ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  8690/2021

22 Ιανουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.O.,

από Νιγηρία,

                      Αιτητή

                                    

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

 μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου,

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή:Κ. Αλεξάνδρου (κος) για Δημήτριος Α. Παυλίδης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Ι. Χαραλάμπους (κα) για Αγγελική Σιαξατέ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 16.11.2021, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, την οποίαν εγκατέλειψε στις 12.02.2021 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 30.09.2021, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα. Στις 20.10.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 05.11.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο [στο εξής αναφερόμενη ως «η EASO» - πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA)], ο οποίος υπέβαλε στις 16.11.2021 Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε αυθημερόν την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν, επίσης αυθημερόν. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό εξέταση προσφυγής του.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων  δικηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής  ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη, ελήφθη υπό καθεστώς πραγματικής πλάνης και δίχως τη δέουσα έρευνα. Ο Αιτητής προωθεί ακόμη ισχυρισμό ότι η χώρα καταγωγής του, η Νιγηρία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής,  καθώς παρατηρείται πλήθος παραβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, λόγος για τον οποίον εξάλλου δεν θα έπρεπε να επιτραπεί η απέλαση του Aιτητή προς τη χώρα αυτή. Περεταίρω, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα δεν αποδόθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και η συνέντευξη διεξήχθη σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς να ακολουθούνται οι κατευθυντήριες γραμμές για τις συνεντεύξεις σε υποθέσεις ασύλου όπως τίθενται από την Ύπατη Αρμοστεία. Σχετικώς με την ουσία της αίτησης, ο Αιτητής αντιπαραθέτει τα σημεία εκείνα της συνέντευξης που θεωρεί ότι ενισχύουν την αξιοπιστία του, ισχυριζόμενος ότι λανθασμένα κρίθηκε αναξιόπιστος. Παραπέμποντας στις πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στην περίπτωση κατά την οποία δεν αποδοθεί καθεστώς πρόσφυγα στον Αιτητή.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς ότι ελλείπει παντελώς ο δικανικός συλλογισμός και η ανάλυση των λόγων ακύρωσης, όπως επίσης γενικώς και αορίστως παρατίθενται αρχές δικαίου, που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται, δίχως υπαγωγή σε συγκεκριμένα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας καθ’ έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας τον Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης, το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Τέλος δε, επισημαίνουν ότι η Νιγηρία ανήκει στην ομάδα χωρών που έχουν χαρακτηριστεί ως ασφαλείς βάσει της Κ.Δ.Π. 225/2021.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1] αλλά και η σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία,[2] ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.[3] Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[4].

 

Όλοι λοιπόν οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν στην έλλειψη δέουσας έρευνας (οι οποίοι ακροθιγώς προωθούνται) είναι ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς και κατά τούτο απορρίπτονται στο σύνολό τους.

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[5], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Επιπλέον, θα εξετάσω και τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, παρά την γενικότητα με την οποίαν αυτός προωθείται.

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με τη θέση του Αιτητή, ως αυτή προβάλλεται με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που οι Καθ' ων η αίτηση είχαν ενώπιόν τους.

 

Ειδικότερα, παρατηρώ ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή ο θείος του κυνηγά αυτόν και τον αδελφό του, εξαιτίας περιουσιακών διαφορών, ισχυριζόμενος ότι αυτός (ο θείος του) έστειλε εναντίον τους αγνώστους ενόπλους προκειμένου να τους βλάψουν. Καθώς εκείνη τη στιγμή τα αδέλφια βρίσκονταν σε γειτονικό σπίτι είδαν τους ενόπλους από το παράθυρο. Μη έχοντας επιλογή πώλησαν την περιουσία τους κι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής ανέφερε σχετικά με το προσωπικό του προφίλ ότι γεννήθηκε στο Lagos αλλά σε νεαρή ηλικία μετακόμισε στο Benin όπου έζησε μαζί με το θείο του και τον αδελφό του μέχρι το 2018. Περαιτέρω, ο Αιτητής δήλωσε ότι ομιλεί αγγλικά, αγγλικά pidgin και benin  και είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Αναφορικά με το εργασιακό του προφίλ, δήλωσε ότι εργαζόταν σε οικοδομές και εστιατόρια στο Benin. Ειδικότερα ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος, χωρίς πατέρα καθώς αυτός τους εγκατέλειψε όταν ο Αιτητής ήταν πολύ νεαρός, ενώ η μητέρα του ζει στη Γερμανία από τότε που ο ίδιος ήταν έξι ετών και εργάζεται εκεί, ο αδερφός του είναι επίσης αιτητής ασύλου στην Κύπρο.

 

Ως προς την ουσία του αιτήματός του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο κύριος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι διότι ο θείος του ήθελε να πουλήσει τη γη που είχε αφήσει η μητέρα του Αιτητή σε εκείνον και τον αδελφό του. Αφού πήραν τους τίτλους ιδιοκτησίας από τον θείο, τα δύο αδέλφια πούλησαν μέρος της οικογενειακής περιουσίας. Όταν ο θείος ανακάλυψε το τι είχε συμβεί, έστειλε ένοπλους νεαρούς άνδρες να ξυλοκοπήσουν τον Αιτητή και τον αδελφό του. Τα δύο αδέλφια διέμειναν σε φιλικό σπίτι όπου ανευρέθηκαν από τους ένοπλους νεαρούς οι οποίοι κατέστρεψαν το σπίτι και ανάγκασαν σε φυγή τα αδέλφια και τον φίλο τους.  Σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία φοβάται ότι ο θείος του θα τον αναζητήσει και υπάρχει πιθανότητα να τον σκοτώσει. Κατόπιν περαιτέρω ερωτήσεων, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του ήδη από τότε που είχε αναλάβει την ανατροφή του ιδίου και του αδελφού του, τους κακομεταχειριζόταν κρατώντας τους νηστικούς ή μη παρέχοντάς τους χρήματα.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητα, το προφίλ , τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο δεύτερος τις διενέξεις μεταξύ του Αιτητή και του θείου του σχετικά με την ιδιοκτησία και διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας και ο τρίτος σχετικά με την προσπάθεια του θείου του να τον βλάψει όταν ανακάλυψε ότι ο Αιτητής και ο αδελφός του πούλησαν κάποια τμήματα της οικογενειακής περιουσίας.  Οι δύο πρώτοι ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί, ενώ ο τρίτος έτυχε απόρριψης.

Κατά το στάδιο εξέτασης του κινδύνου και στα πλαίσια των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής οι οποίες αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία και πιο συγκεκριμένα στην πολιτεία Edo όπου βρίσκεται η Benin, τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής δεν εξέφρασε κανένα φόβο σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Edo, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του κατά την επιστροφή του στη Benin της πολιτείας Edo, καθώς στην πολιτεία αυτή δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας. Δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλε επαρκή στοιχεία ότι ο θείος του θα αποτελέσει απειλή για εκείνον στο μέλλον, τα περιστατικά τα οποία περιέγραψε, εμπίπτουν, ως κρίθηκε, στο πλαίσιο της οικογενειακής σφαίρας του Αιτητή ενώ δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου. Ως η κατάληξή του αρμόδιου λειτουργού, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής χωρίς να αντιμετωπίσει προβλήματα  ενώ από τη συνέντευξη δεν προέκυψαν ενδείξεις trafficking και δεν αναμένεται ευλόγως ότι θα υποστεί μεταχείριση η οποία ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Edo.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή απορρίφθηκε τόσο ως προς το προσφυγικό καθεστώς όσο και ως προς τη συμπληρωματική προστασία, καθώς κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός της EASO έκρινε ότι στην πολιτεία Edo δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης ή αδιάκριτης βίας ώστε να προκύπτει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του Αιτητή .

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της EASO όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:


Συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιοπιστία του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι, εφόσον δεν εντοπίζω λόγους διαφοροποίησης από αυτήν. 

 

Λόγους διαφοροποίησης από την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση δεν εντοπίζω ούτε σε σχέση με την αξιολόγηση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού και συνεπώς συμφωνώ και συντάσσομαι με την κρίση τους ως προς την αξιοπιστία του ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι. Σε ό,τι αφορά δε την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ισχυρισμού, πέραν των πληροφοριών που παρατέθηκαν από τον λειτουργό οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την πώληση των αγροτεμαχίων  έπειτα από άδεια από τον τοπικό άρχοντα υποστηρίζονται και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης[7].

 

Αναφορικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι ότι ο θείος του Αιτητή προσπάθησε δύο φορές να βλάψει τον ίδιο και τον αδελφό του όταν ανακάλυψε ότι είχαν πουλήσει τμήματα της οικογενειακής περιουσίας, ο Αιτητής διά της γραπτής του αγόρευσης εκθέτει αρχικά τα σημεία εκείνα της συνέντευξής του τα οποία δεν αξιολογήθηκαν ορθώς από τον λειτουργό κατά την εξέταση του ισχυρισμού που κρίθηκε απορριπτέος. Αξιολογώντας τα σημεία αυτά σε συνάρτηση με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, το Δικαστήριο επισημαίνει τα εξής: ο Αιτητής δια της συνηγόρου του υποβάλλει ότι αν και ο λειτουργός έκρινε ότι κατά την περιγραφή της πρώτης επίθεσης που δέχτηκε, οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν σύντομες ενώ απουσίαζε από αυτές το βιωματικό στοιχείο παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής έδωσε το χρονικό πλαίσιο του περιστατικού και έχει περιγράψει το περιστατικό με λεπτομέρεια (24 2χ, 4χ, 5χ). Ωστόσο, αν και δίνεται το χρονικό πλαίσιο του περιστατικού (ερ. 24 5χ), η περιγραφή του είναι επιφανειακή, χωρίς να εμφανίζει τη λεπτομέρεια εκείνη που προσιδιάζει σε βιωματικό περιστατικό, το δε σημείο 24 4χ στο οποίο παραπέμπουν οι συνήγοροι του Αιτητή δεν παρέχει καμία πληροφορία σε σχέση με τα περιστατικά των επιθέσεων στον ίδιο. Αναφορικά με την ανακάλυψη της θέσης του Αιτητή από το θείο μετά την αναχώρησή του από την οικογενειακή οικία, φρονώ πως πράγματι δεν αναμένεται από τον Αιτητή να γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο ο θείος του τον εντόπισε και έστειλε ενόπλους να τον ξυλοκοπήσουν. Αξιολογώντας ωστόσο την επιλογή του να μην απευθυνθεί στις Αρχές προκειμένου να μην αποκαλυφθεί η θέση του δεν συνάδει με τη δήλωσή του ότι διέτρεχε κίνδυνο η ζωή του από τον θείο του. Περεταίρω επισημαίνεται ότι δεν προκύπτει από τις δηλώσεις του ότι υπήρχε λόγος να πιστεύει ότι η κρατική προστασία δεν θα ήταν αποτελεσματική εξαιτίας των στοιχείων του προφίλ του θείου του.

 

Εξετάζοντας την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, τα δύο περιστατικά επιθέσεων κατά του Αιτητή δεν κατέστη δυνατόν να εντοπιστούν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εν τούτοις ο σχετικός ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός λόγω ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Είναι αποδεκτό, με βάση τα πιο πάνω στοιχεία, ότι στο πρόσωπο του Αιτητή υφίσταται ένα υποκειμενικό στοιχείο φόβου (φόβος στη σκέψη του Αιτητή). To καθεστώς πρόσφυγα δεν καθορίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά η εν λόγω κατάσταση πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενική κατάσταση. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοιχείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία[8].

 

Απομένει, λοιπόν, η εξέταση - εντός των πλαισίων των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί -του αντικειμενικού φόβου του αιτητή. Ο αιτητής εξέφρασε το φόβο ότι άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής ο θείος του ενδέχεται να τον σκοτώσει διότι πούλησε μέρος της οικογενειακής περιουσίας χωρίς τη συναίνεσή του. Προς επίρρωσιν των λεγομένων του περιέγραψε και δύο περιστατικά επίθεσης από άγνωστους ένοπλους άνδρες τους οποίους είχε στείλει ο θείος του. Επισημαίνεται ότι «οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεων»[9]. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτητή υπό το πρίσμα  όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητής γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, ο υπεύθυνος για τη λήψη της απόφασης προχωρά στο δεύτερο στάδιο και εξετάζει κατά πόσον τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν δεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο. Στην υπό εξέταση περίπτωση, αν και έγινε δεκτό ότι ο Αιτητής προχώρησε στην πώληση τμήματος της οικογενειακής περιουσίας και για τον λόγο αυτόν συγκρούστηκε με τον θείο του,  ο σχετικός ισχυρισμός που αφορά την επιδίωξη του θείου να βλάψει τον Αιτητή μετά την πώληση των ακινήτων χωρίς την έγκρισή του αξιολογήθηκε ως μη αξιόπιστος καθότι ο ισχυρισμός που αφορούσε στα περιστατικά επίθεσης εναντίον του από αγνώστους ενόπλους, προστηθέντες του θείου του Αιτητή δεν έχει γίνει αποδεκτός. Καθώς ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο φόβος του Αιτητή, ο σχετικός φόβος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Εξετάζοντας τον αντικειμενικό φόβο του Αιτητή θα πρέπει περεταίρω να αξιολογηθεί αν υπάρχουν παράγοντες ενίσχυσης του κινδύνου που πρέπει να ληφθούν υπόψη σχετικά με το προφίλ του. Ο Αιτητής είναι Νιγηριανός υπήκοος, Benin[10] εθνοτικής καταγωγής, με τόπο συνήθους διαμονής το Benin της πολιτείας Edo. Με βάση πρόσφατη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι η Νιγηρία και πιο συγκεκριμένα η πολιτεία Edo ο αιρετισμός είναι μια από τις κύριες πηγές βίας στο Δέλτα του Νίγηρα[11]. Η σύγκρουση μεταξύ βοσκών και αγροτών επεκτάθηκε επίσης στην πολιτεία Edo[12], με το πρώτο τέτοιο περιστατικό να αναφέρθηκε το 2015. Έκτοτε, οι συγκρούσεις μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων Fulani στην πολιτεία είχαν ως αποτέλεσμα απώλειες ζωών και καταστροφή περιουσιών[13].

 

Η εγκληματικότητα ήταν το πιο διαδεδομένο ζήτημα ασφαλείας στο Δέλτα του Νίγηρα το 2020, συμπεριλαμβανομένης της πολιτείας Edo και περιλάμβανε κυρίως ένοπλες ληστείες, απαγωγές, λιντσαρίσματα όχλων, συγκρούσεις μεταξύ εγκληματιών και στελέχη ασφαλείας.[14] Στην Πολιτεία Edo θεσμοθετήθηκε το Σώμα Agro-Rangers το οποίο είναι υπεύθυνο για την προστασία της γεωργίας και των αγροτικών επενδύσεων στο κράτος, κάτι που είπε ότι θα μετριάσει και θα αποτρέψει τις συγκρούσεις βοσκών-αγροτών και ότι θα να είναι στο έδαφος για την προστασία των αγροτών και των αγροτικών εκτάσεων[15]. Πρόσθετα, αναφέρεται ότι υπήρξε απαγόρευση της νυχτερινής βόσκησης και οπλοφορίας για τους κτηνοτρόφους στην πολιτεία Edo ως μέτρο ελέγχου των συγκρούσεων που σημειώνονται μεταξύ κτηνοτρόφων και καλλιεργητών[16]. Ως εκ τούτου, από τις προεκτεθείσες πληροφορίες δεν προκύπτει ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω της βίας που ασκείται αδιακρίτως στην πολιτεία Edo ενώ δεν διαφαίνεται ότι θα διατρέξει κάποιο κίνδυνο από τα λοιπά στοιχεία του προφίλ του. Επομένως, ο φόβος του δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις που διαλαμβάνονται στην υπό κρίση υπόθεση, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια. Εξέτασης συνεπώς χρήζει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2).

 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε στην απόφαση του CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland[17] ότι συνιστούν:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

       (βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του Sufi and Elmι[18] , αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[19]

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.  Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Εξετάζοντας σήμερα την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή (Benin, πολιτεία Edo), όπου δηλαδή ευλόγως αναμένεται ότι θα επιστρέψει, και καθώς τα συμπεράσματά μου επί της αξιοπιστίας του Αιτητή συνάδουν με αυτά της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του, αναφέρω τα εξής, τα οποία προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές:

 

Η κατάσταση ασφαλείας παραμένει στο ίδιο επίπεδο, όπως ίσχυε κατά την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Δηλαδή, υπάρχουν ένοπλες ομάδες και εντάσεις σε τόσο χαμηλό επίπεδο, που απαιτείται να συντρέχουν σε μεγάλο βαθμό προσωπικές περιστάσεις, ώστε να δικαιολογείται η απόδοση καθεστώτος επικουρικής προστασίας.

 

Ως συγκεκριμένα καταγράφεται στις πηγές που ανέτρεξε το Δικαστήριο: ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας από την βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 08.12.2022 – 08.12.2023 στην πολιτεία Edo καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 54 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 53 απώλειες. Πιο αναλυτικά, 33 εξ αυτών καταγράφηκαν ως βία κατά πολιτών (με 27 απώλειες), 10 ως μάχες (με 22 απώλειες) και 6 ως εξεγέρσεις (με 4 απώλειες)  και 1 ως απομακρυσμένη βία/έκρηξη (με 0 απώλειες)[20]. Στην πόλη Benin σημειώθηκαν 16 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προέκυψαν συνολικά 26 απώλειες. Πιο αναλυτικά, 10 εξ αυτών καταγράφηκαν ως βία κατά πολιτών, 4 ως μάχες και 2 ως εξεγέρσεις. Ο πληθυσμός της πολιτείας Edo  αναμενόταν να είναι 4.777.000.[21]

 

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Benin της Πολιτείας Edo, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Αιτητής λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπος με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας, νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανός προς εργασία. Επισημαίνω τέλος, ότι δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία του Αιτητή που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας.

 

Ως προς τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, επισημαίνω ότι αυτός προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο ώστε να μην καθίσταται σαφές ποιο είναι το πραγματικό έρεισμα του Αιτητή περί της υπαγωγής του στην εν λόγω αρχή. Σε κάθε περίπτωση, και με βάση τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Ο Αιτητής στο πλαίσιο τόσο της διοικητικής διαδικασίας όσο και της υπό εξέταση προσφυγής δεν προωθεί οποιοδήποτε ισχυρισμό περί δίωξης ή άλλου κινδύνου στη χώρα καταγωγής του, ούτε και οποιουσδήποτε ισχυρισμούς πέραν αυτών που ήδη εξετάστηκαν, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη επιστροφή στη χώρα καταγωγής του κατ' επίκληση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου δεν έχει τεκμηριωμένα στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πράξη κακομεταχείρισης του Αιτητή, η οποία αγγίζει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας ενόψει όλων των συνθηκών και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αυτές έχουν ήδη καταγραφεί[22].

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2021 (Κ.Δ.Π. 225/221) αλλά και των πιο πρόσφατων με ημερ. 27.05.2022 (Κ.Π.Δ. 202/2022) και ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007

[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[5] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018)

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] The legal 500, DOCUMENTS NEEDED WHEN BUYING LANDED PROPERTY IN NIGERIA, 23/11/2023, https://www.legal500.com/developments/thought-leadership/documents-needed-when-buying-landed-property-in-nigeria/

[8] HANDBOOK ON PROCEDURES  AND CRITERIA FOR DETERMINING REFUGEE STATUS and GUIDELINES ON

INTERNATIONAL PROTECTION UNDER THE 1951 CONVENTION AND THE 1967 PROTOCOL RELATING TO THE STATUS OF REFUGEES REISSUED GENEVA, FEBRUARY 2019, παράγραφος 38, https://www.unhcr.org/media/handbook-procedures-and-criteria-determining-refugee-status-under-1951-convention-and-1967

[9] Απόφαση του ΔΕΕ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 33, σκέψη 76 (η επισήμανση των συντακτών). Βλέπε επίσης απόφαση του ΔΕΕ, Abdulla και λοιποί, ό.π., υποσημείωση 336, σκέψη 89· και απόφαση του ΔΕΕ, Χ, Y και Z, ό.π., υποσημείωση 20,

[10] Britanica, Edo people, https://www.britannica.com/topic/Edo-people,  Οι Benin ή bini ή edo αριθμούσαν περίπου 3,8 εκατομμύρια στις αρχές του 21ου αιώνα. Η επικράτειά τους βρίσκεται δυτικά του ποταμού Νίγηρα και εκτείνεται από τη λοφώδη χώρα στο βορρά έως τους βάλτους στο Δέλτα του Νίγηρα.

[11] Ajodo-Adebanjoko A., Towards ending conflict and insecurity in the Niger Delta region: A collective non-violent approach, 2017, https://www.ajol.info/index.php/ajcr/article/view/160582 ,  p. 11

[12] International Crisis Group, Herders against Farmers: Nigeria’s Expanding Deadly Conflict, 19 September 2017, https://www.crisisgroup.org/africa/west-africa/nigeria/252-herders-against-farmers-nigerias-expanding-deadly-conflict; AI,Nigeria: Government failures fuel escalating conflict between farmers and herders as death toll nears 4,000, 17 December2018, https://www.amnesty.org/en/latest/news/2018/12/nigeria-government-failures-fuel-escalating-conflict-between-farmers-and-herders-as-death-toll-nears-4000/,

[13] Omokhoa, I.E., et al., Land resource governance and farmers-herders conflict in Nigeria, May 2018, http://www.lawjournals.org/download/347/4-3-29-440.pdf p. 109

[14] PIND, Niger Delta Annual Conflict Report: January – December 2020, 9 February 2021, https://pindfoundation.org/niger-delta-annual-conflict-report-january-december-2020/,  pp. 5-10

[15] Vanguard, Edo govt assures farmers of safety amidst fears of attacks by herdsmen, 07/07/2022, https://www.vanguardngr.com/2022/07/edo-govt-assures-farmers-of-safety-amidst-fears-of-attacks-by-herdsmen/

[16]Premium Times, Edo bans night-grazing, carrying of arm by herders, 08/02/2018 https://www.premiumtimesng.com/regional/south-south-regional/258030-edo-bans-night-grazing-carrying-arm-herders.html

[17] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland

[18] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011

[19] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009

[20] ACLED dashboard, Nigeria, Edo State, 08/12/2022-08/12/2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[21] City population, Ondo, Nigeria, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA012__edo/ 

[22]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο