ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

 Υπόθεση Αρ. 8477/21

 

18 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

P. A.

   Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..........

 

 

Αναστασία Ιωαννίδου για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Αφροδίτη Αναστασιάδη για Ελένη Πελεκάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 20/9/2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Η αιτήτρια είναι υπήκοος του Νεπάλ και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 13/1/2021, αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Την ίδια ημέρα, η αιτήτρια παρέλαβε Βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.

 

Στις 9/9/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με την συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση - Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας στις 20/9/2021.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 8/10/2021 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία κοινοποιήθηκε ιδιοχείρως στην αιτήτρια στις 12/11/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.  Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος της αιτήτριας κατά την δικάσιμο όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό, περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, από τη συνήγορο της αιτήτριας απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και λήφθηκε αφού το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Κατά συνέπεια, εισηγείται όπως η προσφυγή απορριφθεί από το Δικαστήριο.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά και νόμιμα. 

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής με φοιτητική άδεια, εξασφαλίζοντας δάνειο από συγγενείς για τα δίδακτρά της.  Όπως ανέφερε δεν δύναται να αποπληρώσει το εν λόγω δάνειο άμεσα και δήλωσε πως οι συγγενείς απειλούν να σκοτώσουν τους γονείς της και να πάρουν ό,τι έχουν στην κατοχή τους.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε πως αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα της με σκοπό να σπουδάσει και πως διέκοψε τις σπουδές της στη Δημοκρατία, επειδή δεν ήταν σε θέση να καταβάλει τα δίδακτρα του κολλεγίου. Ερωτηθείσα κατά πόσο θα προέβαινε σε υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας εάν δεν είχε λήξει η φοιτητική της άδεια, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Αναφορικά με τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής της στο Νεπάλ, η αιτήτρια ανέφερε ότι θα είναι δύσκολο να αποπληρώσει τα χρήματα που δανείστηκαν οι γονείς της από συγγενείς τους για να έρθει η ίδια στη Δημοκρατία και θα αντιμετωπίσει οικονομικής φύσεως προβλήματα. Δήλωσε πως οι γονείς της επιθυμούν όπως η ίδια παραμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί.

 

Ερωτηθείσα για το δάνειο, η αιτήτρια ανέφερε ότι πιθανόν να υπάρχει γραπτώς συμφωνία αποπληρωμής του δανείου εντός δύο-τριών χρόνων, χρονικό διάστημα το οποίο έχει παρέλθει. Δήλωσε πως δεν θα την σκοτώσουν οι συγγενείς της, αλλά είναι υποχρεωμένη να τους αποπληρώσει και για το λόγο αυτό ο πατέρας της  προτίθεται να αναχωρήσει εκ νέου από τη χώρα με σκοπό να εργαστεί. Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι δεν έχει επιστρέψει ακόμη οποιοδήποτε χρηματικό ποσό στους συγγενείς της. Ερωτηθείσα κατά πόσο συνέβη οτιδήποτε στους γονείς της λόγω της μη αποπληρωμής του δανείου, απάντησε αρνητικά, αλλά εξέφρασε την ανησυχία της για το θέμα. Κληθείσα να εξηγήσει τους ισχυρισμούς της αίτησής της, διευκρίνισε ότι δεν εννοούσε ότι οι συγγενείς της θα σκοτώσουν τους γονείς της, αλλά επιθυμούσε να αναφέρει πως τους εξευτελίζουν καθημερινά, κατηγορώντας τους στους γείτονες. Σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι θα λάβουν ό,τι έχουν στην κατοχή τους, η αιτήτρια διευκρίνισε ότι φοβάται για το κατάστημα που διατηρεί η μητέρα της, καθότι είναι η μοναδική πηγή εισοδήματος της οικογένειάς της.

 

Πρόσθετα, η αιτήτρια δήλωσε πως ουδέποτε συνελήφθη ή κρατήθηκε στη χώρα καταγωγής της και πως οι αρχές της χώρας της θα της επιτρέψουν την είσοδο στη χώρα. Τέλος, εξέφρασε την επιθυμία να παραμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά της στην αποπληρωμή του δανείου.  Όπως δήλωσε, επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της αφού αποπληρώσει τα χρήματα που δανείστηκαν από τους συγγενείς τους.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων  ισχυρισμών, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή της κατέγραψε πως παρά την γενική της αξιοπιστία κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, οι λόγοι που ώθησαν την αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της είναι οικονομικής και εκπαιδευτικής φύσεως και επομένως δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, η αιτήτρια δεν έχει επικαλεσθεί  στη συνέντευξή της κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η αιτήτρια αναφέρθηκε στην πρόθεσή της να σπουδάσει και να εργαστεί και το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε σε περίπτωση επιστροφής της είναι τα οικονομικής φύσεως προβλήματα που θα αντιμετωπίσει διότι δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε από τους συγγενείς της, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000).

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Στην πιο πάνω παράγραφο, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα σαφή διαχωρισμό της έννοιας του οικονομικού μετανάστη από αυτήν του πρόσφυγα.  Κάποιες φορές ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι ασαφής όπως προνοείται στην παράγραφο 63 του ίδιου Εγχειριδίου. Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

Η επιθυμία της  αιτήτριας να σπουδάσει, καθώς και οι οικονομικοί λόγοι που επικαλείται ως λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον της δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που την εμποδίζει να διαμείνει, να σπουδάσει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της.

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Πρόσθετα, κρίθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκετελεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της άσκησης των νόμιμων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της άσκησης των νόμιμων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο