ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.8415/21

 

22 Ιανουαρίου

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Q. M. M.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Α. Λαζάρου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτήτρια

Κα Λ. Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, που αναφέρεται στην επιστολή ημ.29/11/21, η οποία κοινοποιήθηκε στις 02/12/21, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Ρουάντα, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 11/03/20 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 15/09/20 (ερ.3-5, 50).

Στις 08/10/21 διεξήχθη συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της στην παρουσία διερμηνέα (ερ.31-50). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 06/11/21 η αίτηση διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.65-76).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 02/12/21 μαζί με την αιτιολογία αυτής στην αγγλική, ήτοι γλώσσα κατανοητή από αυτήν (ερ.80-81, 4).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλη και η χώρα της, η οικογένεια, οι φίλοι της και οι πάντες, είναι εναντίον της ομοφυλοφιλίας, και η ίδια έτυχε χλευασμού και παρενόχλησης. Λόγω τούτων, η ίδια ένιωσε αναστάτωση και ανασφάλεια στην χώρα της και δεν μπορούσε να παραμείνει εκεί αλλά χρειαζόταν να πάει κάπου αλλού όπου η ομοφυλοφιλία ή ο γάμος μεταξύ ομοφυλόφιλων στηρίζεται πλήρως χωρίς παρενόχληση.

Κατά  τη συνέντευξη που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε πως γεννήθηκε στην Ουγκάντα αλλά μαζί με την οικογένεια της μετοίκησαν στη Ρουάντα το 1994, κατέχει την υπηκοότητα της χώρας και έχει μόρφωση πανεπιστημιακού επιπέδου, ενώ στην χώρα της εργαζόταν ως ιδιαιτέρα γραμματέας σε διεθνή οργανισμό. Δεν αντιμετώπισε οποιαδήποτε ζητήματα κατά την έξοδο της από την χώρα της, ούτε βίωσε οτιδήποτε αξιοσημείωτο στο ταξίδι από τη χώρα της στη Κύπρο.

Ο κύριος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα της ήταν το ότι είναι ομοφυλόφιλη και ήθελε να έχει την ελευθερία να είναι αυτό που είναι χωρίς να βιώσει μίσος ή απόρριψη ή να την απωθήσει η οικογένεια της και η κοινωνία. Στη χώρα της, όπως είπε, δεν μπορεί κάποιος να εκφράσει δημόσια την ομοφυλία του ή την έλξη του προς το ίδιο φύλο, ούτε καν να συζητήσει τέτοια θέματα, ενώ τέτοια άτομα νιώθουν φοβισμένα, εγκαταλελειμμένα, μισητά και παρενοχλημένα, εφόσον είναι μια χώρα με παραδοσιακές πολιτιστικές και θρησκευτικές αρχές. Η ίδια, όπως πρόσθεσε, ένιωθε ανασφαλής και χωρίς ελευθερία έκφρασης, ενώ δεν υπάρχει νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομοφυλόφιλων.

Ερωτηθείσα κατά πόσο συνέβη οτιδήποτε που την ώθησε στο να εγκαταλείψει τη χώρα τη δεδομένη στιγμή, δήλωσε ότι ο κόσμος την ρωτούσε γιατί φεύγει, ενώ αν και εργαζόταν μεν, η ίδια δε δεν ένιωθε καλά, αλλά είπε σε όλους ότι φεύγει για σπουδές αν και δεν ήταν ο πραγματικός λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα της. Στο ερώτημα τι μπορεί να της συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, δήλωσε πως θα υποστεί τα ίδια όπως και τότε που ήταν εκεί, εξηγώντας ότι θα νιώθει ανασφάλεια και παρενόχληση, θα την κρίνουν και επίσης θα τύχει κακομεταχείρισης.

Στη συνέχεια της συνέντευξης, σε σειρά ερωτημάτων αναφορικά με το σεξουαλικό της προσανατολισμό, η αιτήτρια δήλωσε ότι έχει αισθήματα για άτομα του ιδίου φύλου, κάτι που αντιλήφθηκε για πρώτη φορά όταν ήταν στην ηλικία των 15 ετών (όπου είχε μια ρομαντική και σεξουαλική σχέση με μια συνομήλικη γείτονα), οπότε άρχισε να νιώθει ότι είναι διαφορετική εφόσον η κοινωνία, η εκκλησία ή η οικογένεια της δεν αποδέχονται την ομοφυλοφιλία. Τότε ξεκίνησε μια εσωτερική μάχη μέσα της ώστε να αποδεχθεί τον εαυτό της και κατά πόσο αυτό που έκανε ήταν σωστό και κανονικό, και ως εκ τούτου κράτησε τη σχέση της αυτή μυστική, ενώ αγωνιζόταν για το πως θα μπορεί να ζήσει και να γίνει αποδεκτή, αλλά κατάλαβε πως κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να υπάρξει.

Η οικογένεια της, ως ανέφερε, προσπάθησε να την ωθήσει ώστε να γνωρίσει δύο άντρες αλλά η ίδια απέρριψε μια τέτοια σχέση και στις δύο περιπτώσεις. Λόγω της πίεσης αυτής από την οικογένεια της και ιδιαίτερα τη μητέρα της, για να γνωρίσει κάποιον άντρα και να παραμείνει μαζί του για να τον αγαπήσει και εν τέλει να τον παντρευτεί, εφόσον θεωρείτο ότι αυτό θα ήταν τιμητικό για την οικογένεια, η ίδια είχε αναστατωθεί, ενώ έλεγε διάφορες δικαιολογίες εφόσον αισθανόταν ανασφάλεια να αποκαλύψει πως ένιωθε πραγματικά.

Εν τέλει αποκάλυψε την αλήθεια στην οικογένεια της το 2015 αφού παραδέχθηκε ενώπιον τους ότι της αρέσουν οι γυναίκες. Έκτοτε, την κατηγόρησαν «για διάφορα» και όλοι σταμάτησαν να της μιλούν, ενώ η ίδια ένιωσε ενοχλημένη και ανασφαλής. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το είχαν κρύψει από τον πατέρα της, ο οποίος έπειτα έμαθε ότι η ίδια είναι ομοφυλόφιλη και όταν το συζήτησαν η ίδια δεν το παραδέχτηκε λόγω της προηγούμενης κακομεταχείρισης από την οικογένεια της και αφού ο πατέρας της την προειδοποίησε ότι εάν ισχύει κάτι τέτοιο τότε θα την αποκηρύξει από θυγατέρα του. Έπειτα, η ίδια μετέβηκε στην Ουγκάντα για τις σπουδές της και εκεί είχε άλλες δύο σχέσεις με διαφορετικές γυναίκες, εφόσον είχε περισσότερη ελευθερία για να βρίσκεται με όποιον επιθυμούσε. Η τελευταία της σχέση τερματίστηκε το 2017 όταν τελείωσε τις σπουδές της και επέστρεψε στην Ρουάντα.

Ερωτώμενη αναφορικά με την κοινωνική αντίληψη, την αντίδραση της οικογένειας της, καθώς και το πως αντιμετωπίζεται η ομοφυλοφιλία στη χώρα της, υποστήριξε ότι η κοινωνία δεν υποστηρίζει την ομοφυλοφιλία και δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης για τέτοια θέματα, εφόσον θεωρείται κάτι το ξενόφερτο που δεν συνάδει με τις παραδοσιακές, πολιτιστικές και θρησκευτικές αρχές και εάν κάποιος εκφράσει την ομοφυλοφιλία του τότε θα τύχει κακομεταχείρισης και δεν θα νιώθει ασφαλής.

Όσον αφορά την ίδια προσωπικά, δήλωσε ότι ήθελε ελευθερία και ένα μέρος όπου μπορεί να γίνει αποδεκτή και να νιώθει ασφαλής, και για αυτό το λόγο πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει μακριά από τη χώρα της εφόσον εκεί διατηρούσε μυστική την ομοφυλοφιλία της και ενώ η ζωή της εξωτερικά ήταν εντάξει, αφού έκανε παρέα με φίλους της, εσωτερικά δεν ένιωθε καλά. Η ίδια αισθανόταν φοβισμένη καθώς την ρωτούσαν συνεχώς, πριν από το 2015, εάν τις αρέσουν οι γυναίκες εφόσον είχαν κάποιες υποψίες και η ίδια έπρεπε να τους απαντά με τρόπο ώστε να αποφύγει να το παραδεχτεί. Περαιτέρω φοβάται, εφόσον σε περίπτωση που γνωρίσει κάποια και αποφασίσουν να ζήσουν μαζί ή να παντρευτούν τότε δεν θα έχει τη στήριξη της οικογένειας της και θα είναι δύσκολο να διαβιώσει χωρίς τη βοήθεια τους. Ως ανέφερε η οικογένεια της δεν γνωρίζει τον πραγματικό λόγο που η ίδια έφυγε από τη χώρα, ενώ ακόμη επικοινωνούν μεταξύ τους εφόσον εκείνοι, πλέον της αδελφής της, δεν γνωρίζουν ότι εγκατέλειψε τη χώρα λόγω του ότι είναι ομοφυλόφιλη.

Σχετικά με την αντιμετώπιση από το κράτος, σχολίασε ότι η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για την προστασία των ομοφυλόφιλων ατόμων και λόγω τούτου υπάρχει ανασφάλεια για τα άτομα αυτά, ενώ είναι ένα ζήτημα το οποίο οι αρχές αγνοούν και δεν αποδέχονται τους γάμους μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου. Σε άλλη σχετική ερώτηση διευκρίνισε ότι ουδείς την κακοποίησε σωματικά ή την κτύπησε ή την κρατούσε κλειδωμένη κάπου, αλλά η ίδια έτυχε κακομεταχείρισης και προσβολής από την οικογένεια της και ένιωσε ανασφαλής από τη συμπεριφορά μερικών φίλων της, αλλά το κρατούσε κρυφό από την κοινωνία ώστε να μην τύχει παρενόχλησης, καθώς επίσης και από την εργασία της, ώστε να μπορεί να έχει μια κανονική ζωή.

Ακολούθως, η Αιτήτρια ρωτήθηκε σχετικά με τις δύο σχέσεις που είχε με γυναίκες ενόσω σπούδαζε στην Ουγκάντα. Αναφορικά με την 1η της σχέση είπε ότι αφότου γνωρίστηκαν, έκαναν παρέα και να συναντιόνταν και πήγαιναν σε διάφορα μέρη μαζί. Η σχέση τους διήρκησε 5 μήνες εφόσον η φίλη της έφυγε μετά για να συνεχίσει τις σπουδές της στην Κίνα. Σχετικά με τη 2η της σχέση, είπε ότι γνωρίστηκαν και ήρθαν πολύ κοντά, και έπειτα άρχισαν να συναντιόνται κάθε μέρα και να περνούν σχεδόν κάθε νύχτα μαζί. Η σχέση τους διήρκησε σχεδόν έναν χρόνο μέχρι που η ίδια επέστρεψε στη χώρα της. Όσον αφορά και τις δύο αυτές σχέσεις που είχε, σχολίασε πως έγινε προσπάθεια για εξ αποστάσεως σχέσης αλλά αυτό δεν έγινε κατορθωτό.

Τέλος, η αιτήτρια ανέφερε ότι στη χώρα της δεν υπάρχει ελευθερία και τα ΛΟΑΤΙ άτομα συναντιόνται κρυφά και σε συγκεκριμένα μέρη, ενώ δεν αποκαλύπτουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα και προτίμηση τους. Ισχυρίστηκε επίσης ότι στην περιοχή της δεν υπάρχει μια τέτοια κοινότητα ΛΟΑΤΙ και ειδικότερα, στην περιοχή της δεν υπάρχουν τέτοια μέρη όπου να συναντιούνται άτομα ΛΟΑΤΙ και ούτε γνωρίζει οποιουσδήποτε οργανισμούς που στηρίζουν σεξουαλικές μειονότητες στη χώρα της. Καταλήγοντας, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως σε αντίθεση με την Ουγκάντα, όπου είχε τις δύο της σχέσεις με γυναίκες και όπου τέτοια άτομα είναι ανοικτά αλλά αντιμετωπίζουν παρενόχληση λόγω αυτού, στη χώρα της τέτοια άτομα κρύβονται ώστε να αποφύγουν την τιμωρία.

Οι καθ’ ων η αίτηση, αφού εξέτασαν τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, αποδέχθηκαν τους ισχυρισμούς που αφορούν τις προσωπικές περιστάσεις και τον τόπο διαμονής της, όμως απέρριψαν τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού.

Κατά τη διερεύνηση του 2ου ισχυρισμού της αιτήτριας περί ομοφυλοφιλίας με βάση το μοντέλο DSSH (Difference, Stigma, Shame and Harm), κρίθηκε ότι τα όσα περιέγραψε για τα προσωπικά της βιώματα και εμπειρίες δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στους δείκτες του εν λόγω μοντέλου αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις της αιτήτριας στερούνταν λεπτομέρειας και προσωπικής εμπειρίας, ενώ παράλληλα κρίθηκε ότι παρουσιάζουν ασυνέπεια ως προς την εσωτερική της αυτογνωσία ως ομοφυλόφιλο άτομο, καθώς και ως προς τις σχέσεις της και τη διαμάχη που είχε να αντιμετωπίσει με την οικογένεια της λόγω της ομοφυλοφιλίας της.

Ειδικότερα, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, η αιτήτρια δεν περιέγραψε επαρκώς την εσωτερική διαδικασία που την οδήγησε στη διαπίστωση ότι ελκύεται από το ίδιο φύλο, ενώ οι αναφορές της σχετικά με προηγούμενες σχέσεις της στερούνται λεπτομέρειας και επαρκούς περιγραφής ώστε να καταδεικνύεται μια γνήσια προσωπική εμπειρία. Επίσης, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της ήταν αόριστες και στερούνταν του αναμενόμενου επιπέδου προσωπικών βιωμάτων, ειδικώς αναφορικά με τον στιγματισμός της σε σχέση με την ομοφυλοφιλία της και αισθήματα ντροπής ως αποτέλεσμα αυτής. Τέλος, όσον αφορά την βλάβη, η περιγραφή που έδωσε σε σχέση με τα όσα ακολούθησαν κατόπιν που η οικογένεια της έμαθε για την ομοφυλοφιλία της στερείτο λεπτομέρειας, ενώ παράλληλα η περιγραφή της σχετικά με την ισχυριζόμενη αντιπαράθεση με την οικογένεια της το 2015 δεν συνάδει με τα όσα η δήλωσε αναφορικά με το πως εξελίχτηκε έκτοτε και το που έφτασε και συνεχίζει η σχέση της μ’ αυτούς.

Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, οι καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν σε πηγές πληροφόρησης βάσει των οποίων διαφαίνεται ότι, όσον αφορά τις δύο σχέσεις που η αιτήτρια είχε στην Ουγκάντα, οι αναφορές της ότι και στις δύο περιπτώσεις η σχέση που είχε δεν ήταν κρυφή, ενώ επίσης στη μία περίπτωση εμφάνιζαν δημόσια τη σχέση τους, δεν συνάδουν με τις πληροφορίες που βρέθηκαν για την κατάσταση των ΛΟΑΤΙ ατόμων στην Ουγκάντα, βάσει των οποίων τέτοια άτομα βίωναν την καταστολή και την κακομεταχείριση εκεί, ενώ παράλληλα οι νόμοι της χώρας προβλέπουν πολύ αυστηρές ποινές για την σεξουαλική επαφή μεταξύ ομοφυλόφιλων ατόμων καθώς και τη σύλληψη και παρενόχληση των ΛΟΑΤΙ ατόμων ή τον περιορισμό των δραστηριοτήτων τους. Από περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές, καταγράφεται επίσης η απραξία της κυβέρνησης της Ρουάντα σχετικά με την προστασία και προάσπιση των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΙ ατόμων, καθώς και ότι στη χώρα η ομοφυλοφιλία θεωρείται από την κοινωνία ως ταμπού.

Στη βάση των ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας ήταν ασυνεπείς, χωρίς συνοχή και εξειδίκευση, ενώ υπέπεσε σε σειρά αντιφάσεων, επί των οποίων αδυνατούσε να δώσει περεταίρω εξηγήσεις ή λεπτομέρειες, παρότι της δόθηκε η ευκαιρία. Όσον αφορά τις ισχυριζόμενες σχέσεις που είχε στην Ουγκάντα, δεν κατάφερε να δώσει επαρκείς εξηγήσεις όταν της υποδείχθηκε η εν λόγω ασυνέπεια των δηλώσεων της σε σχέση με τις πληροφορίες σε εξωτερικές πηγές.

Ενόψει του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού της αιτήτριας κρίθηκε ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος δίωξης ή σοβαρής βλάβης και η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα και οι πλείστοι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση. Δεν καταχωρήθηκε απαντητική αγόρευση.

Στα πλαίσια της γραπτής της αγόρευσης η αιτήτρια ανέπτυξε ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, η οποία οδήγησε στην λήψη απόφασης υπό καθεστώς πλάνης, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί της αιτήτριας και στη βάση λάθος πληροφοριών, και ότι η απόφαση δεν αιτιολογείται.

Οι λοιποί ισχυρισμοί περί αντίθεσης με το Σύνταγμα και/ή οδηγίες και κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν μπορούν να εξεταστούν ως αφηρημένα, χωρίς να συναρτώνται με τους επίδικους επί της ουσίας ισχυρισμούς της αιτήτριας και χωρίς καμία εξειδίκευση καταγράφονται (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε ρητά τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας, επαρκώς αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας της και ζητούν απόρριψη της προσφυγής.

Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα αναφέρονται στις εκατέρωθεν γραπτές αγορεύσεις και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι στερήθηκε διαδικαστικών εγγυήσεων ως προνοούνται από την οικεία νομοθεσία και ότι δεν υπήρχε ορθή επικοινωνία στην συνέντευξη ώστε να καταγραφούν δεόντως και ορθά οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, σημειώνω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω κάποια πλημμέλεια και/ή σφάλμα στη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη και των υπογραφών τόσο της αιτήτριας όσο και του μεταφραστή στο τέλος του πρακτικού όπου η αιτήτρια βεβαιώνει ότι καταγράφηκαν με ακρίβεια τα λεχθέντα. Περαιτέρω, ως προκύπτει από το πρακτικό, προτού αρχίσει η συνέντευξη, εξηγήθηκε σ’ αυτήν η διαδικασία που θα ακολουθηθεί και ερωτήθηκε δεόντως κατά πόσο αντιλαμβάνεται επαρκώς τη μετάφραση και απάντησε καταφατικά.

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Abul Kalam Kalam ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 ΑΑΔ 585, ημ.21/09/06, λέχθηκαν τα εξής:

«Η Υπηρεσία Ασύλου, κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης του αιτητή, είχε στη διάθεση του διερμηνέα, έτσι ώστε ο ισχυρισμός του σε σχέση με τις αντιφάσεις δεν ευσταθεί. Εάν δεν αντιλαμβανόταν ο αιτητής οποιαδήποτε ερώτηση, θα μπορούσε να ζητήσει διευκρινίσεις.»

Δεν μπορώ λοιπόν να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της σχετικής συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι η αιτήτρια στερήθηκε των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται, μεταξύ άλλων, από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου.

Με δεδομένα τα ως άνω, σημειώνεται ότι οι γενικοί ισχυρισμοί περί μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τον μεταφραστή της υπόθεσης, τη στιγμή που, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

Σχετικά με τον ισχυρισμό περί μη εξήγησης στην αιτήτρια κάποιου εκ των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, εν προκειμένω, ως ισχυρίζεται η συνήγορος της, του δικαιώματος παράστασης με δικηγόρο και του δικαιώματος της να προσαγάγει έγγραφα ή στοιχεία, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, θεωρώ ότι τούτο δεν αρκεί για να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης αφού το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να ασκήσει πρωτογενή κρίση.

Συνεπώς οιοσδήποτε ισχυρισμός, ο οποίος δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη απώλεια κάποιου ουσιαστικού δικαιώματος εκ της ισχυριζόμενης παράλειψης την οποία η αιτήτρια επικαλείται δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελής. 

Σχετική με τα ως άνω είναι και η πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο ερωτήματος επί των δικονομικών συνεπειών της παραβάσεως του καθήκοντος συνεργασίας, κατέληξε στα εξής, στις σκέψεις 71-72:

«71. Αφετέρου, σε περίπτωση που προκύπτει εξαρχής ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κατορθώσει να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε απάντηση, ενδεχομένως, στους ισχυρισμούς του αιτούντος διεθνή προστασία, ότι η απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι διαφορετική, ακόμη και αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση, δεν προκύπτει ότι υφίστανται παρεχόμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των οποίων η άσκηση θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ασκεί το ίδιο, όπως αναφέρει, έλεγχο του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση της αποφάσεως και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του IPAT θα ενείχαν τον κίνδυνο απλής επανάληψης του ελέγχου και άσκοπης παράτασης της διαδικασίας.

72. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Άλλωστε, με δεδομένο ότι στα πλαίσια της παρούσης η αιτήτρια εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο, αν αυτή ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία και/ή στοιχεία, θα μπορούσε βεβαίως να το πράξει δια σχετικού δικονομικού διαβήματος. Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Προχωρώ με την εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίοι, ως άρρηκτα συμπλεκόμενοι με την ουσία και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξεταστούν μαζί με αυτή.

Στη Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, λέχθηκε ότι: «[η] έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.».

Στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, ημ.28/09/99, λέχθηκε ότι: «[η] αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής.  Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και επί της ουσίας εξέταση αυτών.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Εν προκειμένω θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση.

Δεν έχω τίποτε να προσθέσω στα όσα οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν και την επί της επίδικης αιτήσεως κατάληξη, ως και ανωτέρω παρατίθεται. Το όλο αφήγημα της αιτήτριας παρουσιάζει κενά, ελλείψεις σε εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και αοριστίες, ως οι καθ’ ων η αίτηση έχουν εντοπίσει, οι οποίες πλήττουν μοιραία την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων της (ως καταγράφεται στην επίδικη έκθεση ερ.67-73). Ενδεικτικά σημειώνω ότι θεωρώ πως η αιτήτρια θα έπρεπε να ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω βιωματικές λεπτομέρειες αναφορικά με τις καθημερινές τις δραστηριότητες με τις σχέσεις στην Ουγκάντα της καθώς και άλλες ιδιαίτερες αναμνήσεις από αυτές, την αποκάλυψη στην οικογένεια της του σεξουαλικού της προσανατολισμού, την αντίδραση τους και τα όσα ακολούθησαν καθώς και να δώσει συγκεκριμένες λεπτομέρειες για τις συμπεριφορές διάκρισης τις οποίες ισχυρίστηκε ότι υπέστη. Αντ’ αυτού η αιτήτρια παρέμεινε γενική και εν πολλοίς αόριστη στις αρκετές ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν για τα ως άνω.

Λαμβανομένων υπόψη των  ως άνω ευρημάτων αναφορικά με την εσωτερική συνοχή των ισχυρισμών της αιτήτριας, δεδομένης της αξιολόγησης και αποτίμησης της αξιοπιστίας ενός αφηγήματος συνολικά, σε συνάρτηση με όλους τους αναγνωρισμένους δείκτες αξιοπιστίας (βλ. απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO, ανωτέρω), η τελική μου κατάληξη επί της συνοχής και αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας δεν μπορεί παρά να διέλθει μέσα από εξέταση και του κατά πόσο τα λεγόμενα της συνάδουν ή έρχονται σε αντίθεση με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της.

Σημειώνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ανέτρεξαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, εκ των οποίων φαίνεται να μην επιβεβαιώνονται τα όσα ισχυρίστηκε η αιτήτρια περί μεγαλύτερης ελευθερίας έκφρασης στην Ουγκάντα, όπου η αιτήτρια είχε δύο σχέσεις με ομόφυλες της, ως ισχυρίστηκε. Σχετικά δε με την Ρουάντα οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν πληροφορίες εκ των οποίων φαίνεται να επιβεβαιώνεται κοινωνικός αποκλεισμός και περιορισμένα μέτρα για προστασία της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της περί διώξεως της αιτήτριας λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, εντοπίζω τα ακόλουθα.

Η Ρουάντα είναι από τις λίγες χώρες της ανατολικής Αφρικής που δεν ποινικοποιούνται οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις και η κυβέρνηση είναι αρκετά προοδευτική στο ζήτημα. Παρά τούτο άτομα ΛΟΑΤΚΙ είναι αντιμέτωποι συχνά με κοινωνικό στίγμα για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. [1] Υπάρχουν αναφορές για κακομεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ, κατά των οποίων τα άτομα αυτά είναι απρόθυμα να υποβάλουν καταγγελία και παρά το ότι η νομοθεσία απαγορεύει διακρίσεις στη βάση σεξουαλικού προσανατολισμού, εντούτοις δεν αναγνωρίζει και ούτε προστατεύει ρητά τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ. Τα τελευταία χρόνια έγιναν αρκετές εκδηλώσεις και συναντήσεις από σύνολα ΛΟΑΤΚΙ και το 2022 έγινε παρέλαση PRIDE στην πρωτεύουσα της χώρας, πράγμα που καταδεικνύει την αυξανόμενη ανοχή και αποδοχή της κοινωνίας σε ορισμένα μέρη της χώρας, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα Kigali. [2], [3]

Παρά το ότι εντοπίζονται ακόμα αναφορές για κακομεταχείριση, εντούτοις άτομα φαίνεται να δηλώνουν ότι δεν βιώνουν πλέον διακρίσεις. Το κοινωνικό στίγμα παραμένει ένας εκ των παραγόντων που αποτρέπει ελεύθερη έκφραση του σεξουαλικού προσανατολισμού ατόμων ΛΟΑΤΚΙ όμως έχει μειωθεί σημαντικά, ειδικά στα αστικά κέντρα, όπου η κοινωνία είναι πολύ πιο δεκτική.[4] Γενικώς φαίνεται πως η Ρουάντα έχει μια αρκετά προοδευτική διάθεση προς τα ζητήματα που απασχολούν τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, παρόλο που μη κυβερνητικές οργανώσεις ζητούν ακόμα περισσότερη νομική αναγνώριση και προστασία με σκοπό την καλύτερη προστασία κατά του κοινωνικού αποκλεισμού και διακρίσεων. [5]

Αναφορικά τώρα με την Ουγκάντα, αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης καταγράφουν ότι η σεξουαλικές ομοφυλοφιλικές σχέσεις παραμένουν ποινικοποιημένες και δεν υπάρχουν συνταγματικές πρόνοιες για προστασία από διακρίσεις. Μάλιστα, πρόσφατες αναφορές κάνουν λόγο για δίωξη ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη βάση ακόμα και της νομοθεσίας για πλαστοπροσωπία και ασώτων ατόμων. Μάλιστα, προσφάτως, μόλις τον Μάρτιο 2023, έχει εισαχθεί προς συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο με σκοπό τον περαιτέρω περιορισμό και δίωξη των ομοφυλοφιλικών σχέσεων και κάθε έκφραση τέτοιας σχέσης με πολυετείς ποινές φυλάκισης. Ως καταγράφεται, είναι τέτοιας έντασης ο κοινωνικός αποκλεισμός και η δίωξη που υφίστανται από την κοινωνία και πολιτεία άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που έχουν ως αποτέλεσμα συχνά να αποφεύγουν ακόμα και εξετάσεις σχετικά με τον ιό του HIV, προκειμένου να αποφύγουν τον στιγματισμό. Διώξεις ατόμων ΛΟΑΤΚΙ με τη μορφή αυθαίρετων κρατήσεων, συλλήψεων, κακομεταχείρισης αλλά και βασανιστηρίων και δημόσιου εξευτελισμού καταγράφονται σε αναφορές μέχρι προσφάτως. [6]

Εκ των ως άνω πληροφοριών διαβρώνεται περαιτέρω η συνολική αξιοπιστία των όσων η αιτήτρια ανέφερε, για τους εξής λόγους.

Αφενός, σχετικά με τους ισχυρισμούς της για κίνδυνο δίωξης στη χώρα καταγωγής της, φαίνεται να μην επιβεβαιώνεται από εξωτερικές πηγές, δεδομένου ότι η κατάσταση, ειδικώς στην πρωτεύουσα, όπου διαμένει η αιτήτρια, φαίνεται να είναι ουσιωδώς βελτιωμένη εδώ και αρκετά χρόνια, εφόσον, παρά το ότι ακόμα καταγράφονται περιστατικά διακρίσεων και κακομεταχείρισης, δεν αλλοιώνουν την προοδευτική τάση τόσο σε κοινωνικό όσο και πολιτειακό επίπεδο. Αφετέρου, σχετικά με τα όσα ανέφερε για τις σχέσεις που είχε στην Ουγκάντα, φαίνεται να μην συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες, ως ανωτέρω, εκ των οποίων δεικνύεται ότι ο κίνδυνος δίωξης για άτομα ΛΟΑΤΚΙ παραμένει ιδιαίτερα αυξημένος, ενόψει της ποινικοποίησης των ομοφυλοφιλικών σχέσεων και την συζήτηση, μόλις το 2023, για ψήφιση νομοθεσία όπου προβλέπεται ακόμα αυστηρότερη ποινική αντιμετώπιση.

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι, δεδομένης της ελλείψεως τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής συνοχής των λεγομένων της αιτήτριας, ορθώς οι εν λόγω ισχυρισμοί της απορρίφθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση. Στην ίδια βάση αξίζει να σημειωθεί πως, ακόμα και γινόταν δεκτοί οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί ομοφυλοφιλίας, οι οποίοι δεν γίνονται δεκτοί, ως εξηγώ πιο πάνω, δεν δεικνύεται, στη βάση μελλοντοστραφούς εξέτασης των δεδομένων στη χώρα καταγωγής, εύλογος βαθμός πιθανότητας διώξεως ατόμων ΛΟΑΤΚΙ, και συνεπώς δεν μπορεί να ειπωθεί ότι υφίσταται ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας για τον λόγο και μόνο αυτόν, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περιστάσεων.

Στην προκείμενη λοιπόν διενεργήθηκε δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και την υπαγωγή τους στη σχετική νομοθεσία. Καμία πλάνη περί τα πράγματα δεν έχει παρεισφρήσει στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση.

Ενόψει των ως άνω, δεδομένης της απόρριψης των ισχυρισμών της αιτήτριας, απομένει μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στην πρωτεύουσα Kigali, τόπο διαμονής της.

Βάσει του διαδραστικού χάρτη του portal Rule of Law in Armed Conflict, πρωτοβουλίας της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[7], η Ρουάντα δεν βρίσκεται σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[8] Σύμφωνα με την εταιρία διαχείρισης κινδύνου Crisis 24[9], «η Ρουάντα έχει μεταμορφωθεί σε μία από τις πιο ειρηνικές χώρες στην Αφρική και γνώρισε στιβαρή οικονομική ανάπτυξη κατά την τελευταία δεκαετία, αποφεύγοντας την ανανέωση της εθνοτικής διαμάχης μεταξύ της πλειοψηφίας του πληθυσμού εθνοτικής καταγωγής Hutu και της μειονότητας των Tutsi. Παρά τη συστηματική καταπίεση των διαφωνούντων, ο Πρόεδρος Paul Kagame εξακολουθεί να απολαμβάνει λαϊκής υποστήριξης έχοντας επαναφέρει τάξη στη Ρουάντα έπειτα από τη γενοκτονία του 1994 […]..»[10]

Κατά το διάστημα από 12/01/23 έως και 12/01/24, η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε στη Ρουάντα 13 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προήλθαν 6 απώλειες. 2 εκ των περιστατικών αυτών καταγράφηκαν ως μάχες, 2 ως ταραχές, 1 ως έκρηξη και 8 ως βία κατά αμάχων.[11]

Ειδικά ως προς το Kigali (Kigali City)[12], για το ανωτέρω χρονικό διάστημα 12/01/23 έως και 12/01/24, η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε 6 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προήλθαν 3 απώλειες. 2 εξ αυτών καταγράφηκαν ως ταραχές και 4 εξ αυτών ως βία κατά αμάχων.[13] Ο πληθυσμός της πόλης είναι πέραν του 1 ½ εκατομμυρίου.[14]

Δεδομένων των ως άνω στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [15] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19 CF and DN).

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται εν προκειμένω βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]   HRW – Human Rights Watch, World Report 2023 – Rwanda: Annual report on the human rights situation in 2022, 12 January 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://www.ecoi.net/en/document/2085490.html  (βλ. ενότητα Sexual Orientation and Gender Identity)

[2] USDOS – US Department of State, 2022 Country Report on Human Rights Practices – Rwanda: Annual report on the human rights situation in 2022, 20 March 2023, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://www.ecoi.net/en/document/2089248.html (βλ. ενότητα Section 6. Discrimination and Societal Abuses - Acts of Violence, Criminalization, and Other Abuses Based on Sexual Orientation, Gender Identity or Expression, or Sex Characteristics)

[3]'Brave and hopeful' LGBT+ Rwandans prepare for their first Pride, Reuters, 29/06/21, https://www.reuters.com/article/idUSKCN2E526E/

[4] SEXUAL ORIENTATION AND GENDER IDENTITY (SOGI), 2019, office of the commissioner general for refugees and stateless persons, https://www.cgrs.be/en/country-information/sexual-orientation-and-gender-identity-sogi

[5] Rwanda: Activists want trans and intersex legal rights, Deutsche Welle, 15/09/23, https://www.dw.com/en/rwanda-activists-want-trans-and-intersex-legal-rights/a-66819362

[6] Asylum Research Centre, Uganda: Query response on the situation and treatment of the LGBTQI+ community, August 2023, σελ.11-40, 65-73, https://asylumresearchcentre.org/wp-content/uploads/2023/08/ARC-Query-response_LGBTQI-Uganda_August-2023.pdf

[7] RULAC, ‘About RULAC’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/about (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[8] RULAC, ‘Browse Map’ (χωρίς χρονολογία) διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/map (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[9] Crisis 24, ‘About Us’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://crisis24.garda.com/about-us (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[10] Crisis 24, ‘Rwanda Country Report’ (2022), διαθέσιμο σε https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/rwanda (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[11] Βλ. για όλα τα ανωτέρω ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date: 12/01/2023- 12/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Eastern Africa: Rwanda, ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[12] Kigali CityAbout Kigali City’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://www.kigalicity.gov.rw/about/overview

[13] ACLED, ‘Dashboard’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (Filters Used: Date: 12/01/2023- 12/01/2024, Event Type: Battles/ Violence against Civilians/ Explosions- Remote Violence/ Riots, Region: Eastern Africa: Rwanda: Kigali City, ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[14] Kigali CityAbout Kigali City’ (χωρίς χρονολογία), διαθέσιμο σε https://www.kigalicity.gov.rw/about/overview (ημερομηνία πρόσβασης 22/01/2024)

[15] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο