ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 784/23

12 Ιανουαρίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ.Υ.N.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Η Αιτήτρια παρούσα

Α. Πλιάκα (κα) για Δ. Κ. Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόροι για την Αιτήτρια.

Κ. Φράγκου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ε. Ηρακλέους (κα) παρούσα για πιστή μετάφραση από τα Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 20/02/2023 η οποία της κοινοποιήθηκε στις 28/02/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 17/11/21, στις 19/11/21 υποβλήθηκε σε συνέντευξη αξιολόγησης της ευαλωτότητας της και στις 17/01/23, 23/01/23 διενεργήθηκαν συνεντεύξεις επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Στις 02/02/23 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και ακολούθησε  απορριπτική απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται μέσω της συνηγόρου της ότι η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί χωρίς τη δέουσα έρευνα και είναι αποτέλεσμα πλάνης, κατάχρησης εξουσίας. Ειδικότερα, υποστηρίζει, ότι δεν πληροφορήθηκε το δικαίωμα της να έχει δικηγόρο κατά την συνέντευξη, ότι η ίδια κατάφερε να θεμελιώσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και ότι λανθασμένα δεν της δόθηκε το ευεργέτημα τη αμφιβολίας αφού έδωσε επαρκείς και λεπτομερείς απαντήσεις κατά την συνέντευξη (γίνεται παραπομπή σε σημεία της συνέντευξης). Τονίζει, ότι ο λειτουργός παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο εμπίπτει στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ότι υπάρχει υπαρκτός κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια και/ή σεξουαλική βία σε περίπτωση επιστροφής της και ότι η απορριπτική απόφαση του αρμόδιου λειτουργού είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απαντώντας στα επιχειρήματα της Αιτήτριας υπεραμύνονται της προσβαλλόμενης απόφασης και ισχυρίζονται ότι η απορριπτική απόφαση επί της αίτησης ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Υποστηρίζουν, ότι η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη καθώς δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για υπαγωγή της Αιτήτριας είτε στο καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά παρατηρείται πως η Γραπτή Αγόρευση της Αιτήτριας μέσω της δικηγόρου της σε κάποια σημεία αναλώνεται μόνο στην επανάληψη διατάξεων νόμων και κανόνων δικαίου χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτούντα όχι μόνο να εγείρει με το δικόγραφο του όλα τα σημεία τα οποία υποστηρίζουν την προσφυγή του αλλά ταυτόχρονα να τα αιτιολογεί πλήρως. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικάΔημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

Λαμβάνοντας υπόψη την ανωτέρω νομολογιακή αρχή που εφαρμόζεται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης και μπορούν να συνδεθούν με πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης.

 

Ως προς τον ισχυρισμό της περί μη πληροφόρησης της για παρουσία δικηγόρου κατά την συνέντευξη, πράγματι δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο η ενημέρωση της για παρουσία δικηγόρου κατά την συνέντευξη. Το σχετικό Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) δεν επιβάλλει, όμως, τέτοια υποχρέωση στην Υπηρεσία Ασύλου. Αυτό το οποίο αναφέρεται στο σχετικό άρθρο του Νόμου είναι ότι ο δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του αιτούντα, ο οποίος μπορεί να παρευρίσκεται κατά την προσωπική συνέντευξη επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης και ότι ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτούντα, ανεξαρτήτως εάν εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. Επιπλέον, στο ίδιο το άρθρο του Νόμου επιβάλλεται όπως ο Προϊστάμενος μεριμνά για την παροχή δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών στους αιτητές,  μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου προσώπου, κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο και ότι ο αιτών, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή από νομικό σύμβουλο. Η παράλειψη ενημέρωσης της Αιτήτριας για το δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης της στη συνέντευξη κρίνω ότι δεν έχει επιφέρει και/ή δεν έχει υποδείξει η Αιτήτρια να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα της. Η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), καθώς και στις υποθέσεις Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ. σελ. 212-219.) Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:

« [...]

Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500).  Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:

 

 «... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης.  Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση.  Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».

 

Εξάλλου, η Υπηρεσία Ασύλου με την υποβολή αίτησης ασύλου παρέχει στην διάθεση των αιτητών ασύλου σχετικό ενημερωτικό φυλλάδιο με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ως το σχετικό Άρθρο 9 Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023(Ν.6(Ι)/2000). Ούτε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει η Αιτήτρια να ζήτησε παρουσία δικηγόρου και της αποστερήθηκε αυτό το δικαίωμα. 

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω, αλυσιτελώς προβάλλεται ο εν λόγω ισχυρισμός καθότι δεν επικαλείται η Αιτήτρια την βλάβη που υπέστη λόγω της μη παρουσίας δικηγόρου κατά την συνέντευξη – ο οποίος τελευταίος δεν θα μπορούσε να επέμβει και κατά την διάρκεια της συνέντευξης της. Το δε Δικαστήριο όπως ορίζεται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), δεν ασκεί μόνον έλεγχο νομιμότητας της πράξης αλλά και ορθότητας αυτής, επομένως ακόμα και εάν τεκμηριωθούν από την Αιτήτρια οι όποιες διαδικαστικές πλημμέλειες της Υπηρεσίας Ασύλου το Δικαστήριο μπορεί να προβεί το ίδιο στην αξιολόγηση γεγονότων της περίπτωσης της Αιτήτριας και να υποκαταστήσει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου χορηγώντας στην Αιτήτρια ή όχι καθεστώς διεθνούς προστασίας. Επομένως, ο πιο πάνω ισχυρισμός της Αιτήτριας απορρίπτεται.

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης της Αιτήτριας και των στοιχείων του Διοικητικού Φακέλου (στο εξής «ΔΦ») σε συνάρτηση με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης και πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο, όπως επίσης και του ισχυρισμού για παράλειψη αξιολόγησης από τον λειτουργού το ενδεχόμενο παροχής σε αυτήν συμπληρωματικής προστασίας.

 

Από τα στοιχεία του φακέλου της Αιτήτριας διαπιστώνεται ότι ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τη διαδικασία της συνέντευξης και της έγιναν επαρκείς ερωτήσεις (κλειστού και ανοικτού τύπου) για να περιγράψει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, ακολουθήθηκε δε η ορθή διερευνητική διαδικασία. Κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών της δεν ασκήθηκε οποιαδήποτε πίεση και της παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα στη γλώσσα Lingala, την οποία η Αιτήτρια δήλωσε ότι αποτελεί τη μητρική της γλώσσα  (ερυθρά 79, 52, 3 ΔΦ). Υπάρχει δε υπογραφή της Αιτήτριας, του εξεταστή-λειτουργού και του διερμηνέα σε κάθε σελίδα των συνεντεύξεών της, ενώ και στο τέλος των αντίστοιχων πρακτικών η Αιτήτρια πιστοποίησε με την υπογραφή ότι οι πληροφορίες και απαντήσεις της καταγράφηκαν ορθώς στις προφορικές της συνεντεύξεις και ότι έλαβε γνώση των περιεχομένων τους (ερυθρά 70 & 39 ΔΦ).  Σε περίπτωση που η Αιτήτρια δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διερμηνέα (Βλέπε Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 585). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η δε διαδικασία που ακολουθήθηκε ήτο σε πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 και 13Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός της η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χωρά καταγωγής μαζί με την αδερφή της επειδή τις κακοποιούσε σεξουαλικά ο πατριός τους (ερυθρά 1, 30 ΔΦ). Κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντεύξεων, επιβεβαίωσε ότι είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε το 2004, ενώ αγνοεί το που βρίσκεται η μητέρα της καθώς σταμάτησαν να επικοινωνούν από τον 9ο/2021. Η δε αδερφή της βρίσκεται ομοίως στην Κύπρο και έχει αιτηθεί διεθνούς προστασίας. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και άτεκνη. Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο δήλωσε ότι σπούδασε για ένα χρόνο στο πανεπιστήμιο ISIPA Shaumba και ως προς το επάγγελμά της δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε (ερυθρό 49-47 ΔΦ).

 

Σε ότι αφορά τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα της το 2004, η οικογένειά της περιήλθε σε πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση και η μητέρα της το 2020, σύναψε δεσμό με τον Β., ο οποίος ήταν αστυνομικός και προσέφερε μεν στην οικογένεια της Αιτήτριας στέγαση, πλήρωνε τα δίδακτρα αυτής και της αδερφής της προκειμένου να φοιτήσουν στο πανεπιστήμιο. Μια ημέρα η Αιτήτρια βρισκόταν μόνη στην οικία και ο σύντροφος (Β.) της μητέρας της, επικαλούμενος την οικονομική βοήθεια που προσέφερε στην Αιτήτρια και την οικογένειά της, της ζήτησε να ενδώσει στις ερωτικές του επιθυμίες, η ίδια ωστόσο αρνήθηκε χωρίς να αναφέρει τίποτα στη μητέρα της. Μερικές ημέρες αργότερα ο Β. της ζήτησε και πάλι να συνευρεθούν ερωτικά και όταν η Αιτήτρια αρνήθηκε εκ νέου, εκείνος  την κακοποίησε σεξουαλικά. Ισχυρίστηκε ότι τις επόμενες ημέρες κλείστηκε στον εαυτό της και άρχισε να αναπτύσσει εχθρική συμπεριφορά προς τη μητέρα της, θεωρώντας την υπεύθυνη για αυτό που της είχε συμβεί. Τις επόμενες ημέρες ο Β. την κακοποίησε εκ νέου σεξουαλικά, ενώ είχε ήδη ασκήσει σωματική βία κατά της μητέρας της. Ακολούθως δήλωσε ότι περί τις 6 ή 07/09/20, ο σύντροφος της μητέρας της εισήλθε εκ νέου εντός του δωματίου της και όταν εκείνη τον απείλησε ότι θα αρχίζει να φωνάζει, αυτός την χτύπησε με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Στη συνέχεια, ο B. διέταξε τον φρουρό του να μεταφέρει την Αιτήτρια στο νοσοκομείο AKRAM, όπου αποκάλυψε στην αδερφή της τι είχε συμβεί.  Η δε αδερφή της  ομολόγησε ότι είχε και η ίδια κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον Β. Ακολούθως η Αιτήτρια παρέμεινε στο νοσοκομείο προκειμένου να δεχτεί την απαραίτητη ιατρική φροντίδα, ενώ η αδερφή της επικοινώνησε με τον μητρικό τους θείο, με τον οποίο η μητέρα τους της είχε ζητήσει να επικοινωνήσουν σε περίπτωση ανάγκης, και στη συνέχεια προέτρεψε την Αιτήτρια να δραπετεύσει από το νοσοκομείο. Αν και η Αιτήτρια εγκατέλειψε το νοσοκομείο στο οποίο νοσηλευόταν, ο μητρικός της θείος αρνήθηκε να την φιλοξενήσει και μετέφερε την Αιτήτρια και την αδερφή της στην οικία της έτερης μητρικής τους θείας ονόματι S. Στη συνέχεια ο θείος της Αιτήτριας υπέβαλε μήνυση εναντίον του συντρόφου της μητέρας της, μερικές όμως ημέρες αργότερα έπεσε θύμα επίθεσης και τραυματίστηκε από 3 ή 4 αστυνομικούς, οι οποίοι του ζήτησαν να εντοπίσει την Αιτήτρια και την αδερφή της και να τις αναγκάσει να εμφανιστούν. Στη συνέχεια, ένας συμφοιτητής της Αιτήτριας την ενημέρωσε ότι την αναζητούσαν αστυνομικοί στο πανεπιστήμιο, ενώ το ίδιο συνέβη και στην αδερφή της, η οποία φοιτούσε σε διαφορετικό πανεπιστήμιο. O δε θείος της ενημέρωσε τόσο την ίδια όσο και την αδερφή της ότι οι αστυνομικοί που τον κακοποίησαν του έδωσαν διορία 48 ωρών προκειμένου να τις εντοπίσει αμφότερες. Τις επόμενες ημέρες η θεία που φιλοξενούσε την Αιτήτρια και την αδερφή της, παρέδωσε σε αυτές κάποια έγγραφα και ένα φάκελο με χρήματα και αφού τις ενημέρωσε ότι επρόκειτο να ταξιδέψουν, τις οδήγησε στο αεροδρόμιο από όπου εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής (ερυθρά 45- 41 ΔΦ).

 

Κληθείσα κατά τη διάρκεια των διευκρινιστικών ερωτήσεων να προσδιορίσει τη θέση που κατείχε ο B. όντας αστυνομικός, η Αιτήτρια απάντησε ότι δε γνωρίζει, προέβαλε όμως ότι τον παραλάμβανε κάθε ημέρα αυτοκίνητο της αστυνομίας και ότι διέθετε προσωπική φρουρά. Ζητηθείσα να περιγράψει το σύντροφο της μητέρας της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν περίπου 50 ετών, ψηλός και γεροδεμένος. Ως προς το χρόνο κατά τον οποίο άρχισε δέχεται ενοχλήσεις από εκείνον, η Αιτήτρια δήλωσε  οι παρενοχλήσεις ξεκίνησαν τον 7ο/2021 (ερυθρό 77-76 ΔΦ).

 

Σε ερώτηση του λειτουργού για τον αριθμό παρενοχλήσεων που δέχθηκε από τον B., η Αιτήτρια απάντησε ότι την κακοποίησε σεξουαλικά δύο φορές και μία φορά χειροδίκησε εις βάρος της (ερυθρό 76 ΔΦ). Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δεν αποκάλυψε στη μητέρα της την παρενόχληση που δέχτηκε, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι φοβήθηκε γιατί ο B. χτυπούσε τη μητέρα της και προσέθεσε ότι ακολούθησε και τη συμβουλή μιας συμφοιτήτριάς της (ερυθρό 76/5Χ ΔΦ). Ως προς την πρώτη φορά που έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης δήλωσε ότι έλαβε χώρα τον 8ο/2021 και πρόβαλε ότι η σεξουαλική της κακοποίηση ακολούθησε του ξυλοδαρμού της μητέρας της. Επισήμανε δε, ότι όταν ο B. την κακοποίησε, η μητέρα της και η αδερφή της είχαν μεταφερθεί στο νοσοκομείο από τον φύλακά του, επίσης, τον 9ο/2021 ο B. φέρεται να την χτύπησε. (ερυθρό 75 -74 ΔΦ). Κληθείσα να αποσαφηνίσει εάν έλαβε κάποια μέτρα προκειμένου να προστατευτεί μετά τις παρενοχλήσεις που δέχτηκε από τον B., η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι κλεινόταν στο δωμάτιό της. Αναφορικά με την καταγγελία που υπέβαλε ο μητρικός της θείος κατά του Β. στην αστυνομία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το εν λόγω διάστημα η ίδια ανάρρωνε από τα τραύματά της και ότι σύμφωνα με πληροφορίες που της μετέφερε η αδερφή της, αφού ο θείος της κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, στη συνέχεια δέχτηκε περαιτέρω απειλές από τα άτομα που τον χτύπησαν προκειμένου να αποκαλύψει που βρίσκονταν η Αιτήτρια και η αδερφή της (ερυθρό 73/1Χ ΔΦ). Κληθείσα να περιγράψει το περιεχόμενο της καταγγελίας την οποία υπέβαλε ο θείος της, επέδειξε άγνοια ισχυριζόμενη ότι η αδερφή της γνωρίζει καλύτερα (ερυθρό 73/2Χ ΔΦ). Ερωτηθείσα πως ο B. γνώριζε την οικία που διέμενε ο θείος της (έτσι ώστε να στείλει τα άτομα που τον χτύπησαν και απείλησαν), υπέθεσε ότι όταν ο θείος της έκανε την καταγγελία, πιθανότατα του ζητήθηκαν τα προσωπικά του στοιχεία που γνωστοποιήθηκαν στον Β. (ερυθρό 73/4Χ ΔΦ).

 

Ζητηθείσα να εξηγήσει πως κατάφερε να εξέλθει νόμιμα από τη χώρα καταγωγής, δεδομένης της ισχυρής θέσης που φέρεται να κατείχε στην αστυνομία ο Β., απάντησε ότι ήταν ένα θαύμα και πιθανολόγησε ότι τη δεδομένη χρονική στιγμή εκείνος δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι η Αιτήτρια και η αδερφή της είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής (ερυθρό 73/5Χ ΔΦ). Ζητηθείσα να εξηγήσει τις αντιφάσεις που προέκυψαν ανάμεσα στις δηλώσεις της σχετικά με το που βρισκόταν η μητέρα της την πρώτη  φορά που η ίδια κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον B., δήλωσε ότι την πρώτη φορά η μητέρα της έλειπε σε ταξίδι και ότι τη δεύτερη φορά είχε βγει για ψώνια (ερυθρό 72/1Χ ΔΦ). Αναφορικά με τη δεύτερο περιστατικό, της ζητήθηκε να σχολιάσει το ότι αν και αρχικά δήλωσε ότι η μητέρα της, κατά την  τέλεση του περιστατικού, είχε βγει για ψώνια, στη συνέχεια πρόβαλε ότι κατά τη διάρκεια του εν λόγω περιστατικού, η μητέρα της και η αδερφή της είχαν μεταβεί προς αναζήτηση φροντίδας των τραυμάτων της μητέρας της. Εκείνη αποκρίθηκε ότι μπερδεύτηκε και ενέμεινε στη δήλωσή της περί του ότι το περιστατικό έλαβε χώρα όταν η μητέρα της και η αδερφή της είχαν εγκαταλείψει την οικία τους (ερυθρό 72 ΔΦ). Κληθείσα να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους κατά την αξιολόγηση τη ευαλωτότητας της, δήλωσε ότι ουδέποτε έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον B., επικαλέστηκε την τότε άσχημη ψυχολογική της κατάσταση (ερυθρό 71/1Χ ΔΦ). Ως προς το λόγο για τον οποίο κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της δήλωσε ότι ο B. ήταν ο πατριός της, ενώ κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης δήλωσε ότι ο εν λόγω άνδρας ήταν σύντροφος της μητέρας της, η Αιτήτρια απάντησε ότι αναφέροντας τη λέξη «πατριός» κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της εννοούσε ότι βοηθούσε τη μητέρα της οικονομικά, πρόβαλε ωστόσο ότι ενημέρωσε ότι η μητέρα της δεν ήταν παντρεμένη μαζί του (ερυθρό 71/2Χ ΔΦ). Κληθείσα να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο κατά την αξιολόγηση τη ευαλωτότητας της δήλωσε ότι τη μία φορά παρενοχλήθηκε αποκλειστικά η ίδια, μία φορά παρενοχλήθηκε αποκλειστικά η αδερφή της και την τρίτη φορά παρενοχλήθηκαν αμφότερες, ενώ κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης αναφέρθηκε σε τρία περιστατικά κατά τη διάρκεια των οποίων απουσίαζε η αδερφή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αυτές δεν ήταν πληροφορίες που ήταν έτοιμη να παράσχει τη δεδομένη χρονική στιγμή, επικαλούμενη και πάλι την άσχημη ψυχολογική της κατάσταση (ερυθρό 71 3Χ ΔΦ).

 

Ο λειτουργός αφού αξιολόγησε τα όσα καταγράφηκαν κατά την συνέντευξη αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της Αιτήτριας σε σχέση με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, αλλά δεν έκανε αποδεκτό το αφήγημα της που συνδέεται με τον πυρήνα του αιτήματος της και τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα της. Κρίθηκε ότι υπέπεσε σε αντιφάσεις και ασάφειες και ότι οι ισχυρισμοί της χαρακτηρίζονταν από ασυνέπεια, γενικότητα και αοριστία. Λήφθηκε δε υπόψη ότι το περιεχόμενο των δηλώσεων της κατά τις δύο κυρίως συνεντεύξεις ήτο σε αντίθεση με το περιεχόμενο της συνέντευξης/αξιολόγησης ευαλωτότητας της. Ειδικότερα, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

- ενώ παρατέθηκε λεπτομερές αφήγημα υπήρχαν γενικολογίες στις τοποθετήσεις της και ελλιπείς περιγραφές του Β. Δεν μπόρεσε να εξηγήσει με σαφήνεια και με επαρκείς πληροφορίες την θέση του Β., το αξίωμα που έφερε, ενώ οι αναφορές της περί σχέσης του με τη συμμορία Kuluna κρίθηκαν αόριστες και ασύνδετες,

- γενική και ανεπαρκής ήταν η περιγραφή του Β. από την Αιτήτρια. Όπως ο λειτουργός αξιολόγησε, θα αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να παραθέσει μια πιο ακριβή και λεπτομερή περιγραφή του, αφού σύμφωνα με τις δηλώσεις της επισκεπτόταν με μεγάλη συχνότητα την οικία που διέμεναν και διατηρούσε σχέση με τη μητέρα της από το 2020,

ως προς δεύτερο περιστατικό κατά το οποίο φέρεται να κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον Β. κατά τη διάρκεια της πρώτης συνέντευξης η Αιτήτρια πρόβαλε με γενικότητα και αοριστία το πλαίσιο υπό το οποίο φέρεται να έλαβε χώρα το συγκεκριμένο περιστατικό. Δήλωσε ότι αφού ο B. χτύπησε τη μητέρα της, η αδερφή της μετέφερε τη μητέρα της στο νοσοκομείο και έτσι ο B. την κακοποίησε σεξουαλικά, ενώ βρισκόταν μόνοι τους εντός της οικίας. Η μόνη ενισχυτική πληροφορία  που πρόβαλε, ήταν η δήλωσή της περί του ότι ο B. την κακοποίησε στο δωμάτιό της και ότι η ίδια έκλαιγε,

ενώ της δόθηκε εκ νέου η ευκαιρία να προβάλλει πιο συγκεκριμένους ισχυρισμούς κατά τη διάρκεια δεύτερης συνέντευξής στις 23/01/23, υπέπεσε σε σημαντικές αντιφάσεις καθώς παρουσίασε διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων τόσο σε σχέση με την πρώτη της συνέντευξη, όσο και σε σχέση με αυτά που δήλωσε κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της στις 19/11/21,

- οι περιγραφές της Αιτήτριας στις δύο συνεντεύξεις της παρουσίασαν σημαντικές αποκλίσεις. Στην πρώτη συνέντευξη για το πρώτο περιστατικό ανέφερε ότι βρισκόταν μόνη στο σπίτι επειδή η αδερφή της έλειπε και η μητέρα της είχε βγει για ψώνια, ενώ στη δεύτερη συνέντευξη δήλωσε ότι το πρώτο περιστατικό έλαβε χώρα ενώ η μητέρα της έλειπε σε επαγγελματικό ταξίδι και η αδερφή της βρισκόταν στο πανεπιστήμιο. Σχετικά με το δεύτερο περιστατικό δήλωσε ότι ο B. χτύπησε τη μητέρα της και ότι η αδερφή της μετέφερε τη μητέρα της στο νοσοκομείο και έτσι ο B. εισήλθε στο δωμάτιό της και την βίασε, ενώ μετέπειτα πρόβαλε ότι τη δεύτερη περίπτωση που την κακοποίησε σεξουαλικά ο B., η μητέρα της είχε μεταβεί για ψώνια, ενώ δήλωσε ότι όταν η μητέρα της μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο από την αδερφή της, ο B. εγκατέλειψε την οικία που διέμεναν και δεν τον συνάντησε εκ νέου εκείνη την ημέρα,

- κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ικανοποιητικά τους λόγους για τους οποίους υπέπεσε στις ανωτέρω αντιφάσεις,

- όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει τις αντιφάσεις ως προς το πρώτο περιστατικό κατά το οποίο δήλωσε ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από το σύντροφο της μητέρας της, εκείνη επανέλαβε όσα ισχυρίστηκε στη δεύτερη συνέντευξή της, χωρίς να παραθέτει ωστόσο κάποια ικανοποιητική απάντηση,

- ως προς τις αντιφάσεις αναφορικά με το δεύτερο περιστατικό της φερόμενης σεξουαλικής της κακοποίησης, η Αιτήτρια δήλωσε ανεπαρκώς ότι ήταν αγχωμένη και ενέμεινε στις δηλώσεις που προέβαλε κατά τη συνέντευξη της 23ης/01/23,

- ο λειτουργός αξιολόγησε ότι ο λόγος που επικαλέστηκε η Αιτήτρια θα μπορούσε να αιτιολογήσει τον τρόπο που προβλήθηκαν οι ισχυρισμοί της κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντεύξεων, όχι όμως και την προβολή διαφορετικών εκδοχών σχετικά με εξιστορισθέντα περιστατικά,

- οι δηλώσεις της κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις της στη διαδικασία αξιολόγησης της ευαλωτότητας της, ειδικότερα, παρατηρήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας, η Αιτήτρια ουδέποτε δήλωσε ή άφησε να εννοηθεί ότι έπεσε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από το σύντροφο της μητέρας της. Κληθείσα δε να σχολιάσει την προκύπτουσα αντίφαση, αποκρίθηκε ότι κατά την αξιολόγησης της ευαλωτότητας της ένιωθε ψυχικά τραυματισμένη και δεν μπορούσε να παράσχει περαιτέρω λεπτομέρειες,

- κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της δήλωσε ότι τα περιστατικά παρενόχλησής ήταν συνολικά τρία (3) ήτοι (α) περιστατικό παρενόχλησης της αδερφής της, (β) περιστατικό παρενόχλησης της ίδιας, και (γ) ένα περιστατικό κατά το οποίο φέρονται να παρενοχλήθηκαν αμφότερες από το σύντροφο της μητέρας της περιγραφές που δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς της κατά τις δύο κυρίως συνεντεύξεις της, κατά τη διάρκεια των οποίων ουδέποτε αναφέρθηκε σε κάποιο περιστατικό κατά το οποίο φέρεται να ήταν παρούσα η αδερφή της,

- οι δηλώσεις της Αιτήτριας κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της περί του ότι τόσο η ίδια όσο και η αδερφή της δεν είχαν λάβει σοβαρά υπόψη τις αρχικές παρενοχλήσεις του B. προς την Αιτήτρια και ότι η μητέρα τους γνώριζε ότι ο σύντροφός της προσέγγισε ερωτικά την Αιτήτρια, έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις της κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών της σύμφωνα με τις οποίες ουδέποτε αποκάλυψε στη  μητέρα της τις προθέσεις του B.

 

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της Αιτήτριας, ο λειτουργός έκρινε ότι οι προσκομισθείσες φωτογραφίες, οι οποίες φέρονται να απεικονίζουν τον B., ουδεμία αποδεικτική αξία φέρουν καθώς δεν προκύπτει η ταυτότητα του εικονιζόμενου προσώπου. Παράλληλα, αν και της ζητήθηκε να προσκομίσει άρθρα από τα ΜΜΕ της χώρας της τα οποία αναφέρονται στον B., την ύπαρξη των οποίων η ίδια επικαλέστηκε, η Αιτήτρια ουδέποτε το έπραξε. Τέλος, κατόπιν σχετικής έρευνας του λειτουργού σε αξιόπιστες εξωτερικές πηγές από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ουδεμία αναφορά και/ή πληροφορία ανέκυψε ως προς την ύπαρξη γνωστού αστυνομικού, εμπλεκόμενου στην επιχείρηση LIKOFI, ο οποίος φέρει το όνομα του συντρόφου της μητέρας της. Λόγω των ανωτέρω στοιχείων , ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες εξωτερικές πηγές και ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εξωτερικά μη αξιόπιστος. Επί τη βάσει των ανωτέρω αναλύσεων, ο λειτουργός απέρριψε τον υπό αξιολόγηση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο καθώς δεν έκρινε ότι τα εξιστορισθέντα αποτελούν βιωματικά περιστατικά.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του ισχυρισμού της Αιτήτριας περί δίωξής της από τον σύντροφο της μητέρας της, ο λειτουργός αρχικά επισήμανε ότι η αξιοπιστία του κλονίζεται εκ προοιμίου καθότι ο πιο πάνω απορριφθείς ισχυρισμός αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του υπό εξέταση λόγου. Έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι ο θείος της κατήγγειλε τον B. στην αστυνομία παρουσιάστηκαν αορίστως και ασαφώς. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ενημερώθηκε σχετικά με την εν λόγω καταγγελία από την αδερφή της και ότι δε γνωρίζει το περιεχόμενό της, ενώ ως προς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε ο θείος της λόγω της καταγγελίας στην οποία προχώρησε, προέβαλε και πάλι αόριστους και γενικόλογους ισχυρισμούς. Η Αιτήτρια δεν προσέθεσε κανένα άλλο ενισχυτικό στοιχείο και/ή πληροφορία και δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ευλογοφανώς πως κατάφερε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής νόμιμα, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, δεδομένης της θέσης που B. φέρεται να κατείχε εντός της αστυνομίας. Στη συνέχεια ο λειτουργός εντόπισε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει ποιο ήταν το άτομο το οποίο απείλησε το θείο της. Κληθείσα να το πράξει, αποκρίθηκε ότι «εκείνο το πρόσωπο» απείλησε το θείο της ότι θα εντοπίσει αυτήν και την αδερφή της. Όταν της ζητήθηκε να περιγράψει λεπτομερώς το τηλεφώνημα κατά τη διάρκεια του οποίου ενημερώθηκε από μια συμφοιτήτριά της ότι την αναζήτησε ένας αστυνομικός στο πανεπιστήμιο στο οποίο φοιτούσε, οι απαντήσεις της ήτο γενικές και αόριστες χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει χρονικά το σχετικό συμβάν. Ο λειτουργός, βασιζόμενος αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας της απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του καθότι δεν παρουσίαζε βιωματικά περιστατικά και/ή ήτο μη αξιόπιστος. 

 

Το Δικαστήριο μετά από ενδελεχή έλεγχο των πρακτικών των συνεντεύξεων της Αιτήτριας διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν δεκτοί οι λόγοι που εκείνη επικαλείται για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Η Αιτήτρια υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις ανάμεσα σε όλα τα στάδια της διοικητικής διαδικασίας ενώ οι  προβαλλόμενοι ισχυρισμοί θα πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή, συνέπεια και να μην προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες, πόσο μάλλον διαφορετικές εκδοχές των εξιστορισθέντων περιστατικών. Η Αιτήτρια υποχρεούται να παρέχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της και να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[1]). Ενώ  σύμφωνα και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, η Αιτήτρια θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά της με κάθε διαθέσιμο μέσο, να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων και να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό της και τις προγενέστερες εμπειρίες της με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Σημειώνεται άλλωστε, εν προκειμένω, και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο της Αιτήτριας, αφού έχοντας φοιτήσει στο Πανεπιστήμιο θα αναμενόταν να είναι σε θέση να παραθέσει ένα συμπαγές αφήγημα το οποίο θα εμπεριείχε συνεκτικές και συνεπείς μεταξύ τους πληροφορίες. Ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε μαρτυρία για αξιολόγηση και για να ενισχυθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Οι ισχυρισμοί/γεγονότα που καταγράφονται / μέσω της Γραπτής Αγόρευσης και δεν εντοπίζονται  στα πρακτικά της συνέντευξης και/ή μέσω του Δ.Φ. δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά, καθότι η Γραπτή Αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (Βλέπε Sportsman Betting Co Limited v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 591 , Ρούσος ν. Ιωαννίδης κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549Ζαβρός ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 106).

 

Επιπλέον το Δικαστήριο, στα πλαίσια πραγματικού ελέγχου των γεγονότων της υπόθεσης, διαπιστώνει ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής κατά τρόπο που συναχθεί ότι τα εξιστορισθέντα αποτελούν βιωματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά το σύνολο του διοικητικού φακέλου και λαμβάνοντας υπόψη το ψηλό μορφωτικό της  επίπεδο, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια αρχικώς ήταν σε θέση να παραθέσει με σχετική λεπτομέρεια το πλαίσιο υπό το οποίο φέρεται να εισχώρησε στη ζωή της ο σύντροφος της μητέρας της και η επιρροή που είχε στη ζωή των μελών της οικογένειάς της. Επίσης, αν και η Αιτήτρια αρχικά παρέθεσε ένα ευλογοφανές αφήγημα αναφορικά με τον τρόπο που ο σύντροφος της μητέρας της την προσέγγισε, οι δείκτες αξιοπιστίας ως προς τα περιστατικά κατά τα οποία φέρεται να κακοποιήθηκε σεξουαλικά από εκείνον, παρουσιάζονται εμφανώς αποδυναμωμένοι. Συγκεκριμένα, όπως καταδεικνύεται και από την αξιολόγηση του λειτουργού, η Αιτήτρια δεν μπόρεσε να παραθέσει ένα νοηματικά και χρονικά σαφές αφήγημα ως προς τα περιστατικά κατά τα οποία φέρεται να υποβλήθηκε σε σεξουαλική κακοποίηση από το σύντροφο της μητέρας της, ενώ δεν ήταν καν σε θέση να τον περιγράψει αφού περιορίστηκε σε γενικόλογες δηλώσεις. Ως προς τις αντιφάσεις οι οποίες προέκυψαν ανάμεσα στις προφορικές συνεντεύξεις της Αιτήτριας και την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της, λαμβάνοντας επίσης υπόψη την, κατά δήλωση της Αιτήτριας, ψυχολογική της κατάσταση κατά την τη διάρκεια της τελευταίας, παρατηρώ ότι προκύπτει μια σαφής μεταβολή του πυρήνα του αιτήματός της. Ειδικότερα, κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε σεξουαλική παρενόχληση και όχι κακοποίηση εκ μέρους του συντρόφου της μητέρας της. Ο ίδιος πυρήνας διακατέχει και το περιεχόμενο της αξιολόγησης της ευαλωτότητας της, κατά τη διάρκεια της οποίας η Αιτήτρια προβάλει ότι ο σύντροφος της μητέρας της την παρενόχλησε σεξουαλικά γιατί ήθελε να συνάψει ερωτική σχέση μαζί της. Προσδιορίζει όμως ότι, πλην των παρενοχλήσεων, δεν της συνέβη οτιδήποτε άλλο και ουδέποτε κακοποιήθηκε σεξουαλικά εξ εκείνου. Ερωτηθείσα μάλιστα αν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά επικαλούμενη αορίστως ψυχολογικά προβλήματα. Προσθέτει ωστόσο, σε αντίθεση με τις προφορικές της συνεντεύξεις, ότι η συμπεριφορά του συγκεκριμένου προσώπου ήταν κάτι το οποίο είχε συζητήσει εξ αρχής με την αδερφή της. Ο πυρήνας του αιτήματος της Αιτήτριας μεταβάλλεται ωστόσο κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντεύξεων, οι οποίες έλαβαν χώρα ένα χρόνο μετά την άφιξή της στα εδάφη της Δημοκρατίας, και προβάλλεται ένα αφήγημα το οποίο εμπεριέχει διαφορετικές εκδοχές των εξιστορισθέντων περιστατικών, όχι μόνο σε σχέση με αυτά που δήλωσε κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της αλλά και σε σχέση με αυτά που προέβαλε ανάμεσα στις δύο προφορικές της συνεντεύξεις. Εντοπίζω επίσης, ότι όποτε ζητήθηκε από την Αιτήτρια να σχολιάσει της προκύπτουσες αντιφάσεις εκείνη επικαλέστηκε την φερόμενη ψυχολογική της κατάσταση κατά τη διάρκεια της αξιολόγησης της ευαλωτότητας της. Μελετώντας προσεκτικά όμως την τελευταία, δεν διακρίνω ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομέρειες, όπως η ίδια επικαλείται, αλλά αντιθέτως προβαίνει σε ένα σαφές και λεπτομερές, πλην όμως νοηματικά και χρονικά ασυνεπές αφήγημα, σε σχέση με όσα προέβαλε κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών της καθώς παρουσιάζει ουσιαστικά διαφορετικά γεγονότα. Ως εκ τούτου, οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε δεν δικαιολογούνται από την επικληθείσα από την ίδια ψυχολογική της κατάσταση.  Ως εκ τούτου, η αναξιοπιστία των ισχυρισμών της σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επιβεβαιώνεται και κρίνεται ότι τα όσα περιέγραψε η Αιτήτρια δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά γεγονότα.

 

Ούτε θα μπορούσε άλλωστε η Αιτήτρια να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν προκύπτει ότι συντρέχουν στο πρόσωπο της Αιτήτριας εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών).

 

Συνεπώς δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) καθώς οι ισχυρισμοί της αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι στο σύνολό τους. Η Αιτήτρια δεν κατάφερε να καταδείξει και/ή να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής, υπάρχει κίνδυνος δίωξής της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Ως προς το εάν η περίπτωση της Αιτήτριας εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας[2], ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε κατά πόσο η Αιτήτρια θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρό 108 ΔΦ). Αναφορικά, τώρα, με τις συνθήκες που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πόλη Kinshasa, ο λειτουργός κατέληξε ότι στη συγκεκριμένη περιοχή δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ή εξωτερικής ένοπλης σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά των αμάχων. Μετά δε από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου, στα πλαίσια των εξουσιών του, αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 08/12/22 έως 08/12/23, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 45 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 21 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 17 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας[3] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται το 2023 σε περίπου 14.565.700 κατοίκους[4],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (72 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας. Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του Άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Συνοψίζοντας, από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης περιέχει τους πραγματικούς λόγους και τη νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα το αρμόδιο όργανο ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] «Κατά κανόνα, όσο περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται και διατίθενται τόσο καλύτερη είναι η εικόνα που σχηματίζεται. Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα γεγονότα που έχει πράγματι βιώσει κάποιος αναφέρονται με περισσότερη παραστατικότητα και αυθορμητισμό. Ωστόσο, ο χειριστής πρέπει να θυμάται ότι μπορεί να υπάρχει εύλογη εξήγηση σχετικά με το γιατί ο αιτών / η αιτούσα δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του λεπτομέρειες ενός συγκεκριμένου γεγονότος και πρέπει να λαμβάνει υπόψη του πιθανές στρεβλώσεις (βλ. επίσης ενότητα 2.4 σχετικά με τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις). Κατά συνέπεια, η έλλειψη λεπτομερειών δεν επηρεάζει την αξιοπιστία σε όλες τις περιπτώσεις. Η πτυχή της ιδιαιτερότητας αφορά τις προσωπικές, ατομικές περιστάσεις και τον τρόπο με τον οποίο βιώνεται και εκφράζεται ένα γεγονός. Η βασική ιστορία πολλών υποθέσεων μπορεί να είναι ιδιαίτερα παρεμφερής, αλλά κάθε υπόθεση έχει τις δικές της μεμονωμένες ιδιαιτερότητες οι οποίες την καθιστούν μοναδική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ενδέχεται να είναι χρήσιμο να μη μένετε πολύ προσηλωμένοι στα κύρια στοιχεία των ισχυρισμών, αλλά να θέτετε περισσότερα ερωτήματα σχετικά με το γεγονός και με τον τρόπο αυτό να διαπιστώσετε τις ιδιαιτερότητες. Εάν η μαρτυρία του αιτούντος / της αιτούσας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητα, αυτό ίσως αποτελεί ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας. Συνήθως, η προσωπική συνέντευξη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων λεπτομερειών και εξειδικευμένων πληροφοριών και εξαρτάται πολύ από τις δεξιότητες λήψης συνέντευξης του χειριστή (δημιουργία καλής ατμόσφαιρας, ορθές τεχνικές συνέντευξης, βασικές γνώσεις για την υπόθεση) ώστε να εκμαιεύσει τις ουσιώδεις λεπτομέρειες.»

[2] Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19 (2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000 έως 2022 διαλαμβάνει πως «σοβαρή απειλή» σημαίνει η «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

[3] Αccled, Kinshasa, reference period 08/12/2022 - 08/12/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard,

[4] Macrotrends, Kinshasa Population, 2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο