ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.8344/21

 

30 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Β. F.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Ε. Χαραλάμπους για Λάζου-Μασούρα-Χαραλάμπους ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτήτρια

Κα Ν. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 26/11/21 με επιστολή ημ.04/10/21, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται η αιτήτρια ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται η αιτήτρια ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας ή ως δικαιούχος προστασίας από την επαναπροώθηση του στη χώρα καταγωγής του (Αιτητικά Α, Β και Γ, αντίστοιχα). Δια του Αιτητικού Δ ζητείται η ακύρωση της συναφούς απόφασης επιστροφής, η οποία σωρεύεται με την απορριπτική απόφαση επί του επίδικου αιτήματος διεθνούς προστασίας.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό (στο εξής ΛΔΚ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 09/12/19 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 16/12/19 (ερ.1-3, 21-23, 60).

Στις 12/04/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.40-60). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 09/09/21 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.79-89).  

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 26/11/21 και της μεταφράστηκε στη γαλλική κατά τη λήψη, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής (ερ.93-95).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω ανασφάλειας εφόσον οι στρατιώτες στο Kingakati τις πήγαν με τη βία εκεί ώστε να συνευρεθούν μαζί τους με αντάλλαγμα τα χρήματα και αφού το έπραξαν, έπειτα εκείνοι τους πρότειναν να μείνουν εκεί και να ξανακάνουν το ίδιο με άλλα άτομα.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι οι δύο γονείς της πέθαναν λόγω ασθένειας και έχει έναν αδελφό με τον οποίο όμως δεν διατηρούν επαφή. Έχει επίσης δύο ανήλικα παιδιά από διαφορετικές σχέσεις, που μένουν στη χώρα της, το καθένα με τον (αντίστοιχο) πατέρα του. Σταμάτησε τη μόρφωση της κατά τη 2η χρονιά σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, λόγω οικονομικού προβλήματος και εργαζόταν ως εργάτρια του σεξ και περιστασιακά ως κομμώτρια στο σπίτι της. Μετά τον θάνατο της μητέρας της το 2017, διώχτηκε από το σπίτι που έμενε και μετοίκησε σε άλλο μέρος της Kinshasa, όπου διέμενε με άλλες κοπέλες οι οποίες ασχολούνταν με την πορνεία. Έτσι, όπως ανέφερε, έκτοτε και μέχρι το 2019 που εγκατέλειψε τη χώρα της, η ίδια κατέφυγε στην πορνεία ως κύρια ενασχόληση.

Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι γνώρισε έναν άντρα ονόματι Giga600, όταν εκείνος μια μέρα την προσέγγισε στον δρόμο καθώς εργαζόταν και αφού πήρε την ίδια και τρεις φίλες της μαζί του, τις μετέφερε όλες με το αυτοκίνητο του στο κτήμα Kingakati. Εκεί τις περίμεναν πολλοί στρατιώτες με τους οποίους συνευρέθηκαν με αντάλλαγμα χρήματα. Καθώς ανέμεναν να πληρωθούν, τους έκαναν μια πρόταση για να τις στέλνουν σε συγκεκριμένα άτομα για συνεύρεση μαζί τους. Εκείνες φοβισμένες αρνήθηκαν και τότε άρχισαν να τις βιάζουν, λέγοντας τους ότι δεν μπορούν πλέον να τις αφήσουν να φύγουν από το μέρος και άρχισαν να σκοτώνουν τις φίλες της. Όταν ήρθε η σειρά της, η ίδια παρακάλεσε τον άντρα που γνώρισε αρχικά για τη ζωή της και εκείνος, ως η αίτητρια αναφέρει, ενόψει και του ότι είχαν κάποια κοινά, όπως τον τόπο καταγωγής τους και το ότι είχαν και οι δύο χάσει τους γονείς τους, δέχθηκε να την βοηθήσει. Αφού την έβαλε να ορκιστεί ότι δεν θα αποκαλύψει σε κανένα όσα έλαβαν χώρα εκείνη τη νύχτα, απειλώντας την παράλληλα ότι εάν τα αποκαλύψει τότε οπουδήποτε και να πάει θα την βρουν, την κτύπησε με έναν φακό και η ίδια έχασε τις αισθήσεις της. Όταν συνήλθε, διαπίστωσε ότι βρισκόταν σε ένα άλλο μέρος, μαζί με έναν στρατιωτικό, ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά κατά τη διάρκεια που βρισκόταν εκεί, όπως η ίδια ισχυρίστηκε. Η αιτήτρια παρέμεινε εκεί για μερικούς μήνες, χωρίς να της επιτρέπεται να βγει έξω, ενώ την επισκεπτόταν τακτικά ο άντρας που είχε γνωρίσει στην αρχή και που την βοήθησε έπειτα στο κτήμα, μέχρι που με τη βοήθεια και πάλι του εν λόγω άντρα εγκατέλειψε την χώρα της.

Στη συνέχεια, ερωτηθείσα κατά πόσο υπάρχουν άλλοι λόγοι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, απάντησε αρνητικά. Ερωτώμενη τι φοβάται ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της, η αιτήτρια εξέφρασε πρωτίστως την ανησυχία της όσον αφορά τις οικογένειες των φίλων της που θα ρωτήσουν την ίδια για το τι απέγιναν τα παιδιά τους, και επίσης ισχυρίστηκε ότι συνακόλουθα φοβάται τον άντρα που την βοήθησε να ξεφύγει, εφόσον, ως ανέφερε, μπορεί να τη σκοτώσει εάν υποψιαστεί ότι αποκάλυψε τα όσα έγιναν εκεί. Σε διευκρινιστική ερώτηση επί τούτου, πρόσθεσε ότι αναφερόταν στους βιασμούς και τις δολοφονίες των φίλων της, εφόσον εάν αυτές οι πληροφορίες έβγαιναν προς τα έξω θα κατέστρεφαν τη φήμη που έχει το εν λόγω κτήμα ως τουριστικός προορισμός που τον επισκέπτονται πολλά άτομα.

Καταλήγοντας, στο ερώτημα κατά πόσο είχε ποτέ είχε συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της για οποιοδήποτε λόγο, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά, ενώ στο ερώτημα κατά πόσο οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει εκεί, δήλωσε πως δεν γνωρίζει και πως δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια είναι θύμα ομαδικού βιασμού από στρατιωτικούς, όπου και βίωσε τη δολοφονία άλλων ιερόδουλων και είχε βιασθεί κατ’ εξακολούθηση, προτού φύγει από τη χώρα καταγωγής

Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγινε αποδεκτός ο 1ος, όμως απορρίφθηκε ο 2ος ισχυρισμός, συνεπεία ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίθηκαν ασυνεπείς ως προς την περιγραφή που έδωσε για το που βρισκόταν η ίδια και οι φίλες της είχαν βιαστεί από στρατιωτικούς, καθώς, ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση, η αιτήτρια αρχικά δήλωσε ότι ήταν εντός ενός εμπορευματοκιβώτιου, έπειτα άλλαξε τον ισχυρισμό της περιγράφοντας ότι ήταν μια στρατιωτική σκηνή, εκδοχή την οποία εν τέλει κράτησε όταν της επισημάνθηκε η αντίφαση αυτή. Περαιτέρω εντοπίστηκε ανακολουθία ως προς την περιγραφή των χρονολογικών δεδομένων των γεγονότων που ανέφερε, αφού αρχικά είπε ότι αφότου απέρριψαν την πρόταση που τους έκαναν οι στρατιωτικοί, τότε εκείνοι άρχισαν να τις βιάζουν, ενώ έπειτα δήλωσε πως πρώτα τις είχαν βιάσει και μετά τους έκαναν την πρόταση, εκδοχή την οποία εν τέλει κράτησε όταν της επισημάνθηκε η ασυμφωνία. Επιπλέον, παρότι η αιτήτρια, ως ισχυρίστηκε, παρέμεινε για σχεδόν 6 μήνες στο σπίτι όπου την κρατούσαν μέχρι να φύγει από τη χώρα της, εντούτοις δεν ήταν σε θέση δώσει επαρκείς πληροφορίες όσον αφορά το μέρος όπου διέμενε, πέραν της απλής αναφοράς ότι ήταν μια ωραία και μεγάλη έπαυλη με πολλά δωμάτια, κήπο, περιφραγμένη από ένα ψηλό τοίχο. Επί τούτου κρίθηκε ότι οι αναφορές της στερούνται λεπτομερειών που αναμενόταν να γνωρίζει. Το ίδιο ισχύει επίσης και στην περίπτωση της επικοινωνίας μεταξύ της ίδιας και του άντρα που τη βοήθησε, εφόσον δεν γνώριζε οτιδήποτε για εκείνον και τα σχέδια του για την ίδια, ενώ θεωρήθηκε ότι δεν έδωσε εξήγηση αναφορικά με τους λόγους που ο εν λόγω άντρας της έδωσε διαβατήριο, το οποίο ο ίδιος φρόντισε να εκδώσει, λέγοντας της πως την επόμενη μέρα θα ταξιδέψει και ότι θα πρέπει να ξεχάσει το παρελθόν και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή.

Όσον αφορά την εξωτερική της αξιοπιστία, οι καθ’ ων η αίτηση αναζήτησαν και εντοπίσαν πληροφορίες σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, βάσει των οποίων επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του αγροκτήματος Kingakati στην Kinshasa, το οποίο είναι ζωολογικό πάρκο και αποτελεί ένα φημισμένο τουριστικό αξιοθέατο, ως επίσης, προκύπτει ότι τα περιστατικά σεξουαλικής βίας εναντίον γυναικών είναι ευρέως διαδεδομένα στη ΛΔΚ, με ελάχιστες γυναίκες να ανατρέχουν σε θεραπεία ή να προβαίνουν σε καταγγελία στις αρχές. Ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, η σεξουαλική παρενόχληση είναι διαδεδομένη σε όλη τη χώρα, ειδικότερα στον τόπο εργασίας και στα πανεπιστήμια, ως επίσης, η σεξουαλική βία, περιλαμβανομένου βιασμού, είναι μεν διαδεδομένη σε όλη τη χώρα όμως, συγκεκριμένα στη Kinshasa, καταγράφονται αναλογικά τα χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις νοτιότερες και ανατολικές επαρχίες, καθώς και ότι συχνά οι ιερόδουλες στην ΛΔΚ παρενοχλούνται από τις αρχές, συγκεκριμένα οι ιερόδουλες του δρόμου ισχυρίζονται ότι υφίστανται παρενόχληση, εκβιασμό και βία από την αστυνομία.

Αξιολογώντας τα ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως, δεδομένου ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να υποστηρίξει την εσωτερική της αξιοπιστία όσον αφορά τον εν λόγω ισχυρισμό, συνεκτιμώντας ότι δεν βρέθηκαν εξωτερικές πηγές που να επιβεβαιώνουν τα όσα ισχυρίστηκε ότι βίωσε η αιτήτρια στη χώρα της και παρά το ότι δεν αμφισβητήθηκε το γεγονός ότι ενδεχομένως η αιτήτρια να υπήρξε θύμα σεξουαλικής βίας με βάση τα όσα περιέγραψε στην αρχή της συνέντευξης (η αιτήτρια αναφέρθηκε σε ζητήματα σχετικά με τη ψυχική και σωματική της υγεία, υποστηρίζοντας ότι προέρχονται από τα όσα πέρασε, συγκεκριμένα λόγω του βιασμού της), οι ισχυρισμοί της δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς και δεν είχαν αρκετή συνοχή ώστε να τεκμηριώνουν με συνέπεια το αφήγημα της. Για τους λόγους αυτούς, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε

Κατά την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου με βάση τον μοναδικό ουσιώδη ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, ήτοι ότι είναι νεαρή γυναίκα, που μεγάλωσε στη Kinshasa, με περιορισμένο επίπεδο μόρφωσης, ιερόδουλη, με δύο ανήλικα παιδιά τα οποία διαμένουν το καθένα με τον πατέρα του, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν πως, παρά τις ιδιαίτερα δυσμενείς διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες στη χώρα (όπως προκύπτει από εξωτερική πηγή την οποία παραθέτουν, η χώρα καταγωγής κατατάσσεται στη χαμηλότερη βαθμίδα παγκοσμίως αναφορικά με την ισότητα των φύλων, με διαδεδομένη τη διάκριση από τους κοινωνικούς και κρατικούς φορείς και ανεκτικότητα όσον αφορά τη βία εναντίον γυναικών, ειδικότερα την ενδοοικογενειακή βία), δεδομένα που συντείνουν στην αυξημένη ευαλωτότητα των μόνων γυναικών, η αιτήτρια δεν κατάφερε να υποστηρίξει αξιόπιστα οτιδήποτε σε σχέση με τα πιο πάνω αναφερόμενα στοιχεία. Περαιτέρω, δεν έχει υποδειχθεί φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Ως εκ τούτου, κατέληξαν πως δεν διαπιστώνεται εύλογος βαθμός πιθανότητας η αιτήτρια να υποστεί μεταχείρισης που να ισοδυναμεί με δίωξη ή να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στη Kinshasa. Ούτε θεωρείται ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας της ως πολίτης, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας στην περιοχή διαμονής της στη Kinshasa, λαμβάνοντας υπόψη και τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας.

Προς τα ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση συναξιολόγησαν ότι, παρότι από πηγές στις οποίες ανέτρεξαν προκύπτει ότι στη Kinshasa υπάρχουν ψηλά ποσοστά εγκληματικότητας από συμμορίες που δρουν στην περιοχή και ευθύνονται για ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις, όπως βιασμοί, δολοφονίες, κλοπές και σωματική βλάβη, εντούτοις η αρχές της χώρας έχουν θέσει σε εφαρμογή πλάνο για την εξάλειψη της εγκληματικότητας σε αστικές περιοχές και κυρίως στη Kinshasa, το οποίο περιλάμβανε διάφορα μέτρα, μεταξύ των οποίων την αύξηση της παρουσίας αστυνομικών στην πρωτεύουσα.

Με βάση τα ως άνω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής.

Σημειώνεται ότι η παρούσα προσφυγή είχε καταχωρηθεί αρχικά από την ίδια την αιτήτρια όμως ακολούθως διόρισε δικηγόρο, η οποία και καταχώρησε, κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου, τροποποιημένη αίτηση.

Επί της τροποποιημένης αιτήσεως καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, σε συνάρτηση και με τα αιτητικά Α μέχρι και Δ.

Δια των αγορεύσεων της σημειώνεται ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτήτρια θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για άτομο που χρήζει ειδικής μεταχείρισης, καθώς έχει υποστεί βιασμό ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής και σεξουαλικής βίας και παρουσιάζει  γι’ αυτό ιδιαίτερα στοιχεία ευαλωτότητας, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα αρ.9ΚΓ, 9ΚΔ και 9ΚΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (στο εξής ο Νόμος). Περαιτέρω εκ του αφηγήματος της θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι έχει υποστεί πράξεις διώξεως και/ή σοβαρής βλάβης.

Συγκεκριμένα, παραθέτοντας σημεία εκ του πρακτικού της συνέντευξης και της επίδικης έκθεσης, η αιτήτρια αναφέρει ότι τα ευρήματα επί της εσωτερικής συνοχής των όσων ανέφερε κατά τη συνέντευξη αναφορικά με τον τόπο όπου υπέστη βιασμό, τις συνθήκες, το άτομο που εν τέλει τη βοήθησε, όπως και τα συμπεράσματα περί ελλείψεως επαρκών λεπτομερειών σε σχέση με τον ακόλουθο εγκλεισμό της σε οικία και κατ’ εξακολούθηση βιασμό της, είναι λανθασμένα και δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη, με βάση τα όσα αναφέρει η σχετική βιβλιογραφία επί τούτου, ο αντίκτυπος που είχαν στον ψυχισμό της αιτήτριας οι τραυματικές εμπειρίες που βίωσε, ως τις αναφέρει.

Περαιτέρω προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν εξετάστηκαν οι ισχυρισμοί που προέβαλε, δεν αξιολογήθηκαν ορθά σε εξατομικευμένη βάση και δεν έγινε ορθή και δέουσα υπαγωγή τους στην οικεία νομοθεσία και νομολογία και γι’ αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι λανθασμένη επί της ουσίας αυτής. Επί τούτου η συνήγορος της αιτήτριας σημειώνει ότι και μόνο οι προσωπικές περιστάσεις της, ως έγιναν δεκτές και από τους καθ’ ων η αίτηση, είναι αρκετές για να τεκμηριωθεί ότι υφίσταται βάσιμος φόβος διώξεως και/ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της.

Αναπτύσσοντας τον ως άνω ισχυρισμό, επί του οποίου παραθέτει πλούσιες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, η συνήγορος της αιτήτριας επιχειρηματολογεί ότι θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αυτή ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, είτε των γυναικών γενικώς είτε γυναικών που υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, οι οποίες βιώνουν ιδιαίτερα δυσμενείς διακρίσεις από το κοινωνικό σύνολο και κρατικούς φορείς, και είναι δια τούτο δικαιούχος προσφυγικού καθεστώτος ή, σε κάθε περίπτωση, χρήζει συμπληρωματικής προστασίας ή προστασίας βάσει της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας του επίδικου αιτήματος, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής. Ζητούν γι’ αυτό απόρριψη της παρούσης αιτήσεως.

Προχωρώ σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ενώπιον μου στοιχείων αναφορικά με τον 2ο ισχυρισμό της αιτήτριας, ο οποίος και απορρίφθηκε.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στη σελ.98 ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Έχω διέλθει με προσοχή το πρακτικό της συνέντευξης της αιτήτριας και όσα είχε αναφέρει σε σχέση με το αφήγημα της.

Είναι κατάληξη μου, λαμβανομένων υπόψη και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών, ότι αποδέχομαι την αλήθεια των ισχυρισμών της περί βιασμού της από πολλούς άνδρες και τον επακόλουθο εγκλεισμό της σε σπίτι από το άτομο που ονόμασε ως 600Giga και τον εκεί κατ’ εξακολούθηση βιασμό της.

Τούτο γιατί παρά το ότι το σχετικό αφήγημα της περιέχει εκ των πραγμάτων ορισμένα κενά, επουσιώδεις αντιφάσεις αλλά και στερείται σε ορισμένα σημεία ευλογοφάνειας, οι ισχυρισμοί της, ως αναδύονται μέσα από το σχετικό πρακτικό και τις απαντήσεις στις αρκετές ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν επί συγκεκριμένων σημείων, διατηρούν χρονική συνέχεια και συνέπεια και περιέχουν τις απαιτούμενες εύλογα επί των λεγομένων της αναμενόμενες λεπτομέρειες, δεδομένου και του ότι, ως έγινε αποδεκτό και από τους καθ’ ων η αίτηση ως ενδεχόμενο (βλ. ερ.83, 1η παράγραφος), η αιτήτρια έχει κατά το παρελθόν υποστεί σεξουαλική βία.

Οι σχετικοί ισχυρισμοί της, ιδωμένοι και αξιολογούμενοι συνολικά, θεωρώ έχουν, παρά τα όποια κενά ή αντιφάσεις εντοπίστηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, συνοχή. Από το σύνολο των απαντήσεων που δίδει η αιτήτρια στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν, προκύπτουν σαφείς αποκρίσεις και ειλικρινείς θεωρώ απαντήσεις, χωρίς διολίσθηση σε αναλήθειες ή ψεύδη σε ερωτήσεις των οποίων την απάντηση δεν μπορούσε να δώσει, είτε λόγω αδυναμίας να ανακαλέσει συγκεκριμένα στοιχεία, είτε λόγω έλλειψης γνώσεως σχετικά με το ερώτημα που τέθηκε.

Των ως άνω λεχθέντων οι μόνοι ισχυρισμοί για τους οποίους διατηρώ αμφιβολίες για την αλήθεια τους, είναι αυτοί που αφορούν τη σχέση της με τον λεγόμενο ως Giga600, για τον οποίο θεωρώ ότι ηθελημένα, για λόγους που δεν είναι άμεσα προφανείς, η αιτήτρια απέκρυψε στοιχεία. Επί τούτου λοιπόν δεν αποκλείεται να αναφέρθηκαν ψεύδη ή να αποκρύφθηκε η πραγματική σχέση της με το πρόσωπο αυτό, το οποίο ίσως να είναι και μέρος κυκλώματος εμπορίας προσώπων, όμως δεν θεωρώ ότι θα πρέπει, δεδομένης της εσωτερικής συνοχής που διατηρούν οι λοιποί ισχυρισμοί της αιτήτριας, να δοθεί τόση βαρύτητα σ’ αυτό, τέτοια που να οδηγεί σε απόρριψη του υπόλοιπου αφηγήματος της.

Ως αναφέρεται και στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.81, «[τ]ο γεγονός ότι ο αιτών έχει πει ψέματα, ακόμη και μεγάλα, δεν σημαίνει από μόνο του ότι αυτά είναι ουσιώδη ή καθοριστικά για την έκβαση της αίτησης, εάν δεν υφίστανται πρόσθε­τοι παράγοντες που να υποδεικνύουν ότι οι ισχυρισμοί του αιτούντος είναι αβάσιμοι.».

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σε σχέση με την επίδραση στη μνήμη και την ικανότητα ανάκλησης λεπτομερειών επί ενός αφηγήματος, αναφέρεται ότι «[έ]νας από τους δείκτες αξιοπιστίας μιας αφήγησης είναι να έχει «εσωτερική συνέπεια» (βλ. ενότητα 4.5.1 ανωτέρω). Όταν η μνήμη αφορά τραυματικό γεγονός, τα πράγματα περιπλέκονται, δεδομένου ότι η μνήμη την οποία αφορά η ερώτηση του υπευθύνου λήψης αποφάσεων μπορεί να είναι η έμμονη «τραυματική μνήμη», όπως περιγράφηκε ανωτέρω, ή κανονική αυτοβιογραφική μνήμη κάποιου άλλου στοιχείου του γεγονότος, η οποία μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Επιπλέον, στη βιβλιογραφία για τις τραυματικές μνήμες γίνεται διάκριση μεταξύ «κεντρικών» και «περιφερειακών» λεπτομερειών του γεγονότος (627). Γενικά, υποστηρίζεται ότι, κατά τον χρόνο μιας απειλητικής για τη ζωή εμπειρίας, η προσοχή συγκεντρώνεται στο πιο ουσιαστικό στοιχείο του γεγονότος —συμπεριλαμβανομένων των συναισθηματικά κεντρικών στοιχείων. Η διάκριση αφορά πάντοτε το συγκεκριμένο γεγονός και προσωπικά το άτομο που το βιώνει. Μελέτη του φαινομένου αυτού στο πλαίσιο αιτήσεων διεθνούς προστασίας έδειξε ότι, όταν ερωτώνται δύο φορές για ένα τραυματικό γεγονός, τα άτομα εμφανίζουν ασυνέπειες όσον αφορά την ανάκληση κάθε είδους λεπτομερειών, αλλά κυρίως εκείνων τις οποίες έχουν χαρακτηρίσει ως περιφερειακές (628)

Ενόψει λοιπόν των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι, δεδομένου και του ότι, ως άλλωστε και οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχτηκαν, τα όσα ανέφερε η αιτήτρια συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (αναφορικά με την ύπαρξη σεξουαλικής βίας και την έλλειψη προστασίας κατ’ αυτής, βλ. και ερ.84), τις οποίες παραθέτω και πιο κάτω στα πλαίσια της παρούσης και λαμβανομένου υπόψη ότι οι όποιες αντιφάσεις ή μη ευλογοφανείς ισχυρισμοί της αιτήτριας αφορούν επουσιώδη ζητήματα και όχι των πυρήνα των ισχυρισμών της, αποδέχομαι ως αξιόπιστούς τους ισχυρισμούς της περί βιασμού της από πολλούς άνδρες και επακόλουθο εγκλεισμό της σε σπίτι από το άτομο που ονόμασε ως 600Giga και τον εκεί κατ’ εξακολούθηση βιασμό της.

Σημειώνω ότι το προφίλ της αιτήτριας, περιλαμβανομένου του ότι υπήρξε εργάτρια του σεξ, έχει γίνει αποδεκτό από τους καθ’ ων η αίτηση (βλ. ερ.83, παρ.1 και 2), κατάληξη με την οποία συμφωνώ. Αναφορικά με την ύπαρξη οικογενειακού ή άλλου δικτύου έγιναν λίγες ερωτήσεις (ερ.57) στην αιτήτρια, στην αρχή της συνέντευξης. Επί τούτου είχε αναφέρει ότι οι ανήλικες κόρες τις διαμένουν με τους πατέρες τους, δεν έχει επαφή μ’ αυτούς και ούτε με τον αδελφό της. Σχετικά ανέφερε ότι κατ’ ουσία εγκατέλειψε τις κόρες της από τον καιρό που άρχισε να εξασκεί πορνεία, όταν πέθανε η μητέρα της και δεν ερωτήθηκε περαιτέρω. Τονίζω περαιτέρω ότι το προφίλ της αιτήτριας σε σχέση και με τις προσωπικές περιστάσεις, στις οποίες δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται και αυτές οι πληροφορίες, έγινε αποδεκτό από τους καθ’ ων η αίτηση (βλ. και ερ.83). Εκ των ενώπιον μου στοιχείων θεωρώ πως δεν τεκμηριώνεται λοιπόν η ύπαρξη οικογενειακού ή άλλου υποστηρικτικού δικτύου για την αιτήτρια στη χώρα καταγωγής.

Συνοψίζοντας τα δεδομένα που αφορούν την αιτήτρια σημειώνω ότι αυτή είναι γυναίκα χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο που δεν έχει ολοκληρώσει τη μέση εκπαίδευση, εργάτρια του σεξ, με τόπο διαμονής τη Κινσάσα, όπου μεγάλωσε, που διέμενε με φίλες της αφότου εκδιώχθηκε από τη μητρική οικία μετά το θάνατο της μητέρας της, η οποία υπήρξε θύμα σεξουαλικής βίας και κατ’ εξακολούθηση βιασμού.

Σε σχέση με άτομα με τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας εντοπίζω τα ακόλουθα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.

Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι επίσης σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[1]

Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[3] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[4] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[5]

[…]

Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Κινσάσα συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[6] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[7] Η πηγή πρόσθεσε ότι οι ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά.[8] Στις χήρες και στις γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας, επειδή δεν είναι σε θέση να κληρονομήσουν την περιουσία και τα περιουσιακά στοιχεία του εκλιπόντος συζύγου τους[9]». [10]

Περαιτέρω, σε απάντηση του EASO σε ερώτημα που του υποβλήθηκε αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα κατά το διάστημα 2017 – 2019, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω και συμπληρώνει, αναφορικά με τα λεγόμενα «παιδιά του δρόμου» ότι «οι έμφυλες διαφορές είναι ορατές μεταξύ των παιδιών του δρόμου στην Κινσάσα: τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους για να ζήσουν μια ζωή στο δρόμο (που συχνά περιλαμβάνει σεξουαλική εργασία) και είναι εντονότερα στιγματισμένα, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την επανένωση με τις οικογένειές τους.[11] Κορίτσια και νέες γυναίκες χωρίς οικονομική υποστήριξη από τις οικογένειές τους ή άλλα δίκτυα—είτε επειδή έχουν μεταναστεύσει μόνες στην πρωτεύουσα, έμειναν ορφανές ή απορρίφθηκαν από τους γονείς ή την οικογένειά τους ή όταν οι γονείς τους περιμένουν από αυτές να συνεισφέρουν στο κόστος του νοικοκυριού—συχνά επιδίδονται σε σεξουαλική εργασία ή συναλλακτικές σεξουαλικές επαφές, όπως αποκαλύπτει έρευνα που έγινε στην Κινσάσα».[12],[13]

 

Σε έρευνα του DIS αναφέρονται τα εξής.

 

«[Έ]να πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως. Ένα τέτοιο πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης κατοικίας, εργασίας και έπειτα οικονομικών πηγών. Επιπλέον ένα τέτοιο πρόσωπο θα έχει προβλήματα με το φαγητό και την πρόσβαση στην υγεία σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[14]

Η κοινωνική στέγαση στη Κινσάσα δεν είναι διαθέσιμη σε γυναίκες που ζουν μόνες τους, αλλά προορίζεται για άτομα με πολιτική ή κοινωνική υποστήριξη.[15] Σύμφωνα με διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση ή να αποκτήσει πρόσβαση σε καταφύγιο κάποια γυναίκα χωρίς δίκτυο στη Κινσάσα. Κατά συνέπεια, πολλές ανύπαντρες γυναίκες χωρίς δίκτυο υποστήριξης ανδρών στην Κινσάσα πρέπει να καταφύγουν σε συναλλακτικό σεξ προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο καταφύγιο με οποιονδήποτε τρόπο. Όσοι δεν έχουν μέλη της οικογένειας στην Κινσάσα θα βρουν συνήθως καταφύγια ή παράγκες κατασκευασμένες με ξύλο ή χαρτοκιβώτια. Οι ανύπαντρες γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική εμπορία ή εκμετάλλευση θα είναι επιρρεπείς στην πορνεία, όταν προσπαθούν να βρουν στέγη στην Κινσάσα ή αν απλά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο.[16] Ανύπαντρες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα συχνά καταφεύγουν στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή ως μέσο πρόσβασης στη στέγαση καθώς και για την απόκτηση εισοδήματος. Η συμμετοχή στη σεξουαλική εργασία ή στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή συχνά στιγματίζει περαιτέρω τις γυναίκες.[17]

Σε έκθεση του Danish Immigration Service (DIS), μετά από συνέντευξη με καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κινσάσα, αναφέρεται ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις. Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[18]

Αναφορικά με τη διαθέσιμη κρατική προστασία κατά των ως άνω μορφών διακρίσεων και κακομεταχείρισης που είναι εκτεθειμένες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό εντοπίζονται τα ακόλουθα.

Αναφορά της UNFPA σημειώνει ότι η έμφυλη βία (GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη χώρα.[19] Μορφές βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν βιασμό, σεξουαλική δουλεία, εμπορία ανθρώπων, αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[20] Όπως σημειώνεται, η κατάχρηση εξουσίας και ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα γυναικών και κοριτσιών απέναντι σε αυτές τις μορφές βίας.[21] Η σεξουαλική βία αναφέρεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλά πολλές είναι αυτές που φοβούνται να καταγγείλουν το βιασμό τους ή τη σε βάρος τους βία εξαιτίας του στίγματος και του φόβου να υποστούν αντίποινα από τους θύτες.[22] Παρά το ότι η κυβέρνηση της χώρας έχει δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι υπηρεσίες για την πρόληψη αλλά και για την αποκατάσταση των θυμάτων εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και υποχρηματοδοτούμενες.[23]

Σε έκθεση του OECD του 2019 αναφέρεται ότι η Λ. Δ. του Κονγκό επικύρωσε το 2018 το Πρωτόκολλο Maputo για τα Δικαιώματα των Γυναικών στην Αφρική ενώ το Σύνταγμα εγγυάται ότι όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα. Ωστόσο, ως περαιτέρω αναφέρεται, «δεν υπάρχει πλήρης νομοθεσία για τη βία κατά των γυναικών», οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετα το αποδυναμωμένο δικαστικό σύστημα και τη γενικότερη κουλτούρα σιωπής των θυμάτων και ατιμωρησίας των δραστών. Γι’ αυτό αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στη δικαιοσύνη λόγω «του υψηλού κόστους των δικαστικών διαδικασιών, του ανεπαρκούς αριθμού δικαστηρίων, της αντιληπτής αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα».[24]

Σε συνάρτηση με τις ως άνω παρατιθέμενες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) προχωρώ με την εξέταση του κατά πόσο εξ αυτών προκύπτουν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[…] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]». Στο αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, αναφέρεται πως η πράξη δίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Σε μόλις προ ολίγων ημερών εκδοθείσα απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην C‑621/21, WS, ECLI:EU:C:2024:47, ημ.16/01/24, αναφέρονται τα εξής.

«48. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βασιζόμενη στο φύλο βία κατά των γυναικών πρέπει να αναγνωρισθεί ως μορφή δίωξης υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι καθένας από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του φύλου και ότι, οσάκις στοιχειοθετείται ότι ο φόβος δίωξης οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες άσυλο καθεστώς πρόσφυγα.

49. Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/95 και υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

50. Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ’ ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν.

[…]

52. Τρίτον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία σχετίζεται με την «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας στη χώρα καταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι δυνατόν οι γυναίκες να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και να αναγνωρισθεί, εξ αυτού του λόγου, ότι έχουν ιδιαίτερη ταυτότητα στον εν λόγω κοινωνικό χώρο, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους.

53. Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» πληρούται και στην περίπτωση γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως, παραδείγματος χάριν, ένα εξ αυτών που μνημονεύονται στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, όταν οι κοινωνικοί, ηθικοί ή νομικοί κανόνες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους έχουν ως συνέπεια να γίνονται οι γυναίκες αυτές αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο λόγω αυτού του κοινού τους χαρακτηριστικού.

54. Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να καθορίσει ποιος περιβάλλων κοινωνικός χώρος είναι κρίσιμος προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με το σύνολο του εδάφους της τρίτης χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της.

[…]

56. Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

57. Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες, στο σύνολό τους, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, οσάκις διαπιστώνεται ότι, λόγω του φύλου τους, εκτίθενται στη χώρα καταγωγής τους, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.

[…]

60. Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, η εκτίμηση της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και κατά περίπτωση, με προσοχή και σύνεση, και να στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες όχι μόνον της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, αλλά και της παραγράφου 4 αυτού, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει βάσιμο φόβο, λαμβανομένων υπόψη των ατομικών περιστάσεών του, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του [πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61. Προς τούτο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 36, στοιχείο x, των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τα αιτήματα για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα που υποβάλλονται από γυναίκες θα πρέπει επίσης να συλλέγονται οι πληροφορίες που αφορούν τη χώρα καταγωγής τους και ειδικότερα τη θέση της γυναίκας ενώπιον του νόμου, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους, τα πολιτισμικά και κοινωνικά ήθη της χώρας και τις συνέπειες της παραβίασής τους, την επικράτηση παρόμοιων επιζήμιων παραδοσιακών πρακτικών, τη συχνότητα και τους τύπους της βίας που ασκείται σε βάρος των γυναικών, την προστασία που τους παρέχεται, την τιμωρία που προβλέπεται για τους αυτουργούς της βίας και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μετά την υποβολή του αιτήματος.

62. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» αποτελούσα «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές.

[…]

70. Με βάση τα ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο αιτών ισχυρίζεται ότι έχει φόβο ότι θα υποστεί δίωξη από μη κρατικούς υπευθύνους στη χώρα καταγωγής του, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας και των πράξεων δίωξης, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί τέτοιος συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών από μη κρατικούς υπευθύνους προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.»

Στην ανωτέρω απόφαση συνοψίζονται με σαφήνεια οι παράμετροι που διέπουν την αναγνώριση του συνόλου ή μιας κατηγορίας γυναικών, στο σύνολο μιας χώρας ή μέρος αυτής, ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδαπου υφίστανται εύλογη πιθανότητα να υποστούν κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής, είτε από συγκεκριμένη ομάδα ατόμων, είτε το σύνολο της κοινωνίας, πράξεις διώξεως, κατά τα οριζόμενα στο αρ.3 του Νόμου, περιλαμβανομένης έμφυλης βίας και σωματικής ή ψυχολογικής κακοποίησης.

Αναφορικά με το ποιες πράξεις περιέχουν τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας ώστε να ισοδυναμούν με πράξεις διώξεως, στο εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:

«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.

[…]

Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.57, αναφέρονται τα εξής.

«Έχει αναγνωρισθεί ότι οι γυναίκες μπορεί να υφίστανται δίωξη λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας τόσο λόγω του φύλου τους και μόνο όσο και ειδικότερα, εάν αποτελούν επιμέρους ομάδες ως γυναίκες που κατηγορούνται ότι παραβιάζουν τα κοινωνικά ήθη (ιδίως μοιχεία και ανυπακοή σε σύζυγο) και δεν προστατεύονται από τους συζύγους τους ή άλλους άρρενες συγγενείς (279). Σε υπόθεση που αφορούσε την τελευταία αυτή επιμέρους ομάδα, η Βουλή των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμανε τα εξής:

Οι μη αμφισβητούμενες αποδείξεις στη συγκεκριμένη υπόθεση δείχνουν ότι οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις στο Πακιστάν. Πιστεύω ότι η φύση και η κλίμακα της διάκρισης είναι τέτοια ώστε μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες στο Πακιστάν υφίστανται διακρίσεις από την κοινωνία στην οποία ζουν. Ο λόγος για τον οποίο οι προσφεύγουσες φοβούνται ότι θα υποστούν δίωξη δεν είναι απλώς επειδή είναι γυναίκες. Είναι επειδή είναι γυναίκες σε μια κοινωνία η οποία εφαρμόζει διακρίσεις κατά των γυναικών (280).

Όπως τονίζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο προσδιορισμός ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας εξαρτάται από τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία της επίμαχης κοινωνίας. Επομένως, οι γυναίκες δεν αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στις κοινωνίες που δεν εφαρμόζουν διακρίσεις εις βάρος τους.»

Στη βάση των ως άνω πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής καθώς και της σχετικής νομολογίας και βιβλιογραφίας, είναι κατάληξη μου ότι οι γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, εργάτριες του σεξ, συνιστούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στη Κινσάσα αλλά και στη χώρα καταγωγής γενικότερα, καθότι αυτά συνιστούν εγγενή χαρακτηριστικά, γίνονται αντιληπτές ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, ήτοι από τη τοπική κοινωνία, και υπόκεινται σε διακριτική μεταχείριση απ’ αυτή και πράξεις που αναμφισβήτητα συνιστούν πράξεις διώξεως.

Τα χαρακτηριστικά τους αυτά τις εκθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο και αποτελούν την αιτία σοβαρών παραβάσεων βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους όπως, μεταξύ άλλων, σεξουαλική βία και εκμετάλλευση, στέρηση από τη πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές και στέγαση, σοβαρά προσκόμματα στη πρόσβαση τους στη δικαιοσύνη και βιοπορισμό, διακρίσεις με βάση το φύλο και τη κατάσταση τους και σωματική και ψυχολογική βία. Η δε ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της ευαλωτότητας τους σε εγκληματικές ομάδες και συμμορίες και κυκλώματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και εμπορίας προσώπων, που φαίνεται να δρουν ανενόχλητα και έναντι των οποίων δεν παρέχεται ουσιαστική, μη προσωρινή και αποτελεσματική προστασία από το κράτος. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δράστες των ως άνω είναι οι ίδιες οι αρχές, ενεργώντας υπό την επίσημη ιδιότητα τους.

Οι πράξεις αυτές ενέχουν αναμφισβήτητα το επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται ώστε να θεωρούνται πράξεις διώξεως καθώς πρόκειται για πράξεις κατά παράβαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση αλλά και παραβιάσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν σοβαρής ένεκα του ιδιαίτερου αντίκτυπου που έχουν σε γυναίκα ανήκουσα στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, εν προκειμένω η αιτήτρια.

Περαιτέρω εντοπίζω ότι στο πρόσωπο της αιτήτριας συντρέχουν πρόσθετοι παράγοντες εκ των οποίων αυξάνεται η ευαλωτότητα και την εκθέτουν σε ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο, εφόσον πρόκειται για άτομο που έχει ήδη εργαστεί εξ ανάγκης ως εργάτρια του σεξ, έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά και βιασθεί κατ’ εξακολούθηση, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η οποία εκδιώχθηκε από τη μητρική της οικία μετά τον θάνατο της μητέρας της σε νεαρή ηλικία, όταν και άρχισε να εξασκεί την πορνεία για βιοπορισμό.

Κατά δε των επαπειλούμενων πράξεων διώξεως δε φαίνεται να παρέχεται ουσιαστική, μη προσωρινή και αποτελεσματική προστασία από τις αρχές, δεδομένης της περιορισμένης ύπαρξης ή και ανυπαρξίας υποδομών κοινωνικής στήριξης, στέγασης και επανένταξης, κοινωνικών παροχών και προστασίας κατά της εγκληματικότητας, είτε δια της πρόληψης είτε καταστολής αυτών.

Οι καθ’ ων η αίτηση ουδόλως συνυπολόγισαν τα ως άνω.

Αντ’ αυτού, παρόλο που ανέτρεξαν δεόντως σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής που αφορούν άτομα με τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, τις πλείστες εκ των οποίων αποδέχθηκαν (ερ.83), θεώρησαν – λανθασμένα και εν πολλοίς επιπόλαια – ότι αυτή δεν υφίσταται τέτοιο κίνδυνο, κατάληξη την οποία δεν αιτιολόγησαν επαρκώς, και απέτυχαν να αξιολογήσουν και να συνυπολογίσουν συνέπειες των επικρατουσών συνθηκών στη χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση, περιοριζόμενοι επί τούτου στη λακωνική αναφορά τους ότι φαίνεται από τις πληροφορίες στις οποίες ανέτρεξαν να άρχισαν να λαμβάνονται μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης από τις αρχές, χωρίς εντούτοις να αναζητήσουν πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσο τα όποια μέτρα λήφθηκαν από τις αρχές επέφεραν αποτέλεσμα στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Ουδόλως δε προβληματίστηκαν περαιτέρω αναφορικά με τα όσα πιο πάνω αναφέρονται.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου τονίζω ότι «[…] η εκτίμηση της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και κατά περίπτωση, με προσοχή και σύνεση, και να στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες όχι μόνον της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, αλλά και της παραγράφου 4 αυτού, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει βάσιμο φόβο, λαμβανομένων υπόψη των ατομικών περιστάσεών του, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.» (βλ. απόφαση ΔΕΕ C‑621/21, ανωτέρω)

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό Α αυτής και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του αρ.146  (4) (δ) του Συντάγματος και του αρ.11 (3) (β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) ώστε να χορηγείται στην αιτήτρια καθεστώς πρόσφυγα.

Δεδομένου ότι έχει ήδη τεκμηριωθεί λόγος παροχής διεθνούς προστασίας στην αιτήτρια, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών αιτητικών.

Επιδικάζονται έξοδα ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

.



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023)

[3] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[4] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[5] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[6] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4 σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[7] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 – 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[8] Όπ. Π. παρα. 12, σελ. 45

[9] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[10] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf  παρα. 11, σελ. 41 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[11] Davis, L., ‘et al.’, Democratic Republic of Congo – DRC: Gender Country Profile 2014, The Swedish Embassy in Kinshasa, 2014, https://www.lauradavis.eu/wp-content/uploads/2014/07/Gender-Country-Profile-DRC-2014.pdf σελ. 34 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[12] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ‘’Empowerment’ of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls’, Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf σελ. 475-491, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[13] EASO, COI Query, DRC (Democratic Republic of Congo): Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019), https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf σελ. 4 – 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[14] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[15] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html

[16] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 17 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[17] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[18] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/07/2023)

[19] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[20] Ό.π..

[21] Ό.π..

[22] Ό.π..

[23] Ό.π..

[24] OECD, SIGI - Social Institutions & Gender Index 2019 - Democratic Republic of the Congo, December 2018, διαθέσιμο σε https://www.genderindex.org/wp-content/uploads/files/datasheets/2019/CD.pdf, p. 3, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο