ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ1372/23

09 Ιανουαρίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.R.

Αιτήτρια

ΚΑΙ

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Αλ Ταχέρ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι για την Αιτήτρια

Η Αιτήτρια παρούσα

(Ο κ. Aqrselo - μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Νεπαλέζικα και αντίστροφα.

κα. Σ. Πίττα ορκίζεται και μεταφράζει πιστά από Ελληνικά σε Αγγλικά και αντίστροφα)

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 12/03/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 08/04/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και ως αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νεπάλ και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 20/02/2023, αφού προηγουμένως εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές με άδειας παραμονής εργασίας (working visa). Στις 11/03/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 12/03/2023, ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος, δια μέσω του δεόντως εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργού, την ίδια ημέρα ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει του άρθρου 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου. Την 01/04/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτητή στις 08/04/2023. Στις 21/04/2023 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας ως προδήλως αβάσιμο.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια μέσω των συνηγόρων της παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά το στάδιο τον διευκρινήσεων, στις 20/06/2023, όπου και διεκπεραιώθηκε ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι της Αιτήτριας αγόρευσαν προφορικά υποστηρίζοντας ότι  η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να κηρύξουν ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, χωρίς να της δοθεί η δυνατότητα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με προθεσμία 75 ημερών, παραβιάζει το αρ.12ΒΤρις (9) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) και οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Περαιτέρω, εισηγείται, ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να κηρύξουν ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας τo Νεπάλ αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη, και η δυνατότητα προσφυγής που παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 του αρ. 12ΒΤρις του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000), στρέφεται εναντίον της κανονιστικής διοικητικής πράξης που καθορίζει τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Ως εκ των άνω υποβάλει ότι η Αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος της ακρόασης και της δίκαιης δίκης. Ερωτηθείσα η Αιτήτρια τον λόγο που καταχώρησε αίτηση για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι έχει οικονομικά προβλήματα, παιδιά ανήλικα και ο σύζυγος της έχει αναπηρία.

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και των συνηγόρων της.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Δ του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Ταχύρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

12Δ.-(1) Κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από τριάντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εξετάζονται από τον Προϊστάμενο, με την ταχύρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, αιτήσεις που κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου.

(2) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, μετά από την οποία υποβάλλει έκθεση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τις διαπιστώσεις του αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, στον Προϊστάμενο.

(3) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του, να:

(α) Αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) αναπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13· ή

(γ) απορρίψει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.

(4) Αίτηση δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού σύμφωνα με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον τηρούνται οι αρχές και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των γεγονότων, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας

(β) ο αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις

(γ) […]

(δ) […]

(ε) […]

(στ) […]

(ζ) […]

(η) […]

(θ) […]

(ι) […]

(5) […]»

Το άρθρο 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Προδήλως αβάσιμη αίτηση

12ΣΤ. Αίτηση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και ταυτόχρονα εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 12Δ περιπτώσεις.»

Το άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Ασφαλής χώρα ιθαγένειας

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

(2) Κατά την εκτίμηση μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, με σκοπό τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό ως τέτοιας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή κακομεταχείρισης μέσω:

(α) Tης σχετικής πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας και του τρόπου εφαρμογής της

(β) της τήρησης των δικαιωμάτων και ελευθερίων που ορίζονται –

(i) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του Άρθρου 15, παράγραφος 2, αυτής, και

(ii) στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και

(iii) στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας

(γ) της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση

(δ) της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβάσεων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(3) Η αξιολόγηση του κατά πόσο μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(4) […]

(5) […]

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) […]

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

(7) Αίτηση η οποία υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και αίτηση από ανιθαγενή του οποίου η χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

(8) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(10) […]

(11) […]

(12) […]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, θα προχωρήσω στην εξέταση του  πιο πάνω ισχυρισμού. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός στην αρχή της συνέντευξης της, εξήγησε δεόντως ότι στην επίδικη αίτηση τυγχάνει εφαρμογής η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας και γι' αυτό η αίτηση της θα τύχει εξέτασης με ταχύρρυθμη διαδικασία, δυνάμει του ότι η χώρα καταγωγής έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια με τη σχετική Κ.Δ.Π.202/22 (βλ. ερυθρό 16 του διοικητικού φακέλου). Επίσης, δόθηκε η ευκαιρία στην Αιτήτρια να τοποθετηθεί επί του χαρακτηρισμού της χώρα καταγωγής ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, με την ίδια να δηλώνει ότι  η χώρα είναι ασφαλής  αλλά η ζωή είναι δύσκολη οικονομικά.

Σύμφωνα με το αρ.12ΒΤρις (6),

«(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

 

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.»

Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια χώρα καταγωγής ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας ο αιτητής «δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή». Στην προκειμένη περίπτωση και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η Υπηρεσία Ασύλου παρείχε την ευκαιρία στην Αιτήτρια  να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή της αλλά δεν το έπραξε, αντιθέτως ανέφερε ότι η χώρα της είναι ασφαλής, ως εκ τούτου ορθώς θεωρήθηκε ασφαλής χώρα ιθαγενείας και εφαρμόστηκε η ταχύρρυθμη διαδικασία, στη βάση του 12ΒΤρις και 12Δ (4) (β).

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 12ΒΤρις η Αιτήτρια έπρεπε να ενημερωθεί ότι η απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση να κηρύξουν την χώρα καταγωγής της ως ασφαλή χώρα ιθαγένεια και την δυνατότητα της να προσφύγει εναντίον της απόφασης αυτής εντός καθορισμένης προθεσμίας, παραπέμπω προς τούτο στην απόφαση της αδελφού μου Δικαστή κα. Παπαντωνίου, στην υπόθεση T1489/23, R.T. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 30 Αυγούστου, 2023, και στην μνημονευόμενη  εκεί νομολογία, την ανάλυση και την κατάληξη του οποίου υιοθετώ. Ως εκ τούτου διαπιστώνω τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το άρθρο 12ΒΤρις (1) μια χώρα ορίζεται ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας από τον Υπουργό Εσωτερικών εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Ο Υπουργός Εσωτερικών ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 12Βτρις των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020, εξέδωσε το Διάταγμα περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένειας, υπ’ αριθμό 202/2022, σύμφωνα με το οποίο η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ήτοι το Νεπάλ, περιλαμβάνεται στο κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας και χαρακτηρίζεται ως ασφαλής υπό την έννοια του άρθρου 12ΒΤρις.

 Άρα το ερώτημα επικεντρώνεται πρωταρχικά στη διάκριση μεταξύ κανονιστικής πράξης και εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης.  Διάκριση που δεν είναι πάντοτε εύκολη, στην πράξη, αλλά έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και σημασία αφού οι Κανονιστικές Πράξεις στην κυπριακή έννομη τάξη δεν μπορούν να προσβληθούν απ΄ ευθείας με προσφυγή. (βλ. απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.4.2019 στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 277/2012 και 17/2013 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού v. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ FREDERICK κ.ά.).

Στο Σύγγραμμα Π. Δ. Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 1977, αναφέρονται τα εξής σχετικά στη σελ.54:

«Χαρακτηριστική πηγή του διοικητικού δικαίου είναι η κανονιστική πράξη της διοικήσεως, η πράξη δηλαδή εκείνη με την οποία η διοίκηση θεσπίζει αφηρημένα  διατυπωμένους και γενικά δεσμευτικούς κανόνες συμπεριφοράς, δηλαδή κανόνες δικαίου.

Η κανονιστική πράξη της διοικήσεως είναι ουσιαστικός (μόνο) νόμος.  Κατά τούτο διακρίνεται από τον τυπικό νόμο που ψηφίζεται από την Βουλή.

Από την ατομική διοικητική πράξη (την διοικητική πράξη κατά κυριολεξία) διακρίνεται η κανονιστική πράξη κατά το ότι περιέχει κανόνες δικαίου, έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

Η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης στο διοικητικό δίκαιο.  Οι συνέπειες της είναι πολλαπλές και μεγάλες.  Αφορούν, πρώτα, την αρμοδιότητα: η αρμοδιότης προς έκδοση κανονιστικών πράξεων δεν περιλαμβάνει αυτομάτως την αρμοδιότητα προς έκδοση ατομικών πράξεων και αντιστρόφως.  Οι συνέπειες της διακρίσεως αφορούν επίσης τον τύπο και την διαδικασία:  επί ατομικών πράξεων απαιτείται αιτολογία και, κατά κανόνα, κοινοποίηση: επί κανονιστικών πράξεων αιτιολογία δεν απαιτείται, επιβάλλεται όμως επεξεργασία (των διαταγμάτων κανονιστικού χαρακτήρος) από το Συμβούλιο της Επικρατείας και δημοσίευση τους.  Εξ άλλου, η κανονιστική πράξη, είναι, ελευθέρως ανακλητή για το μέλλον (ex nune)."

Στην υπόθεση Kanika Hotels κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1996)3 Α.Α.Δ. 169. λέχθηκαν τα ακόλουθα:

Το κριτήριο αν μία πράξη είναι διοικητική ή όχι δεν είναι μόνο τυπικό, δηλαδή δεν εξαρτάται μόνο από την φύση του οργάνου που προβαίνει στην πράξη αλλά είναι κυρίως ουσιαστικό· δηλαδή πρέπει και το περιεχόμενο της πράξης να είναι διοικητικής φύσης. Έτσι, δεν μπορούν να προσβληθούν απευθείας με προσφυγή κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που έχουν νομοθετικό περιεχόμενο (δέστε Παπαφιλίππου ν. Republic, 1 R.S.C.C. 62 και Police ν. HondrouR.S.C.C. 82). Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Σε αντίθεση, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στη κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η γενικότητα, εννοιολογική γενικότητα και όχι αριθμητική, που παρέχει στην πράξη την δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που είτε ήδη υπάρχουν είτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Το δε νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης δεν εξαντλείται με μία εφαρμογή αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη. (Lanitis Farm Ltd vRepublic (1982) 3 C.L.R. 124).

Στην υπόθεση Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1999)3 Α.Α.Δ. σελ.751, αναφέρθηκαν επίσης τα ακόλουθα:

«Αναμφισβήτητο εσωτερικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης είναι η γενικότητα. Στη γενικότητα έγκειται κυρίως ότι το νομικό περιεχόμενο της πράξης δεν εξαντλείται δια μίας και μόνης εφαρμογής, αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές επί αορίστων και μελλουσών περιπτώσεων που συγκεντρώνουν τις τεθείσες γενικώς από την πράξη προϋποθέσεις.

Τον κανονιστικό χαρακτήρα στην πράξη προσδίδει όχι η τυχαία, η αριθμητική γενικότητα, αλλά η εννοιολογική, η αφηρημένη γενικότητα (Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 105). Ο εντοπισμός της κανονιστικής πράξης επί ορισμένων ατόμων ή ακόμα και επί ενός μόνο ατόμου, δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της, εφ' όσον είναι τυχαίος και διατηρείται η δυνατότητα εφαρμογής της πράξης επί παντός άλλου ατόμου, για το οποίο υπάρχουν βέβαια οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Ούτε ο κατά τόπο περιορισμός των εφαρμογών της κανονιστικής πράξης αίρει το χαρακτήρα της. Ακόμα και ο κατά χρόνο περιορισμός των εφαρμογών της, έστω κι αν φτάνει μέχρι εντοπισμού σε ορισμένη ημέρα, δεν αίρει το χαρακτήρα του κανόνα, εφ' όσον η πράξη εξακολουθεί να απευθύνεται προς αόριστο αριθμό προσώπων.

 

Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές (Kanika Hotels Ltd και άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169). Αντίθετα η ατομική διοικητική πράξη, δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (βλέπε Lanitis Farm Ltd vRepublic (1982) 3 C.L.R. 124).»

 

Σε άλλη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 250, το Εφετείο ασχολήθηκε με την εκτελεστότητα ή μη διοικητικής πράξης με την οποία ο Υπουργός Υγείας εξέδωσε διάταγμα δυνάμει του σχετικού Νόμου, με το οποίο καθόρισε το ανώτατο ποσοστό κέρδους από χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων. Την προσφυγή είχε καταχωρήσει εταιρεία ασχολούμενη με την εισαγωγή και πώληση τέτοιων προϊόντων και η Ολομέλεια επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα είχε γενικό χαρακτήρα και ρυθμιστικό περιεχόμενο και δεν υπόκειτο στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση είναι χαρακτηριστικό:

"Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία ασκείται δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, περιορίζεται στον έλεγχο πράξεων οι οποίες απορρέουν από την άσκηση της εκτελεστικής και διοικητικής λειτουργίας του κράτους. Οι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις, νομοθετικού περιεχομένου, διαφεύγουν αυτού του ελέγχου. Οι πράξεις αυτές εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου και συνήθως θέτουν κανόνα ή κανόνες δικαίου. Ως εκ της φύσεως τους, δημιουργούν καταστάσεις γενικές, αφηρημένες, απρόσωπες και αντικειμενικές και έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα όχι την αριθμητική γενικότητα αλλά την εννοιολογική, η οποία παρέχει δυνατότητα εφαρμογής της συγκεκριμένης πράξης σε περιπτώσεις αόριστες οι οποίες είτε υπάρχουν είτε θα εμφανιστούν στο μέλλον. Το νομικό περιεχόμενο των Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων δεν εξαντλείται στη μια εφαρμογή τους αλλά η ισχύς του, διατηρείται ώστε να παρέχεται η δυνατότητα νέων εφαρμογών σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις οι οποίες συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη. Αντίθετα, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου κατά την εφαρμογή του στη συγκεκριμένη ατομική περίπτωση. Βλ. Lanitis Farm v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124, Δημητριάδη και Άλλοι v. Υπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, Kanika Hotels Ltd κ.ά. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού- Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, Δημοκρατία v. Cyprus General Bonded &Transit Stores Association και Άλλοι (1998) 3 Α.Α.Δ. 57 και Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 751».

Εν προκειμένω, οι Καθ’ων η αίτηση αποφάσισαν περί της εφαρμογής της έννοιας της ασφαλούς χώρας στη βάση του διατάγματος του Υπουργού Κ.Δ.Π 202/2022, προκειμένου η αίτηση της Αιτήτριας να εξεταστεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία και δεν αποφάσισαν την κήρυξη της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλούς. Η θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κηρύξει τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη απορρίπτεται. Οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλούς αλλά σε εφαρμογή του διατάγματος του Υπουργού.

Σύμφωνα με το αρ. 12ΒΤρις του περί Προσφύγων Νόμου 12Βτρις, ο Υπουργός, για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, και κάθε διάταγμα το οποίο εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Είναι δε στη βάση του συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου που καθορίστηκε ποιες χώρες ορίζονται ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, περιλαμβανομένης του Νεπάλ, δια διατάγματος και συγκεκριμένα από την Κ.Δ.Π 202/22.

Επομένως το διάταγμα Κ.Δ.Π 202/22 ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, δημιουργεί καταστάσεις γενικές, αφηρημένες, απρόσωπες και αντικειμενικές, που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την εννοιολογική γενικότητα, η οποία παρέχει δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες, υπάρχουσες ή εμφανιζόμενες στο μέλλον. Συνεπώς, δεν διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην διαδικασία που τηρήθηκε  ούτε υφίσταται ζήτημα παράβασης των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, αφού σε κάθε περίπτωση και όπως προνοεί εξάλλου το άρθρο 12ΒΤρις (8) δόθηκε η δυνατότητα στην Αιτήτρια να αμφισβητήσει την εφαρμογή της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας για την περίπτωση της, αλλά με τους ισχυρισμούς που προέβαλε δεν έθιξε οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάληξη ότι η χώρα ιθαγένειας της δεν είναι ασφαλής για την ίδια προσωπικά.

Η εφαρμογή της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας είναι μαχητό τεκμήριο. Η αιτούντες έχουν το βάρος απόδειξης να ανατρέψουν το τεκμήριο χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλούς, δηλαδή ότι υπάρχει έλλειψη προστασίας στην χώρα ιθαγένειας λόγω των ατομικών και προσωπικών τους περιστάσεων. Η αδυναμία προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και ανατροπής του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας έχει ως αποτέλεσμα το συμπέρασμα ότι η καθορισμένη χώρα είναι ασφαλής για τον Αιτητή.

Σε κάθε περίπτωση, η Αιτήτρια ενημερώθηκε για τη δυνατότητα προσβολής της τελικής απόφασης επί της αιτήσεώς της και ασκώντας την παρούσα προσφυγή εμπροθέσμως ουδέν αποστερήθηκε, καθώς τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής όσο και της παρούσας διαδικασίας είχε τη δυνατότητα να εγείρει ισχυρισμούς προς ανατροπή του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν έπραξε. 

Εξάλλου επισημαίνεται ότι καίτοι δεδομένη η υποχρέωση της διοίκησης να προβεί στην προβλεπόμενη ενημέρωση του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις, τυχόν τέτοια παράλειψη δεν αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθώς η Αιτήτρια, ιδίως εκπροσωπούμενη δια συνηγόρου, έχει κάθε μέσο αμφισβήτησης του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (βλ. απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑517/17, Milkiyas Addis, ημερ. 16.7.2020, ECLI:EU:C:2020:579. Σκέψεις 72-75)

Υπό το φως των ανωτέρω, ο υπό εξέταση λόγος προσφυγής απορρίπτεται.

Περαιτέρω, έχοντας ενώπιόν μου τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση και ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που αυτό διενεργεί σε σχέση με την επίδικη πράξη (εξ υπαρχής και ex nunc), καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Υπόμνημα ως το Έντυπο Αρ. 3 που καταχωρήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, συνοδευόμενο από τον σχετικό διοικητικό φάκελο που αφορά την προσφυγή, η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος Νεπάλ. Κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία ανέφερε ότι θα προβάλει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να εργαστεί ώστε να συνδράμει τα τέκνα της να σπουδάσουν καθότι είναι υπεύθυνη για την οικογένειά της αφού ο σύζυγός της είναι άρρωστος και αδυνατεί να εργαστεί (βλ. ερυθρό 14 – 3Χ του Δ.Φ.). Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε, επίσης, ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε το Νεπάλ (βλ. ερυθρό 13 του Δ.Φ.) και προσέθεσε ότι σε περίπτωση επιστροφής της τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει θα είναι οικονομικής φύσεως και δε θα είναι σε θέση να συνδράμει τόσο τα τέκνα της όσο και τον σύζυγό της (βλ. ερυθρά 13 – 1Χ του Δ.Φ.). Αναφορικά με τα μελλοντικά της σχέδια δήλωσε ότι επιθυμεί να εργαστεί ώστε να αποταμιεύσει χρήματα και να συνδράμει την οικογένειά της και ειδικότερο τον υιό της, ο οποίος πρέπει να ολοκληρώσει το σχολείο ώστε να είναι και ο ίδιος σε θέσει να συνδράμει την οικογένειά τους (βλ. ερυθρό 13 – 2Χ του Δ.Φ.).

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας σε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος ισχυρισμός αφορά προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας. Ο δε δεύτερος ισχυρισμός αφορά τους οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ήτοι για να εργαστεί και να συνδράμει την οικογένειά της. Και οι δύο ισχυρισμοί, έγιναν αποδεκτοί.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία της, αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον Περί Προσφύγων Νόμο.

Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενο αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εν προκειμένω η Αιτήτρια για να εργαστεί και να συνδράμει την οικογένειά της, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε με σαφήνεια ότι ο λόγος που αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν για να εργαστεί, ενώ περαιτέρω δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη κάποιου κινδύνου κατά της ζωής της.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να την εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να της χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση ρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε εναντίον της οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που να την εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής της.

Η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε μεν ικανοποιητική, πλην όμως, οι ισχυρισμοί της δεν μπορούν να την υπαγάγουν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, οι οποίοι στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία της να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους, δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής της στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτήν το καθεστώς του πρόσφυγα.

 Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)]  και ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

Στη βάση όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, θεωρώ πως η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης των Καθ'ων η Αίτηση. Επίσης δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πληροί τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για να αναγνωριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

Σημειώνω συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω η τελευταία να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/ στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο