ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 7863/21

 

08 Ιανουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

L.A.B.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Μ Χαραλαμπίδου (κα) για Ν. Λοϊζου & Χ. Χριστούδιας, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Λ. Μιχαηλίδου  (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ων η αίτηση ημερομηνίας 20/10/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν. Στις 22/09/2021, συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 15/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από Αρμόδια Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 19/10/2021 η Αρμόδια Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 20/10/2021. Στις 20/10/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής  παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Με την ίδια γενικότητα και αοριστία προβάλλει αρκετούς λόγους ακύρωσης και δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης όπου στην ουσία αναπαραγάγει και επαναλαμβάνει επιγραμματικός τους λόγους ακύρωσης που προωθεί δια μέσου του εισαγωγικού δικόγραφού της προσφυγής.

Η ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση, υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου, και ανέφερε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης, πως ο Αιτητής δεν έχει αποσείσει το βάρος για στοιχειοθέτηση των λόγω ακύρωσης. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι η δικογράφηση των λόγω ακύρωση αντιβαίνουν τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού και για το λόγο αυτό δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο. Παράλληλα, υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κανέναν από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου λόγους με αποτέλεσμα να μην πληροί τις προϋποθέσεις για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος.

Επιπλέον αναφέρουν ότι το αίτημα του  για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασία και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε πλάνη, νομική ή πραγματική από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτών είχε θέσει ενώπιον της Διοίκησης. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ’ ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος του Αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 22/06/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση διοικητικού φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθεί μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης πλην αυτούς που αφορούν το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου και περί κατάχρησης εξουσίας. Κατά συνέπεια, οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί αποσύρθηκαν και απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω αρχικά στην εξέταση του πρώτου γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στο φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).  

Η αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου δύναται να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97.

Στη βάση όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το Καμερούν λόγω της αγγλόφωνης κρίσης που επικρατεί εκεί η οποία είχε ως αποτέλεσμα να κλείσουν τα σχολεία και να μην μπορεί πλέον ο ίδιος να συνεχίσει τις σπουδές του. Στη συνέχεια ήτοι στις 2 του Νοέμβριου του 2020 οι γονείς του τον έστειλαν να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση περιοχές όμως και για τον λόγω ότι οι γονείς του  δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν να πληρώνουν τα δίδακτρα του λόγω της κρίσης στην αγγλόφωνη περιοχή του Καμερούν ο Αιτητής εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία όπου και υπέβαλε αίτημα για Διεθνή Προστασία. (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι υπήκοος της χώρας του Καμερούν και δήλωσε το χωρίο Foe Bakundu της περιοχής South -West ως περιοχή καταγωγής και διαμονής του μέχρι την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής σημείωσε ότι η  μητέρα του ο θείος του και τα παιδεία του θείου του εξακολουθούν να διαμένουν μέχρι και σήμερα στο χωρίο Foe Bakundu  της περιοχής South -West Region τονίζοντας ότι εξαιτίας της ανασφαλούς κατάστασης έχουν μεταφερθεί στις θαμνώδεις περιοχές πλησίον του χωριού. (βλ. ερ. 27 και 30 Δ.Φ.) Σημείωσε ότι έχει και μια κόρη η οποία είναι 4 χρονών και διαμένει στο Καμερούν με την μητέρα της (βλ. ερυθρό 27 Δ.Φ.). Επίσης ανέφερε ότι στο χωριό Foe Bakundu ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση του το 2015 στο κολλέγιο «government high school Foe Bakundu». Ακολούθως δήλωσε ότι από το 2016 μέχρι και την ημέρα που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του στις 02/11/2020 εργαζόταν στον τομέα της καλλιέργειας και της γεωργίας στη γη της οικογένειας του μαζί με την μητέρα του επίσης στο χωρίο Foe Bakundu.

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε το Καμερούν, ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα ανέφερε στην Αίτηση του. Προσθέτοντας επίσης ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του εξαιτίας του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης του από τις αρχές της χώρας του εξαιτίας της ιδιότητας του θείου του ως μέλος της πολιτικής οργάνωσης SCNC. Ο Αιτητής συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι ο θείος του ήταν αναμιγμένος με την κρίση και τον αναζητούσε ο στρατός. Παράλληλα ισχυρίστηκε ότι οι στρατιωτικές αρχές της χώρας του θέλουν να τον συλλάβουν τόσο τον ίδιο όσο και τα μέλη της οικογένειας του προκειμένου να τους παρέχουν πληροφορίες σχετικά με το που βρίσκεται ο θείος του. (Βλ. ερυθρό 25 Δ.Φ.) Επίσης Ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας της ιδιότητας του θείου του ο μεγαλύτερος του αδελφός πυροβολήθηκε από τις στρατιωτικές αρχές της χώρας του. (Βλ. ερυθρό 24 Δ.Φ.)Σημείωσε ότι εάν εξακολουθούσε να ζει στο Καμερούν δεν γνωρίζει εάν θα βρισκόταν στη ζωή, τονίζοντας ότι θα κρυβόταν από θάμνο σε θάμνο προκειμένου να κρυφτεί όπως τα μέλη της οικογένειας του (βλ. ερυθρό 24 Δ.Φ.) Τέλος ανέφερε ότι δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής το.

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, η αρμόδια λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ο οποίος έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά για λόγους οικονομικού περιεχομένου ο οποίος και αυτός έγινε αποδεκτός. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε την ιδιότητα του θείου του ως μέλος της οργάνωσης SCNC. Ο τρίτος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Ο τέταρτος ισχυρισμός αφορούσε τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τις αρχές της χώρας του εξαιτίας της ιδιότητας του θείου του ως μέλος της οργάνωσης SCNC. Ο τέταρτος ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς που έχουν γίνει δεκτοί δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό ιδιότητα του θείου του ως μέλος της οργάνωσης SCNC και κατ’ επέκταση στη συνέχεια στον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή εξαιτίας της ιδιότητας του θείου ως μέλος της οργάνωσης SCNC, η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής, δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με την ισχυριζόμενη ιδιότητα του θείου του ως μέλος της πολιτικής οργάνωσης SCNC. Χαρακτηριστικά ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει πότε ο θείος του έγινε μέλος, αλλά ούτε ήταν σε θέση να προσδιορίσει με λεπτομέρεια τα καθήκοντα του θείου του στην εν λόγω οργάνωση. Πέραν τούτου, οι απαντήσεις του ήταν αντιφατικές και είχαν έλλειψη ευλογοφάνειας, καθότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τον θείο του και την σύνδεση του με την εν λόγω πολιτική οργάνωση η ιδιότητα του οποίου αποτελεί και τη γενεσιουργό αιτία του ισχυριζόμενου φόβου δίωξης του. Τέλος, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητική απάντηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο γνωρίζει ότι ο θείος του είναι καταζητούμενος από τις στρατιωτικές αρχές της χώρας του απαντώντας στα ερωτήματα του λειτουργού με υπεκφυγές ενώ αναμενόταν από τον Αιτητή να μπορεί να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του και το γεγονός ότι ο θείος του αποτελείς καταζητούμενο πρόσωπο από της στρατιωτικές αρχές της χώρας του χωρίς να παραμένει σε αόριστες δηλώσεις.

Αναφορικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από της αρχές της χώρας του εξαιτίας της ιδιότητας του θείου του ως μέλος της οργάνωσης SCNC η λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις ενώ οι ισχυρισμοί του χαρακτηρίζονται από έλλειψη ευλογοφάνειας. Ειδικότερα δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε πληροφορίες ως προς το πότε και πού χρονικά έλαβε χώρα το συμβάν με τον πυροβολισμό του μεγαλύτερου του αδελφού λόγω της ιδιότητας του θείου του στην οργάνωση συνέβη απαντώντας αόριστα το 2020 στο χωρίο μου και πριν εγκαταλείψω την χώρα μου. Η λειτουργός έκρινε ότι θα αναμενόταν ο Αιτητής να είναι σε θέση να αναφέρει συγκεκριμένα για το ποτέ και που έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό χωρίς να παραμένει σε γενικές αναφορές λαμβανομένου του γεγονότος ότι το περιστατικό συνέβη στο πρόσφατο παρελθόν όπως επίσης και στο γεγονός ότι στο εν λόγω συμβάν στηρίζεται και ο φόβος δίωξης του. Γενικότερα η λειτουργός σημειώνει ότι η ιστορία του Αιτητή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις ευλογοφάνειας καθότι ο Αιτητής δεν ήταν καν σε θέση να αναφέρει πως γνωρίζει ότι οι αρχές της χώρας του ήταν πίσω από το εν λόγω περιστατικό. Η λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή στηρίζονται σε εικασίες χωρίς να γίνεται αναφορά σε οποιοδήποτε περιστατικό το οποίο να αφορά τον ίδιο σε προσωπικό επίπεδο και στο οποίο να στηρίζεται ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του. Παράλληλα έκρινε ότι ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του Αιτητή δεν είναι αρκούντως σοβαρός προς την φύση ή την επανάληψη του, ο Αιτητής αναφέρθηκε μόνο σε ένα μεμονωμένο περιστατικό, το οποίο αφορούσε τον αδελφό του χωρίς ποτέ ο ίδιος να αποτελέσει πρόσωπο δίωξης. Επιπλεόν έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή έρχεται σε αντίφαση με προηγούμενες αναφορές του. Συγκεκριμένα στην αρχή της συνέντευξης ισχυρίστηκε ότι μέχρι τον Νοέμβριο του 2020 όπου και εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι εργαζόταν στον τομέα της καλλιέργειας με την μητέρα του στο χωρίο, ενώ ακολούθως ανέφερε ότι από τον Μάρτιο του 2020 και μετά την δολοφονία του αδελφού του, κρυβόταν. Τέλος η λειτουργός σημειώνει ότι στην αρχική αίτηση του για διεθνή προστασία την οποία ο Αιτητής συμπλήρωσε στις 22/09/2021, δεν γίνεται καμία αναφορά στον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του από τις αρχές της χώρας του εξαιτίας της ιδιότητας του θείου του, αντίθετα ανέφερε την επιθυμία του να συνεχίσει τις σπουδές του αλλά και στην γενική ανασφάλεια που επικρατεί στην περιοχή καταγωγής και διαμονής του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, έκρινε ότι δεν είναι εύλογο να συνεχίσει η οποιαδήποτε ανάλυση δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης, εφόσον τα όσα ανάφερε ο Αιτητής στην συνέντευξη του αποτελούν μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του ισχυρισμού του. Καταληκτικά, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (βλ. ερυθρά 51-63 Δ.Φ. ), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε όπως οι αποδεκτοί ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο. Αναφορικά με τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από τις αρχές της χώρας καταγωγής του εξαιτίας της ιδιότητας του θείου του ως μέλος της οργάνωσης SCNC, κρίνω ότι ορθά κρίθηκαν αναξιόπιστοι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

Σε αυτό το σημείο σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού, ο αιτητής ασύλου έχει υποχρέωση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016), αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία, ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ. Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

Ειδικότερα, και όσον αφορά τον βασικό ισχυρισμό του Αιτητή περί στοχοποίησης του από τις αρχές λόγο της ιδιότητας του θείου του στη οργάνωση SCNC παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει με σαφήνεια, συνεκτικότητα και επάρκεια πληροφορίες αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό. Πιο συγκεκριμένα, οι αφηγήσεις του υπήρξαν αρκετά γενικές, παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις ευλογοφάνειας ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση, ενώ παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παρουσιάσει με σαφήνεια αυτό το σκέλος του ισχυρισμού, που αποτελεί και τον πυρήνα του αιτήματος του. Συγκεκριμένα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε  πληροφορίες ως προς τον ρόλο του θείου του στο κόμμα SCNC,  αλλά και την δική του στοχοποίηση λόγο της συμμέτοχης του θείου του. Παράλληλα ήταν αρκετά αόριστος και γενικός αναφορικά με το περιστατικό με τον μεγαλύτερο του αδελφού σημείο το οποίο πλήττει περαιτέρω την εσωτερική του αξιοπιστία καθότι στο εν λόγω συμβάν στηρίζεται ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του. Τέλος δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τον φόβο δίωξης του και τον κίνδυνό που διατρέχει με σαφήνεια και ο οποίος, από τα ενώπιον μου στοιχεία, φαίνεται να βασίζεται καθαρά σε υποθέσεις που έκανε ο ίδιος χωρίς να έχει συμβεί οτιδήποτε στον ίδιο.

Ούτε και ενώπιον μου και λαμβανομένου της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο, προέβαλε οποιουσδήποτε συγκεκριμένους ισχυρισμούς οι οποίοι να ανατρέπουν τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση, ούτε στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης ούτε και κατά την ακροαματική διαδικασία. Επίσης, ο Αιτητής δεν κατέθεσε κανένα έγγραφο προς επίρρωση των ανωτέρω ισχυρισμών του.

Τονίζεται ότι η βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιοι ή «κάπως απίθανοι», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[1] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τους ισχυρισμούς ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[2] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν παράσχει επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του πλήττοντας την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία ορθώς η λειτουργός κατέγραψε ότι όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Συνεπώς, κρίνω ότι ορθώς ο ισχυρισμός αξιολογήθηκε και έτυχε απόρριψης από τους Καθ’ων.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  η λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.

Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345Pissas vRepublic (1974) 3 C.L.R. 476.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο  (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999  και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει  να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 20/10/2021, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερυθρά 51-63 Δ.Φ.). Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.

Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ενώ στον ίδιο κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή της οποίας το περιεχόμενο του γνωστοποιήθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τις αρχές της χώρας του λόγω της ιδιότητας του θείου στην οργάνωση SCNC ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Ούτε όμως μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος . Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Υπενθυμίζω συναφώς  ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν δε προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτός δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επί των όσων ανέφερε  τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας όσο και της παρούσας διαδικασίας, εύλογα παρατηρούνται ασάφειες, ελλείψεις, ασυνέπειες και αντιφάσεις στα λεγόμενά της που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.  Οι ισχυρισμοί αυτοί, οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, δεν θα μπορούσαν να  τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000.

Ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας μπορούσε να χορηγηθεί στον Αιτητή. Συμπληρωματική προστασία, δίδεται όταν ο Αιτητής  θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji,Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.

Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζόνια» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[4]

Συγκεκριμένα ως προς την πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας του τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι της Νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED, κατά την περίοδο 08/12/2022 - 08/12/2023 σημειώθηκαν συνολικά 91 περιστατικά ασφαλείας στη Νοτιοδυτική περιοχή με 176 απώλειες. Από αυτά, τα 35 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (69 απώλειες), τα 13 ως εξεγέρσεις (6 απώλειες), τα 7 ως έκρηξη / απομακρυσμένη βία (6 απώλειες) και τα 36 ως βία κατά αμάχων (95 απώλειες)[5]. Σε ό,τι αφορά την νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν που υπάγεται και η εν λόγω περιοχή και είναι ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στο Καμερούν. Ειδικότερα το ACLED κατέγραψε συνολικά 11 περιστατικά ασφαλείας με 14 ανθρώπινες απώλειες. Από τα περιστατικά αυτά τα 4 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες, τα 3 ως εξεγέρσεις και τα 4 ως βία κατά αμάχων[6]. Κατά συνέπεια, παρά τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην Foe Bakundu, στη Νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στην περιοχή.

Συνεπώς, απαιτείται η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο της Αιτήτριας ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει από βία ασκούμενη αδιακρίτως σε περίπτωση μετάβασής του στη Foe Bakundu. Εν προκειμένω, πρόκειται για έναν νέο και υγιή άντρα, χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας έχοντας εκεί αρκετό υποστηρικτικό δίκτυο, χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας, ικανή να εργαστεί, που διαθέτει επαρκές υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα του, με το οποίο διατηρεί καλές σχέσεις και βρίσκεται σε τακτική επικοινωνία Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Περαιτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε πλάνη, νομική ή πραγματική από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτών είχε θέσει ενώπιον της Διοίκησης. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[2] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58

[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[4] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac

[5] ACLED dashboard, Cameroon, North West, 08.12.2022-08.12.2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[6] ACLED dashboard, Cameroon, North West, Kumba, 08.12.2022-08.12.2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο