ’ ων η αίτηση. Καταρχάς ο Αιτητής φαίνεται να έχει κάποιες βασικές γνώσεις περί του χριστιανισμού, αν και ατυχής η αναφορά του ως γιορτής του Χριστιανισμού το «Black Friday» (βλ. ερυθρό 38 διοικητικού φακέλου). Γνώριζε γενικότερα για κάποιες βασικές γιορτές (λανθασμένη η αναφορά σε εορτασμό των Χριστουγέννων στις 26 Δεκεμβρίου) και περί κάποιων αγίων καθώς επίσης και για κάποια πράγματα που τελούνται στο πλαίσιο μιας λειτουργίας χριστιανικού δόγματος (λανθασμένη η αναφορά του ως προς τη σημασία της Θείας Κοινωνίας), δεδομένα που δείχνουν ότι είχε ενδεχόμενα κάποια επαφή με το χριστιανισμό αλλά όχι εις βάθος γνώση. Είναι εξάλλου σημαντικό ότι ο Αιτητής, δεν φαίνεται να είχε συνειδητοποιήσει, δεδομένου και του μορφωτικού του επιπέδου και του κοινωνικού τουλάχιστον αντικτύπου που έχει για τον ίδιο η μεταστροφή του στο Χριστιανισμό, ότι η εκκλησία την οποία ισχυρίζεται ότι ακολουθεί και στην οποία εν τέλει βαπτίστηκε είναι ευαγγελικού και όχι καθολικού δόγματος (βλ. ερυθρό 65 διοικητικού φακέλου). Αξιοσημείωτο  είναι επίσης το γεγονός ότι ενώ στο έντυπο της αίτησής του αναφέρει ότι η διαδικασία μεταστροφής του ξεκίνησε τρεις μήνες μετά την άφιξή του στη Δημοκρατία, στο πλαίσιο της συνέντευξής του αναφέρει ότι η απόφασή του να γίνει χριστιανός ήταν το βασικό κίνητρο να εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

23.         Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του συναφούς ισχυρισμού, κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως προς τη θέση των χριστιανών στην Ινδία σημειώνονται τα κάτωθι: Το Σύνταγμα της Ινδίας καθιερώνει ένα κοσμικό κράτος και προνοεί την ελευθερία της συνείδησης και το δικαίωμα όλων των ατόμων να δηλώνουν, να ασκούν και να διαδίδουν ελεύθερα τη θρησκεία. Επιπρόσθετα, απαιτεί την αμεροληψία του κράτους έναντι όλων των θρησκειών και την απαγόρευση των διακρίσεων με βάση τη θρησκεία. Ακόμα, προνοεί ότι οι πολίτες πρέπει να ασκούν την πίστη τους με τρόπο που να μην επηρεάζει αρνητικά τη δημόσια τάξη, την ηθική και την υγεία. Παρά της πιο πάνω συνταγματικές ελευθερίες, από τις 28 πολιτείες της Ινδίας, 13 έχουν υιοθετήσει νόμους οι οποίοι απαγορεύουν τον προσηλυτισμό και την μεταστροφή σε άλλες θρησκείες. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, στις πολιτείες Andhra Pradesh (περιοχή καταγωγής του Αιτητή) και  Telangana, οι αρχές έχουν την δυνατότητα να απαγορεύσουν τον προσηλυτισμό κοντά σε τόπους λατρείας. Οι τιμωρίες για τις παραβάσεις μπορεί να περιλαμβάνουν είτε φυλάκιση ή πρόστιμα. Ακόμα, η νομοθεσία στις πιο πάνω πολιτείες απαγορεύει την προπαγάνδα ή την άσκηση οποιασδήποτε μη ινδουιστικής θρησκείας σε περιοχές που χαρακτηρίζονται ως “temple towns”  λόγω του αριθμού των σημαντικών ινδουιστικών ναών που βρίσκονται σε αυτές τις περιοχές[1].

 

24.         H  Έκθεση του Department of Foreign Affairs and Trade, της Αυστραλιανής Κυβέρνησης (DFAT) του 2023, καταγράφει από στοιχεία της πιο πρόσφατης διαθέσιμης απογραφής (2011) ότι σχεδόν το 80% (περισσότερο από 1 δισεκατομμύριο) του πληθυσμού της Ινδίας είναι ινδουιστές. Το 14,2% είναι μουσουλμάνοι (λιγότερο από 200 εκατομμύρια), το 2,3% είναι χριστιανοί (περίπου 27 εκατομμύρια), το 1,7% είναι Σιχ (λιγότερο από 21 εκατομμύρια) και λιγότερο από το 1% εκατό είναι βουδιστές (λιγότερο από 10 εκατομμύρια). Επιπλέον, το 1,3% (περίπου 18 εκατομμύρια) ακολουθούν άλλες θρησκείες[2].

 

25.         Οι χριστιανοί στην Ινδία αποτελούν μειοψηφία (2.3% του πληθυσμού), ωστόσο σε τρείς πολιτείες είναι πλειοψηφία και σε άλλες είναι σημαντική μειοψηφία με αξιοσημείωτες Χριστιανικές Κοινότητες να εντοπίζονται στις πολιτείες Andhra Pradesh, Arunachal Pradesh, Assam, Goa, Jharkhand, Kerala, Manipur, Meghalaya, Mizoram and Nagaland and Tamil Nadu. Ο χριστιανισμός στην Ινδία χρονολογείται από τον πρώτο αιώνα με την θεμελίωσή του στη νότια πολιτεία Kerala από τον Άγιο Θωμά, μαθητή του Ιησού και αποτελεί την αρχαιότερη χριστιανική παράδοση παγκοσμίως. Η ίδια Έκθεση αναφέρει ότι η αποδοχή και ο σεβασμός του χριστιανισμού από μη χριστιανούς διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Συχνά οι χριστιανοί χαίρουν εκτίμησης στις κοινότητες όπου παρέχουν υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση. Ωστόσο, από πηγές του DFAT σημειώνεται ότι σε ορισμένα μέρη, όταν οι χριστιανοί δραστηριοποιούνται στην ανάπτυξη στους τομείς της υγειονομικής περίθαλψης ή της εκπαίδευσης υφίστανται βία, όπως για παράδειγμα ρίξιμο πετρών, όμως αυτό, δεν είναι σύνηθες φαινόμενο. Με την συνδρομή τους στην  παροχή κοινωνικών υπηρεσιών (τρόφιμα, εκπαίδευση, ιατρικές υπηρεσίες) χριστιανοί στην Ινδία έχουν κατηγορηθεί από ορισμένους εθνικιστές ινδουιστές ότι χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες αυτές για να κερδίσουν μεταστραφέντες. Επιπρόσθετα, οι εθνικιστές ινδουιστές ασκούν πίεση στο κλείσιμο εκκλησιών[3].

26.         Σε πολλές πολιτείες, υπήρξαν πολυάριθμες αναφορές κατά τη διάρκεια του έτους (2022) για άσκηση βίας από τις κρατικές αρχές κατά μελών θρησκευτικών μειονοτήτων, όπως για παράδειγμα ο δημόσιος μαστιγισμός τεσσάρων μουσουλμάνων ανδρών στο Gujarat από αστυνομικούς με πολιτικά, οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι τραυμάτισαν ινδουιστές κατά τη διάρκεια ενός φεστιβάλ τον Οκτώβριο. Οι κυβερνητικές αρχές ανέλαβαν δράση ως απάντηση σε καταγγελίες για εξαναγκαστικές θρησκευτικές μεταστροφές κατά τη διάρκεια του έτους, μεταξύ των οποίων τη σύλληψη χριστιανών που κατηγορούνταν ότι εξανάγκαζαν πολίτες να ασπαστούν το χριστιανισμό, σύλληψη ινδουιστών που επιτέθηκαν σε όσους κατηγορούνταν ότι ανάγκαζαν άλλους να ασπαστούν τη θρησκεία τους, καθώς επίσης προβήκαν σε  διεξαγωγή ερευνών σε περιπτώσεις πιθανών εξαναγκαστικών μεταστροφών από χριστιανούς και μουσουλμάνους[4].

 

27.         Από πολλές αναφορές προκύπτει ότι η αστυνομία δεν διερευνά επιθέσεις κατά χριστιανών και από ορισμένες αναφορές ότι οι καταγγελίες της αστυνομίας χρησιμοποιούνται ως όπλο από αντί-χριστιανούς ακτιβιστές. Πέραν αυτών των αναφορών, το DFAT δεν γνωρίζει για διακρίσεις εις βάρος των χριστιανών, οι οποίοι γενικά έχουν ελεύθερη πρόσβαση στις κυβερνητικές υπηρεσίες. Αυτό, μπορεί εν μέρει να οφείλεται στα ψηλά επίπεδα εκπαίδευσης που λαμβάνουν, στις αστικές περιοχές που κατοικούν και στην ευμάρεια ορισμένων χριστιανικών κοινοτήτων. Οι αναφορές για βίαιες κοινοτικές επιθέσεις εναντίον χριστιανών έχουν αυξηθεί, όπως επίσης και οι επιθέσεις κατά μουσουλμάνων, ωστόσο οι χριστιανοί αποτελούν πολύ μικρότερη μειονότητα και η προσοχή των μέσων ενημέρωσης τείνει να εστιάζει περισσότερο στους χριστιανούς. Το αποτέλεσμα αυτών των επιθέσεων και της βίας μπορεί να είναι πολύ σοβαρό ακόμα και θανατηφόρο. Μολονότι, οι επιθέσεις κατά χριστιανών εντοπίζονται τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα, όμως δεν υπάρχει ένα σταθερό μοτίβο και δεν αποτελούν καθημερινό φαινόμενο. Ως εκ τούτου, το DFAT εκτιμά ότι οι χριστιανοί αντιμετωπίζουν χαμηλό κίνδυνο κοινωνικής βίας με τους περισσότερους να συνεχίζουν την καθημερινότητά τους με χαμηλό κίνδυνο κοινωνικών διακρίσεων[5].

 

28.         Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, παρατηρείται πως οι θρησκευτικές μειονότητες αλλά και η χριστιανική κοινότητα της Ινδίας αντιμετωπίζουν ορισμένες διακρίσεις και αποτελούν στόχο επιθέσεων και από τις κρατικές αρχές αλλά και από μέλη άλλων θρησκειών, παρά την προστασία που φαινομενικά παρέχει το Σύνταγμα. Ωστόσο και παρά τα μεμονωμένα περιστατικά  τα οποία υπόκεινται Χριστιανοί στην Ινδία, δεν προκύπτει ότι έχουν τέτοια φύση και ένταση ούτως ώστε να θεωρείται ότι απλώς και μόνο επειδή κάποιος δηλώνει χριστιανός αρκεί ώστε να στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης.

 

29.         Ο Αιτητής στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας επισυνάπτει στη γραπτή του αγόρευσή έγγραφο, το οποίο αναφέρει ότι πρόκειται περί πιστοποιητικού βάπτισής του. Προηγουμένως στο πλαίσιο της συνέντευξής του ανέφερε ότι με την άφιξή του στη Δημοκρατία πηγαίνει στο Freedom Church, στη Λεμεσό και ότι βαπτίστηκε στο Μόλο της Λεμεσού περί τον Ιούνιο του 2020. Το Δικαστήριο καίτοι ο Αιτητής εκτός της διαδικασίας που ορίζουν οι διαδικαστικοί κανονισμοί επιχείρησε να προσκομίσει το εν λόγω έγγραφο, δόθηκε ευκαιρία στον Αιτητή από το Δικαστήριο να το προσκομίσει το έγγραφο που επιθυμούσε με σχετική ένορκη δήλωση από την οποία να προκύπτει η συνάφεια με την υπόθεση και οι λόγοι που δεν προσκομίστηκε νωρίτερα, πράγμα που δεν έπραξε. Σε κάθε περίπτωση, ως προς το εν λόγω έγγραφο, παρατηρώ ότι αυτό δεν φέρει οποιαδήποτε ένδειξη ότι πρόκειται περί αυθεντικού εγγράφου εκδιδόμενου του από την Ευαγγελική Εκκλησία- Freedom Church ή και από οποιαδήποτε εκκλησία οποιουδήποτε δόγματος. Η δε ποιότητα του εγγράφου και τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά δεν προσομοιάζουν με το λογότυπο και τα λοιπά στοιχεία  που εμφανίζονται στην ιστοσελίδα του Freedom Church.[6] Ο χρόνος που καταγράφεται στο εν λόγω πιστοποιητικό ως χρόνος τέλεσης της βάπτισης είναι η 19η Ιανουαρίου 2020, ενώ  κατά τη συνέντευξή του ο Αιτητής ανέφερε ότι βαπτίστηκε περί τον Ιούνιο του ιδίου έτους (2020). Ως εκ τούτου, το εν λόγω έγγραφο πέρα του ότι το περιεχόμενο και η μορφή του δεν παραπέμπουν σε αυθεντικό έγγραφο, επιπλέον το περιεχόμενό του έρχεται σε αντίθεση με τις αναφορές του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξης.  Ως εκ τούτου, δεδομένης της μη στοιχειοθέτηση της εσωτερικής αλλά ούτε και της εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού του Αιτητή περί μεταστροφής του στο χριστιανισμό ο συναφής ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.

 

30.         Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής με την επιστροφή στη χώρα του, σημειώνεται, καταρχάς συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να έχει προβάλει παραδεκτώς οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία, που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

 

31.         Όλως επικουρικώς ως προς τον απορριφθέντα ισχυρισμό του περί μεταστροφής του στον χριστιανισμό,  σημειώνονται τα κάτωθι: βάσει των δηλώσεων του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι συντρέχει βάσιμος λόγος δίωξης του. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν υπέδειξε ειδικώς ποιος είναι ο φορέας δίωξής του και πως ακριβώς διώκεται λόγω της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό. Αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του σταμάτησε να του τηλεφωνεί, η διάρρηξη των οικογενειακών σχέσεων με τον πατέρα του δεν αποτελεί καταρχήν δίωξη, δεδομένου ότι δεν συνοδεύεται και από οποιεσδήποτε απειλές. Όπως εξάλλου δήλωσε έχει επικοινωνία με την μητέρα του (βλ. ερυθρό 47 σημείο 1Χ διοικητικού φακέλου) και δεν είναι αποκομμένος από την ευρύτερη οικογένειά του αφού επίσης έχει επικοινωνία με την αδερφή του και τους παππούδες του (βλ. ερυθρό 52 σημείο 2Χ του διοικητικού φακέλου). Οι απειλές που επικαλέστηκε ο Αιτητής όπως περαιτέρω επεξήγησε αφορούσαν την αδιαφορία από μέρους της οικογένειάς του και της κοινωνίας. Επιπρόσθετα, στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, αν ήθελε θεωρηθεί ότι πράγματι έχει μετασταφεί στον χριστιανισμό βρίσκεται στο νοτιοανατολικό μέρος της Ινδίας, εκεί όπου διαβιούν χριστιανοί[7]. Τέλος, ως προς το ενδεχόμενο μετεγκατάστασής του σε άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής στο πλαίσιο της συνέντευξής του, δήλωσε ότι γνωρίζει ότι κάποια άτομα έχουν εγκαταλείψει την περιοχή διαμονής τους και έχουν εγκατασταθεί σε άλλες πολιτείες (βλ. ερυθρό 46 σημείο 1Χ διοικητικού φακέλου).

 

32.         Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου που διατρέχει ο Αιτητής στη βάση του μόνου αξιόπιστου ισχυρισμού του, ήτοι την ταυτότητα και χώρα καταγωγής του, το Δικαστήριο θα προχωρήσει σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ειδικότερα στην περιοχή συνήθους διαμονής του ώστε να διερευνηθεί αν συντρέχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής βάσει αυτών των πληροφοριών σε συνδυασμό με την ατομικές του περιστάσεις να υποστεί δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του εκεί. Από τα λοιπά στοιχεία του προφίλ του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος ούτε άλλωστε ο Αιτητής επικαλείται κάτι σχετικό.

 

33.         Αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στην χώρα του Αιτητή και σύμφωνα με την Έκθεση του Department of Foreign Affairs and Trade, της Αυστραλιανής Κυβέρνησης (DFAT), οι περισσότεροι Ινδοί δεν εκτίθενται σε σημαντικές απειλές ασφάλειας σε καθημερινή βάση. Όσοι ζουν σε πόλεις μπορεί να είναι εκτεθειμένοι σε εμφύλιες ταραχές, συμπεριλαμβανομένων βίαιων ταραχών, οι οποίες συμβαίνουν κατά καιρούς σε όλη τη χώρα. Παράγοντες των εμφύλιων ταραχών είναι πολύπλοκοι και ποικίλοι και μπορεί να περιλαμβάνουν εθνοτικές και θρησκευτικές εντάσεις, εξεγέρσεις και τρομοκρατία και πολιτική και ιδεολογική βία. Ως επί το πλείστον, οι περισσότεροι Ινδοί δεν είναι πιθανό να βρεθούν σε τέτοιες καταστάσεις[8].

 

34.         Ειδικότερα, στην πολιτεία Andhra Pradesh της Ινδίας, περιοχή καταγωγής και τόπος συνήθους και τελευταίας διαμονής του Αιτητή, η οποία αριθμεί περί τα 50 εκατομμύρια πληθυσμό (με τελευταία απογραφή 2011)[9] για το διάστημα 19.1.2023 μέχρι 19.1.2024 σημειώθηκαν συνολικά 894 περιστατικά εκ των οποίων προέκυψαν 5 απώλειες. Εξ αυτών καταγράφηκαν 49 ως ταραχές/«riots» ( 1 απώλεια), 849 ως διαμαρτυρίες/«protests» (χωρίς απώλειες), 16 βία κατά των πολιτών/«violence against civilians» (4 απώλειες)[10].

 

35.         Προχωρώντας στην νομική ανάλυση, στη βάση των αξιόπιστων ισχυρισμών του, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητού στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Πιο συγκεκριμένα βάσει των δηλώσεων του Αιτητή, προκύπτει ότι αυτός δεν διατρέχει κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα του. Οι λόγοι που εγκατέλειψε την χώρα του, δεν σχετίζονται με αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στον ορισμό του πρόσφυγα. Επιπρόσθετα, δεν καταδείχθηκε ότι ήταν ή είναι δέκτης απειλών.

 

36.         Καταληκτικά, ενόψει των ανωτέρω και από τα στοιχεία του φακέλου δεν δικαιολογείται η υπαγωγής του Αιτητή στην προστατευτική διάταξη του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

37.         Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

38.         Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση αυτός 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)]. Παρατηρείται ότι ο Αιτητής, δεν έθεσε υπόψη των Καθ’ ων η αίτηςη τα πραγματικά περιστατικά εκείνα που θα επέτρεπαν να αντληθούν τέτοια συμπεράσματα.

 

39.         Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

 

40.         Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

41.         Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

42.         Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

43.         Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

 

44.         Επί τη βάσει των όσων αναλύθηκαν δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Αλλά και όλως επικουρικώς των ανωτέρω, δεν εντοπίζεται οποιοσδήποτε παράγοντας επίτασης κίνδυνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή  διαπιστώνοντας ότι αυτός είναι νεαρός ενήλικας άνδρας, υγιής, ικανός προς εργασία.

 

45.         Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των λόγων προσφυγής που προβάλλει ο Αιτητής καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

                                                                                          Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1]U.S. Department of State, 2022, Report on International Religious Freedom: India.Διαθέσιμο στο: https://www.state.gov/reports/2022-report-on-international-religious-freedom/india/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.1.2024)

[2]Department of Foreign Affairs and Trade, Australian Government, DFAT, Country Information Report, India, Sept 2023. Διαθέσιμο στο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf, σελ. 19 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.1.2024)

[3]Department of Foreign Affairs and Trade, Australian Government, DFAT, Country Information Report, India, Sept 2023. Διαθέσιμο στο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf, σελ. 24-25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.1.2024)

[4] U.S. Department of State, 2022, Report on International Religious Freedom: India.Διαθέσιμο στο: https://www.state.gov/reports/2022-report-on-international-religious-freedom/india/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.1.2024)

[5] Department of Foreign Affairs and Trade, Australian Government, DFAT, Country Information Report, India, Sept 2023, διαθέσιμο στο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf, σελ. 24-25 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.1.2024)

[6] https://www.freedomchurch.cy/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24.1.2024)

[7] https://www.britannica.com/place/Andhra-Pradesh (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26.1.2024)

[8] Department of Foreign Affairs and Trade, Australian Government, DFAT, Country Information Report, India, Sept 2023, Διαθέσιμο στο: https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-india.pdf, σελ.15 (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 26.1.2024)

[9] https://citypopulation.de/en/india/admin/28__andhra_pradesh/ (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 26.1.2024)

[10] Προσμαρμοσμένη Έρευνα, διαθέσιμο στο: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 26.1.2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο