ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.929/22

 

26 Ιανουαρίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Β. D. M.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Γ. Ουστάς, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Α. Αναστασιάδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας η οποία κοινοποιήθηκε στις 08/02/22, με επιστολή ημ.10/11/21, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Λ. Δ. του Κονγκό τον Μάρτιο του 2019 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 02/04/19 (ερ.7-11, 40- 68).

Στις 18/02/21 και 09/03/21 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.40-56, 59-68). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 18/10/21 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.107-117).  

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 08/02/22 και της μεταφράστηκε στη μητρική της γλώσσα κατά τη λήψη, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής, ως πιστοποιείται από την υπογραφή τόσο της αιτήτριας όσο και του μεταφραστή που έκανε την μετάφραση (ερ.121-122).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι ο πατέρας της ήταν δημοσιογράφος και όταν έμαθε ότι κάποιοι απειλούσαν να τον σκοτώσουν αποφάσισε να εγκαταλείψει το σπίτι του μαζί με τη σύζυγό του ενώ άφησαν πίσω την ίδια ώστε να την αναθρέψει η θεία της. Ο σύζυγός της θείας της ήταν στρατιωτικός και όταν η θεία της αιτήτριας απουσίαζε εκείνος τη βίασε και την κράτησε κλειδωμένη στο δωμάτιο του για 2 ημέρες. Τη 2η ημέρα βρέθηκε στο νοσοκομείο όπου ο θείος της την απείλησε με τη ζωή της αν πληροφορούσε τη θεία της για όσα συνέβησαν. Τότε, ως ισχυρίζεται, δραπέτευσε από το νοσοκομείο και ενημέρωσε τη θεία της τηλεφωνικά για τα συμβάντα. Μετά απ’ αυτό η θείας της, όταν επέστρεψε στην πόλη, ζήτησε διαζύγιο και κίνησε τις διαδικασίες για να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με την αιτήτρια, καθότι ο θείος απειλούσε να τις σκοτώσει.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι είναι άγαμη και έχει ένα ανήλικο τέκνο, το οποίο γεννήθηκε στην Κύπρο στις 07/11/20. Οι γονείς της αιτήτριας έφυγαν από τη Λ. Δ. του Κονγκό και εγκαταστάθηκαν στη Γαλλία, ενώ η ίδια δεν έχει επικοινωνία μαζί τους. Από την ηλικία των 10 ετών περίπου μεγάλωσε με τη θεία της, η οποία κατά το χρόνο της συνέντευξης βρισκόταν στη Τουρκία, καθότι εγκατέλειψαν μαζί τη χώρα καταγωγής μετά τον βιασμό της από το θείο της. 

Ως περαιτέρω ανέφερε η αιτήτρια, αυτή εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της μαζί με τη θεία της και μετέβησαν στη Τουρκία, όπου η ίδια παρέμεινε για περίπου 2 εβδομάδες σε ξενοδοχείο με τη θεία της, και έφθασε στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με βάρκα, νομίζοντας ότι μέσω Κύπρου θα μπορέσει να φτάσει στην Ελβετία. Όταν έμαθε ότι τούτο ήταν ανέφικτο χρησιμοποίησε ένα διαβατήριο το οποίο, ως ανέφερε, βρήκε σε ένα πάρκο με αποτέλεσμα να συλληφθεί στο αεροδρόμιο και να κρατηθεί. 

Η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ήταν επειδή ο θείος της την βίασε και την κράτησε δύο μέρες κλειδωμένη στο δωμάτιό του, ενόσω η θεία της απουσίαζε στο Brazzaville για επαγγελματικούς λόγους. Όσο απουσίαζε η θεία της ένα βράδυ ο θείος της επιστρέφοντας σπίτι την χτύπησε και στη συνέχεια τη βίασε και η ίδια παρέμεινε κλεισμένη σε δωμάτιο στο σπίτι και συνέχισε να τη βιάζει. Επειδή δεν της επέτρεπε να φάει αυτές τις δύο ημέρες ένιωθε πολύ αδύναμη και έχασε τις αισθήσεις της. Όταν συνήλθε βρισκόταν σε νοσοκομείο, οπότε ο θείος της την απείλησε με τη ζωή της εάν πει οτιδήποτε στη θεία της, καθώς επίσης κι ότι έχει γνωριμίες και θα τη βρει όπου κι αν κρυφτεί. Η αιτήτρια ζήτησε βοήθεια από νοσοκόμα που τη βοήθησε να αποδράσει από το νοσοκομείο και τη φιλοξένησε στο σπίτι της. Έπειτα, επικοινώνησε με τη θεία της και της είπε ό,τι συνέβη. Η αιτήτρια αναφέρει ότι είχε πολλά σημάδια και ουλές στο σώμα της που τα είδε η θεία της μόλις επέστεψε και αποφάσισε να κάνει τις διαδικασίες ώστε να εκδοθεί διαζύγιο. Μόλις ο θείος της αιτήτριας έλαβε γνώση για το διαζύγιο θύμωσε και ξεκίνησε να τις ψάχνει. Η ίδια και η θεία της έφυγαν κρυφά για τη Τουρκία, καθότι πιστεύει πως λόγω και της δουλειάς του ως στρατιωτικός θα μπορούσε να στείλει κάποιον να τις εντοπίσει και να τους κάνει κακό. Περαιτέρω δήλωσε ότι η ψυχολογική της κατάσταση δεν ήταν καλή εξαιτίας όσων πέρασε από το θείο της.

Σε σχετική ερώτηση η αιτήτρια ανέφερε ότι φοβάται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της επειδή εάν μάθει ο θείος της ότι επέστρεψε θα της κάνει κακό μέσω της ιδιότητας του ως στρατιωτικός και πολλές διασυνδέσεις και πιστούς στρατιώτες. Σε ερώτηση πως η ιδιότητά του ως στρατιωτικός συνδέεται με το φόβο της να της κάνει κακό ή να τη σκοτώσει η αιτήτρια κατά την επιστροφή της απάντησε ότι στη χώρα της τα νέα μεταδίδονται γρήγορα και η πόλη της δεν ήταν μεγάλο μέρος επομένως θα το μάθαινε και ο θείος της.

Η αιτήτρια στη συνέχεια της συνέντευξης περιέγραψε πως απέδρασε από το νοσοκομείο και ανέφερε ότι η νοσοκόμα, ονόματι Judith, της είπε να βγει από την πίσω πόρτα και να την περιμένει εκεί. Έπειτα μετέβηκαν στο σπίτι της νοσοκόμας με ταξί όπου παρέμεινε τις επόμενες δύο βδομάδες. Η αιτήτρια ανέφερε λεπτομέρειες για την απόσταση που είχε το σπίτι από το νοσοκομείο, την περιοχή και για την αδελφή της νοσοκόμας.

Κατά τη 2η συνέντευξη η αιτήτρια απαντώντας σε διευκρινιστικές ερωτήσεις, ανέφερε ότι το ανήλικο τέκνο το οποίο γέννησε στην Κύπρο ονομάζεται Nsungu Κωνσταντινίδης και γεννήθηκε στις 07/11/20. Επανέλαβε τον τρόπο με τον οποίο τη βοήθησε η νοσοκόμα όσο ακόμα βρισκόταν στη χώρα καταγωγή της και νοσηλεύτηκε μετά την κακοποίηση της από το θείο της και αναφέρθηκε ξανά στο γεγονός ότι η θεία της ζήτησε διαζύγιο μόλις έμαθε την αλήθεια και προετοίμασε όλα τα απαραίτητα έγγραφα για να εγκαταλείψουν μαζί τη χώρα, ωστόσο δε γνώριζε τι διαδικασία ακολούθησε η θεία της για το διαζύγιο. Η αιτήτρια ανέφερε ότι ενημερώθηκε από τη θεία της ότι λάμβανε απειλητικά μηνύματα από το θείο της με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αλλάξει αριθμό κινητού. Επίσης, αναφέρει ότι τότε ο θείος της έστελνε απειλητικά μηνύματα μέσω Facebook με αποτέλεσμα η θεία της να τον μπλοκάρει. Ως ανέφερε, πέρα από τα πιο πάνω δεν έλαβαν κανενός είδους απειλή, καθώς και ότι οι μόνες απειλές που δέχθηκε η ίδια προσωπικά από το θείο της ήταν ενόσω βρισκόταν στο νοσοκομείο.

Η αιτήτρια αναφέρει πως όταν έλαβε την αίτηση διαζυγίου ο θείος της έστειλε κάποιους να σπάσουν το μαγαζί της θείας της, ωστόσο αυτή δεν κατήγγειλε τις απειλές και τις καταστροφές στο μαγαζί της επειδή γνώριζε, όπως δήλωσε η αιτήτρια, τι είναι ικανός να κάνει ο θείος της. Επίσης, η αιτήτρια ανέφερε πως δεν γνωρίζει αν ο θείος της την αναζητά ακόμη, επειδή κανένας στη χώρα της δε γνωρίζει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

Τέλος δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει και να ζήσει στη Kinshasa επειδή μετά την είσοδό της στη Δημοκρατία συνειδητοποίησε ότι εδώ νιώθει ασφαλής και λόγω των όσων βίωσε.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια βιάστηκε και κακοποιήθηκε από το θείο της

Αμφότεροι οι ως άνω ισχυρισμοί, κατ’ ουσία το σύνολο των λεγομένων της αιτήτριας, έγιναν αποδεκτοί αφού κρίθηκε ότι πληρούται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική τους συνοχή και είναι γι’ αυτό αξιόπιστοι.

Υπό το φως των ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κρίθηκε ότι, επί τη βάσει των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, διαπιστώνεται ότι δεν συντρέχουν τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ειδικώς σε σχέση με τον 2ο ισχυρισμό, ως αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, παρά το γεγονός ότι ο ισχυρισμός της έγινε αποδεκτός, κρίθηκε ότι οι απειλές δεν είχαν προσωπικό χαρακτήρα για την αιτήτρια αλλά αφορούσαν το διαζύγιο.

Περαιτέρω, αξιολογώντας τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, ανατρέχοντας επί τούτου και σε διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι, παρά τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της ως ανύπαντρη γυναίκα με παιδί, η αιτήτρια δεν αναμένεται ότι θα υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη και ότι αυτή δεν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης.

Ενόψει των ως άνω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει αρκετούς λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

Δια των αγορεύσεων της αιτήτριας προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να εκφράσει το σύνολο των ισχυρισμών της και δεν υποβλήθηκαν αρκετές και δέουσες διευκρινιστικές ερωτήσεις επί των ισχυρισμών της. Περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν εξετάστηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί που προέβαλε, δεν αξιολογήθηκαν ορθά σε εξατομικευμένη βάση, το οποίο συνιστά παράβαση της ρητής επιταγής του αρ.18 (3) του Νόμου, και δεν έγινε ορθή και δέουσα υπαγωγή τους στην οικεία νομοθεσία και νομολογία και γι’ αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης και στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας.

Τέλος, στα πλαίσια της απαντητικής αγόρευσης, ο συνήγορος της αιτήτριας σημειώνει ότι και μόνο οι προσωπικές περιστάσεις της, ως έγιναν δεκτές από τους καθ’ ων η αίτηση, είναι αρκετές για να τεκμηριωθεί ότι υφίσταται βάσιμος φόβος διώξεως και/ή σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή της.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκών ερωτήσεων επί του επίδικου αιτήματος, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκα ορθά όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Ζητούν γι’ αυτό απόρριψη της παρούσης αιτήσεως.

Δεδομένου ότι στην παρούσα έγινε αποδεκτό το σύνολο των ισχυρισμών της αιτήτριας, εξαιρουμένου του ισχυρισμού περί ύπαρξης βάσιμου φόβου διώξεως της από τον θείο της κατά την επιστροφή της, είναι περιττή η ενασχόληση με την αξιολόγηση αξιοπιστίας του αφηγήματος της.

Προχωρώ λοιπόν με υπαγωγή των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων και εξέταση, στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου αυτών, του κατά πόσον εξ αυτών τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος διώξεως ή σοβαρής βλάβης και συνεπώς προκύπτει ανάγκη παροχής διεθνούς προστασίας.

Συνοψίζοντας τα δεδομένα που αφορούν την αιτήτρια, ως έχουν γίνει αποδεκτά και από τους καθ’ ων η αίτηση, σημειώνω ότι αυτή είναι γυναίκα, ανύπαντρη, με παιδί ηλικίας 3 ετών, έχει ολοκληρώσει την μέση εκπαίδευση, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, οικογενειακό ή άλλο, χωρίς προηγούμενη εργασιακή εμπειρία σε κανένα τομέα, με τόπο διαμονής τη Κινσάσα, όπου μεγάλωσε με τη θεία της, χωρίς τους γονείς της από την ηλικία των 10 ετών, η οποία υπήρξε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από τον θείο της.

Σε σχέση με άτομα με τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας εντοπίζω τα ακόλουθα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.

Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες είναι επίσης σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[1]

Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι «[η] Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[3] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[4] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία.,[5]

[…]

Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Κινσάσα συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[6] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[7] Η πηγή πρόσθεσε ότι οι ανύπαντρες γυναίκες συχνά θεωρείται ότι είναι ιερόδουλες στην Κινσάσα και συνεπώς, η σεξουαλική συναλλαγή αναμένεται από αυτές. Καθώς οι ανύπαντρες γυναίκες βρίσκονται σε μια πιο ευάλωτη θέση, υπόκεινται σε άτυπη φορολογία από την αστυνομία ή άλλους επιθεωρητές προκειμένου να έχουν πρόσβαση στην τοπική αγορά.[8] Στις χήρες και στις γυναίκες που ηγούνται νοικοκυριών παρουσιάζονται λιγότερες ευκαιρίες, καθώς είναι γενικά πιο ευάλωτες και χαρακτηρίζονται από υψηλότερα ποσοστά φτώχειας και ακραίας φτώχειας, επειδή δεν είναι σε θέση να κληρονομήσουν την περιουσία και τα περιουσιακά στοιχεία του εκλιπόντος συζύγου τους[9]». [10]

Περαιτέρω, σε απάντηση του EASO σε ερώτημα που του υποβλήθηκε αναφορικά με την κατάσταση των γυναικών χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα κατά το διάστημα 2017 – 2019, επιβεβαιώνει όλα τα ανωτέρω και συμπληρώνει, αναφορικά με τα λεγόμενα «παιδιά του δρόμου» ότι «οι έμφυλες διαφορές είναι ορατές μεταξύ των παιδιών του δρόμου στην Κινσάσα: τα κορίτσια είναι πιο πιθανό να έχουν εγκαταλειφθεί από τις οικογένειές τους για να ζήσουν μια ζωή στο δρόμο (που συχνά περιλαμβάνει σεξουαλική εργασία) και είναι εντονότερα στιγματισμένα, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη την επανένωση με τις οικογένειές τους.[11] Κορίτσια και νέες γυναίκες χωρίς οικονομική υποστήριξη από τις οικογένειές τους ή άλλα δίκτυα—είτε επειδή έχουν μεταναστεύσει μόνες στην πρωτεύουσα, έμειναν ορφανές ή απορρίφθηκαν από τους γονείς ή την οικογένειά τους ή όταν οι γονείς τους περιμένουν από αυτές να συνεισφέρουν στο κόστος του νοικοκυριού—συχνά επιδίδονται σε σεξουαλική εργασία ή συναλλακτικές σεξουαλικές επαφές, όπως αποκαλύπτει έρευνα που έγινε στην Κινσάσα».[12],[13]

 

Σε έρευνα του DIS αναφέρονται τα εξής.

 

«[Έ]να πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa θα έχει σοβαρές δυσκολίες στην προσαρμογή και ενσωμάτωση, καθώς χωρίς οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία θα είναι κάπως σαν εγκαταλελειμμένος, αφού στη ΛΔΚ, η κρατική κοινωνική συνδρομή δε λειτουργεί δεόντως. Ένα τέτοιο πρόσωπο αντιμετωπίζει προβλήματα εξεύρεσης κατοικίας, εργασίας και έπειτα οικονομικών πηγών. Επιπλέον ένα τέτοιο πρόσωπο θα έχει προβλήματα με το φαγητό και την πρόσβαση στην υγεία σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[14]

Η κοινωνική στέγαση στη Κινσάσα δεν είναι διαθέσιμη σε γυναίκες που ζουν μόνες τους, αλλά προορίζεται για άτομα με πολιτική ή κοινωνική υποστήριξη.[15] Σύμφωνα με διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη ΛΔΚ, είναι σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει πρόσβαση σε στέγαση ή να αποκτήσει πρόσβαση σε καταφύγιο κάποια γυναίκα χωρίς δίκτυο στην Κινσάσα. Κατά συνέπεια, πολλές ανύπαντρες γυναίκες χωρίς δίκτυο υποστήριξης ανδρών στην Κινσάσα πρέπει να καταφύγουν σε συναλλακτικό σεξ προκειμένου να αποκτήσουν πρόσβαση στο καταφύγιο με οποιονδήποτε τρόπο. Όσοι δεν έχουν μέλη της οικογένειας στην Κινσάσα θα βρουν συνήθως καταφύγια ή παράγκες κατασκευασμένες με ξύλο ή χαρτοκιβώτια. Οι ανύπαντρες γυναίκες που έχουν υποστεί σεξουαλική εμπορία ή εκμετάλλευση θα είναι επιρρεπείς στην πορνεία, όταν προσπαθούν να βρουν στέγη στην Κινσάσα ή αν απλά δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά το ενοίκιο.[16] Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στην Κινσάσα συχνά καταφεύγουν στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή ως μέσο πρόσβασης στη στέγαση καθώς και για την απόκτηση εισοδήματος. Η συμμετοχή στη σεξουαλική εργασία ή στη συναλλακτική σεξουαλική επαφή συχνά στιγματίζει περαιτέρω τις γυναίκες.[17]

Σε έκθεση του Danish Immigration Service, μετά από συνέντευξη μέσω zoom με καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κινσάσα, αναφέρεται ότι «ένα άτομο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Κινσάσα θα έχει σοβαρές δυσκολίες προσαρμογής και ενσωμάτωσης, γιατί χωρίς την οικογένεια και χωρίς διασυνδέσεις με την Εκκλησία, το άτομο θα νιώθει εγκαταλελειμμένο επειδή στη ΛΔΚ η κοινωνική βοήθεια που παρέχεται από το κράτος δεν λειτουργεί σωστά. Υπάρχει σχεδόν ένα κενό εδώ, και αυτό ισχύει και για τους ανθρώπους που έρχονται από μακριά για να εγκατασταθούν στην πρωτεύουσα, καθώς και για τους ανθρώπους εκεί. Οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας υπάρχουν αλλά δεν είναι στο ύψος των καθηκόντων τους. Ένα τέτοιο άτομο αντιμετωπίζει πρώτα τα προβλήματα της στέγασης, πρόσβασης σε εργασία και μετά (σ.σ. αντιμετωπίζει) το πρόβλημα των πόρων. Επιπλέον, το άτομο θα έχει προβλήματα με την διασφάλιση των απαραίτητων ως προς το ζην και την πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη σε περίπτωση ασθένειας. Στη ΛΔΚ, η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά παίζουν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης. Ίσως πρέπει επίσης να αναφέρουμε εδώ τις ρίζες της ανεργίας των νέων και της αστικής ληστείας (συμμοριών) και του εγκλήματος, γνωστές στην Κινσάσα ως "Kuluna": πολλοί νέοι, χωρίς δουλειά, συχνά υπό την επήρεια ναρκωτικών, επιδίδονται σε κατακριτέες πράξεις. Έτσι, ο κίνδυνος είναι πολύ υψηλός για ένα άτομο χωρίς υποστήριξη, να τολμήσει να εγκατασταθεί στην Κινσάσα, εξαιτίας της αστικής ληστείας και της οικονομικής ανέχειας».[18]

Αναφορικά με την διαθέσιμη κρατική προστασία κατά των ως άνω μορφών διακρίσεων και κακομεταχείρισης που είναι εκτεθειμένες γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό εντοπίζονται τα ακόλουθα.

Αναφορά της Υπηρεσίας των Ηνωμένων Εθνών για τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία (UNFPA), σημειώνει ότι η έμφυλη βία (Gender Based Violence – GBV) εξακολουθεί να καθιστά ευάλωτες τις γυναίκες και τα κορίτσια που διαβιούν στη Λ.Δ.Κ..[19] Οι μορφές έμφυλης βίας που καταγράφονται περιλαμβάνουν το βιασμό, τη σεξουαλική δουλεία, την εμπορία ανθρώπων, τον αναγκαστικό γάμο, τον γάμο ανηλίκων, την ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική εκμετάλλευση.[20] Όπως σημειώνεται στην ως άνω αναφορά, η κατάχρηση εξουσίας και οι έμφυλες ανισότητες επιτείνουν την ευαλωτότητα των γυναικών και κοριτσιών στη Λ.Δ.Κ. απέναντι σε αυτές τις μορφές έμφυλης βίας.[21] Η σεξουαλική βία είναι η μορφή έμφυλης βίας που αναφέρεται με τη μεγαλύτερη συχνότητα αλλά πολλές είναι οι επιζήσασες που φοβούνται να καταγγείλουν το βιασμό τους ή τη σε βάρος τους βία εξαιτίας του στίγματος και του φόβου να υποστούν αντίποινα από τους θύτες.[22] Παρότι η κυβέρνηση της χώρας έχει δεσμευτεί για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι υπηρεσίες για την πρόληψη αλλά και για την αποκατάσταση των θυμάτων εξακολουθούν να είναι ανεπαρκείς και υποχρηματοδοτούμενες.[23]

Σε έκθεση του OECD του 2019 αναφέρεται ότι η Λ. Δ. του Κονγκό επικύρωσε το 2018 το Πρωτόκολλο Maputo για τα Δικαιώματα των Γυναικών στην Αφρική ενώ το Σύνταγμα εγγυάται ότι όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή και στη σωματική ακεραιότητα. Ωστόσο, ως περαιτέρω αναφέρεται, «δεν υπάρχει πλήρης νομοθεσία για τη βία κατά των γυναικών», οι οποίες έχουν να αντιμετωπίσουν επιπρόσθετα το αποδυναμωμένο δικαστικό σύστημα και τη γενικότερη κουλτούρα σιωπής των θυμάτων και ατιμωρησίας των δραστών. Γι’ αυτό, παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις, αντιμετωπίζουν δυσκολίες πρόσβασης στη δικαιοσύνη λόγω «του υψηλού κόστους των δικαστικών διαδικασιών, του ανεπαρκούς αριθμού δικαστηρίων, της αντιληπτής αναποτελεσματικότητας και της διαφθοράς στο δικαστικό σύστημα».[24] Η πηγή επεσήμανε και άλλες προκλήσεις που περιορίζουν τη γυναίκα να καταγγείλει τη βία όπως «γενική έλλειψη γνώσης των γυναικών σχετικά με τα νόμιμα δικαιώματά τους και υποκείμενο φόβο να υποβληθούν σε ταπείνωση, αντίποινα ή οικογενειακή πίεση εάν κινηθούν νομικά».[25]

Προέχει εξέταση αναφορικά με το προσφυγικό καθεστώς σε συνάρτηση με τις ως άνω παρατιθέμενες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ).

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[…] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Σε πολύ πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπ. αρ.C‑621/21, WS, ECLI:EU:C:2024:47, ημ.16/01/24, αναφέρονται τα εξής.

«48. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βασιζόμενη στο φύλο βία κατά των γυναικών πρέπει να αναγνωρισθεί ως μορφή δίωξης υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι καθένας από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του φύλου και ότι, οσάκις στοιχειοθετείται ότι ο φόβος δίωξης οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες άσυλο καθεστώς πρόσφυγα.

49. Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/95 και υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

50. Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ’ ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν.

[…]

52. Τρίτον, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία σχετίζεται με την «ιδιαίτερη ταυτότητα» της ομάδας στη χώρα καταγωγής, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι δυνατόν οι γυναίκες να γίνονται αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο και να αναγνωρισθεί, εξ αυτού του λόγου, ότι έχουν ιδιαίτερη ταυτότητα στον εν λόγω κοινωνικό χώρο, ιδίως λόγω των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους.

53. Η δεύτερη αυτή προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» πληρούται και στην περίπτωση γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό, όπως, παραδείγματος χάριν, ένα εξ αυτών που μνημονεύονται στις σκέψεις 50 και 51 της παρούσας αποφάσεως, όταν οι κοινωνικοί, ηθικοί ή νομικοί κανόνες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους έχουν ως συνέπεια να γίνονται οι γυναίκες αυτές αντιληπτές με διαφορετικό τρόπο από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο λόγω αυτού του κοινού τους χαρακτηριστικού.

54. Στο πλαίσιο αυτό, διευκρινίζεται ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να καθορίσει ποιος περιβάλλων κοινωνικός χώρος είναι κρίσιμος προκειμένου να εκτιμηθεί εάν υφίσταται ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα. Ο κοινωνικός χώρος δύναται να συμπίπτει με το σύνολο του εδάφους της τρίτης χώρας καταγωγής του αιτούντος διεθνή προστασία ή να μην είναι τόσο ευρύς, παραδείγματος χάριν μπορεί να περιορίζεται σε τμήμα του εδάφους της ή σε μέρος μόνον του πληθυσμού της.

[…]

56. Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

57. Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες, στο σύνολό τους, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, οσάκις διαπιστώνεται ότι, λόγω του φύλου τους, εκτίθενται στη χώρα καταγωγής τους, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας.

[…]

60. Συναφώς, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, η εκτίμηση της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και κατά περίπτωση, με προσοχή και σύνεση, και να στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες όχι μόνον της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, αλλά και της παραγράφου 4 αυτού, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει βάσιμο φόβο, λαμβανομένων υπόψη των ατομικών περιστάσεών του, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του [πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2023, Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (Πολιτικές πεποιθήσεις στο κράτος μέλος υποδοχής), C‑151/22, EU:C:2023:688, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

61. Προς τούτο, όπως επισημαίνεται στο σημείο 36, στοιχείο x, των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 1, σχετικά με τα αιτήματα για την αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα που υποβάλλονται από γυναίκες θα πρέπει επίσης να συλλέγονται οι πληροφορίες που αφορούν τη χώρα καταγωγής τους και ειδικότερα τη θέση της γυναίκας ενώπιον του νόμου, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματά τους, τα πολιτισμικά και κοινωνικά ήθη της χώρας και τις συνέπειες της παραβίασής τους, την επικράτηση παρόμοιων επιζήμιων παραδοσιακών πρακτικών, τη συχνότητα και τους τύπους της βίας που ασκείται σε βάρος των γυναικών, την προστασία που τους παρέχεται, την τιμωρία που προβλέπεται για τους αυτουργούς της βίας και τους κινδύνους που μπορεί να αντιμετωπίσει μια γυναίκα όταν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της μετά την υποβολή του αιτήματος.

62. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής τους, μπορεί να θεωρηθεί ότι τόσο οι γυναίκες της χώρας αυτής στο σύνολό τους όσο και μικρότερες ομάδες γυναικών οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» αποτελούσα «λόγο δίωξης» ικανό να οδηγήσει στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα σε αυτές.

[…]

70. Με βάση τα ανωτέρω, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, οσάκις ο αιτών ισχυρίζεται ότι έχει φόβο ότι θα υποστεί δίωξη από μη κρατικούς υπευθύνους στη χώρα καταγωγής του, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστώνεται συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας και των πράξεων δίωξης, εφόσον μπορεί να διαπιστωθεί τέτοιος συσχετισμός μεταξύ ενός εκ των λόγων δίωξης και της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών από μη κρατικούς υπευθύνους προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας.»

Στην ανωτέρω απόφαση συνοψίζονται με ευκρίνεια και ιδιαίτερη θεωρώ σαφήνεια οι παράμετροι που διέπουν την αναγνώριση του συνόλου ή μιας κατηγορίας γυναικών, στο σύνολο μιας χώρας ή μέρος αυτής, ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, κατά τα οριζόμενα στο αρ.3 του Νόμου, που υφίστανται εύλογη πιθανότητα να υποστούν κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής, είτε εκ μιας συγκεκριμένης ομάδας ατόμων, είτε το σύνολο της κοινωνίας, πράξεις διώξεως, περιλαμβανομένης έμφυλης βίας, σεξουαλικής ή άλλης μορφής κακοποίηση, διακρίσεις και στερήσεις από βασικά ανθρώπινα δικαιώματα.

Σχετικά με τις πράξεις που περιέχουν τον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας ώστε να ισοδυναμούν με πράξεις διώξεως, στο εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ)», σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:

«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.

[…]

Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώ­ματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.

[…]

Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.57, αναφέρονται τα εξής.

«Έχει αναγνωρισθεί ότι οι γυναίκες μπορεί να υφίστανται δίωξη λόγω της ιδιότητάς τους ως μελών ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας τόσο λόγω του φύλου τους και μόνο όσο και ειδικότερα, εάν αποτελούν επιμέρους ομάδες ως γυναίκες που κατηγορούνται ότι παραβιάζουν τα κοινωνικά ήθη (ιδίως μοιχεία και ανυπακοή σε σύζυγο) και δεν προστατεύονται από τους συζύγους τους ή άλλους άρρενες συγγενείς (279). Σε υπόθεση που αφορούσε την τελευταία αυτή επιμέρους ομάδα, η Βουλή των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου επισήμανε τα εξής:

Οι μη αμφισβητούμενες αποδείξεις στη συγκεκριμένη υπόθεση δείχνουν ότι οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις στο Πακιστάν. Πιστεύω ότι η φύση και η κλίμακα της διάκρισης είναι τέτοια ώστε μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες στο Πακιστάν υφίστανται διακρίσεις από την κοινωνία στην οποία ζουν. Ο λόγος για τον οποίο οι προσφεύγουσες φοβούνται ότι θα υποστούν δίωξη δεν είναι απλώς επειδή είναι γυναίκες. Είναι επειδή είναι γυναίκες σε μια κοινωνία η οποία εφαρμόζει διακρίσεις κατά των γυναικών (280).

Όπως τονίζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση, ο προσδιορισμός ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας εξαρτάται από τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία της επίμαχης κοινωνίας. Επομένως, οι γυναίκες δεν αποτελούν ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στις κοινωνίες που δεν εφαρμόζουν διακρίσεις εις βάρος τους.»

Στη βάση των ως άνω πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής, της σχετικής νομολογίας και βιβλιογραφίας και σε συνάρτηση με τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας είναι κατάληξη μου ότι οι ανύπαντρες γυναίκες με παιδί, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, πληρούν τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστούν ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα στη Κινσάσα, καθότι αυτά συνιστούν εγγενή χαρακτηριστικά, γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο, ήτοι από τη τοπική κοινωνία, και υπόκεινται σε διακριτική μεταχείριση απ’ αυτή.

Τα χαρακτηριστικά τους αυτά τις εκθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο και αποτελούν την αιτία σοβαρών παραβάσεων βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους όπως, μεταξύ άλλων, σεξουαλική βία και εκμετάλλευση, στέρηση από τη πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές και στέγαση, σοβαρά προσκόμματα στη πρόσβαση τους στη δικαιοσύνη και βιοπορισμό, διακρίσεις με βάση το φύλο και τη κατάσταση τους, σωματική και ψυχολογική βία. Η δε ζωή τους βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της ευαλωτότητας τους σε κοινούς εγκληματίες που φαίνεται να δρουν ανενόχλητοι και δεν παρέχεται έναντι των ως άνω ουσιαστική και αποτελεσματική προστασία από το κράτος. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις δράστες των ως άνω είναι οι ίδιες οι αρχές, ενεργώντας υπό την επίσημη ιδιότητα τους.

Οι πράξεις αυτές ενέχουν αναμφισβήτητα το επίπεδο σοβαρότητας που απαιτείται ώστε να θεωρούνται πράξεις διώξεως καθώς πρόκειται για πράξεις κατά παράβαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση αλλά και παραβιάσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν σοβαρής ένεκα του ιδιαίτερου αντίκτυπου που έχουν σε γυναίκα ανήκουσα στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, εν προκειμένω η αιτήτρια.

Επιπροσθέτως των ως άνω, στη βάση και των όσων αναφέρονται στο απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO που παραθέτω αμέσως πιο πάνω, εντοπίζω ότι στην περίπτωση της αιτήτριας συντρέχουν πρόσθετοι παράγοντες που αυξάνουν την ευαλωτότητα της και την εκθέτουν σε αυξημένο κίνδυνο από τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα που αναφέρω πιο πάνω, δεδομένου ότι πρόκειται για άτομο χωρίς εργασιακή εμπειρία, με σχετικά χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η οποία μεγάλωσε με τη θεία της στην απουσία των γονέων της, έχει υποστεί σεξουαλική βία στο παρελθόν και έφυγε σε νεαρή ηλικία από τη χώρα καταγωγής (21 ετών).

Κατά δε των επαπειλούμενων πράξεων διώξεως δε φαίνεται να παρέχεται ουσιαστική, μη προσωρινή και αποτελεσματική προστασία από τις αρχές, δεδομένης της περιορισμένης ύπαρξης ή και ανυπαρξίας υποδομών κοινωνικής στήριξης, στέγασης και επανένταξης, κοινωνικών παροχών και προστασίας κατά της εγκληματικότητας, είτε δια της πρόληψης είτε καταστολής.

Οι καθ’ ων η αίτηση ουδόλως συνυπολόγισαν τα ως άνω. Αντ’ αυτού, παρά το ότι έκαναν δεκτούς τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στο σύνολο τους και παρότι ανέτρεξαν δεόντως σε πληροφορίες που αφορούν άτομα με τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, δεν αξιολόγησαν τον εξ αυτών αντίκτυπο στην συγκεκριμένη περίπτωση.

Τονίζω ότι η ως άνω κατάληξη μου δεν απολήγει στην άνευ ετέρου αποδοχή ότι κάθε ανύπαντρη μητέρα που επιστρέφει στη Κινσάσα δικαιούται διεθνούς προστασίας, καθότι, ως και στην ως άνω απόφαση του ΔΕΕ αναφέρεται, «[…] η εκτίμηση της βασιμότητας του φόβου του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και κατά περίπτωση, με προσοχή και σύνεση, και να στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες όχι μόνον της παραγράφου 3 του εν λόγω άρθρου, αλλά και της παραγράφου 4 αυτού, προκειμένου να διερευνηθεί εάν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει βάσιμο φόβο, λαμβανομένων υπόψη των ατομικών περιστάσεών του, ότι θα υποστεί πράγματι πράξεις δίωξης εάν υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.»

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του αρ.146  (4) (δ) του Συντάγματος και του αρ.11 (3) (β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) ώστε να χορηγείται στην αιτήτρια καθεστώς πρόσφυγα.

Δεδομένου ότι έχει ήδη τεκμηριωθεί λόγος παροχής διεθνούς προστασίας στην αιτήτρια, ως ανωτέρω αναφέρω, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών ζητημάτων.

Επιδικάζονται έξοδα ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

.



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2023)

[3] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[4] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[5] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[6] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4 σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[7] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 – 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[8] Όπ. Π. παρα. 12, σελ. 45

[9] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[10] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, An international humanitarian organisation in the Democratic Republic of Congo (DRC) Skype-interview, 29 July 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf  παρα. 11, σελ. 41 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[11] Davis, L., ‘et al.’, Democratic Republic of Congo – DRC: Gender Country Profile 2014, The Swedish Embassy in Kinshasa, 2014, https://www.lauradavis.eu/wp-content/uploads/2014/07/Gender-Country-Profile-DRC-2014.pdf σελ. 34 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[12] McLean Hilker, L., Modi, A. T., ‘’Empowerment’ of adolescent girls and young women in Kinshasa: research about girls, by girls’, Gender and Development, vol. 24, no. 3, 2016, https://core.ac.uk/download/pdf/77599772.pdf σελ. 475-491, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[13] EASO, COI Query, DRC (Democratic Republic of Congo): Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019), https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf σελ. 4 – 5 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[14] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[15] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016-August 2019) [COD106311.FE], 3 September 2019 https://www.ecoi.net/en/document/2028574.html

[16] DIS, 'Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa' (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 17 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[17] The World Bank, Democratic Republic of Congo Systematic Country Diagnostic, Policy Priorities for Poverty Reduction and Shared Prosperity in a Post-Conflict Country and Fragile State, March 2018, https://openknowledge.worldbank.org/bitstream/handle/10986/30057/DRC-SCD-FINAL-ENGLISH-06132018.pdf?sequence=1&isAllowed=y σελ. 1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[18] DIS – Danish Immigration Service (Author): Democratic Republic of the Congo; Socioeconomic conditions in Kinshasa , October 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 48-49 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 21/07/2023)

[19] UNFPA DRC, Gender Based Violence in the Democratic Republic of the Congo : Key Facts and Priorities of humanitarian actors, 2019: https://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/endsgbvoslo_advocacy_note_may2019.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[20] Ό.π..

[21] Ό.π..

[22] Ό.π..

[23] Ό.π..

[24] OECD, SIGI - Social Institutions & Gender Index 2019 - Democratic Republic of the Congo, December 2018, διαθέσιμο σε https://www.genderindex.org/wp-content/uploads/files/datasheets/2019/CD.pdf, p. 3, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/07/2023)

[25] Ό.π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο