ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.8848/21

 

                                                            11 Ιανουαρίου 2024         

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Μ. Α. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα A. Σιαξιατέ, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                          Κος Μ. Νασρ – μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Ελληνικά σε Αραβικά και αντίστροφα            

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία του κοινοποιήθηκε στις 06/12/21, με επιστολή ημ.20/08/21, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση και προκύπτει από τον Διοικητικό Φάκελο, ο αιτητής κατάγεται από το Ιράκ, εισήλθε στη Δημοκρατία νομίμως, μέσω Ιορδανίας, την 01/10/19, και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 14/10/19 (ερ.1-3, 53).

Στις 10/05/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στου οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.38-53). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 30/07/21 αποφασίστηκε να μην παραχωρηθεί διεθνής προστασία στον αιτητή (ερ.90-100).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός και του μεταφράστηκε στη μητρική του γλώσσα κατά την λήψη, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής, στις 06/12/21 (ερ.104-106).

Η αίτηση αποτελείται από χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ.1 επί του οποίου δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και χωρίς έκθεση γεγονότων. Αυτό που αναφέρει ο αιτητής είναι πως θέλει να ενστεί στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) προχωρώ «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας».

Στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερα και να πραγματοποιήσει τις επιθυμίες του που σχετίζονται με τις σπουδές και την οικογένεια. Επιπλέον, ανέφερε ότι οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι δέχονται απειλές σε καθημερινή βάση, ότι δεν μπορεί να σπουδάσει, να εργαστεί και να ζήσει ειρηνικά, ότι δεν μπορούσε να εξέλθει της οικίας του διότι δεν γνώριζε τι θα του συμβεί και ότι εάν κάποιος διεκδικήσει τα δικαιώματά του θα σκοτωθεί από αυτούς (σ.σ. από μέλη άλλων θρησκευτικών δογμάτων και πολιτικών κομμάτων).

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι κατάγεται από τη Μοσούλη του Ιράκ και ότι σε νεαρή ηλικία μετακόμισε στην περιοχή Al Bakriya, Janib Al Karkh της πρωτεύουσας Βαγδάτης, όπου διέμενε μόνιμα έως την αναχώρησή. Επιπλέον ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Τουρκία, είχε υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας στα γραφεία των Ηνωμένων Εθνών και εν τέλει του χορηγήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής στην Τουρκία έως ότου του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας από κάποιο άλλο κράτος. Έκτοτε επέστρεψε στη χώρα καταγωγής του.

Αναφορικά με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, δήλωσε ότι είναι Μουσουλμάνος χωρίς να ασπάζεται κάποιο συγκεκριμένο δόγμα, καθώς ο πατέρας του ακολουθεί το σουνιτικό και η μητέρα του το σιιτικό μουσουλμανικό δόγμα, αλλά ότι ο ίδιος θεωρείται Σουνίτης Μουσουλμάνος καθότι τα τέκνα ακολουθούν τον πατέρα τους στα πάντα. Ως προς την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε ότι είναι Άραβας με κουρδικές ρίζες. Ακόμη, αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ανέφερε ότι τόσο οι γονείς όσο και ο αδερφός του είναι αιτητές διεθνούς προστασίας στη Δημοκρατία και η αδερφή του είναι κάτοχος άδειας παραμονής στη Δημοκρατία λόγω του συζύγου της, που έχει Κυπριακή υπηκοότητα.

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι από τα τέλη του 2015 έως τα τέλη του 2016 διατηρούσε επιχείρηση λιανικού εμπορίου κονκάρδων σε μία αγορά της Βαγδάτης, ονόματι Al Bab Al Sharqi, η οποία κυριαρχούνταν από Σιίτες και ότι όταν οι πελάτες του ανακάλυψαν, πιθανώς μέσω ενός ανταγωνιστή του, ότι ο ίδιος κατάγεται από τη Μοσούλη σταμάτησαν να αγοράζουν τα εμπορεύματά του, γεγονός που συνέβαλε στην απόφασή του να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του λόγω της έλλειψης μελλοντικών προοπτικών που υφίστανται για τον ίδιο στο Ιράκ. Αφότου σταμάτησε την εμπορική του δραστηριότητα ως πωλητής κονκάρδων, απασχολούνταν σε άλλες περιστασιακές εργασίες, οι οποίες όμως δεν του απέφεραν τις απαιτούμενες αποδοχές  για την επιβίωσή του. Επιπλέον, ανέφερε ότι η παραμονή του στη χώρα θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στα τέκνα που ενδεχομένως αποκτήσει στο μέλλον, λόγω του χαμηλού επιπέδου υπηρεσιών του εκπαιδευτικού και υγειονομικού συστήματος, καθώς και των επικοινωνιών. Πρόσθετα, ανέφερε ότι η κατάσταση ασφαλείας στο Ιράκ είναι ασταθής λόγω των απωλειών μεταξύ του άμαχου πληθυσμού και διαδηλωτών από μέλη διαφόρων κομμάτων με εκστρατείες συνιστάμενες στην καταστολή των εξεγέρσεων.

Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράκ, δεν φοβάται ότι θα συμβεί κάτι στον ίδιο προσωπικά, αλλά ότι δεν θα έχει καμία προοπτική. Ερωτηθείς με ποιον τρόπο επηρεάστηκε ο ίδιος προσωπικά από την κατάσταση στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής απάντησε ότι επιβάρυνε τον πατέρα του, ο οποίος δεν διέθετε τα μέσα διαβίωσης για την συντήρηση του ίδιου και πρόσθεσε ότι στη χώρα του δεν υπάρχει ελευθερία ως προς την επιλογή τρόπου ζωής και την προσωπική έκφραση. Ερωτηθείς ακόμη εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του λόγω της κουρδικής εθνοτικής καταγωγής του, ο αιτητής απάντησε αρνητικά καθότι στα επίσημα κρατικά έγγραφα είναι καταχωρημένος ως Άραβας.

Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε στη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι θεωρείται Σουνίτης εκ καταγωγής, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω προβλήματα ήταν έμμεσα και σχετίζονταν με την ύπαρξη σιιτικής κυβέρνησης στο Ιράκ. Ως ανέφερε, οι Σουνίτες υφίστανται συχνά λεκτικές προσβολές και θεωρούνται ως πιο αδύναμοι λόγω της ύπαρξης σιιτικής πλειοψηφίας και Σιητών πολιτικών. Επιπλέον, δήλωσε ότι οι Σιίτες υποψήφιοι ευνοούνται κατά την διαδικασία πρόσληψης σε θέσεις εργασίας και ότι η μόνη επιλογή για τους λοιπούς υποψηφίους είναι να εργάζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες, προσθέτοντας, εντούτοις, ότι ο ίδιος παρά τη κατάσταση εργαζόταν από το 2013 έως το 2015 για μία εταιρεία από τον Λίβανο στο εμπορικό κέντρο της Βαγδάτης. Πρόσθετα, ανέφερε ότι οι Σουνίτες υφίστανται ελέγχους στα διάφορα σημεία ελέγχου και δήλωσε ότι ο ίδιος επηρεαζόταν προσωπικά από τους σιιτικούς θρησκευτικούς εορτασμούς διάρκειας δύο μηνών που λάμβαναν χώρα κάθε χρόνο, καθότι δεν μπορούσε να πωλήσει τα εμπορεύματά του στα καταστήματα των Σιιτών, τα οποία παρέμεναν κλειστά, ενώ επίσης υφίστατο διάφορους περιορισμούς, όπως το να απέχει από την ακρόαση μουσικής ή κατανάλωση τροφής δημοσίως κατά τη διάρκεια αυτών των εορτασμών. Εντούτοις, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν υπήρχε κάποιος περιορισμός από τους Σιίτες ως προς την τέλεση των θρησκευτικών τελετουργιών των Σουνιτών.

Τέλος δήλωσε ότι ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του για οποιονδήποτε λόγο και ότι οι αρχές της χώρας του θα του επέτρεπαν την είσοδό του σε αυτή. Ακόμη, ισχυρίστηκε ότι δεν θα μπορούσε να επιστρέψει στη Βαγδάτη λόγω της αδιάκριτης άσκησης βίας κατά αμάχων που επικρατεί εκεί, ενώ δήλωσε ότι θα μπορούσε να εγκατασταθεί στην Κουρδική Περιφέρεια του Ιράκ, αλλά θα αντιμετωπίσει δυσκολίες καθότι είναι καταχωρημένος ως Άραβας, τα ενοίκια είναι ιδιαίτερα υψηλά και οι θέσεις εργασίας σπανίζουν.

Κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο 1ος αφορά τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή, ήτοι χώρα καταγωγής, οικογενειακή του κατάσταση και τον τόπο διαμονής του (Abbottabad), και έγινε δεκτός.

Ο 2ος ισχυρισμός αφορά το ότι αιτητής έφυγε από τη χώρα καταγωγής του λόγω της κατάστασης ασφαλείας και λόγω διακρίσεων στην επιχείρηση του που δέχτηκε λόγω του ότι είναι σουνίτης

Με παραπομπές στις δηλώσεις του αιτητή και σε πληροφορίες από αξιόπιστες εξωτερικές πηγές, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των ανωτέρω ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και ως εκ τούτου έγιναν αμφότερα αποδεκτά.

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, αναφορικά με το πρώτο αποδεδειγμένο πραγματικό περιστατικό, παραπέμποντας σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, οι οποίες υποδεικνύουν αφενός την βελτίωση της κατάστασης ασφαλείας στο Ιράκ, αφετέρου την πραγματοποίηση διαδηλώσεων με αιτήματα την παροχή βασικών υπηρεσιών και τη συστημική αλλαγή, οι οποίες ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2019 και εξακολουθούν να λαμβάνουν χώρα κυρίως στην πόλη Nasiriyah της επαρχίας Dhi Qar του Ιράκ. Εξ αυτών συνήγαγαν ότι η κατάσταση ασφαλείας έχει βελτιωθεί.

Περαιτέρω, αναφορικά με τον 2ο ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν ότι «ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπισε οικονομικές και εργασιακές προκλήσεις στο Ιράκ λόγω της σιιτικής διακυβέρνησης και των διακρίσεων κατά των Σουνιτών. Δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής αναφορικά με σεχταριστικές διακρίσεις στην εργασιακή απασχόληση στο Ιράκ, αλλά, σύμφωνα με τις δηλώσεις του αιτητή, κατά τη διάρκεια των ετών που ζούσε στη Βαγδάτη, εργαζόταν σε διάφορες θέσεις κυρίως στον τομέα του λιανικού εμπορίου και πραγματοποιούσε τα δικά του επιχειρηματικά εγχειρήματα κατά τη διάρκεια διαφορετικών περιόδων.» (βλ. ερ.94).

Ενόψει των ανωτέρω κατέληξαν ότι δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Βαγδάτη του Ιράκ.

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, κρίθηκε ότι τα οικονομικά προβλήματα που ο αιτητής αντιμετώπισε δεν μπορεί να συναχθεί ότι ανέρχονται σε επίπεδο δίωξης. Ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

Επιπλέον, κατά την εξέταση του κατά πόσο υφίστανται προϋποθέσεις χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο αιτητής κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.

Αναφορικά με το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας [αρ.19 (2) (γ) του Νόμου], αφού παρέπεμψαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην επαρχία της Βαγδάτης, όπου ανήκει γεωγραφικά η πόλη της Βαγδάτης, ήτοι η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή, κρίθηκε ότι, παρόλο που στην εν λόγω επαρχία λαμβάνει χώρα αδιακρίτως ασκούμενη βία, εντούτοις δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα και συνεπώς απαιτείται η ύπαρξη προσωπικών περιστάσεων (τα οποία κρίθηκε ότι δεν υφίστανται εν προκειμένω) σε μεγαλύτερο βαθμό, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι κάποιος άμαχος θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω περιοχή.

Ως εκ των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Δεδομένης της αποδοχής των ισχυρισμών του αιτητή απομένει η εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων αναφορικά με το κατά πόσο εξ αυτών προκύπτουν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας, στη βάση της μελλοντοστραφούς αξιολόγησης αυτών.

Διαφωτιστικά ως προς την φύση του μελλοντοστραφούς ελέγχου που διενεργείται είναι όσα αναφέρονται και στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», όπου, στις σελ.129-130, αναφέρονται τα εξής :

«Η προϋπόθεση να διατρέχει το πρόσωπο που δικαιούται επικουρική προστασία «πραγματικό κίνδυνο» να υποστεί σοβαρή βλάβη έχει εξεταστεί έως τώρα μόνο έμμεσα από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji, η οποία αφορούσε την ερμηνεία της «σοβαρής βλάβης» στην κατάσταση γενικευμένης βίας που ορίζεται στο άρθρο 15 στοιχείο γ) της ΟΕΑΑ (760). Ωστόσο, η νομολογία του ΕΔΔΑ αποσαφηνίζει σε κάποιο βαθμό το ζήτημα αυτό. Μετά την απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, το ΕΔΔΑ έχει τονίσει επανειλημμένως ότι το ειδικό μέτρο απόδειξης που απαιτείται σε υποθέσεις μη επαναπροώθησης είναι το ακόλουθο: «υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν απελαθεί, ο ενδιαφερόμενος θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε μεταχείριση που αντιβαίνει στο άρθρο 3 στη χώρα υποδοχής» (761). Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε επίσης ότι

«για να καθορισθεί κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος κακομεταχείρισης, [πρέπει να] εξετάζονται οι προ­βλέψιμες συνέπειες της αποστολής του αιτούντος στη χώρα υποδοχής, λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση εκεί και τις προσωπικές περιστάσεις του» (762).

Η μελλοντοστραφής αυτή αξιολόγηση του πραγματικού κινδύνου σημαίνει ότι αυτό που έχει σημασία, κατά το ΕΔΔΑ, δεν είναι εάν είναι γνωστό ότι ο αιτών υποβλήθηκε σε κακομεταχείριση μετά την επιστροφή του (η οποία θα μπορούσε να είναι μόνο μια εκ των υστέρων ανάλυση), αλλά κατά πόσον ο υπεύθυνος λήψης της απόφασης μπορούσε εύλογα να προβλέψει τη συγκεκριμένη έκβαση (763).

Όσον αφορά το μέτρο απόδειξης, για να υπάρχει παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ αρκεί και μόνο ο αιτών να εκτίθεται με την απομάκρυνσή του σε «πραγματικό κίνδυνο» κακομεταχείρισης. Αφενός, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Vilvarajah κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι «απλό ενδεχό­μενο» κακομεταχείρισης δεν φθάνει το όριο του «πραγματικού κινδύνου» (764). Αφετέρου, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας αποφάνθηκε ότι το όριο είναι κατώτερο του «περισσότερο πιθανό παρά λιγότερο πιθανό» (765). Το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε επίσης ότι το ίδιο όριο ισχύει για όλους τους αιτούντες, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

[…]

Παρότι το ΔΕΕ δεν έχει ακόμη εξετάσει άμεσα το ζήτημα, φαίνεται ότι κατ’ αυτό, το μέτρο του «πραγματικού κινδύνου» σοβαρής βλάβης δεν διαφέρει από το μέτρο που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση του «βάσι­μου φόβου» δίωξης στον ορισμό του πρόσφυγα (το οποίο είναι «εύλογος φόβος») (767), επειδή χρησιμοποιεί εναλλάξ τους όρους «πραγματικός κίνδυνος» και «βάσιμος φόβος» (768). Αυτό φαίνεται να υποδηλώνει ότι το ίδιο μέτρο απόδειξης εφαρμόζεται τόσο στον «πραγματικό κίνδυνο» όσο και στον «βάσιμο φόβο». Το κριτήριο του «εύλογου φόβου/κινδύνου» σημαίνει ότι, ενώ η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης ή σοβαρής βλάβης δεν επαρκεί για τη θεμελίωση βάσιμου φόβου ή σοβαρής βλάβης, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι υπάρχει σαφής πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη (για περισσότερες λεπτομέρειες, βλέπε ενό­τητα 1.9.1.2 ανωτέρω, σ. 93).»

Σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης εντοπίζω τα εξής.

Σε πρόσφατη έκθεση της EUAA με τίτλο «IraqTargeting of Individuals»,[1] αναφέρονται τα κάτωθι σχετικά με την αντιμετώπιση των Σουνιτών Μουσουλμάνων αραβικής καταγωγής στο Ιράκ:

«[…] Το USDOS [Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών] ανέφερε ότι το 2020 υπήρξαν πολλές περιπτώσεις αυθαίρετων συλλήψεων και κρατήσεων των Σουνιτών Αράβων από τις κυβερνητικές δυνάμεις και ότι οι Σουνίτες Άραβες κακοποιήθηκαν και βασανίστηκαν κατά τη διάρκεια της σύλληψης και προσωρινής κράτησης.[2] Σύζυγοι και μέλη οικογενειών Σουνιτών Αράβων που ήταν καταζητούμενοι λόγω κατηγοριών περί τρομοκρατίας φέρεται να κρατήθηκαν για να εξαναγκάσουν την παράδοση των τελευταίων.[3]

Σύμφωνα με πηγές που επικαλείται το USDOS, το 2020 «η κυβέρνηση συνέχισε να χρησιμοποιεί τον αντιτρομοκρατικό νόμο ως πρόσχημα για την κράτηση ατόμων χωρίς δίκαιη διαδικασία».[4] Σουνίτες ηγέτες ανέφεραν ότι οι αρχές επικαλέστηκαν αυτόν τον νόμο όταν κρατούσαν νεαρούς σουνίτες ως υπόπτους για δεσμούς με το ISIL. Ένας Σουνίτης βουλευτής και μέλος της Επιτροπής Ασφάλειας και Άμυνας περιέγραψε «τυχαίες συλλήψεις σουνιτών σε περιοχές βόρεια της Βαγδάτης» και ισχυρίστηκε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας «συνέλαβαν αθώους ανθρώπους […] με ταπεινωτικό τρόπο και με ψευδείς κατηγορίες».[5]

Σε μέρη της χώρας όπου αποτελούν τη μειονότητα, οι Σουνίτες «συνέχισαν να αντιμετωπίζουν λεκτική παρενόχληση και περιορισμούς από τις αρχές» κατά το 2020, σύμφωνα με το USDOS. «Η ίδια πηγή ανέφερε ότι σιιτικές πολιτοφυλακές και η [διοικητική αρχή] Shia Endowment κατάσχεσαν περιουσίες που ανήκαν στη [διοικητική αρχή] Sunni Endowments στις επαρχίες Diyala και Ninewa, οδηγώντας σε θρησκευτικές εντάσεις σε αυτές τις επαρχίες.»[6] Τον Ιανουάριο του 2021, ένας αναλυτής του Προγράμματος Έρευνας Συγκρούσεων του LSE [The London School of Economics and Political Science] ανέφερε ότι οι σιιτικές πολιτοφυλακές που ήταν παρούσες στην επαρχία Salah Al-Din «ασκούσαν πίεση» στους Σουνίτες Άραβες. Σύμφωνα με την εν λόγω πηγή, «[οι σιιτικές πολιτοφυλακές] σταματούν, παρενοχλούν και συλλαμβάνουν τους Σουνίτες επί τη βάσει των θεωρούμενων δεσμών τους με εξτρεμιστικές ομάδες όπως το IS [Ισλαμικό Κράτος]». Ανέφερε ότι οι πολιτοφυλακές έχουν κατηγορηθεί επίσης για «ακραίες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων παράνομων δολοφονιών σουνιτών πολιτών», καθώς και για υφαρπαγές γαιών και οικονομικούς εκβιασμούς που έχουν ζημιώσει τα «ιδιωτικά και εν γένει οικονομικά συμφέροντα» των Σουνιτών στην επαρχία.[7] Το 2020, σύμφωνα με έναν σουνίτη μουσουλμάνο βουλευτή από την επαρχία Diyala, «οι σιιτικές πολιτοφυλακές που συνδέονται με την κυβέρνηση συνέχισαν να εκτοπίζουν βίαια τους Σουνίτες στην επαρχία του, οδηγώντας σε εκτεταμένες δημογραφικές αλλαγές κατά μήκος των συνόρων Ιράκ-Ιράν».[8] Ομοίως, σύμφωνα με έναν πρώην Σουνίτη βουλευτή από τη Βαγδάτη, ομάδες σιιτικών πολιτοφυλακών που συνδέονται με την κυβέρνηση εκτόπισαν βίαια Σουνίτες κατοίκους στην περιοχή Al-Madain στα περίχωρα της Βαγδάτη σε μια προσπάθεια να αλλάξουν τη δημογραφία της περιοχής.[9]

Το ISW [Institute for the Study of War] ανέφερε ότι το 2020 και το 2021, το ISIL και πολιτοφυλακές καθοδηγούμενες από Σιίτες που λειτουργούν ως τμήμα των PMF [Popular Mobilization Forces – Δυνάμεις Λαϊκής Κινητοποίησης] πραγματοποίησαν επιθέσεις στις περιοχές γύρω από την πρωτεύουσα (γνωστές ως «Ζώνες της Βαγδάτης») με στόχο τη διαιώνιση εθνοτικών συγκρούσεων και εκτοπισμών, πυροδοτώντας την ένταση μεταξύ των τοπικών σουνιτικών και σιιτικών κοινοτήτων και στην περίπτωση του ISIL, αυξάνοντας τη «σουνιτική απογοήτευση με το ιρακινό κράτος και αποξένωση από αυτό». Σύμφωνα με το ISW, σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτοφυλακές PMF ψευδώς απέδωσαν επιθέσεις εναντίον αμάχων στο ISIL και σε άλλες περιπτώσεις, το ISIL πραγματοποίησε επιθέσεις προσποιούμενο τις πολιτοφυλακές PMF, το καθαρό αποτέλεσμα των οποίων ήταν να δημιουργηθεί μια κατάσταση ατιμωρησίας.[10] Η ίδια πηγή υπέδειξε ότι η αδυναμία των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας να αντιμετωπίσουν τις πολιτοφυλακές PMF και να προστατεύσουν τους τοπικούς πληθυσμούς από επιθέσεις «βαθαίνει τη δυσπιστία μεταξύ Σουνιτών και ιρακινής κυβέρνησης και δημιουργεί τον κίνδυνο ριζοσπαστικοποίησης του σουνιτικού πληθυσμού». Σουνίτες και άλλοι μη σιιτικοί πληθυσμοί στην επαρχία Diyala, φέρεται να παραπονέθηκαν ότι οι πολιτοφυλακές PMF απέτυχαν να τους προστατεύσουν, επιτρέποντας την περαιτέρω εκτόπιση των κοινοτήτων τους, μεταξύ άλλων μέσω της μετεγκατάστασης σε «υπερπλήρεις καταυλισμούς στην περιοχή του Κουρδιστάν». Σύμφωνα με το ISW, «οι πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν είναι πιθανό να συνεχίσουν να βοηθούν, να διαιωνίζουν και να εκμεταλλεύονται την εκτόπιση εθνοτικών ομάδων πληθυσμού, η οποία ξεκίνησε από το ISIS, προκειμένου να αποκτήσουν δημογραφικό και εκλογικό πλεονέκτημα, όπως είχαν πράξει το 2016».[11]»

Επανέρχομαι τώρα στα όσα δήλωσε ο αιτητής κατά τη συνέντευξη που έγινε από τους καθ’ ων η άιτηση. Ως προκύπτει από την ανάγνωση του σχετικού πρακτικού (ερ.38-47), ο αιτητής αναφέρθηκε στις γενικές συνθήκες στη χώρα και τις δυσμενείς διακρίσεις που υπόκεινται η Σουνίτες, εξαιτίας του ότι αποτελούν μειονότητα, κυρίως στη Βαγδάτη, στα περιστατικά ασφαλείας που μαστίζουν τη χώρα καταγωγής, με τη μορφή αδιάκριτης βίας, και ανέφερε ότι εξαιτίας αυτών των διακρίσεων είχε αναγκαστεί να κλείσει την επιχείρηση πώλησης κονκάρδων (badges) που διατηρούσε σε τοπική αγορά στη Βαγδάτη. Πέραν τούτων αναφέρθηκε γενικά στην μη ύπαρξη υποδομών εκπαίδευσης και υγείας στη χώρα και γενικώς την ανεπάρκεια του συστήματος κρατικών παροχών και έλλειψη ευκαιριών για καλύτερη ζωή. Κατά τα τ’ άλλα ανέφερε πως ήρθε στη χώρα με τον πατέρα του, μετά από σύντομη διαμονή στη Τουρκία και επιστροφή του στο Ιράκ, καθότι η μητέρα του, η αδελφή του και ο αδελφός του βρίσκονταν ήδη στη Δημοκρατία εδώ και χρόνια και τους είχε επιθυμήσει και ήθελε να είναι κοντά τους και να τους στηρίζει, ως το μεγαλύτερο τέκνο της οικογένειας.

Ερωτώμενος σχετικά με τον ισχυρισμό του περί απώλειας της επιχείρησης του λόγω διακρίσεων σε βάρος του εξαιτίας του ότι είναι Σουνίτης, που είναι και ο μοναδικός ισχυρισμός του αιτητή στη συνέντευξη που τον αφορά προσωπικά και δεν περιορίζεται σε γενικές αναφορές για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής, παρατηρώ πως ο αιτητής δεν ανέφερε μετά βεβαιότητας ότι τούτο οφειλόταν στο ότι είναι σουνίτης αλλά αποτελούσε προϊόν εικασίας του ιδίου. Ως δε ξεκαθάρισε, ερωτώμενος περαιτέρω, δεν έχει ο ίδιος υποστεί κάποια πράξη διώξεως ή κακομεταχείρισης εξαιτίας του ότι είναι σουνίτης, πέραν φραστικών οχλήσεων και χλευασμού.

Διερχόμενος το σύνολο των λεγομένων του αιτητή στα πλαίσια της επίδικης αίτησης δεν μπορώ να εντοπίσω σημείο εκ του οποίου να τεκμηριώνεται βάση παροχής διεθνούς προστασίας. Τούτο γιατί, παρά το ότι – ως ανωτέρω καταγράφεται – το ζήτημα δυσμενών διακρίσεων κατά σουνιτών είναι υπαρκτό στη χώρα καταγωγή, εντούτοις, ως ο ίδιος ο αιτητής αναφέρει, ο λόγος που έφυγε από τη χώρα είναι η γενική κατάσταση ασφαλείας, η ανεπάρκεια υποδομών και έλλειψη ευκαιριών «για ένα καλύτερο μέλλον» (βλ. και ερ.47).

Η εξέταση λοιπόν της παρούσας δεν μπορεί παρά να έχει ως αφετηρία και τελικό σημείο αναφοράς τους ισχυρισμούς του ίδιου του αιτητή συγκεκριμένα και όχι κατ’ αφηρημένο τρόπο την εξέταση των γενικών συνθηκών στη χώρα καταγωγής.

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή σημειώνω και τα εξής.

Σχετικά με τα πιο πάνω, στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:

«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.

[…]

Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώ­ματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.

[…]

Στην περίπτωση περιορισμών που βασίζονται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ο χαρακτήρας της παράβασης ως παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος διεθνή προστασία.

[…]

Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»

Περαιτέρω, στο ίδιο εγχειρίδιο σελ.37, αναφέρονται τα εξής:

«Το κατά πόσον παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι, λόγω του είδους της πράξης και των συνε­πειών της στον ενδιαφερόμενο αιτούντα, αρκούντως σοβαρή, ώστε να συνιστά δίωξη κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 στοιχείο α), πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Παραβιάσεις βασικών δικαιω­μάτων, όπως του δικαιώματος στη ζωή ή στην ελευθερία λόγω φυλής, θρησκείας, ιθαγένειας, πολιτικών πεποι­θήσεων ή ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας (157), ή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θεωρείται συχνά ότι πληρούν αυτομάτως το κριτήριο της σοβαρότητας (158). »

Ως και οι καθ’ ων η αίτηση επισημαίνουν στην έκθεση που ετοίμασαν, ο αιτητής, παρά τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, κατάφερε καθ’ όλο τον χρόνο που βρισκόταν εκεί να έχει πρόσβαση σε βιοπορισμό και όταν απώλεσε την επιχείρηση του δεν αναζήτησε νέα μέσα βιοπορισμού αλλά έφυγε από τη χώρα γιατί, ως ανέφερε, ήταν απογοητευμένος και ήθελε να είναι κοντά στην οικογένεια του, η οποία βρισκόταν εδώ και χρόνια στη Δημοκρατία.

Σημειώνω ότι στη σελ.91 της έκθεσης του EASO «Country GuidanceIRAQ», Ιούνιος 2022, αναφέρεται ότι παρά το ότι Σουνίτες στους οποίους αποδίδεται κάποια σχέση με το ISIL (Ισλαμικό Κράτος) ενδεχομένως να υπόκεινται σε πράξεις διώξεως, το γεγονός και μόνο της Σουνιτικής καταγωγής μπορεί δυνητικά να είναι βάση για διακρίσεις. Το κατά πόσο δε οι διακρίσεις αυτές ισοδυναμούν με πράξεις διώξεως εξαρτάται από την εξαρχής σοβαρότητα ή επανάληψη τους ή του κατά πόσο συνίστανται σε σώρευση διάφορων συμπεριφορών ή μέτρων. [12]

Εν προκειμένω λοιπόν δε θεωρώ ότι τεκμηριώνεται άνευ ετέρου – παρά την δεδομένη ύπαρξη διακρίσεων κατά των σουνιτών από τη Σιητική πλειοψηφία ως γενικό φαινόμενο στη χώρα καταγωγής – ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας, από τη στιγμή που ούτε ο ίδιος ο αιτητής δεν αναφέρει ερωτώμενος σχετικά κάποια πράξη δίωξης εναντίον του, πέραν μποϊκοταρίσματος της επιχείρησης του για τον λόγο αυτό (βλ. ερ.41-44), πράγμα το οποίο δεν μπορεί βεβαίως να θεωρηθεί από μόνο του ότι ενέχει το απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας, ώστε να πληροί το «το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση» (βλ. πιο πάνω απόσπασμα από εγχειρίδιο EASO).

Ενόψει των ως άνω απομένει μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στη Βαγδάτη, ως τόπος διαμονής του αιτητή.

Στην έκθεση του EASO «Country Guidance IRAQ», Ιούνιος 2022, στις σελ.184-186 [13], αναφέρεται ότι στο κυβερνείο της Βαγδάτης καταγράφηκαν στην περίοδο από 01/08/20 μέχρι 31/10/21 στο σύνολο 383 περιστατικά ασφαλείας. Κατά το 2020 και μέχρι τις 31/10/21 καταγράφηκαν 335 θάνατοι αμάχων, σε σύνολο πληθυσμού περί τα 8 ½ εκατομμύρια κατοίκων. Η φύση των περιστατικών ασφαλείας αφορά κυρίως επιθέσεις από πυρήνες και ομάδες του ISIL (Ισλαμικό Κράτος), οι οποίες στοχοποιούν τοπικούς ηγέτες και διεθνείς αποστολές, στρατιωτικής ή άλλης φύσης και συγκρούονται με τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας.

Στη σελ.187 του ιδίου εγχειριδίου αναφέρεται ότι παρότι παρατηρείται αδιάκριτη βία, το επίπεδο αυτής δεν είναι τόσο υψηλό ώστε να θεωρείται ότι η ζωή ή σωματική ακεραιότητα αμάχου απειλείται εκ μόνης της παρουσίας του στην περιοχή, χωρίς την συνδρομή άλλων περιστάσεων, ειδικώς για τον υπό εξέταση αιτητή.

Είναι κατάληξη μου ότι εκ των ανωτέρω στοιχείων δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας δεν είναι τέτοιας έντασης, λαμβανομένου υπόψη και του πληθυσμού της περιοχής αλλά και της φύσης των καταγεγραμμένων περιστατικών, ώστε να θεωρηθεί ότι ως άμαχος διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [14] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19, CF and DN).

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται στην προκείμενη περίπτωση «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, Iraq – Targeting of Individuals, January 2022, σσ. 26 – 28, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2022_01_EUAA_COI_Report_Iraq_Targeting_of_individuals.pdf

[2] USDOS, 2020 Country Report on Human Rights Practices: Iraq, 30 March 2021, 2d, σσ. 27-29, https://www.state.gov/reports/2020-country-reports-on-human-rights-practices/iraq/ ; Australia, DFAT, DFAT Country Information Report: Iraq, 17 August 2020, σσ. 53-54, https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-iraq.pdf

[3] USDOS, 2020 Country Report on Human Rights Practices: Iraq (ό.π.), 1c-d, g, σσ. 5-19

[4] Ό.π., σσ. 8-9

[5] Ό.π., σ. 9

[6] Ό.π., σ. 14

[7] LSE, Conflict Research Programme, The King of Salah al-Din: The Power of Iraq’s Sunni Elites, 2021, σ. 16, http://eprints.lse.ac.uk/108541/1/Ali_Saleem_the_king_of_salah_al_din_published.pdf

[8] USDOS, 2020 Report on International Religious Freedom: Iraq (ό.π. σημ. 2), σσ. 1, 9

[9] Ό.π., σσ. 1, 10

[10] ISW, ISIS and Iranian-backed Militias Compete to Control Baghdad Region, 19 May 2021, https://www.iswresearch.org/search/label/Iraq?updated-max=2021-08-10T17:19:00-04:00&max-results=20&start=3&by-date=false ; The New Arab, The Iraq Report: Sectarian killings revive fears of strife under an 'unsustainable' system, 23 October 2020, https://www.newarab.com/analysis/iraq-report-sectarian-killings-revive-fears-strife

[11] ISW, ISIS and Iranian-backed Militias Compete to Control Baghdad Region (ό.π.)

[12] Country Guidance Iraq - 2022 (europa.eu) - https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-01/2022_Country_Guidance_Iraq_EN.pdf

[13] Country Guidance Iraq - 2022 (europa.eu) - https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-01/2022_Country_Guidance_Iraq_EN.pdf

[14] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο