ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. Τ1538/2023

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

R.A.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Παναγιώτης Μπενέτης για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή 

Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κυρία N. Nova για πιστή μετάφραση από Bengali σε Αγγλικά και αντίστροφα και παρών ο κύριος Ηλίας Φανούς για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  O αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως και συγκεκριμένα με το αιτητικό Α αυτής, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05/04/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμο δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο όπως ακυρωθεί η προαναφερόμενη απόφαση.  Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως, ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο να εκδώσει νέα απόφαση επί της ουσίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα, το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Μπαγκλαντές και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 15/03/2023.

 

Στις 28/03/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 05/04/2023 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του Αιτητή στις 05/04/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή και επιδόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 03/05/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση (βλ. Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019), προώθησε ως μόνο λόγο ακυρώσεως την παραβίαση του δικαιώματος του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας κατά την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία, όπως και την παράλειψη ενημέρωσης του αιτητή για το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση με την οποία εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας και της ένταξης του αιτήματός του στην ταχεία διαδικασία, κατά παράβαση του Άρθρου 12Βτρις (9) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  

 

Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή, ως αυτοί περιγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως που έχει καταχωρηθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Συνεπεία τούτου, απορρίπτεται και το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως (ως αυτό περιγράφεται ανωτέρω), εφόσον ο αιτητής στην προφορική του αγόρευση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία (βλ. Κανονισμούς 3 (ε) και 6, του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019) δεν προωθεί λόγους μέσω των οποίων να υποστηρίζεται η ανάγκη εξέτασης της ουσίας του αιτήματος του αιτητή από το Δικαστήριο, αλλά και η ανάγκη έκδοσης από το Δικαστήριο νέας απόφασης, ως αιτείται με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως.  Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προκειμένου να εξεταστεί ο μοναδικός προβαλλόμενος ισχυρισμός, θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

[…]

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

[…]

 

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.”

 

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(42) Ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να αποτελεί απόλυτη εγγύηση ασφάλειας για τους υπηκόους της εν λόγω χώρας. Εκ φύσεως, η αξιολόγηση στην οποία βασίζεται ο χαρακτηρισμός λαμβάνει υπόψη μόνο τις γενικές κοινωνικές, νομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας και το κατά πόσον οι υπεύθυνοι δίωξης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας υφίστανται πράγματι κυρώσεις όταν αποδεικνύεται η ενοχή τους στην εν λόγω χώρα. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι, όταν ο αιτών καταδεικνύει ότι υπάρχουν έγκυροι λόγοι για τους οποίους η χώρα δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλής στην περίπτωσή του, ο χαρακτηρισμός της ως ασφαλούς δεν θα ισχύει πλέον καθόσον τον αφορά.»

 

Διαφαίνεται από τα πιο πάνω πως το άρθρο 12 Βτρις του Ν. 6 (Ι)/2000 επιβάλλει τη δυνατότητα πρόσβασης στο Δικαστήριο για την εξέταση του όρου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας και ανατροπή από το Δικαστήριο του χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλή, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και αποδεικνύεται με επάρκεια από τον αιτητή.  Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος, έχει τη δυνατότητα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(δ) να τροποποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.»

 

Επιπρόσθετα, το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, καθορίζει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

“11. […]

(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

 

Στην επιστολή ενημέρωσης ημερομηνίας 3/5/2023 που επιδόθηκε στον αιτητή (ερυθρό 83, του διοικητικού φακέλου) σε σχέση με το αίτημά του, διαφαίνεται πως ο αιτητής ενημερώνεται για την ταχεία διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε στην περίπτωσή του, αλλά και για το ότι η χώρα του θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 202/2022, η οποία εφαρμοζόταν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και επιπρόσθετα, πληροφορήθηκε για τη δυνατότητα του να προσβάλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Δικαστήριο.

 

Επομένως, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ως Δικαστήριο ουσίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος και από το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, που έχω παραθέσει ανωτέρω, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το Δικαστήριο ουσίας έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και να εκτιμήσει την κρίση του αρμόδιου οργάνου, η οποία συνδέει τα πραγματικά περιστατικά με τις έννοιες που ο νόμος καθορίζει.

 

Συνεπώς, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίζει κατ’ ουσίαν για το αίτημα του αιτητή στα πλαίσια οποιωνδήποτε ισχυρισμών τεθούν ενώπιον του.  Από την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και από το άρθρο 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προκύπτει η αναγκαιότητα πρόσβασης αιτητή διεθνούς προστασίας στο Δικαστήριο προς αμφισβήτηση του καθορισμού της χώρας καταγωγής του ως ασφαλής.  Δεδομένης λοιπόν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου επί της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει πως αφαιρέθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή και είναι ξεκάθαρο πως έχει τη δυνατότητα να προωθήσει λόγο ακυρώσεως με τον οποίο να ανατρέψει την έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, στα πλαίσια της ενώπιον μου δικαστικής διαδικασίας.  Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί πως δεν προωθείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός επί τούτου.

 

Παραθέτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ιωάννη Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία» σελίδα 59 όπου αναφέρεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το Δικαστήριο συνιστά στους εθνικούς δικαστές, όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τις δικονομικές ρυθμίσεις περί του παραδεκτού των αιτήσεων δικαστικής προστασίας, να κινούνται σε πνεύμα δίκαιης ισορροπίας αποφεύγοντας, όχι μόνο την υπερβολική τυπολατρία, αλλά επίσης και την υπερβολή στη ευελιξία.  Η πρώτη προσβάλλει την δικαιότητα της διαδικασίας, η δεύτερη καταλήγει στον εκτοπισμό των νομοθετικών ρυθμίσεων και άρα στην αυθαιρεσία.  Το  δικαίωμα πρόσβασης παραβιάζεται όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν την ασφάλεια του δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποτελούντες ένα τείχος που εμποδίζει τον αιτούντα δικαστική προστασία να δει την υπόθεσή του εξεταζόμενη στην ουσία της από ένα δικαστήριο».

 

Ο αιτητής στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας είχε τη δυνατότητα να ανατρέψει το τεκμήριο της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν κατόρθωσε στη ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, εφόσον δεν προώθησε τέτοιο ισχυρισμό.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός του προωθείται αλυσιτελώς, επιδιώκοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς εξειδίκευση του ισχυρισμού του (βλ. 6529/12, Electromatic Constructions v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, ημερομηνίας 2/7/2018).  Ο αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να επιχειρηματολογήσει προς ανατροπή του τεκμηρίου της αφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν έπραξε και κατά συνέπεια, η ΚΔΠ 202/22 (που ίσχυε κατά την εξέταση του αιτήματός του) παρέμεινε σε ισχύ εφόσον δεν αμφισβητήθηκε στο μέτρο που αφορούσε τον αιτητή. 

 

Παραπέμπω απόσπασμα από την απόφαση στην Έφεση υπ’ αριθμόν 6/2022, Αναστασίας Κωνσταντινίδου και άλλες v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 2/2/2023, στην οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τους αλυσιτελείς λόγους ακυρώσεως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ήταν αναπόφευκτο ενόψει τούτου το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «και οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν το κυρίως αντικείμενο της προσφυγής, σε σχέση με την απόφαση τερματισμού της σύμβασης αναφορικά με το τεμ 408Δ, εγείρονται αλυσιτελώς καθ' ότι ακόμα και αν γίνουν αυτοί αποδεκτοί και ακυρωθεί η απόφαση τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης, οι αιτήτριες δεν θα ωφεληθούν, καθότι παραμένει ως εμπόδιο η απρόσβλητη απόφαση παραχώρησης αυτού του τεμαχίου, προς το Δήμο Πάφου ... Με δεδομένη, επομένως, τη μη προσβολή της απόφασης του Κηδεμόνα για παραχώρηση μέρους του επίδικου τεμαχίου προς το Δήμο Πάφου, τυχόν ακύρωση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης, θα οδηγήσει μεν σε επανεξέταση, βρίσκονται όμως ως εμπόδιο την ήδη παραχωρηθείσα απόφαση μίσθωσης του συγκεκριμένου τεμαχίου με αρ. 408Δ προς τρίτο πρόσωπο η νομιμότητα της οποίας δεν προσεβλήθη.»

 

[…]

 

Η μη ενασχόληση της εξ υπουργών Επιτροπής με τους λόγους που εγείροντο για ακύρωση της απόφασης παραχώρησης, έδιδε δικαίωμα και δημιουργούσε υποχρέωση στις εφεσείουσες για προσβολή της με καταχώρηση αίτησης ακυρώσεως.

 

Συνεπώς, η ύπαρξη της απόφασης παραχώρησης οδηγούσε σε αλυσιτέλεια των λόγων ακύρωσης που αφορούσαν την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, καθόσον η οποιαδήποτε απόφαση επ' αυτής δε θα απέφερε όφελος στις εφεσείουσες (Παντελή ν. Δημοκρατίας) (2013) 3 ΑΑΔ 360Dias United Publishing CoLtdv. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550).  Σχετικά επί του ζητήματος τα λεχθέντα στην Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (2004) 3 ΑΑΔ 63όπου αποφασίστηκε πως ακύρωση των προαγωγών την οποίαν επιζητούσε ο εφεσίβλητος, θα οδηγούσε μεν σε επανεξέταση αλλά θα αποκλειόταν και ο ίδιος, λόγω έλλειψης προσόντος.  Επομένως θα ήταν αλυσιτελής, ενόψει του εννόμου συμφέροντος που διεκδίκησε για να επιτύχει δικαστικό έλεγχο και σε τελευταία ανάλυση δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας (ήτοι την κατοχή των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων).»

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε ότι η χώρα του υπάγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας μέσω επιστολής ενημέρωσης ημερομηνίας 3/5/2023 που του επιδόθηκε (ερυθρό 83, του διοικητικού φακέλου) και είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί αυτού, προβάλλοντας ισχυρισμούς που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η χώρα του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο.  Ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε στη ενώπιον μου δικαστική διαδικασία απορρίπτεται στο σύνολό του εφόσον προβάλλεται αλυσιτελώς.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και προκειμένου να ελεγχθεί και η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω απειλών που δέχθηκε από το κυβερνών κόμμα. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως εργαζόταν στο θέατρο και λόγω του επαγγέλματος του υπήρχαν άτομα που δεν ένιωθαν άνετα.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως είχε ενεργή συμμετοχή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το κυβερνών κόμμα ενοχλήθηκε, έτσι υπέβαλαν υποθέσεις εναντίον του και τον απείλησαν ότι αν δεν εγκαταλείψει την εργασία του θα τον βλάψουν.    

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί δεν είχε προσωπική ελευθερία  λόγω της εμπλοκής του με το αριστερό πολιτικό κόμμα. Στη χώρα του ισχυρίστηκε ότι πραγματοποιήθηκε διαμαρτυρία εναντίον της κυβέρνησης και της νομοθεσίας για την ψηφιακή ασφάλεια (Digital Security Act). Η αστυνομία διέλυσε τη διαμαρτυρία και συνέλαβε άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν και ο ίδιος. Τον απελευθέρωσαν με τον όρο να μην ξανασυμμετέχει σε μελλοντικές δραστηριότητες εναντίον της κυβέρνησης και τον απείλησαν ότι θα διακοπεί η σύνταξη του πατέρα του. Παράλληλα με το πολιτικό πρόβλημα, ανέφερε πως αντιμετώπισε πρόβλημα και στο θέατρο. Εκείνη την περίοδο συμμετείχε σε θεατρική παράσταση, η οποία προκάλεσε θετικές αντιδράσεις στον κόσμο, αλλά δυσκολίες και εμπόδια από την κυβέρνηση, καθώς ήταν ενάντια στη θρησκεία.

 

Όπως δήλωσε, αναγκάστηκε να σταματήσει το θέατρο, ενώ συγγενείς και φίλοι στράφηκαν εναντίον του. Κάθε ανάρτησή του στο Facebook δεχόταν κριτική και στιγματισμό ως άθεος. Αυτό επηρέασε τη σχέση του με την οικογένεια του και τα 2 αδέρφια του που του άσκησαν πίεση να αλλάξει τρόπο ζωής. Σε μια ανάρτησή του στο Facebook άγνωστα άτομα απείλησαν να τον σκοτώσουν, για αυτό διέγραψε όλους τους λογαριασμούς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μετά από αυτό η μητέρα του τον έπεισε να εγκαταλείψει τη χώρα για να είναι ασφαλής. Ο αδερφός του προσπάθησε να τον αποτρέψει από το να ξοδέψει χρήματα για το ταξίδι, αλλά με τη στήριξη της μητέρας του εγκατέλειψε την χώρα του με την αίσθηση ότι δεν θα επιστρέψει (ερυθρά 22 και 23, 1Χ του Διοικητικού Φακέλου).  Σε ερώτηση του λειτουργού αν δέχθηκε οποιαδήποτε δίωξη λόγω της δραστηριότητάς του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο αιτητής απάντησε αρνητικά.  Επιπρόσθετα, ο αιτητής διευκρίνισε πως μέχρι και την αναχώρησή του από τη χώρα του δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του, δεν αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς του εφόσον δεν ήταν δυνατόν να παραθέσει και να εξηγήσει με ευλογοφάνεια ποιος και γιατί είναι ο φορέας δίωξής του. Με βάση τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την υπαγωγή του αιτήματος του αιτητή στην ταχύρρυθμη διαδικασία, καθώς το Μπαγκλαντές περιλαμβάνεται στον κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας και χαρακτηρίζεται ως ασφαλής υπό την έννοια του άρθρου 12Βτρις, του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Περαιτέρω, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος και καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ως προδήλως αβάσιμο δυνάμει του άρθρου 12Βτρις, 12Δ, και 12ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Οι ισχυρισμοί περί απειλών που δέχθηκε η οικογένεια του, καθώς και ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προβάλλονται με τρόπο γενικό και αόριστο.

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστοι ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Όπως ανέφερα στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:

 

«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ' ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ορθά κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ότι δεν υφίσταται λόγος να  αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, εφόσον δεν αποδείχθηκε από τα όσα ανέφερε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 (2), του Ν. 6 (Ι)/2000, αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, όπως αυτή η βλάβη ερμηνεύτηκε από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015).

 

Η Υπηρεσία Ασύλου διεξήγαγε έρευνα των ουσιωδών στοιχείων, προτού  καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον διοικητικό φάκελο και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον μου. 

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας κατά την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία, όπως και την παράλειψη ενημέρωσης του αιτητή για το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση με την οποία εφαρμόστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, κατά παράβαση του Άρθρου 12Βτρις (9) του Περί Προσφύγων Νόμου, παρατηρώ ότι ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης κλήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι με βάση το υπουργικό διάταγμα η χώρα καταγωγής του κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, χωρίς ο αιτητής να επεξηγεί για πιο λόγο θεωρείται πως δεν είναι ασφαλής. 

 

Επομένως, δόθηκε η ευκαιρία όταν αιτητή να τοποθετηθεί επί του ζητήματος αυτού και ο αιτητής δεν θέλησε να τοποθετηθεί επί τούτου.  Ο αιτητής είχε μάλιστα τη δυνατότητα,  ως έχω επεξηγήσει ανωτέρω, να αναφέρει με λεπτομέρεια στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, γιατί θεωρεί πως στην περίπτωση του δεν μπορεί να κριθεί ασφαλής η χώρα καταγωγής του.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής δεν πρόβαλε ισχυρισμούς, που να ανατρέπουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή που να ανατρέπουν το τεκμήριο χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας. 

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, αλλά και με την ΚΔΠ 202/22 η οποία εφαρμόστηκε τη στιγμή έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε πως δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, ο μοναδικός λόγος προσφυγής που προωθήθηκε στην ενώπιον μου διαδικασία εγείρεται αλυσιτελώς, δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί επί της προσβαλλόμενης απόφασης, εφόσον η οποιαδήποτε απόφαση επ’αυτής δεν θα επέφερε όφελος στον αιτητή για τους λόγους που έχω επεξηγήσει.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο