ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 7947/21

22 Ιανουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

  M.N.B

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Τ. Μπετίτο (κος) για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόρος για την Αιτητή

Α. Ρούσσου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 14.10.2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 16.11.2021, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας και διαθέτει την υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Στις 10/07/2019 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 09.07.2021 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), πλέον Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA). Στις 05.10.2021 ο αρμόδιος λειτουργός του EUAA ετοίμασε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 14.10.2021. Στις 10.11.2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι συνήγοροι του Αιτητή δια του εισαγωγικού τους δικογράφου παραθέτουν πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Δια της γραπτής τους αγόρευσης, οι συνήγοροι του Αιτητή προώθησαν διάφορους λόγους ακύρωσης προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, εκ των οποίων ο ισχυρισμός περί του ότι η απόφαση λήφθηκε κατόπιν μη άσκησης με ορθό τρόπο της διοικητικής και/ή αποφασιστικής αρμοδιότητας και/ή διακριτικής εξουσίας των Καθ’ ων η αίτηση και της μη πραγματικής και/ή επαρκούς αξιολόγησης και/ή έρευνας, απορρίπτοντας αυθαίρετα και/ή εσφαλμένα την αίτηση του Αιτητή. Στη συνέχεια οι συνήγοροι του Αιτητή εγείρουν τον ισχυρισμό περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρησης εξουσίας και εκλείπει η δέουσα έρευνα. Ολοκληρώνοντας, οι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν ότι οι Καθ’ων η αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν εάν ο Αιτητής εμπίπτει σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και εκλείπει η επαρκής αιτιολογία από την προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου, καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ αναφέρει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής δε στοιχειοθετείται δικαιολογημένος φόβος δίωξης στο πρόσωπό του, ενώ επιπλέον ο τελευταίος δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους προς υποστήριξη των οποίων δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και για τους λόγους προς υποστήριξη των οποίων δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους ισχυρισμούς του πέραν των γενικών αναφορών περί παραβιάσεων γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.

Ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(I)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένα επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγων (εντός ορίων πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν αρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να παραθέτει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Προχωρώ κατά προτεραιότητα στην εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή περί αναρμοδιότητας, καθώς ως ζήτημα δημόσιας τάξης εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένοι.

Κατ' αρχάς, σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι ο λειτουργός της EASO δεν είχε αρμοδιότητα να διεξάγει συνέντευξη στον Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός δεν βρίσκει έρεισμα στον περί Προσφύγων Νόμο [Ν. 6(1)/2000] (εφεξής: «ο Νόμος»).

Με βάση το άρθρο 13Α(1Α) του Νόμου προβλέπεται ότι: «Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών: [.]». Αντίστοιχη πρόνοια υπάρχει και στο άρθρο 14 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).

Παρατηρώ, ακόμη, ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 13Α(1Α) του Νόμου, εξέδωσε στις 13/09/2019 σχετικό διάταγμα με την ΚΔΠ 295/2019, αντίγραφο της οποίας εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή (Ερ. 25-26 Δ.Φ.), δυνάμει του οποίου εμπειρογνώμονες της EASO δύνανται να διεξάγουν συνεντεύξεις των αιτητών ασύλου.

Από κανένα σημείο των πιο πάνω διατάξεων δεν προκύπτει ότι η διεξαγωγή συνέντευξης αιτητή ασύλου από εμπειρογνώμονα της EASO προϋποθέτει και ταυτόχρονη συμμετοχή άλλου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, ως υποβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή. Για τους λόγους δε που πολύ επισταμένως εξηγεί η αδελφή μου Δικαστής Β. Κουρουζίδου Καρλεττίδου στην Υπόθεση αρ.453/2021, M.P.B. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.10/01/2022, η συνδρομή της Υπηρεσίας Ασύλου από λειτουργό της EASO προς το σκοπό εξέτασης της αίτησης του Αιτητή, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας. Μεταφέρω δε αυτούσιο το σκεπτικό και την κατάληξη της υπόθεσης αυτής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ προς εξέταση της παρούσας:

«Επί τούτου παραπέμπω στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, ο οποίος και αποτελεί πηγή δικαίου στην Κυπριακή έννομη τάξη δυνάμει του Άρθρου 1Α του Συντάγματος. Παραθέτω το περιεχόμενο των Άρθρων 10, 13, 14 και 18 του Κανονισμού 439/2010 τα οποία και παραθέτω:

«Άρθρο 10

Δράσεις στήριξης στα κράτη μέλη

Κατόπιν αιτήσεως των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, η Υπηρεσία Υποστήριξης συντονίζει τις δράσεις στήριξης των κρατών μελών των οποίων τα συστήματα ασύλου και υποδοχής υφίστανται ιδιαίτερες πιέσεις και, μεταξύ άλλων, συντονίζει:

α) τη δράση υπέρ των κρατών μελών που υφίστανται στην ιδιαίτερες πιέσεις προς διευκόλυνση της αρχικής ανάλυσης των αιτήσεων ασύλου που εξετάζονται από τις αρμόδιες εθνικές αρχές,

β)τη δράση που επιτρέπει τη διάθεση κατάλληλων δομών υποδοχής από το κράτος μέλος που υφίσταται ιδιαίτερες πιέσεις, ιδίως επείγουσας στέγασης, μέσων μεταφοράς και ιατρικής βοήθειας,

γ)τις ομάδες υποστήριξης για το άσυλο, οι λεπτομέρειες λειτουργίας των οποίων καθορίζονται στο κεφάλαιο 3.

[.]

Άρθρο 13

Συντονισμός

1.  Το ή τα κράτη μέλη που υφίστανται ιδιαίτερες πιέσεις μπορούν να ζητήσουν από την Υπηρεσία Υποστήριξης να αποστείλει ομάδα υποστήριξης για το άσυλο. Το αιτούν ή τα αιτούντα κράτη μέλη παρέχουν ιδίως περιγραφή της κατάστασης, δηλώνουν τους στόχους της αίτησης για αποστολή ομάδων και διευκρινίζουν τις εκτιμώμενες απαιτήσεις αποστολής ομάδων, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1.

2.  Ανταποκρινόμενη σε ένα τέτοιο αίτημα, η Υπηρεσία Υποστήριξης μπορεί να συντονίζει την απαιτούμενη επιχειρησιακή και τεχνική συνδρομή για το ή τα αιτούντα κράτη μέλη και την αποστολή, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, ομάδας υποστήριξης για το άσυλο στην επικράτεια του ή των εν λόγω κρατών μελών με βάση επιχειρησιακό σχέδιο, κατά το άρθρο 18.

Άρθρο 14

Τεχνική συνδρομή

Οι ομάδες υποστήριξης για το άσυλο παρέχουν εμπειρογνωσία, όπως συμφωνήθηκε στο επιχειρησιακό σχέδιο κατά το άρθρο 18, ιδίως όσον αφορά τις υπηρεσίες διερμηνείας, πληροφορίες όσον αφορά τις χώρες καταγωγής και γνώση όσον αφορά την εξέταση και τη διαχείριση των φακέλων ασύλου, στο πλαίσιο των δράσεων στήριξης προς τα κράτη μέλη στα οποία αναφέρεται το άρθρο 10.

[.]

Άρθρο 18

Επιχειρησιακό σχέδιο

1.  Ο εκτελεστικός διευθυντής και το αιτούν κράτος μέλος εγκρίνουν επιχειρησιακό σχέδιο, όπου καθορίζονται με ακρίβεια οι συνθήκες αποστολής των ομάδων υποστήριξης για το άσυλο. Το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει:

α)την περιγραφή της κατάστασης, του τρόπου δράσης και των στόχων της αποστολής, συμπεριλαμβανομένου του επιχειρησιακού στόχου,

β)την προβλεπόμενη διάρκεια της αποστολής της ομάδας,

γ)τη γεωγραφική περιοχή ευθύνης στο αιτούν κράτος μέλος, στο οποίο αποστέλλονται οι ομάδες,

δ)την περιγραφή των καθηκόντων και των ειδικών οδηγιών για τα μέλη των ομάδων, συμπεριλαμβανομένων των βάσεων δεδομένων που έχουν την άδεια να συμβουλεύονται, καθώς και τον εξοπλισμό που δύνανται να χρησιμοποιούν στο κράτος μέλος και,

ε)τη σύνθεση των ομάδων.

2. Για οποιεσδήποτε τροποποιήσεις ή προσαρμογές του επιχειρησιακού σχεδίου απαιτείται η συμφωνία του εκτελεστικού διευθυντή και του αιτούντος κράτους μέλους. Η Υπηρεσία Υποστήριξης αποστέλλει πάραυτα αντίγραφο του τροποποιημένου ή προσαρμοσμένου επιχειρησιακού σχεδίου στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.»

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες της ομάδας υποστήριξης της EASO στο έδαφος του συμμετέχοντα κράτους μέλους ρυθμίζονται από το εκάστοτε συμφωνημένο επιχειρησιακό σχέδιο.

Για σκοπούς της υπό εξέτασης προσφυγής, σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο[1] για την χρονική περίοδο 01/01/2020 - 31/12/2020 μεταξύ EASO και Κυπριακής Δημοκρατίας υπογράφηκε στις 13/12/2019. Συνεπώς, κατά τον επίδικο χρόνο, ήτοι την περίοδο μεταξύ 24/08/2020 (ημερομηνία συνέντευξης) και 29/10/2020 (ημερομηνίας ετοιμασίας έκθεσης/εισήγησης) υπήρχε σε ισχύ σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο.

Επιπρόσθετα στα ανωτέρω, το Άρθρο 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όπου προνοεί:

«(1A) Όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών:

Νοείται ότι, προσωπικό άλλο από αυτό της Υπηρεσίας Ασύλου επιτρέπεται-

(α) Να συμμετέχει στη διενέργεια των προαναφερόμενων συνεντεύξεων εφόσον λάβει εκ των προτέρων σχετική κατάρτιση η οποία περιλαμβάνει ό,τι αναφέρεται στο Άρθρο 6, παράγραφος 4, στοιχεία α) έως ε), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010∙ και

(β) να διενεργεί προσωπικές συνεντεύξεις αιτητών εφόσον διαθέτει ή έχει καταρτιστεί για να διαθέτει γενική γνώση των προβλημάτων που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά την ικανότητα του αιτητή για συνέντευξη, όπως ενδείξεις ότι ο αιτητής μπορεί να έχει υποστεί βασανισμό κατά το παρελθόν.»

Στην βάση των πιο πάνω εκδόθηκε η Κ.Δ.Π. 297/2019 η οποία δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 13/09/2019.

Λεχθέντων των ανωτέρω κρίνω ότι η παροχή βοήθειας και υποστήριξης προς την Υπηρεσία Ασύλου από λειτουργό της EASO στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης της Αιτήτριας από την Υπηρεσία Ασύλου, έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας, ενόσω είχε ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ το επιχειρησιακό σχέδιο[2] για την χρονική περίοδο 01/01/2020 - 31/12/2020 μεταξύ EASO και Κυπριακής Δημοκρατίας, ως αναφέρω ανωτέρω. Συνεπώς, ο λόγος ακύρωσης λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέτασε την αίτηση της Αιτήτριας απορρίπτεται.»

 

Ως εκ των ανωτέρω, είναι η κατάληξη του παρόντος Δικαστηρίου επί της παρούσας ότι η συνδρομή της Υπηρεσίας Ασύλου από λειτουργό της EASO προς το σκοπό διεξαγωγής συνέντευξης στον Αιτητή και σύνταξης σχετικής Έκθεσης/Εισήγησης έγινε στα πλαίσια της υφιστάμενης εθνικής και ευρωπαϊκής νομοθεσίας και συμφώνως των διαλαμβανομένων στο σχετικό επιχειρησιακό σχέδιο μεταξύ της EASO και της Κυπριακής Δημοκρατίας για τη χρονική περίοδο 2021,[1] κατά την οποία διεξήχθη η συνέντευξη στον Αιτητή και συντάχθηκε η σχετική εισηγητική έκθεση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης από κατώτερο λειτουργό και όχι από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, αρχικά παρατηρώ ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Έκθεση/ Εισήγηση ετοιμάστηκε και υποβλήθηκε προς έγκριση στην αποφαίνουσα Αρχή, ήτοι τον Προϊστάμενο, από συγκεκριμένο λειτουργό της EASO. (Ερ. 102-121 Δ.Φ.) Η εν λόγω Έκθεση/Εισήγηση εγκρίθηκε από άλλο εξουσιοδοτημένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, τον κ. Α.Γ.,[2] ο οποίος δια της εγκρίσεως εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Παρατηρώ επιπλέον ότι το ερ.123 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημερομηνίας 13/10/2020 με την οποία ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, περιλαμβανομένης της έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Η εν λόγω εξουσιοδότηση αποτελεί μέρος του διοικητικού φακέλου που αφορά τον Αιτητή και φέρει υπογραφή του τέως Υπουργού Εσωτερικών.

Καταλήγω, λοιπόν, ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί αποχής του αρμόδιου οργάνου από την άσκηση της αρμοδιότητας που του δίδει ο νόμος δεν ισχύει στην παρούσα αφού το αποφασίζον όργανο εξέδωσε δεόντως διακριτή απόφαση και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το λεκτικό της εν λόγω απόφασης συνίσταται στην έγκριση της σχετικής Έκθεσης/Εισήγησης στο σύνολό της.

Σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294:

«Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) Υποθ. Αρ. 6447/2013, Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30/9/2015, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι:

«Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση. Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Υπόθ. αρ. 718/12, Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 26/2/2014).

Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο Αιτητής.

Το άρθρο 17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν. 158(I)/1999] προνοεί ότι «δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Στη παρούσα περίπτωση, ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολό της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, εξάσκησε θεωρώ δεόντως τη σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του Προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Κατόπιν της ως άνω κατάληξής μου προχωρώ στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλουν οι συνήγοροι του Αιτητή, περί έλλειψης έρευνας και/ή δέουσας έρευνας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι τέθηκε υπό κράτηση μετά από συμμετοχή του σε μια διαδήλωση στις 30 Ιουνίου 2019 ως μέλος της αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα υποστηρικτής του συνασπισμού Lamuka με πρόεδρο τον Martin Fayulu, στην οποία πορεύτηκαν κατά του προέδρου Joseph Kabila, ο οποίος διόρισε ένα μη εκλεγμένο. Ως ο ίδιος καταγράφει ότι, κατά την επιστροφή του στο σπίτι του το ίδιο βράδυ με φίλους, η αστυνομία τους επιτέθηκε με πυροβολισμούς και δακρυγόνα. Συνεπεία της επίθεσης, πριν χάσει τις αισθήσεις του, είδε μερικούς από αυτούς να σκοτώνονται, ενώ όταν συνήλθε ήταν υπό κράτηση (ερυθρό 12 Δ.Φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa και συγκεκριμένα στην περιοχή Kauka. Αναφορικά με το θρήσκευμά του, δήλωσε Χριστιανός. Σε ότι αφορά την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του απεβίωσαν ενώ προσέθεσε ότι διαθέτει άλλα επτά (7) αδέρφια τα οποία διαμένουν στην Kinshasa, ένα εκ των οποίων διαμένει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και στην συνέχεια άρχισε σπουδές, όπου παρακολούθησε μόνο ένα έτος λόγω οικονομικών δυσκολιών. Σε σχέση με το επάγγελμά του, δήλωσε ότι βοηθούσε τη μητέρα του, η οποία πουλούσε γλυκά (ερυθρά 46-49 Δ.Φ.).

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης του προέβαλε ότι είναι μέλος του κόμματος ECIDE και  ότι έλαβε μέρος σε διαμαρτυρία κατά των αποτελεσμάτων των εκλογών, που επέτρεψαν τον διορισμό του Felix Tshisekedi και την ήττα του υποψηφίου του κόμματος του, Martin Fayulu, κατά την οποία ήρθε αντιμέτωπος με αστυνομική βία. Συγκεκριμένα παράθεσε τα συμβάντα που έλαβαν χώρα μπροστά από το συνταγματικό δικαστήριο στις 14 Ιουνίου, κατά τη διάρκεια των οποίων η αστυνομία  τους απώθησε με δακρυγόνα κατά τη διαμαρτυρία τους ενάντια στην άδικη ακύρωση θέσεων 32 εξελεγχθέντων βουλευτών του κόμματος τους. Ακολούθως, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά τις διαμαρτυρίες της 14ης Ιουνίου, άρχισαν στοχευμένες ενέργειες εναντίον της Νεολαίας του ECIDE, της οποίας είναι μέλος. Την επομένη μέρα στις 15 του μήνα, έψαχναν στα σπίτια τους, πολλοί φίλοι τους απήχθησαν και αγνοούνται μέχρι σήμερα. Φοβούμενος για την ασφάλεια του, έφυγε από την γενέτειρα του, την περιοχή Kauka και αναζήτησε καταφύγιο στην περιοχή Yolo. Στις 30 Ιουνίου 2019, ο Αιτητής συμμετείχε σε διαμαρτυρία με τον κ. Fayulu για να απαιτήσουν επανακαταμέτρηση των ψήφων, καθότι ανακήρυξαν ως νικητή τον Felix Tshisekedi. Πολλοί διαδηλωτές, συμπεριλαμβανομένου του Αιτητή, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε άγνωστη τοποθεσία. Κατά την διάρκεια της κράτησης του σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ήταν μάρτυρας βίαιων επιθέσεων κατά των κρατουμένων. Στην συνέχεια δήλωσε ότι αναγνώρισε έναν αστυνομικό, τον Papa Jean, γνωστός για τη βιαιότητα του στη γειτονιά τους, και φοβήθηκε για τη ζωή του. Ο Αιτητής ανάφερε ότι ο Papa Jean ως αστυνομικός δούλευε για τον διοικητή Carl Lewis του οποίου οι ομάδες του έχουν σκοτώσει πολλούς νέους στην περιοχή του. Σύμφωνα με το Αιτητή, ο Papa Jean ενημέρωσε τους συγγενείς του για τη σύλληψη του. Πρόσθεσε ότι συνελήφθη την Κυριακή και παρέμεινε υπό κράτηση μέχρι την Τρίτη, όπου ο Papa Jean έβαλε τον Αιτητή σε ένα αυτοκίνητο και τον πήγαν στο αεροδρόμιο. Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο του είπαν ότι δεν μπορεί να περάσει από την κανονική δίοδο. Ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής με προορισμό την Κύπρο (ερυθρά 45 2Χ, 3Χ και 4Χ και 44 1Χ, 2Χ ΔΦ.).

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από την περιοχή του λόγω φόβου, καθότι τις νύχτες κουκουλοφόροι άρπαζαν κάτοικους, τα πτώματα των οποίων εντοπίζονταν το επόμενο πρωί. Πρόσθεσε ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ενώ λίγες μέρες μετά την αναχώρηση του, σταμάτησαν να τον αναζητούν. Κληθείς να αναφέρει τι θα μπορούσε να του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, δήλωσε ότι ο Felix Tshisekedi είναι στην εξουσία και δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να διαμαρτυρηθούν ή να τον επικρίνουν. Σε περίπτωση διαμαρτυρίας, πολλοί νέοι συλλαμβάνονται και σκοτώνονται, κάτι που συνέβη επανειλημμένα στο παρελθόν. Ερωτηθείς τι θα μπορούσε να συμβεί στον ίδιο απάντησε ότι εάν επιστρέψει, η κυβέρνηση θα τον σκοτώσει, όπως σκοτώνει τους νέους που διαμαρτύρονται.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή αφορούσε τον ισχυρισμό ότι υπήρξε χαμηλόβαθμό μέλος του πολιτικού κόμματος ECIDE. Ο εν λόγω ισχυρισμός επίσης κρίθηκε αξιόπιστος από τους Καθ’ων η Αίτηση καθώς ο Αιτητής ήταν σε θέση να γνωρίζει γενικές πληροφορίες αναφορικά με το κόμμα ECIDE το οποίο προέδρευε ο κ Martin Fayulu.

Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε την συμμετοχή του Αιτητή σε μία διαδήλωση στις 14.06.2019. Συγκεκριμένα οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς και συνεκτικές πληροφορίες οι οποίες να στοιχειοθετούν τον υπό εξέταση ισχυρισμό, αναφέροντας σε πιο γενική διαπίστωση ότι πολλά άτομα απήχθησαν από το FCC κόμμα του πρώην προέδρου κ Kabila (βλ. ερυθρό 41 Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στις δηλώσεις του Αιτητή προκύπτουν αντιφάσεις, χρονικές ασυνεπείς και ασάφειες τις οποίες δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς, αν και του δόθηκε επανειλημμένα η ευκαιρία. . Σημειώνεται από τον λειτουργό ότι παρόλο που ο αιτών έδειξε ότι γνώριζε σε βάθος την πολιτική καταστατική που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του, οι αφηγήσεις του για όσα φέρεται να αντιμετώπισε προσωπικά παρέμειναν επιφανειακές.

Όσον αφορά στην στοχοποίηση των νέων από την αστυνομία, ο αιτών επίσης παρέμεινε γενικόλογος επί των αναφορών του. Όταν ρωτήθηκε πώς ξέρουν οι αρχές από πού κατάγονταν αυτοί οι νέοι, απλώς δήλωσε ότι η αστυνομία στόχευε όσους είχαν ως ενασχόληση τους το τζούντο κατηγορώντας τους ότι ήταν γκάγκστερ Καλούνα. Όταν κλήθηκε να διευκρινίσει τη δήλωσή του, ισχυρίστηκε οι νέοι που αθλούνται αποτελούν βασικό στόχο της αστυνομίας, η οποία μπορεί να τους αναγνωρίσει από τη γειτονιά. Παρόλα αυτά, δεν ήταν σε θέση να παρέχει λογική εξήγηση σχετικά με το πώς η αστυνομία προχώρησε σε ταυτοποίηση των ατόμων που λάμβαναν μέρος στις διαδηλώσεις. Ειδικότερα, δεν εξηγεί πώς και γιατί ο αιτών έγινε ιδιαίτερα στην περιοχή του γνωστός στην αστυνομία.(βλ. ερυθρά 41, 40 και 33 Δ.Φ.).

Σχετικά με τις εξαφανίσεις νεαρών, συμπεριλαμβανομένου ενός από τους φίλους του από τη γειτονιά Kauka, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε ένα γεγονός το 2018, όταν Κουκουλοφόροι απήγαγαν τέσσερα άτομα στην περιοχή τους, τα σώματα των οποίων ανακαλύφθηκαν το επόμενο πρωί. Ο αιτών χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο συμβάν για να κάνει αναφορά σε άτομα της γειτονιάς του, και συγκεκριμένα στο φίλο του. Ενώ οι δηλώσεις του μπορεί να θεωρηθούν επαρκείς, ο λειτουργός σημείωσε ότι η εξήγησή του στερείται προσωπικής εμπειρίας και παραμένει γενική και αόριστη καθότι απουσίαζε το προσωπικό στοιχείο. (βλ. ερυθρό 33 Δ.Φ.).

Γενικά, οι ισχυρισμοί του αιτούντος ότι έλαβε μέρος στη διαδήλωση που διεξήχθη στης 14ης Ιουνίου 2019 και τα γεγονότα που επακολούθησαν ήταν γενικοί, ανεπαρκείς ή και αόριστοι, επομένως δεν θεωρείται εσωτερικά αξιόπιστος σχετικά με τη συμμετοχή του στη διαδήλωση της αντιπολίτευσης στις 14 Ιουνίου 2019 και με την εξαφάνιση – για την οποία καθίσταται υπεύθυνη η αστυνομία – του φίλου του και άλλων νέων της γειτονιάς την επόμενη μέρα, στις 15 Ιουνίου 2019. Σε αυτό το πλαίσιο, επίσης δεν γίνεται αποδεκτό ως αξιόπιστο ότι η αστυνομία έκανε έρευνα στο σπίτι του μια φορά τον Ιούλιο του 2019, αφού ήταν ήδη στην Κύπρο.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας διασταυρώθηκε ότι βίαιες διαμαρτυρίες πραγματοποιούνταν ακόμη στην Kinshasa περισσότερο από μισό χρόνο μετά από την εκλογική νίκη του Felix Tshisekedi, αλλά δεν βρέθηκαν συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με διαμαρτυρίες οι οποίες να διεξήχθησαν στις 14 Ιουνίου 2019. Επιπλέον, οι ισχυρισμοί των αιτών για αναγκαστικές εξαφανίσεις πολλών φίλων δεν τεκμηριώνονται από τις διαθέσιμες πηγές. Αντιθέτως, οι πηγές ανέφεραν ότι ο πολιτικός χώρος άνοιξε τους μήνες μετά την ορκωμοσία του Felix Tshisekedi και ως εκ τούτου, οι εξωτερικές πηγές δεν υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Επιπρόσθετα, οι πηγές σημειώνουν ότι κατά την θητεία του πρώην πρόεδρου Kabila πολιτικοί αντίπαλοι κατηγορήθηκαν ότι είναι kulunus και είχαν στοχοποιηθεί ιδίως πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2019. Παρόλα αυτά, μισό έτος μετά την ορκωμοσία του νέου Προέδρου Felix Tshekedi, η κατάσταση είχε εξομαλυνθεί και δεν βρέθηκαν αναφορές που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τον ισχυρισμό του αιτούντος για συνεχιζόμενη αναγκαστική εξαφάνιση πολλών φίλων κατά τη σχετική χρονική περίοδο, δηλαδή μέχρι τον Ιούνιο του 2019. (Βλ. ερυθρά 111 - 114 Δ.Φ.) Συμπερασματικά, σε συνδυασμό με την έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας της προσωπικής του δήλωσης, η συνολική αξιοπιστία αυτού του ουσιαστικού γεγονότος απορρίπτεται. Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν καθίσταντο ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού με τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό.

Ομοίως απορρίφθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό και ο τέταρτος ισχυρισμός που αφορούσε την σύλληψη του Αιτητή κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στις 30 Ιουνίου 2019, καθώς και την απόδραση του στις 30 Ιουνίου 2019, αλλά και το γεγονός ότι έφυγε από το χώρα απαρατήρητος από τις αρχές. Αναφορικά με την κράτηση του στην ελεύθερη αφήγησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι υπήρξαν περισσότερες από 500 διαμαρτυρίες εκείνη την ημέρα και η αστυνομία άρχισε να διαλύει και να συλλαμβάνει διαδηλωτές σε μία πορεία που ξεκίνησε στην περιφέρεια Tashangu. Δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες στον Αιτητή να περιγράψει τη στιγμή της σύλληψής του με περισσότερες λεπτομέρειες. Αυτός υποστήριξε γενικά πώς οι δρόμοι αποκλείστηκαν, ενώ ο αστυνομικός διοικητής της πόλης τούς ενημέρωσε ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία. Ο αιτών δεν έδωσε καμία πληροφορία για τη σύλληψη του αυτή καθαυτή ενώ δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τι του συνέβη συγκεκριμένα. Οι απαντήσεις του ήταν γενικές και απρόσωπες απουσίαζε οποιαδήποτε λεπτομέρεια αναφέροντας γενικά ότι οι αστυνομικοί ήρθαν και συνέλαβαν νεαρούς και τους έβαλαν στα τζιπ. Οι απαντήσεις του Αιτητή δεν περιλάμβαναν το προσωπικό βιωματικό στοιχείο και τις δικές του εμπειρίες, και αναφέρθηκε κυρίως σε αυτά που συνέβη σε άλλους, παρόλο που του ζητήθηκε επανειλημμένα να παράσχει πληροφορίες για τον εαυτό του. Οι απαντήσεις του αιτούντος δεν προκάλεσαν την εντύπωση ότι είχε προσωπικά υποστεί τέτοιου είδους μεταχείριση καθότι δεν μίλησε για τις δικές του εμπειρίες. Σχετικά με τη φυλάκισή του, ο Αιτητής περιέγραψε ότι τον έφεραν μαζί με άλλα άτομα σε ένα δωμάτιο που όπως ανακάλυψε αργότερα ευρίσκεται στο αστυνομικό τάγμα στη λεωφόρο Βικτώρια. Ζητηθείς να παραθέσει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις εγκαταστάσεις, των αριθμό ατόμων στο δωμάτιο και το μέγεθος του δωματίου, ο Αιτητής ήταν σε θέση να Απαντήσει μόνο σε ορισμένες από τις συγκεκριμένες ερωτήσεις. Ωστόσο αυτές οι απαντήσεις δεν είναι επαρκείς για να τεκμηριωθεί η εσωτερική αξιοπιστία αυτού του ουσιώδους γεγονότος, αφού ο αιτών δεν ανέφερε τις δικές του εμπειρίες που θα υπερέβαιναν την περιγραφή των εγκαταστάσεων. Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι δεν συνέβη τίποτα ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο στον ίδιο, αναφέροντας ότι βρισκόταν εκεί με αρκετούς ανθρώπους και σκέφτονταν πώς να δραπετεύσουν (βλ. ερυθρά 37 και 38 Δ.Φ.). Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτών εξέφρασε το φόβο ότι θα τον έβγαζαν από το κελί ανά πάσα στιγμή και θα τον σκότωναν, όφειλε να είναι σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια τον φόβο δίωξης του. Αντιθέτως, περιορίστηκε σε λακωνικές και επιπόλαιες απαντήσεις και δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο συνελήφθη, να παρέχει με συνοχή και ευκρίνεια πληροφορίες σχετικά με την κράτηση του, αλλά ούτε και με τον τρόπο απόδρασης του. Ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε στη συνέχεια ότι οι απαντήσεις του Αιτητή συνίσταντο κυρίως σε παραδείγματα και όχι σε προσωπικές πληροφορίες αναφορικά με το υπό εξέταση περιστατικό, όπως θα αναμενόταν ευλόγως από ένα πραγματικό θύμα. Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

Το ίδιο μπορούσε να παρατηρηθεί και για την απόδρασή του από τη φυλακή και μετέπειτα από τη ΛΔΚ. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή ήταν υπό κράτηση από τις 30 Ιουνίου 2019 έως τις 3 Ιουλίου 2019. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι τον βοήθησε κάποιος αστυνομικός ονόματι Papa Jean που τον γνώριζε από τον πατέρα του ο οποίος τον βοήθησε παλαιότερα με τα φοιτητικά του δίδακτρα . Ενώ ο συγκεκριμένος ισχυρισμός του αιτούντος δεν θεωρείται απίθανος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι επρόκειτο για συσσώρευση συμπτώσεων που ο αιτών δεν μπορούσε να τεκμηριώσει με καμία λεπτομέρεια, ενώ ο αιτών είχε ισχυριστεί προηγουμένως ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι στο δωμάτιο και ότι το δωμάτιο ήταν τόσο σκοτεινό που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον παρά μόνο όταν όλοι ήταν σε κοντινή απόσταση ή στις περιπτώσεις που το φως έμπαινε όταν η πόρτα ήταν ανοιχτή. Στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι ο Papa Jean τον αναγνώρισε όταν έφερε το φαγητό στο κελί. Ο αιτών ανέφερε ότι την επόμενη μέρα ο Papa Jean Παπά Ζαν και ένας άλλος αξιωματικός τον πήραν μαζί με ένα άλλο άτομο, με πρόφαση να πλύνουν ένα αστυνομικό όχημα και κατά την έξοδο τούς είπαν να μπουν στο τζιπ, με το οποίο διέφυγαν. Επιπλέον, οι δηλώσεις των Αιτητή σχετικά με τη διαφυγή του από τη χώρα ήταν επίσης αντιφατικοί. Σύμφωνα με τον Αιτούντα δεν είχε μαζί του κανένα έγγραφο ταυτότητας ή τηλέφωνό, επειδή θα τους το έπαιρνε η αστυνομία. Στην συνέχεια ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε το διαβατήριο του για να ταξιδέψει στην Τουρκία με τη βοήθεια του αδελφού του και το διαβατήριο του σφραγίστηκε κατά την άφιξή του. Στη γραπτή του αίτηση ασύλου, ωστόσο ο αιτών είχε ισχυριστεί ότι είχε ταξιδέψει με το διαβατήριο άλλου ατόμου που του μοιάζει. Τέλος, οι δηλώσεις του Αιτητή αξιολογούνται ως στερούμενες ευλογοφάνειας και συγκρούονται με τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ότι κατάφερε να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο χωρίς να περάσει από την ασφάλεια του αεροδρομίου. Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως επίσης εσωτερικά μη αξιόπιστο.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας διασταυρώθηκε ότι υπήρξαν μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες στη ΛΔΚ στις 30 Ιουνίου 2019 λόγω των εκλογικών αποτελεσμάτων του Ιανουαρίου 2019, ενώ υπήρξαν αναφορές ότι πολίτες κρατήθηκαν για τις πολιτικές του απόψεις. Οι πηγές πληροφόρησής όμως ανέφεραν ότι οι συλλήψεις έγιναν πριν από την αρχή του έτους. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι φυλακίστηκαν το 2018 υπό τον πρώην πρόεδρο Τζόζεφ Καμπίλα. Ο νέος Πρόεδρος κατά το πρώτο έτος της εξουσίας του απελευθέρωσε όλους τους πολιτικούς κρατούμενους τον Μάρτιο του 2019, ενώ δεν υπήρχαν αναφορές για πολιτικούς κρατούμενους κατά το έτος 2020. Οι διαθέσιμες πηγές δεν υποστηρίζαν τα όσα αναφέρει ο Αιτητής, ενώ επίσης σημειωτέο είναι και το γεγονός ότι, βάσει των ίδιων πηγών, όλες οι συλλήψεις που έγιναν γνωστές σε διεθνείς οργανισμούς στο πλαίσιο των διαδηλώσεων της 30ης Ιουνίου του 2019 αναφέρανε ότι οι κρατούμενοι αφέθηκαν εν τέλει ελεύθεροι.

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, οι Καθ’ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιαστικό ισχυρισμό, έγινε δεκτό ότι ο αιτών ήταν χαμηλόβαθμο μέλος του αντιπολιτευόμενου κόμματος ECIDE του Martin Fayulu που αμφισβητεί τα αποτελέσματα των εκλογών του πρόεδρου Felix Tshisekedi, ο οποίος κατέχει σήμερα αξίωμα. Ωστόσο, όπως αξιολογήθηκε διεξοδικά στα ουσιαστικά γεγονότα τρία και τέσσερα δεν έγινε αποδεκτό ως αξιόπιστο ότι ο αιτών έχει περιέλθει ποτέ στην αντίληψη των αρχών, πόσο μάλλον ότι έχει συλληφθεί ποτέ από τις αρχές. Ως εκ τούτου και με βάση το προσωπικό προφίλ του Αιτούντος, συμπεραίνεται ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ότι ο αιτών διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής αφού, κατόπιν σχετικής έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa καταγράφεται ως σταθερή.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί του σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όπως και το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Ο Αιτητής και παρά τον αποδεκτό ουσιαστικό ισχυρισμό ότι ήταν χαμηλόβαθμο μέλος στο κόμμα ECIDE από τα ενώπιό μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στην βάση των πολιτικών του πεποιθήσεων σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή επί των ισχυρισμών τρία και τέσσερα έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση της αρμόδιας λειτουργού η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά κρίθηκαν αναξιόπιστοι οι εν λόγω ισχυρισμοί του Αιτητή, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός Αιτητή, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του Αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του Αιτητή ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνει δεκτό προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση περί του αν οι δηλώσεις του Αιτητή είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του Αιτητή. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι «σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του Αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία». Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι το αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ’ ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάσει αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του λόγω συμμετοχής του σε πολιτική παράταξη και σε διαμαρτυρίες και κατ’ επέκταση φόβου δίωξης στην βάση των πολιτικών του πεποιθήσεων ήταν το γεγονός του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών ελλείψεων στην παροχή πληροφοριών, οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Συνεπακόλουθα θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ων η Αίτηση περί αναξιοπιστίας του Αιτητή αναφορικά με την συμμετοχή του σε διαδηλώσεις που έγιναν στις 14.06.2019 και 30.06.2019 και την μετέπειτα σύλληψη κα κράτηση του λόγω της συμμετοχής του. Ειδικότερα παρατηρώ ότι κατά την διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια συνεκτική και περιεκτική αφήγηση των όσων γεγονότων εκτυλίχθηκαν και στην συνέχεια τον οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του και ειδικότερα διαπιστώνω ότι αδυνατούσε να υποστηρίξει επαρκώς οποιαδήποτε στοχοποίηση του λόγω συμμετοχής του σε μία διαμαρτυρία ως χαμηλόβαθμό μέλος του πολιτικού κόμματος ECIDE.

Από τα ενώπιον μου στοιχεία και ειδικότερα από το περιεχόμενο της συνέντευξης του έμπρακτα προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με ευκρίνεια και συνοχή παρέχοντας επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τις διαδηλώσεις στις οποίες συμμετείχε και την δική του προσωπική στοχοποίηση. Επιπλέον τίθενται εύλογα ερωτήματα από το περιεχόμενο της συνέντευξης του κατά πόσο ο ίδιος έλαβε μέρος στις εν λόγω διαδηλώσεις καθότι δεν αναφέρεται στις δικές του προσωπικές εμπειρίες αλλά στο τι συνέβαινε σε άλλους. Περαιτέρω παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει πώς ήρθε στην αντίληψη των αρχών πόσο μάλλον ότι συνελήφθη ποτέ από τις αρχές. Συνεκτιμώ επίσης ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τη στιγμή της σύλληψής του. Οι εξηγήσεις του ήταν ασαφείς και γενικές, ενώ απουσιάζει το προσωπικό βιωματικό στοιχείο. Οι γενικές αναφορές όπως το ότι ήρθαν αστυνομικοί και άρχισαν να συλλαμβάνουν νέους, στερούνται οποιασδήποτε λεπτομέρειας. Σημαντικότερα παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του δεν περιλάμβαναν τις δικές του εμπειρίες, αλλά γενικές αναφορές στο τι συνέβη σε άλλους και χωρίς πληροφορίες για τον ίδιο ή τον ρόλο του στην φερόμενη στοχοποίηση του από τις αρχές ως μέλος του κόμματος ECIDE. Τέλος και αναφορικά με την φυλάκιση του και πάλι απουσιάζει το βιωματικό στοιχείο, ο Αιτητής και πάλι δεν αναφέρεται στις δικές του εμπειρίες, ενώ επίσης προκύπτουν εύλογα ερωτήματα αξιοπιστίας σχετικά με τον τρόπο απόδρασης του από τη φυλακή και την μετέπειτα φυγή του από την χώρα καταγωγής του. Παρατηρώ ότι ο Αιτητής παρείχε αντιφατικές δηλώσεις και εξηγήσεις και στις δύο πτυχές του ισχυρισμού του, σημείο που πλήττει και πάλι ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή και πάλι θα συμφωνήσω με τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση ως αυτά αναλύονται στην έκθεση/ εισήγηση τους, ειδικότερα ως προς το ότι έγκυρες πηγές πληροφόρησης δεν αναφέρουν απαγωγές ή εξαφανίσεις στο πλαίσιο διαδηλώσεων κατά της κυβέρνησης στις 14 Ιούνιου του 2019 που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό του προσφεύγων ότι πολλοί φίλοι του εξαφανίστηκαν βίαια τη νύχτα και αγνοούνται μέχρι τώρα λόγω αυτών των γεγονότων. Αντιθέτως, αναφέρουν ότι υπήρξε σημαντική μείωση της πολιτικής καταστολής από τότε που ο πρόεδρος Felix Tshisekedi ήρθε στην εξουσία, όπως επίσης και ότι πολλοί πολιτικοί κρατούμενοι και ακτιβιστές που κρατούνταν τα προηγούμενα χρόνια αφέθηκαν ελεύθεροι. Επιπρόσθετα, στις εν λόγω παρατεθείσες πηγές πληροφόρησης στη έκθεση/ εισήγηση των Καθ’ων από διεθνής οργανισμούς (βλ. ερυθρά 107-109 Δ.Φ.) σημειώνεται παράλληλα ότι επετράπη από τον πρόεδρο Felix Tshisekedi σε αρκετούς ακτιβιστές, οι οποίοι βρίσκονταν σε εξορία τα προηγούμενα χρόνια υπό την προεδρία του πρώην προέδρου Kabila, η επιστροφή.

Γενικότερα αναφορικά με την καταστολή διαδηλώσεων βάσει των πληροφοριών[3], το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν εν μέρει έρεισμα στις διαθέσιμες πηγές ότι δηλαδή γενικότερα, στην χώρα καταγωγής του Αιτητή, οι συγκεντρώσεις και οι διαμαρτυρίες απαγορεύονται και οι δυνάμεις ασφαλείας «καταστέλλουν βίαια» εκείνες που λαμβάνουν χώρα, και ειδικότερα αυτές που διεξάγονται στις έκρυθμές περιοχές ενώ υπάρχουν «περιορισμοί στο δικαίωμα στην ειρηνική διαμαρτυρία και αυξημένη λογοκρισία των πολιτικών μέσων ενημέρωσης και των ακτιβιστών», σε άτομα που επικρίνουν την κυβέρνηση. Το Δικαστήριο προβαίνοντας σε περαιτέρω έρευνα προκειμένου να διερευνηθούν οι συνθήκες που αντιμετώπισε ο Αιτητής κατά την υπό εξέταση χρονική περίοδο διαπιστώνει ότι εκ της διενεργηθείσας έρευνας, ανευρέθη άρθρο του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το έτος που αφορά τα εξιστορισθέντα περιστατικά, το οποίο επιβεβαιώνει ότι η αστυνομία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εκτόξευσε πραγματικά πυρά, σκοτώνοντας ένα άτομο, για να διαλύσει τις διαδηλώσεις της αντιπολίτευσης στις 30 Ιουνίου 2019. Χρησιμοποίησαν επίσης δακρυγόνα, ξυλοδαρμούς και αυθαίρετες συλλήψεις κατά διαδηλωτών στην Kinshasa, την πρωτεύουσα και την ανατολική πόλη Goma[4]. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι στην Kinshasa, μικρές ομάδες προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν πορεία σε ορισμένα σημεία της πόλης, αλλά η αστυνομία τις διέλυσε γρήγορα, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις εκτόξευσε δακρυγόνα και ξυλοκόπησε διαδηλωτές. Προφανώς για να σταματήσει την πορεία, η αστυνομία τρύπησε τα λάστιχα δύο ηγετών της Lamuka, του Fayulu και του Adolphe Muzito[5].

Η ίδια πηγή αναφέρει σε έτερο άρθρο της ότι στις 10 Ιανουαρίου 2019, η ελεγχόμενη από το κράτος εκλογική επιτροπή του Κονγκό, ήτοι η Ανεξάρτητη Εθνική Εκλογική Επιτροπή (CENI), ανακήρυξε προσωρινά πρόεδρο τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης Tshisekedi. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία που διέρρευσαν από την επιτροπή και την αποστολή παρατηρητών της Καθολικής Εκκλησίας που έδειξαν ότι ένας άλλος υποψήφιος της αντιπολίτευσης, ο Martin Fayulu, κέρδισε περίπου το 60 τοις εκατό των ψήφων. Οι υποστηρικτές του Fayulu από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών κομμάτων ξεκίνησαν διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις σε όλο το Κονγκό, ενώ ορισμένοι διαδηλωτές συμμετείχαν σε βία, οι δε δυνάμεις ασφαλείας απάντησαν με υπερβολική βία, συμπεριλαμβανομένης της περιττής θανατηφόρας βίας[6].

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, ναι μεν προκύπτει ότι τα μέλη του συνασπισμού της αντιπολίτευσης Lamuka αντιμετώπισαν τον κρινόμενο χρόνο πλήθος παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους και βρέθηκαν αντιμέτωποι με περιστατικά συλλήψεων και ξυλοδαρμών λόγω των πολιτικών εντάσεων στην Kinshasa, πλην όμως εκ της διενεργηθείσας έρευνας δεν προέκυψαν στοιχεία τα οποία vα συνηγορούν υπέρ του Αιτητή ότι οι συλληφθέντες κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων εκτελέστηκαν ή και εξαφανίστηκαν κατόπιν εντολής της κυβέρνησης, όπως ο Αιτητής ανέφερε. Σε κάθε περίπτωση, έκθεση του Home Office το 2022, αναφέρει ότι σε γενικές γραμμές, τα απλά μέλη των κομμάτων τα οποία αντίκεινται στην κυβέρνηση Tshisekedi είναι απίθανο να κινδυνεύσουν από δίωξη. Επιπλέον, το Al Jazeera σημειώνει ότι σε ένα ταξίδι του Φεβρουαρίου 2019 στη Δημοκρατία του Κονγκό, ο Tshisekedi "προέτρεψε δεκάδες χιλιάδες πολιτικούς εξόριστους να επιστρέψουν" στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Σημειώθηκε βελτίωση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη ΛΔΚ, η οποία απέχει πολύ από την καταστολή των διαδηλώσεων, τις αυθαίρετες συλλήψεις ή τις εξωδικαστικές εκτελέσεις της εποχής του Κabila. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών δεν συλλαμβάνει πλέον άτομα για τις απόψεις τους ή για ορισμένα πολιτικά αδικήματα. Σημειώθηκε μείωση των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που οφείλεται κυρίως στη μείωση του αριθμού των παραβιάσεων αυτών που αποδίδονται στις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας, αλλά και στη μείωση του αριθμού των παραβιάσεων που αποδίδονται στις ένοπλες ομάδες Ωστόσο, οι αντίπαλοι υψηλού προφίλ μπορεί, σε ορισμένες πλην περιορισμένες περιστάσεις, να διατρέξουν κίνδυνο[7].

Ως εκ τούτου, συνδυάζοντας τις ανωτέρω πληροφορίες, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εξωτερικά μη αξιόπιστο καθώς πουθενά δεν προέκυψαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν ότι η κυβέρνηση Tashkendi διέταξε τη σύλληψη μελών του κόμματος ECIDE τα οποία συνελήφθησαν κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων το 2019, ενώ οι πηγές αναφέρουν ότι πιθανές περαιτέρω στοχοποιήσεις έχουν ως στόχο άτομα υψηλού πολιτικού προφίλ.

Σε κάθε περίπτωση όμως, βασιζόμενο στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού και διαπιστώνοντας ότι οι ελάχιστες πληροφορίες που επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές φρονώ ότι δεν επαρκούν προκειμένου να θεμελιωθεί η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Στο σύνολό του, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστο, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει βιωματικό περιστατικό.

Η εξωτερική αξιοπιστία σχετίζεται με τη συνάφεια μεταξύ των ισχυρισμών του αιτούντος (όπως αναφέρεται στην προσωπική τους συνέντευξη, κατά την ακρόαση ή/και σε άλλες δηλώσεις) και γενικά γνωστές πληροφορίες αναφορικά με την χώρα καταγωγής του. Στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο γ) οδηγία 2011/95/EE (αναδιατύπωση) υπάρχει ότι «οι δηλώσεις του αιτούντος […] δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του […]» Επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής έμπρακτα προκύπτει από την έρευνα που διεξήγαν οι Καθ’ων η Αίτηση επί της κατάσταση που επικρατεί στην χώρα καταγωγής του σε συνάρτηση με τις δηλώσεις του ότι δεν βρίσκουν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες. Ως εκ τούτου δεν θεμελιώνεται ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και συνεπώς αυτός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι στην παρούσα υπόθεση ότι ο φόβος δίωξης του Αιτητή εδράζεται στον πέμπτο λόγο που προβλέπει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι λόγω των πολιτικών αντιλήψεων/πεποιθήσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 3Δ(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο μετέφερε το περιεχόμενο του άρθρου 10(1)(ε) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση):

«Η έννοια των πολιτικών πεποιθήσεων περιλαμβάνει ιδίως την υποστήριξη άποψης, ιδέας ή πεποιθήσεως επί ζητήματος που σχετίζεται με τους, ενδεχόμενους φορείς δίωξης που καθορίζονται στο άρθρο 3Α και με τις πολιτικές ή τις μεθόδους τους, ανεξαρτήτως του εάν ο Αιτητής έχει εκδηλώσει εμπράκτως την εν λόγω άποψη, ιδέα ή πεποίθηση.»

Έχει λεχθεί ότι πολιτική πεποίθηση μπορεί να συνιστά «κάθε γνώμη σε οποιοδήποτε θέμα στο οποίο ενδέχεται να εμπλέκεται ο κρατικός, κυβερνητικός και πολιτικός μηχανισμός» (Hathaway and Foster "The Law of Refugee Status»CUP, 2014, σελ. 406). Η ερμηνεία του όρου «πολιτικές πεποιθήσεις» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως, έχοντας κατά νου ότι στόχος της προστασίας συγκεκριμένων ομάδων προσώπων, ήταν να κατοχυρώνεται το δικαίωμα ελευθερίας σκέψης και συνείδησης, γνώμης και έκφρασης.  Ως εκ τούτου, πράξεις μπορούν να θεωρούνται πολιτικές σε μια χώρα ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να είναι χαμηλού πολιτικού επιπέδου ή όχι εμφανώς πολιτικού χαρακτήρα (βλ. EASO«Δικαστική ανάλυση - Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», 2018, σελ.60).

Δεδομένου ότι σε ό,τι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του Αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του Αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με τον δεύτερο παραδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή περί δίωξης του στην βάση τον πολιτικών του πεποιθήσεων ως χαμηλόβαθμο μέλος του κόμματος ECIDE, λαμβανομένου ότι το παρών δικαστήριο ενόψει της δικαιοδοσίας του (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018). σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, δίνατε να προέβη σε δική του έρευνα (βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση)], με τα ακόλουθα ευρήματα :

Αναφορικά με παραβιάσεις του δημοκρατικού χώρου το Freedom House (FH) στην έκθεσή τους, Freedom in the world 2023- Democratic Δημοκρατία του Κονγκό, που δημοσιεύθηκε το 2023 σημείωσε «Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης και οι υποστηρικτές συχνά εκφοβίζονται και αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην κίνηση και δικαιώματα εκστρατείας ή διοργάνωσης δημόσιων εκδηλώσεων».[8]

Ο Γενικός Επίτροπος του Βελγίου για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες Έκθεση (CGRS), Πολιτική κατάσταση, με ημερομηνία 25 Νοεμβρίου 2022, με βάση τη μετάφραση από τα γαλλικά στα αγγλικά χρησιμοποιώντας το εργαλείο μετάφρασης Bing, σημειώνεται «Από την ίδρυση του USN, έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές διαδηλώσεις που οργανώθηκαν στην Kinshasa από την αντιπολίτευση και την κοινωνία των πολιτών. Ενώ μερικές από τις ενέργειές τους ήταν ειρηνικές, άλλες, εξουσιοδοτημένες ή μη από τις αρχές, κάποιες διαλύθηκαν από την αστυνομία, η οποία χρησιμοποιούσε τακτικά δακρυγόνα. Κατά τη διάρκεια αυτών των αστυνομικών επεμβάσεις, ακτιβιστές τραυματίστηκαν και άλλοι συνελήφθησαν. Οι αστυνομικές παρεμβάσεις περιορίστηκαν σε συγκεκριμένες στιγμές και σε συγκεκριμένα πλαίσια (καθίσματα τα οποία απαιτούν τον τερματισμό των σφαγών στα ανατολικά της χώρας, ΛΔΚ/Ρουάντα σχέσεις, κριτική στη σύνθεση της Ανεξάρτητης Εθνικής Εκλογικής Επιτροπή (CENI) και τη διοργάνωση των επόμενων εκλογών από αυτό ίδρυμα κ.λπ.).Όσον αφορά στη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, οι πηγές δεν αναφέρουν σημαντική βία και η κατάσταση παρέμεινε σταθερή στο πρωτεύουσα του Κονγκό.» [9]

Η έκθεση UNJHRO 2022 σημείωσε στην υποσημείωση 32 ότι: «Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς,  δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στοχοποιούνται τακτικά από αυθαίρετες συλλήψεις και άλλες παραβιάσεις και καταχρήσεις. Παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών που σχετίζονται με τον δημοκρατικό χώρο έχουν οδηγήσει σε συνολικά 580 θύματα από την 1η Ιανουαρίου έως τις 30 Δεκεμβρίου 2022. Από αυτά τα θύματα, τα 187 ήταν από την κοινωνία των πολιτών (άνθρωποι υπερασπιστές δικαιωμάτων, μέλη ΜΚΟ), 79 ήταν μέλη πολιτικών κομμάτων, 180 ήταν δημοσιογράφοι και άλλα μέλη των ΜΜΕ και 206 ήταν πρόσωπα χωρίς συγκεκριμένη σχέση.» Σημειώνουν όμως ότι ως επί το πλείστο οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που σχετίζονται με τον δημοκρατικό χώρο που καταγράφηκαν από την UNJHRO σημειώθηκαν κυρίως στο Βόρειο Κίβου (122 παραβιάσεις και καταχρήσεις), Νότιο Kivu (42 παραβιάσεις και καταχρήσεις), Tanganyika (37 παραβιάσεις και καταχρήσεις), Haut-Katanga (30 παραβιάσεις), Kinshasa (25 παραβιάσεις), Lualaba (19 παραβιάσεις), Kasai (18 παραβιάσεις) KasaiCentral (17 παραβιάσεις), Haut-Lomami (δέκα παραβιάσεις), Ιτούρι (επτά παραβιάσεις και καταχρήσεις), Kasai Oriental (οκτώ παραβάσεις), Maniema (έξι παραβιάσεις), Ισημερινός (τέσσερις παραβάσεις), Tshopo (τέσσερις παραβιάσεις), Tshuapa (τρεις παραβιάσεις), Haut-Uélé (τρεις παραβιάσεις), Kwilu (δύο παραβιάσεις) και Lomami (μία παράβαση).».[10]

Η εν λόγω έκθεση αναφέρει ότι από αυτές τις παραβιάσεις και καταχρήσεις, το 85% διαπράχθηκαν σε επαρχίες που επλήγησαν από την ένοπλη σύγκρουση. Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, οι επαρχίες του Βόρειου Κίβου (3.141), Ιτούρι (869), Νότιο Κίβου (543) και Τανγκανίκα (495) είναι εκείνες όπου ο μεγαλύτερος αριθμός παραβιάσεων και παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν τεκμηριωμένος.

Σε άλλη έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών[11]  υπήρξαν αναφορές για πολιτικούς κρατούμενους κατά τη διάρκεια του έτους 2022, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από άτομα που συνελήφθησαν βάσει της νομοθεσίας περί συκοφαντικής δυσφήμισης επειδή επέκριναν τις ενέργειες κυβερνητικών αξιωματούχων. Στα τέλη Ιουλίου και αρχές Αυγούστου, αρκετά μέλη και υποστηρικτές του κόμματος της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν στην Kinshasa με ξεχωριστές κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση, δημόσια προσβολή και διάδοση ψευδών φημών. Για παράδειγμα, στις 9 Αυγούστου, ο πρώην επικεφαλής του πολιτικού κόμματος του προέδρου, Ένωση για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Πρόοδο, Jean-Marc Kabund, συνελήφθη με την κατηγορία της περιφρόνησης του αρχηγού του κράτους και της συκοφαντικής δυσφήμισης και της διάδοσης ψευδών φημών για δηλώσεις του που έκανε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στις 18 Ιουλίου, στην οποία χαρακτήρισε τον Πρόεδρο Tshisekedi «ανεύθυνο» και «δημόσιο κίνδυνο» και κατηγόρησε κυβερνητικούς αξιωματούχους για ψέματα, χειραγώγηση, υπεξαίρεση δημοσίων πόρων και διαφθορά. Από τον Νοέμβριο, ο Kabund παρέμενε στην κεντρική φυλακή Makala, παρά την απόφαση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου στις 12 Αυγούστου, σύμφωνα με την οποία ο Kabund είχε τεθεί σε κατ' οίκον περιορισμό. Η δίκη του Kabund ξεκίνησε στις 5 Σεπτεμβρίου στο Ακυρωτικό Δικαστήριο και παρέμεινε σε εκκρεμότητα. Οι αξιωματούχοι, ιδιαίτερα στις επαρχίες που βρίσκονταν υπό πολιορκία, χρησιμοποιούσαν συνήθως τις κατηγορίες της περιφρόνησης, της συκοφαντικής δυσφήμισης, της διάδοσης ψευδών φημών και της δημόσιας προσβολής κατά ατόμων που επικρίνουν την κυβέρνηση. Τουλάχιστον πέντε επαρχιακοί και εθνικοί πολιτικοί συνελήφθησαν στο Βόρειο Κίβου και το Ιτούρι επειδή επέκριναν την κατάσταση της πολιορκίας στις δύο επαρχίες. Τον Νοέμβριο του 2021, πράκτορες του ANR συνέλαβαν τον Luc Malembe, εκπρόσωπο του αντιπολιτευόμενου κόμματος Engagement for Citizenship and Development (ECIDe), με την κατηγορία της διάδοσης ψευδών φημών, αφού έκανε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια δημοσίευση που επέκρινε την κατάσταση της πολιορκίας. Μετά από επτά μήνες κράτησης, δικαστής του πολιτικού δικαστηρίου απάλλαξε τον Μαλέμπε από τις κατηγορίες.

Από τις ως άνω αναφερθείσες πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του Αιτητή προκύπτει ότι άτομα που έχουν σημαντικό και ορατό προφίλ (αρχηγοί, υπεύθυνοι γραφείων και εκπρόσωποι, δημοσιογράφοι και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων), και ειδικότερα στις επαρχίες που επλήγησαν από την ένοπλη σύγκρουση, ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο κατά την επιστροφή στη ΛΔΚ. Εντούτοις, χαμηλόβαθμα μέλη πολιτικών κομμάτων χωρίς ενεργή συμμετοχή είναι απίθανο να εμπίπτουν σε αυτό το προφίλ ατόμων που ενδέχεται να κινδυνεύσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στην ΛΔΚ.

Σε κάθε περίπτωση φρονώ ότι ο Αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο να συλληφθεί από τις αρχές σε περίπτωση επιστροφής του ως χαμηλόβαθμό μέλος του κόμματος ECIDE, αλλά ούτε προκύπτει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του σε περίπτωση επιστροφής του λόγω της πολιτικής του συμμετοχής σε κάποιας διαδήλωση υπέρ του υποψηφίου Fayulu και κατά της κυβέρνησης, αλλά ούτε και οποιασδήποτε στοχοποίησης του λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.

Επίσης, δεν στοιχειοθετείται από τα ενώπιον μου στοιχεία και επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής δια μέσου της γραπτής του αγόρευσης ότι πρόκειται για άτομο με σοβαρό πολιτικό ή και ακτιβιστικό προφίλ το οποίο θα επισέλθει στην αντίληψη των αρχών σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του. Απεναντίας, παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί του δεν καταδεικνύουν ότι αυτός υπήρξε πολιτικοποιημένο πρόσωπο και/ή με πολιτικό προφίλ, τέτοιο που να προκαλέσει αρνητικά το ενδιαφέρον των πολιτικών αντιπάλων. Το να λαμβάνει μέρος κάποιος σε κάποια διαδήλωση  στην ΛΔΚ δεν συνιστά αυτόματα ότι το εν λόγω άτομο κατέχει ορατό πολικό προφίλ. Παράλληλα, και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να εκφράσει τις πεποιθήσεις που είχε, οι οποίες δεν είναι ανεκτές από τις αρχές ή την κοινωνία και οι οποίες επικρίνουν τις πολιτικές της κυβέρνησης, αλλά ούτε πώς αυτές «οι πεποιθήσεις έχουν ήδη υποπέσει ή θα μπορούσαν να υποπέσουν στην αντίληψη των αρχών ή των ενδιαφερόμενων μερών της κοινωνίας ή ότι αποδίδονται στον αιτούντα άσυλο»[12].

Για να αποδειχθεί ότι ο Αιτητής κινδυνεύει λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων θα πρέπει να αποδείξει την ενεργή δράση του στην παράταξη που βρίσκεται ενάντια στο κυβερνόν κόμμα και τη στοχοποίηση του, πράγμα το οποίο δεν κατάφερε να αποδείξει ο Αιτητής. Στην παράγραφο 80 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, του Ύπατου αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, αναφέρονται τα εξής:

«80. Το να έχει κάποιος πολιτικές απόψεις διαφορετικές από εκείνες της κυβέρνησης δεν συνιστά από μόνο του λόγο για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα και ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι εξαιτίας αυτών των απόψεων έχει φόβο δίωξης. Τούτο προϋποθέτει ότι ο αιτών εκφράζει απόψεις που δεν είναι ανεκτές από τις αρχές, επειδή συνιστούν κριτική στην πολιτική ή στις μεθόδους τους. Προϋποθέτει επίσης ότι οι αρχές έχουν πληροφορηθεί τις απόψεις του συγκεκριμένου προσώπου ή ότι του αποδίδουν τέτοιες απόψεις. Οι πολιτικές απόψεις ενός διδασκάλου ή ενός συγγραφέα είναι ενδεχομένως περισσότερο έκδηλες από εκείνες ενός προσώπου που είναι λιγότερο δημόσια εκτεθειμένο. Η σχετική σημασία ή απήχηση των απόψεων του αιτούντος όπως διαπιστώνεται κάθε φορά με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης είναι επίσης καθοριστική.»

Φρονώ – όπως εξάλλου διαφαίνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου έκθεσής – εισήγηση ότι οι Καθ’ων η Αίτηση διαπίστωσαν τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία και στη συνέχεια προέβησαν σε νομική εκτίμηση των εν λόγω πραγματικών περιστατικών συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του Αιτητή πριν καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα κατά την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας και ορθώς έκριναν στην συνέχεια τον Αιτητή αναξιόπιστο αναφορικά με την πολιτική του δράση, όπως επίσης αναφορικά με τη συμμετοχή του σε μια διαδήλωση και την μετέπειτα σύλληψη του λόγω αυτής. 

Ο Αιτητής φέρει αρχικά το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του που θεμελιώνουν το αίτημα του για διεθνή προστασία – σύμφωνα εξάλλου και με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(Ι)/2000). Αυτό συνεπάγει ότι ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει πραγματική ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του για ότι υπήρξε θύμα πολιτικής ή άλλης δίωξης στην χώρα καταγωγής του ώστε να πληροί με βάση τα πραγματικά περιστατικά τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί φυσικά την υποχρέωση των αρμόδιων οργάνων να συνεργάζονται με τον εκάστοτε Αιτητή και να συλλέγουν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής των Αιτητών, για να έχουν πραγματική εικόνα της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα καταγωγής τους και για να μπορούν να συνεκτιμήσουν όλα τα στοιχεία που αφορούν την κάθε περίπτωση, ώστε να καταλήξουν σε ασφαλή συμπεράσματα κατά την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας (βλ. Υπόθεση C-277/11, Μ.Μ., 22 Νοεμβρίου 2012, (σκέψεις 63 έως 68). Ωστόσο ο Αιτητής θα να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. (βλ. πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016)

Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι όπως προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλλει όλα τα διαθέσιμα από αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/ και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον Αιτητή κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής.[13] Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώνται την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου ότι ορθώς η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγινε αποδεκτή, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη και να διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Στη βάση των ανωτέρω, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά τον ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτός δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). Συνεπακόλουθα, δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί δίωξη από τις αρχές της χώρας του οι οποίες είναι και με βάση τα λεγόμενα του ο φορέας δίωξης του για τις πολιτικές του αντιλήψεις ως χαμηλόβαθμό μέλος του πολιτικού κόμματος ECIDE, επομένως δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στις πράξεις δίωξης και ενός εκ των λόγων δίωξης που αναφέρονται στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για τους Πρόσφυγες (Άρθρο 1 Α).

Εξετάζοντας την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, όλο το υλικό που εμπεριέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα όλο το υλικό ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Στη βάση των ισχυρισμών του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτός δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τις αρχές της χώρας του ούτε και στη βάση του ότι είναι χαμηλόβαθμο μέλος του κόμματος ECIDE. Ο Αιτητής δεν ανέτρεψε ενώπιον μου τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση ως αυτά αναλύονται στην έκθεση/ εισήγηση τους. Οι γενικές αναφορές του συνηγόρου του Αιτητή ότι στην χώρα καταγωγής του καταστέλλονται διαμαρτυρίες δεν καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής ήταν εσωτερικά αξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του ότι έλαβε μέρος στις εν λόγω διαδηλώσεις, καθότι δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με σαφήνεια και ευλογοφάνεια, τόσο αναφορικά με τα γεγονότα που σχετίζονται με την συμμετοχή του, όσο και το πώς στοχοποιήθηκε ως χαμηλόβαθμό μέλος του κόμματος ECIDE. Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει αντικειμενικώς αιτιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Δεν τεκμηριώνεται επίσης επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν εξακριβώνει, αλλά ούτε και από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση δεν προκύπτει από το προαναφερθέν ιστορικό του Αιτητή, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφάλειας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι περίπου 120 ένοπλες ομάδες δραστηριοποιούνταν στις επαρχίες Ituri, Βόρειο Kivu, Νότιο Kivu και Tanganyika του ανατολικού Κονγκό, συμπεριλαμβανομένων πολλών ομάδων με μαχητές από τις γειτονικές Ρουάντα, Ουγκάντα ​​και Μπουρούντι. Πολλοί από τους διοικητές τους έχουν εμπλακεί σε εγκλήματα πολέμου, όπως σφαγές, σεξουαλική βία, στρατολόγηση παιδιών, λεηλασίες και επιθέσεις σε σχολεία και νοσοκομεία.

Διάφορες ένοπλες ομάδες, ορισμένες εκ των οποίων άγνωστες, σκότωσαν τουλάχιστον 2.446 αμάχους στις επαρχίες Νότιο Kivu, Βόρειο Kivu και Ituri, από τον Ιανουάριο έως τα τέλη Οκτωβρίου 2022, σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξε το Kivu Security Tracker, το οποίο καταγράφει τη βία στο ανατολικό Κονγκό. Αυτό περιλαμβάνει τουλάχιστον 155 πολίτες που σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας της ΛΔΚ. Οι κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις της ΛΔΚ και της Ουγκάντα ​​κατά των Συμμαχικών Δημοκρατικών Δυνάμεων (ADF), μιας ένοπλης ομάδας υπό την ηγεσία της Ουγκάντα ​​με δεσμούς με την εξτρεμιστική ένοπλη οργάνωση «Ισλαμικό Κράτος» (ISIS), δεν σταμάτησαν τις θανατηφόρες επιθέσεις του ADF εναντίον αμάχων στο Βόρειο Kivu και Ituri. Στο Βόρειο Kivu, η ομάδα ανταρτών M23 επιτέθηκε στις θέσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων κοντά στην Goma. Υπεύθυνοι για εκτεταμένες καταχρήσεις το 2012 και το 2013, συμπεριλαμβανομένων εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, οι αντάρτες του M23 σκότωσαν σκόπιμα τουλάχιστον 29 αμάχους σε περιοχές υπό τον έλεγχό τους τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, και δεκάδες άλλους μέχρι το τέλος του έτους.

Σε μια εμπιστευτική έκθεση προς το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που διέρρευσε στα μέσα ενημέρωσης τον Αύγουστο, η Ομάδα Εμπειρογνωμόνων του ΟΗΕ για την ΛΔΚ βρήκε «βάσιμα στοιχεία» ότι οι δυνάμεις της Ρουάντα παρέχουν άμεση υποστήριξη στους μαχητές του M23. Η Ρουάντα, ωστόσο, αρνήθηκε αυτές τις κατηγορίες. Οι χώρες της Κοινότητας της Ανατολικής Αφρικής (EAC), στην οποία εντάχθηκε το Κονγκό τον Απρίλιο, συμφώνησαν να δημιουργήσουν μια περιφερειακή δύναμη για την καταπολέμηση των ενόπλων ομάδων στο ανατολικό Κονγκό. Στα τέλη Απριλίου και αρχές Δεκεμβρίου, η Κένυα φιλοξένησε συνομιλίες μεταξύ της κυβέρνησης του Κονγκό και αρκετών ένοπλων ομάδων με στόχο την εξασφάλιση της παράδοσης και της αποστράτευσης των μαχητών. πολλές χιλιάδες παραδομένων μαχητών από διάφορες ένοπλες ομάδες δεν συνελήφθησαν από τις αρχές μέσω του προγράμματος αποστράτευσης, με αποτέλεσμα πολλοί να επιστρέψουν στις ένοπλες ομάδες.

Τον Ιούλιο, ξέσπασε βία στο Kwamouth, στη δυτική επαρχία Mai-Ndombe, μεταξύ των εθνοτικών κοινοτήτων Teke και Yaka σχετικά με τη γη και τα εθιμικά δικαιώματα. Σύμφωνα με πληροφορίες, δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν και χιλιάδες εκτοπίστηκαν. Μια κυβερνητική αντιπροσωπεία υψηλού προφίλ επισκέφθηκε την περιοχή τον Αύγουστο και στρατιώτες του Κονγκό αναπτύχθηκαν για να ενισχύσουν την ασφάλεια.[14]

Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον μη κρατικών ένοπλων ομάδων.[15] Ωστόσο, οι ένοπλες αυτές συγκρούσεις είναι περιορισμένες τοπικά μόνο σε ορισμένες περιοχές της χώρας, οι οποίες απέχουν από τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πρωτεύουσα Kinshasa.

Συγκεκριμένα, ως προς την πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας του τόπου συνήθους διαμονής του Αιτητή, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[16] Ωστόσο, για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σημειωτέον ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project)[17], για το χρονικό διάστημα 04/08/2022 έως 04/08/2023, στην περιοχή της Kinshasa έχουν καταγραφεί 104 περιστατικά με 59 απώλειες. Εξ' αυτών, 6 καταγράφηκαν ως μάχες (με 7 απώλειες), 22 ως περιστατικά βίας κατά αμάχων (με 51 απώλειες), 25 ως εξεγέρσεις (με 1 απώλεια) και 51 ως διαμαρτυρίες (καμία απώλεια), ενώ δεν καταγράφηκαν καθόλου περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης χρήσης βίας. Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020.[18] Ως εκ τούτου, ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων – σε συνδυασμό πάντα με άλλες πηγές  συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ενόψει των ανωτέρω και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και παραθέτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).

Από τους προβληθέντες δεκτούς ισχυρισμούς φρονώ ότι δεν μπορεί να υπαχθεί ο Αιτητής στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, δεν συντρέχει κανένας λόγος για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1] Βλ. ‘Operating Plan Agreed by EASO and The Republic of Cyprus’, December 2020, Valletta Harbour and Nicosia, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/CY_OP2021_for_signature.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 13/10/2023).

[2] Το ονοματεπώνυμο παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[3] RB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of the Congo: Situation and treatment of human rights defenders by authorities; state protection (2021–March 2023) [COD201411.E], 29 March 2023

[4] HRW, DR Congo: Police Fire on, Beat Protesters, July 2019, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2019/07/04/dr-congo-police-fire-beat-protesters, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/12/2023).

[5] Όπ.π.

[6] HRW, DR Congo: Post-Election Killings Test New President, February 2019, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2019/02/14/dr-congo-post-election-killings-test-new-president, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/12/2023).

[7] Home Office, Country Policy and Information Note, DRC: Opposition to the government, November 2022, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2100648/COD+CPIN+Opposition+to+the+Government.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/12/2023).

[8] FH, ‘Freedom in the world 2023- Democratic republic of Congo’, (Section B), 2023

[9] CGRS, ‘Political situation’, (paragraph 6), 25 November 2022

[10] UNITED NATIONS JOINT HUMAN RIGHTS OFFICE IN THE DRC Analysis of the human rights situation 2022

[11] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html 

[12] Κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας αναφορικά με τη Δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1 Α (2) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων

[13] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[14] Human Rights Watch (2023), 'World Report 2023: Democratic Republic of Congo', available at: https://www.hrw.org/world-report/2023/country-chapters/democratic-republic-congo#36e273 , Security Council Report (March 2023), 'Democratic Republic of Congo, March 2023', available at: https://www.securitycouncilreport.org/monthly-forecast/2023-03/democratic-republic-of-the-congo-20.php , ReliefWeb (2023),'Deteriorating Security Situation in Eastern DRC Dramatically Impacts Children', available at: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/deteriorating-security-situation-eastern-drc-dramatically-impacts-children (τελευταία προσπέλαση στις 17/08/2023).

[15] RULAC (February 2023), 'Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo', available at: https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse5accord (τελευταία προσπέλαση στις 17/08/2023).

[16] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, διαθέσιμο στη διεύθυνση:https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th , UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7b65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7d/s_res_2641.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (τελευταία προσπέλαση στις 17/08/2023).

[17] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Country View, Event Date: 04/08/2022 - 04/08/2023, Event Type: Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote Violence; Riots; Protests, Region: Democratic Republic of Congo, Kinshasa], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/08/2023).

[18] City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces: Kinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/08/2023).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο