ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. Τ1698/2023

 

30 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

1.    V.S.

2.    A.T.

3.    E.S.

Αιτητές

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Οι αιτητές εμφανίζοναι προσωπικά.

 

Μιχάλης Μαυρονικόλας για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τους Αιτητές

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσα η κυρία N. Nigogosova για πιστή μετάφραση από Γεωργιανά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Oι αιτητές προσφεύγουν με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως και συγκεκριμένα με το αιτητικό Α αυτής, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17/03/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμο, δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο όπως η προαναφερόμενη απόφαση κριθεί άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.  Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως, οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο να εκδώσει νέα απόφαση επί της ουσίας του αιτήματός τους για διεθνή προστασία η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα, το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως οι αιτητές είναι υπήκοοι Γεωργίας και υπέβαλαν αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 20/02/2023.  Την ίδια ημέρα οι αιτητές παρέλαβαν βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 14/03/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στους αιτητές υπ’αριθμόν 1 και 2 από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα.  Να σημειωθεί πως η αιτήτρια υπ’αριθμόν 3 είναι η ανήλικη θυγατέρα τους.  Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα των αιτητών στις 17/03/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί του αιτήματος των αιτητών, η οποία επιδόθηκε δια χειρός στους αιτητές στις 18/05/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, οι αιτητές καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος των αιτητών κατά την δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση (βλ. Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019), προώθησε ως μόνο λόγο ακυρώσεως την παραβίαση του δικαιώματος των αιτητών να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας κατά την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία, όπως και την παράλειψη ενημέρωσης των αιτητών για το δικαίωμά τους να προσβάλουν την απόφαση με την οποία εφαρμόστηκε στην περίπτωσή τους η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας και της ένταξης του αιτήματός τους στην ταχεία διαδικασία, κατά παράβαση του Άρθρου 12Βτρις (9) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεως, αποσύρθηκαν από το συνήγορο των αιτητών.

 

Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή, ως αυτοί περιγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως που έχει καταχωρηθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Συνεπεία τούτου, το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως (ως αυτό περιγράφεται ανωτέρω), δεν έχει οποιοδήποτε αντικείμενο, εφόσον ο συνήγορος του αιτητή στην προφορική του αγόρευση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία (βλ. Κανονισμούς 3 (ε) και 6, του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019) δήλωσε πως δεν προωθεί λόγους μέσω των οποίων να υποστηρίζεται η ανάγκη εξέτασης της ουσίας του αιτήματος του αιτητή από το Δικαστήριο, αλλά και η ανάγκη έκδοσης από το Δικαστήριο νέας απόφασης, ως αιτείται με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως.  Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως στη συνέχεια θα εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης όπως ο περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, καθορίζει.

 

Προκειμένου να εξεταστεί ο μοναδικός προβαλλόμενος ισχυρισμός, θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 12 Β τρις (6) και (9) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

[…]

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

[…]

 

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.”

 

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(42) Ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να αποτελεί απόλυτη εγγύηση ασφάλειας για τους υπηκόους της εν λόγω χώρας. Εκ φύσεως, η αξιολόγηση στην οποία βασίζεται ο χαρακτηρισμός λαμβάνει υπόψη μόνο τις γενικές κοινωνικές, νομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας και το κατά πόσον οι υπεύθυνοι δίωξης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας υφίστανται πράγματι κυρώσεις όταν αποδεικνύεται η ενοχή τους στην εν λόγω χώρα. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι, όταν ο αιτών καταδεικνύει ότι υπάρχουν έγκυροι λόγοι για τους οποίους η χώρα δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλής στην περίπτωσή του, ο χαρακτηρισμός της ως ασφαλούς δεν θα ισχύει πλέον καθόσον τον αφορά.»

 

Διαφαίνεται από τα πιο πάνω πως το άρθρο 12 Βτρις του Ν. 6 (Ι)/2000 επιβάλλει τη δυνατότητα πρόσβασης στο Δικαστήριο για την εξέταση του όρου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας και ανατροπή από το Δικαστήριο του χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλή, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και αποδεικνύεται με επάρκεια από τον αιτητή.  Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος, έχει τη δυνατότητα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(δ) να τροποποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.»

 

Επιπρόσθετα, το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, καθορίζει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

“11. […]

(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

 

Στην επιστολή ενημέρωσης που επιδόθηκε στον αιτητή (ερυθρό 57, του διοικητικού φακέλου) σε σχέση με το αίτημά του, διαφαίνεται πως ο αιτητής ενημερώνεται για την ταχεία διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε στην περίπτωσή του, αλλά και για το ότι η χώρα του θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 202/2022, η οποία εφαρμοζόταν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και επιπρόσθετα, πληροφορήθηκε για τη δυνατότητα του να προσβάλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Επομένως, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ως Δικαστήριο ουσίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος και από το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, που έχω παραθέσει ανωτέρω, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το Δικαστήριο ουσίας έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και να εκτιμήσει την κρίση του αρμόδιου οργάνου, η οποία συνδέει τα πραγματικά περιστατικά με τις έννοιες που ο νόμος καθορίζει.

 

Συνεπώς, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίζει κατ’ ουσίαν για το αίτημα του αιτητή στα πλαίσια οποιωνδήποτε ισχυρισμών τεθούν ενώπιον του.  Από την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και από το άρθρο 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προκύπτει η αναγκαιότητα της δυνατότητας πρόσβασης αιτητή διεθνούς προστασίας στο Δικαστήριο προς αμφισβήτηση του καθορισμού της χώρας καταγωγής του ως ασφαλής.  Δεδομένης λοιπόν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου επί της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει πως αφαιρέθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα των αιτητών και είναι ξεκάθαρο πως έχει τη δυνατότητα να προωθήσει λόγο ακυρώσεως με τον οποίο να ανατρέψει την έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, στα πλαίσια της ενώπιον μου δικαστικής διαδικασίας.  Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί πως δεν προωθείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός επί τούτου και σε κανένα στάδιο οι αιτητές δεν ισχυρίστηκαν πως η Γεωργία δεν είναι ασφαλής χώρα για τους ίδιους.

 

Παραθέτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ιωάννη Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία» σελίδα 59 όπου αναφέρεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το Δικαστήριο συνιστά στους εθνικούς δικαστές, όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τις δικονομικές ρυθμίσεις περί του παραδεκτού των αιτήσεων δικαστικής προστασίας, να κινούνται σε πνεύμα δίκαιης ισορροπίας αποφεύγοντας, όχι μόνο την υπερβολική τυπολατρία, αλλά επίσης και την υπερβολή στη ευελιξία.  Η πρώτη προσβάλλει την δικαιότητα της διαδικασίας, η δεύτερη καταλήγει στον εκτοπισμό των νομοθετικών ρυθμίσεων και άρα στην αυθαιρεσία.  Το  δικαίωμα πρόσβασης παραβιάζεται όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν την ασφάλεια του δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποτελούντες ένα τείχος που εμποδίζει τον αιτούντα δικαστική προστασία να δει την υπόθεσή του εξεταζόμενη στην ουσία της από ένα δικαστήριο».

 

Οι αιτητές στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το τεκμήριο της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν κατόρθωσαν στη ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, εφόσον δεν προώθησε τέτοιο ισχυρισμό.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός τους προωθείται αλυσιτελώς, επιδιώκοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς εξειδίκευση του ισχυρισμού τους και χωρίς να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου, πως επηρεάστηκαν αρνητικά από την κρίση των αρμόδιων αρχών ότι η χώρα τους είναι ασφαλής και πως θα μπορούσε να ασκήσει αυτό επιρροή στην έκβαση της υπόθεσής τους (βλ. 6529/12, Electromatic Constructions v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, ημερομηνίας 2/7/2018).  Οι αιτητές είχαν την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να επιχειρηματολογήσουν προς ανατροπή του τεκμηρίου της αφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν έπραξαν και κατά συνέπεια, η ΚΔΠ 202/22 (που ίσχυε κατά την εξέταση του αιτήματός του) παρέμεινε σε ισχύ εφόσον δεν αμφισβητήθηκε στο μέτρο που τους αφορούσαν.  Επομένως, τέτοιος ισχυρισμός θα μπορούσε να προωθηθεί στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία και να τύχει κατ’ ουσίαν δικαστικού ελέγχου νοουμένου βεβαίως ότι το ζήτημα αυτό τίθεται με επάρκεια ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Παραπέμπω σε απόσπασμα από την απόφαση της Έφεσης υπ’ αριθμόν 6/2022, Αναστασίας Κωνσταντινίδου και άλλες v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 2/2/2023, στην οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τους αλυσιτελείς λόγους ακυρώσεως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ήταν αναπόφευκτο ενόψει τούτου το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «και οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν το κυρίως αντικείμενο της προσφυγής, σε σχέση με την απόφαση τερματισμού της σύμβασης αναφορικά με το τεμ 408Δ, εγείρονται αλυσιτελώς καθ' ότι ακόμα και αν γίνουν αυτοί αποδεκτοί και ακυρωθεί η απόφαση τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης, οι αιτήτριες δεν θα ωφεληθούν, καθότι παραμένει ως εμπόδιο η απρόσβλητη απόφαση παραχώρησης αυτού του τεμαχίου, προς το Δήμο Πάφου ... Με δεδομένη, επομένως, τη μη προσβολή της απόφασης του Κηδεμόνα για παραχώρηση μέρους του επίδικου τεμαχίου προς το Δήμο Πάφου, τυχόν ακύρωση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης, θα οδηγήσει μεν σε επανεξέταση, βρίσκονται όμως ως εμπόδιο την ήδη παραχωρηθείσα απόφαση μίσθωσης του συγκεκριμένου τεμαχίου με αρ. 408Δ προς τρίτο πρόσωπο η νομιμότητα της οποίας δεν προσεβλήθη.»

 

[…]

 

Συνεπώς, η ύπαρξη της απόφασης παραχώρησης οδηγούσε σε αλυσιτέλεια των λόγων ακύρωσης που αφορούσαν την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, καθόσον η οποιαδήποτε απόφαση επ' αυτής δε θα απέφερε όφελος στις εφεσείουσες (Παντελή ν. Δημοκρατίας) (2013) 3 ΑΑΔ 360Dias United Publishing CoLtdv. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550).  Σχετικά επί του ζητήματος τα λεχθέντα στην Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (2004) 3 ΑΑΔ 63όπου αποφασίστηκε πως ακύρωση των προαγωγών την οποίαν επιζητούσε ο εφεσίβλητος, θα οδηγούσε μεν σε επανεξέταση αλλά θα αποκλειόταν και ο ίδιος, λόγω έλλειψης προσόντος.  Επομένως θα ήταν αλυσιτελής, ενόψει του εννόμου συμφέροντος που διεκδίκησε για να επιτύχει δικαστικό έλεγχο και σε τελευταία ανάλυση δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας (ήτοι την κατοχή των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων).»

 

Παρατηρώ ότι οι αιτητές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης κλήθηκαν να σχολιάσουν το γεγονός ότι με βάση την ΚΔΠ 202/22, η οποία ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η χώρα καταγωγής τους κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, και οι αιτητές υπ’αριθμόν 1 και 2 επιβεβαίωσαν πως η χώρα καταγωγής τους είναι ασφαλής.  Επομένως, δόθηκε η ευκαιρία στους αιτητές να τοποθετηθούν επί του ζητήματος αυτού και οι αιτητές συμφώνησαν πως η χώρα τους είναι ασφαλής.

 

Οι αιτητές είχαν μάλιστα τη δυνατότητα, ως έχω επεξηγήσει ανωτέρω, να αναφέρουν με λεπτομέρεια στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, γιατί θεωρούν πως στην περίπτωση τους δεν μπορεί να κριθεί ασφαλής η χώρα καταγωγής τους.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως οι αιτητές δεν πρόβαλαν ισχυρισμούς, που να ανατρέπουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή που να ανατρέπουν το τεκμήριο χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας. 

 

Οι αιτητές ενημερώθηκαν πως η χώρα τους υπάγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας μέσω επιστολής ενημέρωσης που τους επιδόθηκε (ερυθρό 57, του διοικητικού φακέλου) και είχαν τη δυνατότητα να τοποθετηθούν επί αυτού, προβάλλοντας ισχυρισμούς που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η χώρα τους δεν είναι ασφαλής για αυτούς.  Ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε στη ενώπιον μου δικαστική διαδικασία απορρίπτεται στο σύνολό του εφόσον προβάλλεται αλυσιτελώς.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι αιτητές σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός τους, προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής υπ’αριθμόν 1 στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν.  Συγκεκριμένα αναφέρει πως στη χώρα τους αντιμετώπιζαν αρκετές δυσκολίες και επιθυμούν να παραμείνουν στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να έχουν ένα καλύτερο μέλλον.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής υπ’αριθμόν 1, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί,  Όπως ανέφερε, ουδέποτε έχει κρατηθεί ή συλληφθεί στη χώρα καταγωγής του και οι αρχές της χώρας του θα του επιτρέψουν την επιστροφή του.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της συζύγου του, αιτήτριας υπ’αριθμόν 2, δήλωσε επίσης πως βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστούν και πως δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του, ανέφερε πως οι λόγοι που ώθησαν τους αιτητές να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους είναι οικονομικής φύσεως και επομένως δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα των αιτητών, ως προδήλως αβάσιμο δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ, και 12ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, οι αιτητές δεν έχουν επικαλεσθεί  στις συνεντεύξεις τους κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Οι αιτητές αναφέρθηκαν μόνο στην επιθυμία τους να εργαστούν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα οικονομικής φύσεως προβλήματά τους, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τους εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) (βλ. παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες)

 

Οι οικονομικοί λόγοι που ώθησαν τους αιτητές να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους και να αιτηθούν διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκαν εναντίον τους δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής τους.

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στους αιτητές το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλαν οι αιτητές, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, που εκδόθηκε μετά την ΚΔΠ 202/22 η οποία εφαρμόστηκε τη στιγμή έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόρισε τη χώρα καταγωγής των αιτητών, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε πως δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα των αιτητών εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση και αναπόφευκτα το αιτητικό Β της προσφυγής απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, σε απόρριψη οδηγείται και το αιτητικό Α της προσφυγής εφόσον ο μοναδικός λόγος προσφυγής που προωθήθηκε στην ενώπιον μου διαδικασία εγείρεται αλυσιτελώς, δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί επί της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η οποιαδήποτε απόφαση επ’αυτής δεν θα επέφερε όφελος στους αιτητές για τους λόγους που έχω επεξηγήσει.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον των αιτητών.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο