ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.8221/21

 

26 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Μ. Ν.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για αιτητή

Κα Α. Αριστείδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.24/11/21, η οποία κοινοποιήθηκε στις 26/11/21, και δια της οποίας να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ο αιτητής ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή ως δικαιούχος προστασίας από την επαναπροώθηση του στη χώρα καταγωγής του (Αιτητικά Α, Β και Γ, αντίστοιχα). Δια του Αιτητικού Δ ζητείται παρεμπίπτον έλεγχος της νομιμότητας της Κ.Δ.Π. 198/2020, δια της οποίας ορίστηκε η Σενεγάλη ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Σενεγάλη, εισήλθε στη Δημοκρατία παρατύπως, μέσω θαλάσσης, στις 29/11/18 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 04/12/18 (ερ.1-3, 11-13, 52).

Στις 29/09/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.37-52). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 09/11/21, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε (ερ.64-74).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός στις 26/11/21 και του μεταφράστηκε στη γαλλική, γλώσσα κατανοητή σ’ αυτόν, μαζί με την σχετική αιτιολογία (ερ.78-79, 2).

Στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του θανάτου του γιού του.  Πρόθεσή του, ως αναφέρει, ήταν να διαφύγει στην Ιταλία, κατόπιν παρότρυνσης κάποιών ανθρώπων που γνώρισε, αλλά εντέλει τον άφησαν στις ακτές της Κύπρου.

Κατά τη συνέντευξή του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η κυβέρνηση της χώρας του εσφαλμένα τον θεωρεί μέλος του επαναστατικού κινήματος του Salif Sadio και γι’ αυτό θέλει να τον σκοτώσει. Ως ανέφερε, η Κυβέρνηση έχει ήδη σκοτώσει τον γιο και τον αδερφό του και φοβάται πως ο επόμενος στόχος είναι ο ίδιος. Εξήγησε επί τούτου πως στο Casamance, περιοχή διαμονής του εξ ανέκαθεν, εδώ και πολύ καιρό «οι άνθρωποι πολεμούν για την ελευθερία τους και η Κυβέρνηση τους σκοτώνει». Ο ίδιος μάλιστα ο Salif Sadio, ηγέτης των αυτονομιστών, διέφυγε στην Γαλλία για να γλιτώσει.

Αναφορικά με τον θάνατο του γιού του ο αιτητής ανέφερε ότι αυτός δολοφονήθηκε από την Κυβέρνηση στις 15/05/18, στην περιοχή Thiongosy του Casamance, τη στιγμή που βρισκόταν στον δρόμο. Ο αιτητής ενημερώθηκε για τον θάνατό του από περαστικούς που έσπευσαν στο σημείο και μόλις έφτασε και ο ίδιος διαπίστωσε πως ο γιός του χτυπήθηκε με σφαίρα στην περιοχή της κοιλιάς και κατέληξε ακαριαία. Ερωτηθείς πως γνώριζε ότι ο γιός του πυροβολήθηκε από κυβερνητικούς, απάτησε ότι δεν είδε τους δράστες μεν αλλά υποθέτει ότι τον σκότωσαν επειδή υποπτεύθηκαν ότι συνεργάζεται με τον Salif Sadio και πως η δολοφονία υποστηρικτών του Salif Sadio και όσων επιθυμούν ή συντάσσονται με το κίνημα για την αυτονόμηση της περιοχής Casamance αποτελεί συνήθη τακτική της Κυβέρνησης.

Περαιτέρω, όταν ζητήθηκε από τον αιτητή να εξηγήσει την πολιτική ταυτότητα τόσο του ιδίου όσο και του γιού του, αυτός ανέφερε ότι ήθελαν την αυτονόμηση του Casamance και συμμετείχαν σε πορείες για τον σκοπό αυτό, στις οποίες συζητούσαν ανοιχτά για αυτά τα ζητήματα. Ως ανέφερε, ακόμα και η ίδια η συμμετοχή σε πορείες για την απελευθέρωση του Casamance απαγορευόταν από τη Κυβέρνηση και ήταν συχνά αιτία η αστυνομία να βιαιοπραγήσει, συλλάβει, βασανίσει, φυλακίσει ή και σκοτώσει συμμετέχοντες. Τόνισε δε πως δεν ήταν οι ίδιοι που οργάνωναν τις πορείες και ποτέ δεν έχουν συλληφθεί από τις αρχές. Όσο για τον Salif Sadio, επικεφαλής των επαναστατών (rebels), δεν τον γνώριζαν προσωπικά ούτε είχαν οποιαδήποτε σχέση μαζί του. 

Αναφορικά με την δολοφονία του αδερφού του ο αιτητής ανέφερε πως σκοτώθηκε από την Κυβέρνηση το έτος 2013, όταν οι κρατικές δυνάμεις επιτέθηκαν σε πλήθος ανθρώπων στο Casamance προκαλώντας τον θάνατο πολλών. Εν συνεχεία ανέφερε πως η δυνάμεις της κυβέρνησης επιτίθεται αδιακρίτως κατά κατοίκων της περιοχής αλλά και στοχευμένα σε όσους διασπείρουν μηνύματα ελευθερίας. Οποιοσδήποτε «υψώνει την φωνή του να μιλήσει», θεωρείται από την κυβέρνηση ως επαναστάτης και αποσχιστής, με αποτέλεσμα να πεθαίνει, ως ανέφερε.

Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα κατόπιν παρότρυνσης ενός γείτονα ο οποίος του είπε πως θα ήταν ο επόμενος στόχος της Κυβέρνησης αν δεν έφευγε από την χώρα. Ερωτηθείς, για ποιόν λόγο εγκατέλειψε την χώρα πέντε μήνες μετά την δολοφονία του γιού του, απάντησε πως προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα οικονομικά μέσα για να διαφύγει και πως κρατούσε χαμηλό προφίλ  στις συναναστροφές του. Τέλος, κληθείς να εξηγήσει γιατί η Κυβέρνηση δεν τον στοχοποίησε στο διάστημα αυτό, ο αιτητής υποστήριξε πως, ως εικάζει, οι επιθέσεις από την κυβέρνηση είναι κάτι που θέλει χρόνο, προετοιμασία, μυστικότητα και σχεδιασμό, γιατί η κυβέρνηση θέλει να καλύπτει τα ίχνη της.

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του αφηγήματος του αιτητή εντόπισαν και εξέτασαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και χώρα προέλευσης του αιτητή ήτοι ότι είναι υπήκοος της Σενεγάλης και διέμενε στην περιοχή Casamance

2.    Ο αιτητής θεωρείται από τη κυβέρνηση επαναστάτης (rebel) στο Casamance και για τον ίδιο λόγο σκότωσαν τον γιό και τον αδερφό του

Επί των ως άνω κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του 1ου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού και ως εκ τούτου έγινε αποδεκτό.

Αναφορικά με το 2ο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, κρίθηκε ότι, παρότι οι δηλώσεις του αιτητή ήταν σε γενικές γραμμές σύμφωνες με πληροφορίες από αξιόπιστες πηγές αναφορικά με την ύπαρξη χρόνιας αντιπαράθεσης των κυβερνητικών δυνάμεων με δυνάμεις αυτονομιστών και παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων εκατέρωθεν, δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία, καθότι οι δηλώσεις του αιτητή χαρακτηρίζονταν από ασάφεια, έλλειψη συνοχής και λεπτομερειών.

Ως και στην επίδικη έκθεση καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, το αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει κενά σε καίρια σημεία του και στερείται βιωματικών λεπτομερειών αναφορικά με σημαντικά κομμάτια του ιστορικού του. Συγκεκριμένα κρίθηκε ότι ο αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις καθότι από την μία δήλωσε πως συμμετείχε σε πορείες ενώ αργότερα δήλωσε πως ήταν αδύνατον να συμμετέχει κανείς σε πορείες καθώς η κυβέρνηση δεν το επέτρεπε και όσους συμμετείχαν τους συνελάμβανε και τους σκότωνε. Περαιτέρω δεν επέδειξε πνεύμα συνεργασίας στις ερωτήσεις αναφορικά με τον θάνατο του γιού του και δεν προέβη σε μια πιο συγκεκριμένη περιγραφή του τόπου, του τρόπου, των δραστών και γενικά των συνθηκών κάτω από τις οποίες σκοτώθηκε. Περαιτέρω αξιολογήθηκε το ότι παρέλειψε να αναφέρει το περιστατικό στις αρχές και θεωρήθηκε μη ευλογοφανές υπό τις περιστάσεις το ότι δεν προσπάθησε να μεταφέρει τον γιό του σε νοσοκομείο και δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τα κίνητρά και τους δράστες πίσω από την δολοφονία του γιού του, παρά ασαφώς υπέθεσε πως ήταν η Κυβέρνηση.

Επιπροσθέτως των ως άνω κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν εξήγησε κατά τρόπο ευλογοφανή πώς πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει την χώρα, ακολουθώντας τις ατεκμηρίωτες εισηγήσεις ενός γείτονα και γιατί εγκατέλειψε την χώρα του πέντε μήνες αργότερα από τον θάνατο του γιου του. Τέλος συνυπολογίσθηκε το ότι ουδέποτε συλλήφθηκε από τις αρχές, δεν είχε σχέσεις με τον Salif Sadio και δεν ήταν μέλος της ομάδας του.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία, οι καθ’ ων η αίτηση, κατόπιν έρευνας σε πηγές πληροφοριών κατέληξαν ότι πράγματι στην περιοχή Casamance, όπου βρίσκεται ο τόπος διαμονής του αιτητή, λαμβάνει χώρα εσωτερική διαμάχη για την ανεξαρτητοποίηση της, μεταξύ αφενός της ένοπλης ομάδας «Mouvement des Forces Democratiques de la Casamance» (MFDC) και αφετέρου των κρατικών ενόπλων δυνάμεων. Η εν λόγω διαμάχη διαρκεί 35 χρόνια και έχει οδηγήσει σε χιλιάδες θύματα αλλά και εκτοπισμένους.

Ωστόσο, παρόλο που εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν πως  στην περιοχή λαμβάνουν χώρα κτηνωδίες, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς  του με τρόπο σαφή, λεπτομερή, συγκεκριμένο και ευλογοφανή.

Για τους πιο πάνω λόγους οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι – δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του – ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται ως αναξιόπιστος.

Ενόψει των ως άνω κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς καθότι δεν θεμελιώθηκε φόβος δίωξης για λόγους που αφορούν στην εθνικότητά, τη φυλή, τη θρησκεία της, τη συμμετοχή του σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Περαιτέρω κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν δικαιούται ούτε καθεστώς επικουρικής προστασίας, για κανέναν από τους τρεις νόμιμους λόγους της Οδηγίας [βλ. αντίστοιχα αρ.19 (2) (α-γ) του Νόμου]. 

Ειδικότερα, ως προς το ενδεχόμενο συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του αρ.19 (2) (γ) κρίθηκε ότι η αδιάκριτη βία που σημειώνεται στην περιοχή Casamance είναι σε πολύ χαμηλό επίπεδο και ο αιτητής δεν διατρέχει κίνδυνο από μόνη την παρουσία του στην εν λόγω περιοχή. Συγκεκριμένα, εφαρμόζοντας νομολογία του ΔΕΕ οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι ο αιτητής δεν συγκεντρώνει εκείνες τις προσωπικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να τον εκθέσουν σε κίνδυνο σοβαρής και προσωπικής απειλής για τη ζωή του, καθότι πρόκειται για άτομο ενήλικο, υγιές, πλήρως ικανό για εργασία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας και χωρίς προηγούμενες εμπειρίες δίωξης. Επίσης, κατόπιν ανασκόπησης διαθέσιμων πληροφοριών από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, συνυπολογίστηκε ότι η διαμάχη λαμβάνει χώρα σε χαμηλά επίπεδα και έχουν συναφθεί συμφωνίες κατάπαυσής του πυρός (εκεχειρία). 

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Σημειώνω ότι η παρούσα είχε καταχωρηθεί προσωπικά από τον αιτητή, ο οποίος, έπειτα διόρισε δικηγόρο, που καταχώρησε τροποποιημένη αίτηση, μετά από αίτηση και σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου.

Στην τροποποιημένη αίτηση ο αιτητής προσθέτει αρκετά νομικά σημεία, τα πλείστα εκ των οποίων αναπτύσσονται εμπεριστατωμένα και διανθισμένα με πλούσια νομολογία στα πλαίσια των αγορεύσεων που ακολούθησαν.

Στα πλαίσια λοιπόν των αγορεύσεων του ο αιτητής αναφέρει ότι δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες εμπιστοσύνης κατά τη συνέντευξη ώστε να εκφράσει απρόσκοπτα (παράβαση καθήκοντος συνεργασίας) και να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του και δεν συνυπολογίστηκε ότι ο αιτητής κλήθηκε να απαντήσει επί ενός ιδιαίτερα ευαίσθητου γι’ αυτόν ζητήματος, ήτοι τον θάνατο του γιού του, το οποίο, ως τραυματική εμπειρία, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι δεν του επιτρέπει να εκφραστεί πλήρως και με ακρίβεια επί του θέματος. Περαιτέρω αναφέρει ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως και επαρκώς τα λεγόμενα του αιτητή και, ενόψει των πλημμελειών που αναφέρει στα πλαίσια της συνέντευξης, δεν έγινε ορθή αξιολόγηση αυτών και εκτίμηση τους στα πλαίσια εκτίμησης της εσωτερικής συνοχής αλλά ούτε έγινε η δέουσα έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αναφορικά με την πτυχή της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών. Για τους λόγους αυτούς, ως οι συνήγοροι του αιτητή ισχυρίζονται, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης περί τον νόμο και/ή τα πράγματα.

Συγκεκριμένα η συνήγορος του αιτητή, παραθέτοντας αποσπάσματα από το πρακτικό της συνέντευξης και τα επ’ αυτών συμπεράσματα των καθ’ ων η αίτηση, σημειώνει ότι λανθασμένα κατέληξαν σε ευρήματα περί ελλείψεως εσωτερικής συνοχής και συνεπώς αναξιοπιστίας του αφηγήματος του. Τούτο γιατί, ενόψει και της συναισθηματικής φόρτισης του αιτητή κατά την σειρά ερωτήσεων που αφορούν τις συνθήκες του θανάτου του γιού του, τον δράστη και τον τόπο που αυτός επήλθε, θα έπρεπε να γίνει εκτίμηση τους λαμβανομένου υπόψη ότι τούτο συνιστά μια τραυματική εμπειρία για τον αιτητή και συνεπώς, ως αναφέρει, τα όποια κενά διαπιστώθηκαν, δεν θα έπρεπε να αξιολογηθούν με τόση βαρύτητα αλλά να θεωρηθούν εύλογα υπό τις περιστάσεις, σημειώνοντας ότι από το πρακτικό φαίνεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες κατά τη συνέντευξη και τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν.

Επιπροσθέτως των ως άνω δεν ερευνήθηκε, σε συνάρτηση με την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή, το άτομο του Salif Sadio, ηγέτη των επαναστατών, το ιστορικό και η δράση του, δεν έγινε έρευνα για τις γενικές συνθήκες στη χώρα καταγωγής και τη κατάσταση αναφορικά με την ελευθερία έκφρασης και δράση της κυβέρνησης στον τόπο διαμονής του αιτητή, εκ της οποίας έρευνας, θα καθίστατο, ως αναφέρει, σαφές ότι το αφήγημα του αιτητή συνάδει με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα και εκ των οποίων καταδεικνύεται ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα διώξεως ή σοβαρής βλάβης, τόσο στα πλαίσια του αρ.3 όσο και του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου. Επί των θεμάτων αυτών παραθέτει αποσπάσματα από πηγές πληροφόρησης που καταδεικνύουν τα ανωτέρω.

Επί των αναγκών διεθνούς προστασίας αναφέρει, αναφορικά αφενός με το προσφυγικό, ότι εν προκειμένω, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία που παραθέτει, ισχύει ο λόγος δίωξης στη βάση αποδιδόμενων στον αιτητή από τη κυβέρνηση πολίτικών πεποιθήσεων, ήτοι ότι ασπάζεται τις θέσεις των αποσχιστών (rebels) και αφετέρου, αναφορικά ειδικώς με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η κυβέρνηση θεωρεί τον αιτητή ως επαναστάτη, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο ο ίδιος να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη εξαιτίας της αδιάκριτης βίας, εν τη εννοία του εν λόγω άρθρου.

Επί της πτυχής δε της συμπληρωματικής προστασίας επισημαίνει ότι, ενόψει και μόνο των όσων καταγράφονται στη 2η παρ. του ερ.68, όπου, ως ισχυρίζεται η συνήγορος του αιτητή, έγινε αποδεκτό ότι υπάρχει κίνδυνος σοβαρής βλάβης, θα έπρεπε να δοθεί σ’ αυτόν συμπληρωματική προστασία.

Τέλος, ως αναφέρει, αν ήθελε αποφασιστεί ότι δεν υφίστανται ανάγκες εν προκειμένω παροχής διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στη βάση των διαθέσιμων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής, ήτοι των γενικών συνθηκών που επικρατούν, ο αιτητής θα πρέπει να τύχει της απόλυτης προστασίας από την επαναπροώθηση που δίδεται από το αρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος του αιτητή υιοθέτησε τα ως άνω και αναφέρθηκε και πάλι στην ανάγκη παροχής συμπληρωματικής προστασίας, στη βάση της ασκούμενης στην περιοχή διαμονής του αιτητή αδιάκριτης βίας.

Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας εις έκαστο εκ των ως άνω ισχυρισμών του αιτητή, αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, δεν έγινε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης καμία πλημμέλεια αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις του αιτητή και είναι προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας.

Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών στις γραπτές τους αγορεύσεις, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι οι καθ’ ων η αίτηση παρέβηκαν το καθήκον συνεργασίας τους με τον αιτητής, ότι αυτός στερήθηκε στη συνέντευξη διαδικαστικών εγγυήσεων, ως προνοούνται από την νομοθεσία και ότι δεν δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε να καταγραφούν δεόντως οι ισχυρισμοί του σημειώνω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω κάποια πλημμέλεια και/ή σφάλμα στη διαδικασία. Από το σχετικό πρακτικό παρατηρώ ότι έγιναν στον αιτητή αρκετές ερωτήσεις επί όλων των ζητημάτων στα οποία αναφέρθηκε και αυτές ήταν εύλογες και απαραίτητες υπό τις περιστάσεις για την αξιολόγηση και εκτίμηση της εσωτερικής συνοχής του αφηγήματος του.

Τα όσα δε η συνήγορος του αιτητή επικαλείται περί μη κατανόησης της συναισθηματικής κατάστασης του αιτητή κατά την πορεία ερωτήσεων που αφορούσε τις συνθήκες θανάτου του γιού του, σε κάθε περίπτωση, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, δεν θα μπορούσε να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης αφού το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να ασκήσει πρωτογενή κρίση.

Σημειώνω ότι το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)], και ο αιτητής διατηρεί δικαίωμα να προσφέρει στα πλαίσια της προσφυγής ισχυρισμούς, είτε προγενέστερους είτε μεταγενέστερους της επίδικης πράξης (βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21 και αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018).

Συνεπώς οιοσδήποτε ισχυρισμός, ο οποίος δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη απώλεια κάποιου ουσιαστικού δικαιώματος εκ της ισχυριζόμενης πλημμέλειας, την οποία ο αιτητής επικαλείται δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελής, καθώς, αν ο αιτητής, με δεδομένο ότι στα πλαίσια της παρούσης εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο, ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία ή στοιχεία, τα οποία, ως ισχυρίζεται, απετράπη λόγω ακατάλληλου κλίματος να αναφέρει κατά τη συνέντευξη, θα μπορούσε βεβαίως να το πράξει δια σχετικού δικονομικού διαβήματος.

Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Σχετική με τα ως άνω είναι και η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο τις δικονομικές συνέπειες διαπιστωθείσας παραβάσεως καθήκοντος συνεργασίας, κατέληξε στα εξής, στις σκέψεις 62-63, 71-72:

«62. Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη πρέπει να επισύρει, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, ή αν μπορεί να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.

63.  Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως καθώς και με την απάντησή του σε ερώτηση του Δικαστηρίου, το IPAT πρέπει να θεωρηθεί πρωτοβάθμιο δικαστήριο στο οποίο έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα δικαστικού ελέγχου που προβλέπονται στο άρθρο 39 της οδηγίας 2005/85. Υπό την ιδιότητα ακριβώς αυτή καλείται να προβεί στον πλήρη έλεγχο περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, όπερ σημαίνει ότι είναι αρμόδιο να εκδώσει απόφαση ex nunc βάσει των στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, ενδεχομένως αφού ζητήθηκαν από το ίδιο, και ότι έχει την εξουσία να επικυρώσει ή να ακυρώσει, βάσει των εν λόγω στοιχείων, τις αποφάσεις του IPO και, κατά περίπτωση, να εισηγηθεί, κατά τρόπο δεσμευτικό, τη χορήγηση καθεστώτος πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας. Περαιτέρω επισημαίνεται ότι ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υποστηρίχθηκε, ούτε από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει, ότι ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο καλείται κατά τα ανωτέρω να ασκήσει το IPAT επί των αποφάσεων του IPO περί απορρίψεως αιτήσεως διεθνούς προστασίας δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 39.

[…] 

71. Αφετέρου, σε περίπτωση που προκύπτει εξαρχής ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κατορθώσει να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε απάντηση, ενδεχομένως, στους ισχυρισμούς του αιτούντος διεθνή προστασία, ότι η απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι διαφορετική, ακόμη και αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση, δεν προκύπτει ότι υφίστανται παρεχόμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των οποίων η άσκηση θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ασκεί το ίδιο, όπως αναφέρει, έλεγχο του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση της αποφάσεως και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του IPAT θα ενείχαν τον κίνδυνο απλής επανάληψης του ελέγχου και άσκοπης παράτασης της διαδικασίας.

72. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σημειώνω ότι η ως άνω απόφαση αναφέρεται στο αρ.39 της Οδηγίας 2005/85/ΕΕ, που αντιστοιχεί στο αρ.46 «Δικαίωμα Πραγματικής Προσφυγής», της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η οποία και αποτελεί επαναδιατύπωση της Οδηγίας 2005/85/ΕΕ.

Ενόψει των ως άνω προχωρώ σε επί της ουσίας αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών του αιτητή. Στα πλαίσια της πρωτογενούς εκτίμησης των δεδομένων που αφορούν την παρούσα θα αναφερθώ στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο για τους σκοπούς της αξιολόγησης αυτής.

Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται πιο πάνω, παρατηρώ ότι ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής γιατί «αυτοί (σ.σ. εννοεί τη κυβέρνηση) σκότωσαν τον γιό και τον αδελφό [του] λόγω γιατί λανθασμένα κατηγορούν [τον ίδιο] ότι είναι επαναστάτης (rebel. Από το σύνολο των δηλώσεων του αιτητή, ως καταγράφονται στο επίδικο πρακτικό, δεν εντοπίζω ούτε ένα σημείο όπου ο αιτητής να αναφέρει κάποιο εύλογα αναμενόμενο στοιχείο ή λεπτομέρεια αναφορικά με τον θάνατο του γιού του, αν και ερωτήθηκε εκτενώς και επισταμένα επί τούτου. Το μόνο που αναφέρει είναι ότι σκοτώθηκε από πυροβολισμό στην κοιλιακή χώρα. Επί τούτου, ούτε στην συνέντευξη αλλά ούτε στα πλαίσια της παρούσας αναφέρει κάτι περαιτέρω.

Επί της κατ’ ισχυρισμό λανθασμένης απόδοσης σε αυτόν ότι συντάσσεται με τη δράση των αποσχιστών, το μόνο που ο αιτητής αναφέρει, πέραν γενικών αναφορών στη δράση των επαναστατών και του τοπικού πληθυσμού που πρόσκειται στο αποσχιστικό κίνημα, είναι πως ο ίδιος και ο γιός του λάμβαναν μέρος σε διαδηλώσεις για το ζήτημα αυτό.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας του σχετικού αφηγήματος του αιτητή αναφορικά με τον θάνατο του γιού του και το ότι η κυβέρνηση «λανθασμένα κατηγορεί» τον ίδιο για σύμπραξη με τους επαναστάτες (rebels).

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν και την επί της επίδικης αιτήσεως κατάληξη, ως και ανωτέρω παρατίθεται. Το όλο αφήγημα του αιτητή παρουσιάζει κενά, ελλείψεις σε εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και αοριστίες, ως οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εντοπίσει, οι οποίες πλήττουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του (ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση ερ.69-71 και παρατίθεται και πιο πάνω στα πλαίσια της παρούσης).

Ενδεικτικά σημειώνω ότι θεωρώ πως ο αιτητής θα έπρεπε να ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω βιωματικές λεπτομέρειες αναφορικά με τον θάνατο του γιού του, πως αυτός επήλθε, που και πως βίωσε αυτό το συμβάν. Αντ’ αυτού ο αιτητής παρέμεινε γενικός και εν πολλοίς αόριστος στις αρκετές ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν για τα ως άνω. Τα όσα δε σχετικώς με τη συναισθηματική φόρτιση του, ενόψει του ότι αφορά τραυματικό γεγονός αναφέρει η συνήγορος του, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν τη κατάληξη μου αυτή, δεδομένου ότι ουδεμία μαρτυρία προσήγαγε ο αιτητής στα πλαίσια της παρούσης προκειμένου να καλύψει τα κενά τα οποία εντοπίστηκαν στο αφήγημα του.

Στο σημείο αυτό, πέραν όσων επ’ αυτού αναφέρω πιο πάνω, σημειώνω ότι δεν συμφωνώ με τις αιτιάσεις της συνηγόρου του αιτητή ότι ο διενεργών τη συνέντευξη ενέργησε κακόπιστα και/ή ενάντια στις υποχρεώσεις του με βάση τη νομοθεσία. Οι επίμονες ερωτήσεις που υπέβαλε και η αντιπαραβολή στην οποία αναφέρεται ο αιτητής με τη Λευκωσία, δεν εκφεύγουν της καλόπιστης άσκησης των καθηκόντων του. Το σημείο επί του οποίου ερωτήθηκε επιστάμενα αναφορικά με τις συνθήκες του ισχυριζόμενου θανάτου του υιού του αποτελούσε ζήτημα που άγγιζε τον πυρήνα του εξεταζόμενου αιτήματος, καθότι είναι εξ αυτού του συμβάντος που ο αιτητής βασίζει την πεποίθηση του ότι διώκεται από τη κυβέρνηση. Ο ίδιος δε, ως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης, που αποτελεί και τη μόνη ενώπιον μου μαρτυρία, δεν φαίνεται να έχει επικαλεστεί οιανδήποτε συναισθηματική φόρτιση στο σημείο εκείνο ή άλλο της συνέντευξης, αφού δεν καταγράφεται κάτι τέτοιο.

Συνεπώς, αναπόφευκτα, τα κενά που έχουν εντοπίσει οι καθ’ ων η αίτηση, με τα οποία συμφωνώ, παραμένουν και διαβρώνουν αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή των λεγομένων του. Τούτο γιατί οι εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες υπό τις περιστάσεις μπορεί να μην αφορούν απαραίτητα το όνομα της οδού όπου βρέθηκε ο νεκρός υιός του (πράγματι επί τούτου ανέφερε ότι οι οδοί στο μέρος εκείνο δεν έχουν ονόματα) αιτητή, ως ισχυρίστηκε, όμως – αναντίλεκτα – θα αναμενόταν από τον αιτητή, έστω στα πλαίσια της παρούσης, κατά την οποία είχε τον χρόνο να ανακαλέσει τα γεγονότα χωρίς να βρίσκεται υπό καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, να είναι σε θέση να ανακαλέσει έστω κάποια άλλη βιωματική λεπτομέρεια για το κατ’ ισχυρισμό περιστατικό, όπως μια φωτογραφική έστω ανάμνηση της σκηνής που βρήκε όταν έφτασε εκεί, κάποιας συζήτησης του με κάποιον παρευρισκόμενο για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε, αν αυτό ήταν αποτέλεσμα ενός ή περισσοτέρων ατόμων, αν επρόκειτο για μεγάλης κλίμακας σύρραξη ή κάποιο άλλο σχετικό στοιχείο. Επί τούτου ο αιτητής ουδέν αναφέρει.

Ομοίως ουδέν σημείο εντοπίζω όπου να αναφέρει οιονδήποτε στοιχείο ή λεπτομέρεια αναφορικά με τη κατ’ ισχυρισμό συμμετοχή του σε διαδήλωση υποστήριξης του κινήματος για την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής που διέμενε, ήτοι του Casamance.

Παρά τα όσα αναφέρω πιο πάνω αναφορικά με την εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών του αιτητή, στα πλαίσια πάντοτε της αξιολόγησης και αποτίμησης της αξιοπιστίας ενός αφηγήματος συνολικά, σε συνάρτηση με τους αναγνωρισμένους δείκτες αξιοπιστίας (βλ. απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO, ανωτέρω), η τελική μου κατάληξη επί της συνοχής και αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή δεν μπορεί παρά να διέλθει και να εκτιμηθεί μέσα από εξέταση και του κατά πόσο τα όσα ανέφερε συνάδουν ή έρχονται σε αντίθεση με τις διαθέσιμες πληροφορίες (ΠΧΚ). Άλλωστε αυτό έπραξαν και οι καθ’ ων η αίτηση.

Σύμφωνα με την ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια «Britannica» αναφέρονται τα εξής.[1]

«Μια αυτονομιστική ομάδα, το Movement of Democratic Forces of Casamance (MFDC), εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οργανωμένη από τη Diola. Οι διαδηλώσεις του MFDC οδήγησαν σε πολλές συλλήψεις και το 1990 η ομάδα επιτέθηκε σε διάφορες διοικητικές τοποθεσίες στην περιοχή. Ο στρατός της Σενεγάλης στάλθηκε στο Casamance και οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της εκεχειρίας το 1993. Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, οι αντάρτες του νότου χώρισαν με το MFDC και ανανέωσαν τη βία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 χιλιάδες άμαχοι είχαν σκοτωθεί και περισσότεροι από 20.000 είχαν εγκαταλείψει την περιοχή. Αρκετές μεταγενέστερες προσπάθειες κατάπαυσης του πυρός απέτυχαν και οι μάχες συνεχίστηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα. Ο ηγέτης των κύριων δυνάμεων των ανταρτών κήρυξε τον πόλεμο το 2003 και υπογράφηκε ειρηνευτική συμφωνία το 2004, αλλά ορισμένες φατρίες των ανταρτών συνέχισαν να πολεμούν.»

Σε πρόσφατη έκθεση του US Department of State, «2021 Country Report on Human Rights Practices: Senegal», αναφέρονται τα εξής (μετάφραση δική μου). [2]

«Στη νότια περιοχή του Casamance, που βρίσκεται μεταξύ της Γκάμπια και της Γουινέας-Μπισάου, συνεχίστηκε μια ανταρσία χαμηλού επιπέδου μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και των ένοπλων αυτονομιστών. Σποραδικά περιστατικά βίας σημειώθηκαν στο Casamance με άτομα που σχετίζονται με διάφορα γεγονότα του αυτονομιστικού Κινήματος Δημοκρατικών Δυνάμεων του Casamance. Περιστατικά που σχετίζονται με την παράνομη υλοτόμηση ξυλείας από τους αυτονομιστές του Κινήματος Δημοκρατικών Δυνάμεων του Casamance σημειώθηκαν καθώς οι κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας προσπάθησαν να τερματίσουν αυτό το παράνομο εμπόριο. Η κυβέρνηση ερευνούσε τακτικά και δίωκε αυτά τα περιστατικά.»

[…]

Ο Πρόεδρος Sall συνέχισε τις προσπάθειες για την επίλυση της 39χρονης σύγκρουσης στην περιοχή Casamance μεταξύ αυτονομιστών και κυβερνητικών δυνάμεων ασφαλείας. Τόσο η κυβέρνηση όσο και διάφορα γεγονότα του αυτονομιστικού κινήματος του Κινήματος Δημοκρατικών Δυνάμεων του Casamance (MFDC) αποδέχθηκαν τις προσπάθειες διαμεσολάβησης υπό την ηγεσία ουδέτερων κομμάτων. Η πρόοδος προς την πολιτική επίλυση της σύγκρουσης παρέμεινε σταδιακή. Ο στρατός διεξήγαγε αρκετές αεροπορικές και χερσαίες επιχειρήσεις για να διευκολύνει την επιστροφή των τοπικών εκτοπισμένων πληθυσμών που επλήγησαν από τη σύγκρουση. Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο, ο στρατός πραγματοποίησε αρκετές στρατιωτικές εκστρατείες κατά μήκος των νοτιοδυτικών συνόρων με τη Γουινέα-Μπισάου, καταλαμβάνοντας οκτώ βάσεις ανταρτών του MFDC

Στην ως άνω έκθεση αναφέρεται περαιτέρω ότι οι αρχές, παρά το ότι ορισμένες φορές έχουν περιορίσει το δικαίωμα για ειρηνικές διαδηλώσεις, ειδικά κατά την περίοδο της πανδημίας και αναφορικά με εκδηλώσεις της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, «γενικά σέβεται το δικαίωμα». Αναφορικά με σχετικές παραβάσεις το μόνο που εντοπίζω είναι αυθαίρετες ολιγόωρες συλλήψεις και κρατήσεις μετεχόντων και εντός της ίδιας μέρας απελευθέρωση τους. Σχετικά με την περιοχή του αιτητή το καταγράφονται μερικές επιθέσεις απαγωγών άμαχου τοπικού πληθυσμού και βίας που δεν συνδέεται με την ένοπλη δράση του, οι οποίες αποδίδονται στο MFDC.

Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έκθεση του Freedom House, «Freedom in the World 2022 – Senegal, Annual report on political rights and civil liberties in 2021», «[μ]ια χαμηλού επιπέδου αυτονομιστική σύγκρουση στην περιοχή Casamance βρίσκεται σε εξέλιξη, αν και οι επιθέσεις από το Movement of Democratic Forces of Casamance (MFDC) έχουν μειωθεί από τότε που επιτεύχθηκε de facto κατάπαυση του πυρός το 2012.»

Σε δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου «Deutsche Welle»[3], αναφέρονται τα εξής.

«Το Casamance, μια περιοχή με ξεχωριστή κουλτούρα από την υπόλοιπη Σενεγάλη, είναι ο τόπος της μακροβιότερης αυτονομιστικής εξέγερσης της Αφρικής. Αλλά κάποιοι ντόπιοι θέλουν να προχωρήσουν. Τέσσερις δεκαετίες συγκρούσεων μεταξύ αυτονομιστών ανταρτών από το MFDC (Movement of Democratic Forces of Casamance) και την κυβέρνηση της Σενεγάλης έχουν αφήσει 60.000 εκτοπισμένους και σχεδόν 5.000 θύματα — συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων θανάτων από νάρκες ξηράς.

Ο Charles Ndeeky έχασε ένα πόδι μετά από έκρηξη νάρκης σε μια περιοχή του Casamence που είχε κριθεί «ασφαλής». «Μόλις είχα επιστρέψει στο χωριό μετά από μερικά χρόνια που πέρασα στο εξωτερικό λόγω του πολέμου», είπε ο Ndeeky. "Εκείνη την εποχή, οι αρχές μας είπαν ότι η περιοχή ήταν ασφαλής. Αλλά έκαναν λάθος. Το MFDC και ο στρατός έχουν αφήσει νάρκες παντού." Ο Charles Ndeeky […] είναι ένα από τα εκατοντάδες θύματα ναρκών ξηράς που είναι διάσπαρτα σε μεγάλες περιοχές του Casamance.

Το Casamance βρίσκεται σε ένα τμήμα της Σενεγάλης που χωρίζεται γεωγραφικά σχεδόν πλήρως από την υπόλοιπη χώρα από τη Γκάμπια. Περίπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι ζουν στην περιοχή, σε μια ατμόσφαιρα «ούτε πολέμου ούτε ειρήνης». Παρά τις πολυάριθμες προσπάθειες για ειρηνευτική διαπραγμάτευση, η σύγκρουση συνεχίζεται. Μετά τον θάνατο του ηγέτη του, Augustin Diamacoune Senghor, το 2007, το MFDC χωρίστηκε σε παρατάξεις των οποίων τα μέλη κρύβονται τώρα στα πυκνά δάση. Αυτές τις μέρες, φαίνονται περισσότερο αφοσιωμένοι στην επικερδή επιχείρηση εμπορίας ξύλου παρά στην επίτευξη της ανεξαρτησίας. Ο Amidou Djiba, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο σημερινός εκπρόσωπος του MFDF, είπε ότι από την έναρξη των μαχών το 1982, οι πρόεδροι της Σενεγάλης έχουν χρησιμοποιήσει διαφορετικές στρατηγικές σε μια προσπάθεια να επιλύσουν τη σύγκρουση, «από το σκληρό χέρι των στρατιωτικών επιχειρήσεων, μέσω της διαφθοράς, έως τις υποσχέσεις για ανάπτυξη, αλλά κανείς δεν πέτυχε ποτέ τον σκοπό του».

Σε πρόσφατο δημοσίευμα του ειδησεογραφικού πρακτορείου Africa News[4] αναφέρεται ότι «[σ]το πλαίσιο των εμβληματικών αποστολών τους για την ασφάλεια των ανθρώπων και των περιουσιών, οι στρατοί ξεκίνησαν μια επιχείρηση την Κυριακή, 13 Μαρτίου 2022, με κύριο στόχο την εξάρθρωση των βάσεων της φατρίας MFDC (Movement of Democratic Forces of Casamance) του Salif Sadio που βρίσκεται κατά μήκος των βόρειων συνόρων» με τη Γκάμπια, ανέφερε σε ανακοίνωσή του το γενικό επιτελείο της Σενεγάλης. «Αυτή η επιχείρηση στοχεύει επίσης να καταστρέψει όλες τις ένοπλες συμμορίες που διεξάγουν εγκληματικές δραστηριότητες στην περιοχή», ανέφερε. «Οι στρατοί παραμένουν αποφασισμένοι (...) να διατηρήσουν την ακεραιότητα της εθνικής επικράτειας με κάθε κόστος», κατέληξε. […] Τα τελευταία χρόνια, οι αρχές της Σενεγάλης ανέλαβαν να επαναφέρουν τους εκτοπισμένους. Τον Ιανουάριο του 2021, ο στρατός ξεκίνησε μια επιχείρηση κατά των βάσεων του MFDC για να επιτρέψει αυτές τις επιστροφές και να βάλει τέλος στην άνθηση του εμπορίου ξύλου και κάνναβης, στο οποίο κατηγορεί τους αντάρτες για συμμετοχή.»

Σχετικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στις επαρχίες Kolda και Ziguinchor, που συγκροτούν την περιοχή Casamance [5],  εντοπίζω τα εξής.

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED [6]  (The Armed Conflict Location & Event Data Project) για το χρονικό διάστημα 10/02/22 έως 10/02/23 στις επαρχίες Kolda και Ziguinchor της Σενεγάλης έχουν καταγραφεί συνολικά 19 περιστατικά χρήσης βίας που έχουν μετρήσει συνολικά 14 θύματα. Πιο συγκεκριμένα, από τα 19 περιστατικά τα 10 είναι μάχες (με 12 θύματα), τα 4 είναι περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 0 θύματα), 1 πρόκειται για έκρηξη ή εξ αποστάσεως βία (με 0 θύματα) και τα 4 είναι εξεγέρσεις (με 2 θύματα). Για το χρονικό διάστημα 08/12/22 έως 08/12/23 έχουν καταγραφεί συνολικά 44 περιστατικά που έχουν μετρήσει συνολικά 18 θύματα. Πιο συγκεκριμένα, τα 2 είναι μάχες (με 1 θύμα), τα 3 είναι περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 0 θύματα) και τα 39 είναι εξεγέρσεις (με 17 θύματα).

Εκ των ως άνω πληροφοριών θεωρώ πως, παρότι η σύγκρουση κυβερνητικών δυνάμεων με τις δυνάμεις των αποσχιστών συνεχίζεται μέχρι σήμερα, εντούτοις η γενική κατάσταση για τον άμαχο πληθυσμό δεν μπορεί να ειπωθεί ότι τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης, χωρίς την ενεργή συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα του MFDC και άλλων αποσχιστικών ομάδων. Χαρακτηριστικά σημειώνω ότι οι ένοπλες συγκρούσεις που έχουν καταγραφεί τα τελευταία χρόνια αφορούν στοχευμένες συγκρούσεις και επιθέσεις του στρατού σε δυνάμεις και βάσεις των αυτονομιστών (rebels). Ενδεικτικό της κατάστασης είναι ότι για το 2023 ουδεμία χρήση βίας κατά πολιτών καταγράφηκε στην περιοχή, τα δε συνολικά θύματα από περιστατικά ασφαλείας είναι μόλις 18, σε σύνολο πληθυσμού της περιοχής Casamance περί το 1 ½ εκατομμύριο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας και το Πολιτικό Δικαστήριο της Φλωρεντίας, στην Ιταλία, πραγματευόμενα το ζήτημα του κατά πόσο η Σενεγάλη θα πρέπει να περιλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγενείας (περιλαμβάνεται σε 11 χώρες της ΕΕ), κατέληξαν ότι, παρότι υπάρχει λειτουργικό δημοκρατικό σύστημα, εντούτοις, ειδικώς για άτομα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ, δημοσιογράφους και ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση το ενδεχόμενο δίωξης.[7] Επί του ζητήματος του χαρακτηρισμού της Σενεγάλης ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας θα επανέλθω πιο κάτω στα πλαίσια εξέτασης σχετικού ισχυρισμού.

Καταλήγω λοιπόν ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής περί δολοφονίας του υιού και αδελφού του, χωρίς ενεργή συμμετοχή σε ένοπλη δράση των αυτονομιστών, καθώς και τα περί πιθανότητας δίωξης του ιδίου εκ μόνης της συμμετοχής του σε ειρηνικές διαδηλώσεις προς την ανεξαρτητοποίηση του Casamance, δεν συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής. Γι’ αυτό και θεωρώ ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για τεκμηρίωση της εξωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας των ισχυρισμών του. Τούτο επιφέρει ακόμα ένα πλήγμα στην συνολική αξιοπιστία του αφηγήματος του αιτητή.

Σημειώνω ότι, ακόμα και αν θάνατοι αμάχων καταγράφονται στη χώρα και η σύγκρουση συνεχίζεται (με καταφανώς μειωμένη ένταση) τούτο δεν είναι βεβαίως αρκετό από μόνο του για να οδηγήσει σε αποδοχή των ισχυρισμών του αιτητή, καθότι δεν αρκεί για να υπερκερασθεί η διαβρωθείσα εσωτερική συνοχή του αφηγήματος, ενόψει των όσων επί τούτου ανωτέρω εξηγώ, και αποβαίνει - αναπόφευκτα – μοιραία και ως προς την συνολική αξιοπιστία τους.

Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι ο αιτητής βασίζει την πεποίθηση του ότι θα διωχθεί από τη κυβέρνηση σε όσα, ως αναφέρει, του είχε πει ένας γείτονας του, χωρίς εντούτοις ο ίδιος να αναζητήσει το που βάσισε αυτός την πεποίθηση του αυτή. Άλλωστε, ακόμα και στη βάση το ίδιου του αφηγήματος του αιτητή, ουδόλως εντοπίζεται κάτι πέραν μιας δικής του, παντελώς ατεκμηρίωτης σε αντικειμενικά δεδομένα, εικασίας για τη ταυτότητα αυτών που δολοφόνησαν, ως ισχυρίστηκε, τον αδελφό και το γιό του. Δεν θα μπορούσε βεβαίως να αμφισβητηθεί ότι και τούτο, ήτοι το ατεκμηρίωτο της απόδοσης του θανάτου του γιού και του αδελφού του αιτητή στη κυβέρνηση, έχει από μόνο του σημασία στην αξιολόγηση της συνοχής και αξιοπιστίας του πυρήνα των ισχυρισμών του περί του ότι διώκεται από τη κυβέρνηση.

Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη πληροφοριών που συνάδουν με τα όσα αναφέρει ένας αιτητής δεν αρκεί από μόνη της για την άνευ ετέρου αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο ανωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.97, αναφέρεται ότι «[…] είναι αναγκαία  επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Στη δε σελ.131 του ιδίου εγχειριδίου τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»

Προχωρώ σε υπαγωγή των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή στην οικεία νομοθεσία.

Προέχει βεβαίως η εξέταση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος.

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[…] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Στο εγχειρίδιο «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ)», EASO, Δικαστική Ανάλυση, σελ.60, αναφέρεται ότι «οι πράξεις μπορεί να θεωρούνται πολιτικές στην επίμαχη χώρα καταγωγής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μπορεί να είναι χαμηλού πολιτικού επιπέδου ή όχι εμφανώς πολιτικού χαρακτήρα» και πως ένα άτομο «ενδέχεται να διατρέχει κίνδυνο δίωξης λόγω πολιτικών πεποιθήσεων εάν οι περιστάσεις είναι τέτοιες ώστε μη κρατικοί φορείς να του καταλογίζουν πολιτικές πεποιθήσεις αντίθετες προς τις δικές τους.».

Εν προκειμένω δεν έχω αποδεχθεί το αφήγημα του αιτητή περί κινδύνου λόγω του ότι του αποδίδεται σύμπραξη και/ή στήριξη του αποσχιστικού κινήματος. Άλλωστε, ακόμα και στα πλαίσια των ίδιων των ισχυρισμών του αιτητή δεν εντοπίζω, ως και πιο πάνω, στα πλαίσια αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του εξηγώ,  κάποια αναφορά σε οιονδήποτε αντικειμενικό δεδομένο εκ του οποίου να τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός του αυτός, πέραν του γενικού κινδύνου, ως ο ίδιος το θέτει, που αντιμετωπίζει ο τοπικός εκεί πληθυσμός, για τον οποίο υπάρχει καχυποψία από τις αρχές ότι στηρίζει, είτε ενεργά είτε αμιγώς ιδεολογικά, το κίνημα ανεξαρτητοποίησης της περιοχής. Θα πρέπει εδώ βεβαίως να υπομνησθεί ότι αντικείμενο της εξέτασης του εύλογου της πιθανότητας να υποστεί δίωξη είναι μόνο ο αιτητής, στη βάση των αποδεκτών του ισχυρισμών.

Στη βάση λοιπόν των ανωτέρω διαπιστώσεων μου, σε συνάρτηση με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) που παραθέτω πιο πάνω, οι οποίες δεν διαφέρουν ως προς την εικόνα που συνθέτουν από αυτές που παραθέτει και ο αιτητής (πέραν ορισμένων που αφορούν χρόνο προ 10 και πλέον ετών), δεν καταδεικνύεται ότι ο τοπικός πληθυσμός δύναται αν υποστεί δίωξη για ιδεολογική και μόνο στήριξη του κινήματος. Αντιθέτως, ως εκ των ΠΧΚ συνάγεται, οι επιχειρήσεις πλέον που διεξάγει ο στρατός φαίνεται να εστιάζονται στις βάσεις των ανταρτών (rebels – MFDC), στις περιοχές που αυτές βρίσκονται, και όχι τον άμαχο πληθυσμό. Επί τούτου έχω προβεί πιο πάνω σε αναλυτική αποτίμηση των διαθέσιμων πληροφοριών, η οποία είναι χρήσιμη και στα πλαίσια της παρούσης υπαγωγής.

Συμφωνώ με τη συνήγορο του αιτητή ότι, στα πλαίσια της μελλοντοστραφούς εκτίμησης του κινδύνου δίωξης, η προηγούμενη δίωξη του αιτούντος δεν είναι προαπαιτούμενο για τη βασιμότητα του φόβου. Όμως εν προκειμένω το αφήγημα του αιτητή, ακόμα αν γινόταν αποδεκτό στο σύνολο του, δεν περιέχει κάποιο αντικειμενικό δεδομένο που να συνηγορεί υπέρ της βασιμότητας του ισχυριζόμενου εκ του αιτητού φόβου δίωξης, στη βάση αποδιδόμενων σ’ αυτόν πολιτικών πεποιθήσεων.

Επί της σημασίας που αποκτά η προηγούμενη δίωξη ενός αιτητή διαφωτιστικά είναι τα και όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», σελ.94, παρ.1.9.2.:

«Είναι σημαντικό ότι η προγενέστερη δίωξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύ­πωση), δεν περιλαμβάνει μόνο πράξεις δίωξης, αλλά και απειλές δίωξης (524). Επομένως, τόσο προγενέστερες πράξεις όσο και απειλές δίωξης είναι «ενδείξεις του βάσιμου φόβου [του αιτούντος] ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής» (525). Εάν ο αιτών υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ’ εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος» (526).

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση προγενέστερης δίωξης, αλλά οι αποδείξεις προγενέστερης δίω­ξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης του αιτούντος, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.»

Στο σημείωμα της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγές «Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998» αναφέρονται δε τα εξής, σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται και το διενεργούμενο έλεγχο των δεδομένων εκάστης υπόθεσης σε μελλοντοστραφή βάση :

«In common law countries, the law of evidence relating to criminal prosecutions requires cases to be proved “beyond reasonable doubt”. In civil claims, the law does not require this high standard; rather the adjudicator has to decide the case on a “balance of probabilities”. Similarly in refugee claims, there is no necessity for the adjudicator to have to be fully convinced of the truth of each and every factual assertion made by the applicant. The adjudicator needs to decide if, based on the evidence provided as well as the veracity of the applicant’s statements, it is likely that the claim of that applicant is credible.

[…]

In the case of R. v Secretary of State for the Home Department ex parte Sivakumaran, etc. the House of Lords took into consideration the gravity of the consequences of an erroneous judgement and called for a test less stringent than the “more likely than not” standard. It ruled that the fear is well-founded if there is reasonable degree of likelihood that the person will be persecuted for one of the reasons mentioned in the Convention if returned to his country. »

Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση» αναφέρονται τα εξής:

[Παρ.1.9.1., σελ.90-91]

«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493). Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης (494). Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της αξιοπιστίας, είναι το πρώτο στάδιο. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτών γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο.

[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]

Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).

Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516)

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σταθμίζοντας λοιπόν τα ενώπιον μου στοιχεία στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου της υπό κρίση περίπτωση, υπό το πρίσμα των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας και θεωρίας, και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που εντόπισα σε σχέση με μεταχείριση ατόμων με το προφίλ του αιτητή από τις αρχές, είναι τελική μου κατάληξη ότι ο αιτητής – σε περίπτωση επιστροφής του – δεν διατρέχει, σε ένα εύλογο βαθμό πιθανότητας, κίνδυνο να υποστεί πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη. Σημειώνω ότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δεν επαρκεί.

Προχωρώ σε εξέταση των αναγκών χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας.

Εκ των όσων πιο πάνω εξηγώ στα πλαίσια της υπαγωγής των ενώπιον μου αποδεκτών ισχυρισμών στις διατάξεις που αφορούν το προσφυγικό καθεστώς, μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα ότι, εφόσον δεν μπορεί να καταδειχθεί φορέας δίωξης, δεν μπορεί βεβαίως να εντοπίσω κάποιο φορέα σοβαρής βλάβης, δεδομένου του ότι ο φόβος που εκφράζει ο αιτητής αναφέρεται στη κυβέρνηση, εκ της οποίας, στη βάση των διαθέσιμων ΠΧΚ, ως ανωτέρω εξηγώ, δεν έχω αποδεχθεί ότι υπάρχει δυνατότητα δίωξης.

Σχετικά με τη συμπληρωματική προστασία και το συσχετισμό του πεδίου εφαρμογής της με την αρχή της μη επαναπροώθησης είναι τα όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», όπου, στη σελ.120, αναφέρονται τα εξής:

«Ωστόσο, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση MBodj, το ΔΕΕ διέκρινε την ερμηνεία του από την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ από το ΕΔΔΑ βάσει της ελαφρώς διαφορετικής διατύπωσης του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) και του πλαισίου στο οποίο τυγχάνει να εφαρμόζεται το άρθρο 15 στοιχείο β). Σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, το ΕΔΔΑ εφάρμοσε το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ για να απαγορεύσει την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας που έπασχε από σοβαρή ασθένεια σε χώρα στην οποία δεν υπήρχε διαθέσιμη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη (708). Το ΔΕΕ αρνήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 15 στοιχείο β) με τον ίδιο τρόπο. Το ΔΕΕ επι­σήμανε ότι το γράμμα του άρθρου 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) διαφέρει από εκείνο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ στο μέτρο που εφαρμόζεται σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος «στη χώρα καταγωγής». Κατά συνέπεια, ο νομοθέτης της Ένωσης προβλέπει τη χορήγηση του καθεστώτος της επικουρικής προστασίας μόνο στις περιπτώσεις που η προαναφερθείσα μεταχείριση λαμβάνει χώρα στη χώρα καταγωγής του αιτούντος (βλέπε επίσης ενότητα 2.4.3.3 κατωτέρω, σ. 124). Επιπλέον, το ΔΕΕ επισήμανε ότι ορισμένα στοιχεία του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδι­ατύπωση), καθώς και η ratio της συγκεκριμένης οδηγίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία της συγκεκριμένης διάταξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής. Ομοίως, κατά την αιτιολογική σκέψη 26 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Στη σελ.123 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρεται ότι «[η] εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο β) προϋποθέτει ένα στοιχείο ηθελημένης κακομεταχείρισης. Παρά την παραπομπή του ΔΕΕ στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και στην υπο­χρέωση εφαρμογής της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) κατά τρόπο που συνάδει με το άρθρο 19 παράγραφος 2 του Χάρτη της ΕΕ (μη επαναπροώθηση, σε περίπτωση σοβαρού κινδύνου απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρι­σης ή τιμωρίας) (731), το ΔΕΕ αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διαφορετική διατύπωση του άρθρου 15 στοιχείο β) και διακρίνει μεταξύ του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, ως απαγόρευσης επιστροφής προσώπου, και της θεμελίωσης αίτησης επικουρικής προστασίας σε συγκεκριμένες καταστάσεις (732)

Στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται ότι «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» (βλ. και απόσπασμα πιο πάνω από εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση»).

Εν τη απουσία λοιπόν φορέα σοβαρής βλάβης, εφόσον δεν έχω αποδεχτεί ότι οι αρχές της χώρας, τις οποίες ο αιτητής υποδεικνύει, συνιστούν τέτοιο φορέα, ως ανωτέρω εξηγώ, τουλάχιστον με βάση τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, ως έχουν γίνει αποδεκτές, δεν μπορεί βεβαίως να γίνει λόγος για συμπληρωματική προστασία, στη βάση του αρ.19 (2) (α), (β).

Απομένει λοιπόν μια αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή όπου ο αιτητής διαμένει και όπου αναμένεται να επιστρέψει, σε συνάρτηση με το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.

Επανερχόμενος και πάλι στις παρατιθέμενες πιο πάνω πληροφορίες και τα επ’ αυτών συμπεράσματα μου, ως ανωτέρω καταγράφονται, είναι κατάληξη μου ότι εν προκειμένω δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις (βλ. και ερ.65, 7η παρ.), που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό της περιοχής στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [8] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN), αφού, ως ανωτέρω εξηγώ, θεωρώ ότι ακόμα και η ιδεολογική συμπάθεια προς την ανεξαρτητοποίηση της περιοχής δεν είναι αρκετή για να θέσει άτομο σε αυξημένο κίνδυνο, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός περί απόδοσης εκ των αρχών στον αιτητή κάτι περισσότερο από αυτό δεν έγινε αποδεκτός.

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά ούτε και ότι υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Περαιτέρω, με δεδομένα τα όσα ανωτέρω αναλύονται, δεν κρίνω ότι η επιστροφή του θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση καθότι θεωρώ πως ο αιτητής, ως υγιής ενήλικας, που διέμενε όλο του τον βίο στον τόπο διαμονής του σε χωρίο της περιοχής Casamance, με εργασία που του εξασφάλιζε βιοπορισμό και σχετική με αγροτικές και αλιευτικές εργασίες προηγούμενη εμπειρία του, στον οποίο δεν εντοπίζω στοιχεία ευαλωτότητας, είναι ασφαλές να λεχθεί ότι θα μπορούσε, παρά τις όποιες αντιξοότητες ήθελε αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή, να επανενταχθεί σχετικά ομαλά στην τοπική κοινωνία και να εξασφαλίσει βιοπορισμό και συνεπώς τα αναγκαία χρειώδη.

Ενόψει των ως άνω θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση του κατά πόσο η Κ.Δ.Π. 198/2020, καθότι αντίκειται στην οικεία νομοθεσία, δεδομένου του ότι οι καθ’ ων η αίτηση σε κανένα σημείο της εξέτασης της επίδικης αιτήσεως δεν έκαναν επίκληση του χαρακτηρισμού της ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, η δε εξέταση που διενεργήθηκε ήταν πλήρης και επί της ουσίας των ισχυρισμών του, κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη επικαιροποιημένες ΠΧΚ, χωρίς να γίνει χρήση του τεκμηρίου ασφαλούς χώρας ιθαγενείας. Ομοίως το Δικαστήριο προχώρησε στα πλαίσια της παρούσας σε «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας». Συνεπώς η όποια ενασχόληση με το ζήτημα αυτό καθίσταται αλυσιτελής.

Άλλωστε, ως στο αρ.12Βτρις (6) του Νόμου προνοείται, η Υπηρεσία «δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής […] δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή […]». Εν προκειμένω, παρότι τούτο δεν καταγράφεται ρητώς, είναι προφανές ότι η όλη εξέταση της επίδικης αίτησης έγινε χωρίς τη χρήση του τεκμηρίου ασφαλούς χώρας ιθαγενείας.

Πέραν τούτων αξίζει να σημειωθεί ότι δεν τέθηκαν ενώπιον μου ΠΧΚ εκ των οποίων να καταδεικνύεται ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το αρ.12Βτρις (1) και (2) για τον χαρακτηρισμό της Σενεγάλης ως ασφαλούς χώρας καταγωγής γενικά. Είναι βεβαίως άλλο ζήτημα αν σε συγκεκριμένο αιτητή, για λόγους που αφορούν προσωπικές του περιστάσεις, το τεκμήριο τούτο μπορεί να ανατραπεί, ώστε να καταστεί ο πλήρης και εξ υπαρχής έλεγχος των ισχυρισμών του επιβεβλημένος, ως εν προκειμένω, και τούτο δεν αναιρεί φυσικά τον γενικό χαρακτηρισμό της χώρας λανθασμένο και ούτε καθίσταται τούτος εκ του αποτελέσματος παράνομος.

Ομοίως αλυσιτελής για τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι καθίσταται και ο ισχυρισμός του αιτητή αναφορικά με το ομολογουμένως αδόκιμο και τουλάχιστον ατυχές λεκτικό στο ερ.68 (2η παράγραφος). Επί τούτου θεωρώ ότι, εκ της ανάγνωσης της όλης επίδικης εκθέσεως, λαμβανομένου υπόψη του κεφαλαίου στο οποίο αυτό το λεκτικό καταγράφεται, αυτό που προφανώς εννοείται είναι ότι εκ πρώτης όψεως, πριν την εκτίμηση του συνόλου των στοιχείων και τη λεπτομερή υπαγωγή των δεδομένων της υπόθεσης στην νομοθεσία, η οποία τελείται αμέσως ακολούθως του εν λόγω λεκτικού, ενδεχομένως να υπάρχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για χορήγηση καθεστώτος, οι οποίες θα εξεταστούν κατ’ ιδία σε ύστερο στάδιο, όπως και έγινε. Άλλωστε εκ του λεκτικού αυτού δεν δημιουργείται κάποιο έννομο αποτέλεσμα για τον αιτητή, το οποίο μπορεί να προκύψει μόνο από την κατά την υπαγωγή των δεδομένων της υπόθεσης στη νομοθεσία, που ακολουθεί στα πλαίσια της επίδικης έκθεσης.

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένης της πλημμέλειας που εντοπίστηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με το λεκτικό στο ερ.65, παρότι το αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται, ενόψει τη κατάληξης μου ότι δεν διαπιστώνεται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας, δεν επιδικάζω έξοδα.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Encyclopedia Britannica, Λήμμα: “Casamance region, Senegal”, Δημοσίευση 17/08/2010, Σύνδεσμόςhttps://www.britannica.com/place/Casamance (τελευταία πρόσβαση 15/02/2023).

[2] USDOS – US Department of State, 2021 Country Report on Human Rights Practices: Senegal, Δημοσίευση 12/04/2022, https://www.ecoi.net/en/document/2071179.html (τελευταία πρόσβαση 16/02/2023).

[3] Deutsche Welle, Rebel conflict in Senegal's Casamance region far from over, Davide Lemmi | Marco Simoncelli, 01/09/2023, https://www.dw.com/en/rebel-conflict-in-senegals-casamance-region-far-from-over/a-64326724 

[4] Africa News, Senegal launches operation against rebels in Casamance, δημοσίευση στις 24/03/2022, https://www.africanews.com/2022/03/14/senegal-launches-operation-against-rebels-in-casamance/

[5] Χάρτης της περιοχής Casamance της Σενεγάλης: Africa news, https://www.africanews.com/2018/01/07/gunmen-kill-13-wound-7-in-casamance-region-senegal-army/, συμπληρωματικά Wikipedia για χάρτη https://en.wikipedia.org/wiki/Casamance

[6] ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) για το χρονικό διάστημα 10/02/2022 έως 10/02/2023 στις επαρχίες Kolda και Ziguinchor της Σενεγάλης https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[7] APPLYING THE CONCEPT OF SAFE COUNTRIES IN THE ASYLUM PROCEDURE, EUAA, December 2022 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-12/2022_safe_country_concept_asylum_procedure_EN.pdf

[8] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο