ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. Τ1738/2023

 

30 Ιανουαρίου, 2024

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 G.S.

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Μιχάλης Μαυρονικόλας για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον Αιτητή 

Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρούσες η κυρία Nova για πιστή μετάφραση από Hindi σε Αγγλικά και αντίστροφα και η κυρία Έλενα Ηρακλέους για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  O αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως και συγκεκριμένα με το αιτητικό Α αυτής, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/04/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμο δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο όπως η προαναφερόμενη απόφαση κριθεί άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.  Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως, ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο να εκδώσει νέα απόφαση επί της ουσίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα, το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Ινδίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 18/04/2023.  Την ίδια ημέρα ο αιτητής παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 24/04/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του Αιτητή στις 24/04/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή, η οποία επιδόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 24/05/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο που η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση (βλ. Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019), προώθησε ως μόνο λόγο ακυρώσεως την παραβίαση του δικαιώματος του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας κατά την εξέταση της αίτησής του για διεθνή προστασία, όπως και την παράλειψη ενημέρωσης του αιτητή για το δικαίωμά του να προσβάλει την απόφαση με την οποία εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας και της ένταξης του αιτήματός του στην ταχεία διαδικασία, κατά παράβαση του Άρθρου 12Βτρις (9) του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Οι υπόλοιποι νομικοί ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεως του, αποσύρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή.

 

Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν από το συνήγορο του αιτητή, ως αυτοί περιγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως που έχει καταχωρηθεί στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.  Συνεπεία τούτου, το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως (ως αυτό περιγράφεται ανωτέρω), δεν έχει οποιοδήποτε αντικείμενο, εφόσον ο συνήγορος του αιτητή στην προφορική του αγόρευση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία (βλ. Κανονισμούς 3 (ε) και 6, του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019) δήλωσε πως δεν προωθεί λόγους μέσω των οποίων να υποστηρίζεται η ανάγκη εξέτασης της ουσίας του αιτήματος του αιτητή από το Δικαστήριο, αλλά και η ανάγκη έκδοσης από το Δικαστήριο νέας απόφασης, ως αιτείται με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως.  Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως στη συνέχεια, θα εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης όπως ο περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, καθορίζει.

 

Προκειμένου να εξεταστεί ο μοναδικός προβαλλόμενος ισχυρισμός, θα πρέπει να αναφερθεί πως σύμφωνα με το άρθρο 12 Β τρις (6) και (9) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθορίζονται τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

[…]

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

[…]

 

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.”

 

Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση) (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(42) Ο χαρακτηρισμός τρίτης χώρας ως ασφαλούς χώρας καταγωγής για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας δεν μπορεί να αποτελεί απόλυτη εγγύηση ασφάλειας για τους υπηκόους της εν λόγω χώρας. Εκ φύσεως, η αξιολόγηση στην οποία βασίζεται ο χαρακτηρισμός λαμβάνει υπόψη μόνο τις γενικές κοινωνικές, νομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας και το κατά πόσον οι υπεύθυνοι δίωξης, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας υφίστανται πράγματι κυρώσεις όταν αποδεικνύεται η ενοχή τους στην εν λόγω χώρα. Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό να εξασφαλισθεί ότι, όταν ο αιτών καταδεικνύει ότι υπάρχουν έγκυροι λόγοι για τους οποίους η χώρα δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλής στην περίπτωσή του, ο χαρακτηρισμός της ως ασφαλούς δεν θα ισχύει πλέον καθόσον τον αφορά.»

 

Διαφαίνεται από τα πιο πάνω πως το άρθρο 12 Βτρις του Ν. 6 (Ι)/2000 επιβάλλει τη δυνατότητα πρόσβασης στο Δικαστήριο για την εξέταση του όρου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας και ανατροπή από το Δικαστήριο του χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλή, όπου αυτό κρίνεται αναγκαίο και αποδεικνύεται με επάρκεια από τον αιτητή.  Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας σύμφωνα με το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος, έχει τη δυνατότητα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(δ) να τροποποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.»

 

Επιπρόσθετα, το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, καθορίζει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

“11. […]

(3) Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας-

(α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής-

(i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και

(ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και

(β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν:

 

Στην επιστολή ενημέρωσης ημερομηνίας 24/5/2023 που επιδόθηκε στον αιτητή (ερυθρό 45, του διοικητικού φακέλου) σε σχέση με το αίτημά του, διαφαίνεται πως ο αιτητής ενημερώνεται για την ταχεία διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε στην περίπτωσή του, αλλά και για το ότι η χώρα του θεωρείται ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με την ΚΔΠ 202/2022, η οποία εφαρμοζόταν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και επιπρόσθετα, πληροφορήθηκε για τη δυνατότητα του να προσβάλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Επομένως, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ως Δικαστήριο ουσίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 146 (4) (δ) του Συντάγματος και από το άρθρο 11 (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου 73 (Ι)/2018, που έχω παραθέσει ανωτέρω, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά εξετάζει και την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Το Δικαστήριο ουσίας έχει τη δυνατότητα να ελέγξει και να εκτιμήσει την κρίση του αρμόδιου οργάνου, η οποία συνδέει τα πραγματικά περιστατικά με τις έννοιες που ο νόμος καθορίζει.

 

Συνεπώς, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίζει κατ’ ουσίαν για το αίτημα του αιτητή στα πλαίσια οποιωνδήποτε ισχυρισμών τεθούν ενώπιον του.  Από την αιτιολογική σκέψη 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και από το άρθρο 12Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προκύπτει η αναγκαιότητα της δυνατότητας πρόσβασης αιτητή διεθνούς προστασίας στο Δικαστήριο προς αμφισβήτηση του καθορισμού της χώρας καταγωγής του ως ασφαλής.  Δεδομένης λοιπόν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου επί της προσβαλλόμενης απόφασης δεν προκύπτει πως αφαιρέθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή και είναι ξεκάθαρο πως έχει τη δυνατότητα να προωθήσει λόγο ακυρώσεως με τον οποίο να ανατρέψει την έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, στα πλαίσια της ενώπιον μου δικαστικής διαδικασίας.  Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί πως δεν προωθείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός επί τούτου και σε κανένα στάδιο ο αιτητής δεν ισχυρίστηκε πως η Ινδία δεν είναι ασφαλής χώρα για τον ίδιο.

 

Παραθέτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Ιωάννη Σαρμά «Η δίκαιη ισορροπία» σελίδα 59 όπου αναφέρεται πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το Δικαστήριο συνιστά στους εθνικούς δικαστές, όταν ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τις δικονομικές ρυθμίσεις περί του παραδεκτού των αιτήσεων δικαστικής προστασίας, να κινούνται σε πνεύμα δίκαιης ισορροπίας αποφεύγοντας, όχι μόνο την υπερβολική τυπολατρία, αλλά επίσης και την υπερβολή στη ευελιξία.  Η πρώτη προσβάλλει την δικαιότητα της διαδικασίας, η δεύτερη καταλήγει στον εκτοπισμό των νομοθετικών ρυθμίσεων και άρα στην αυθαιρεσία.  Το  δικαίωμα πρόσβασης παραβιάζεται όταν οι κανόνες παύουν να εξυπηρετούν την ασφάλεια του δικαίου και την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποτελούντες ένα τείχος που εμποδίζει τον αιτούντα δικαστική προστασία να δει την υπόθεσή του εξεταζόμενη στην ουσία της από ένα δικαστήριο».

 

Ο αιτητής στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας είχε τη δυνατότητα να ανατρέψει το τεκμήριο της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν κατόρθωσε στη ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, εφόσον δεν προώθησε τέτοιο ισχυρισμό.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός του προωθείται αλυσιτελώς, επιδιώκοντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς την εξειδίκευση του ισχυρισμού του και χωρίς να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου, πως επηρεάστηκε αρνητικά από την κρίση των αρμόδιων αρχών ότι η χώρα του είναι ασφαλής και πως θα μπορούσε να ασκήσει αυτό επιρροή στην έκβαση της υπόθεσής του (βλ. 6529/12, Electromatic Constructions v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, ημερομηνίας 2/7/2018).  Ο αιτητής είχε την ευκαιρία στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία να επιχειρηματολογήσει προς ανατροπή του τεκμηρίου της αφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν έπραξε και κατά συνέπεια, η ΚΔΠ 202/22 (που ίσχυε κατά την εξέταση του αιτήματός του) παρέμεινε σε ισχύ εφόσον δεν αμφισβητήθηκε στο μέτρο που αφορούσε τον αιτητή.  Επομένως, τέτοιος ισχυρισμός θα μπορούσε να προωθηθεί στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία και να τύχει κατ’ ουσίαν δικαστικού ελέγχου νοουμένου βεβαίως ότι το ζήτημα αυτό τίθεται με επάρκεια ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Παραπέμπω σε απόσπασμα από την απόφαση της Έφεσης υπ’ αριθμόν 6/2022, Αναστασίας Κωνσταντινίδου και άλλες v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 2/2/2023, στην οποία αναφέρθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με τους αλυσιτελείς λόγους ακυρώσεως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ήταν αναπόφευκτο ενόψει τούτου το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως «και οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν το κυρίως αντικείμενο της προσφυγής, σε σχέση με την απόφαση τερματισμού της σύμβασης αναφορικά με το τεμ 408Δ, εγείρονται αλυσιτελώς καθ' ότι ακόμα και αν γίνουν αυτοί αποδεκτοί και ακυρωθεί η απόφαση τερματισμού της σύμβασης μίσθωσης, οι αιτήτριες δεν θα ωφεληθούν, καθότι παραμένει ως εμπόδιο η απρόσβλητη απόφαση παραχώρησης αυτού του τεμαχίου, προς το Δήμο Πάφου ... Με δεδομένη, επομένως, τη μη προσβολή της απόφασης του Κηδεμόνα για παραχώρηση μέρους του επίδικου τεμαχίου προς το Δήμο Πάφου, τυχόν ακύρωση της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης, θα οδηγήσει μεν σε επανεξέταση, βρίσκονται όμως ως εμπόδιο την ήδη παραχωρηθείσα απόφαση μίσθωσης του συγκεκριμένου τεμαχίου με αρ. 408Δ προς τρίτο πρόσωπο η νομιμότητα της οποίας δεν προσεβλήθη.»

 

[…]

 

Συνεπώς, η ύπαρξη της απόφασης παραχώρησης οδηγούσε σε αλυσιτέλεια των λόγων ακύρωσης που αφορούσαν την προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, καθόσον η οποιαδήποτε απόφαση επ' αυτής δε θα απέφερε όφελος στις εφεσείουσες (Παντελή ν. Δημοκρατίας) (2013) 3 ΑΑΔ 360Dias United Publishing CoLtdv. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550).  Σχετικά επί του ζητήματος τα λεχθέντα στην Δημοκρατία ν. Θεοφίλου (2004) 3 ΑΑΔ 63όπου αποφασίστηκε πως ακύρωση των προαγωγών την οποίαν επιζητούσε ο εφεσίβλητος, θα οδηγούσε μεν σε επανεξέταση αλλά θα αποκλειόταν και ο ίδιος, λόγω έλλειψης προσόντος.  Επομένως θα ήταν αλυσιτελής, ενόψει του εννόμου συμφέροντος που διεκδίκησε για να επιτύχει δικαστικό έλεγχο και σε τελευταία ανάλυση δεν ενομιμοποιείτο να προβάλει το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας (ήτοι την κατοχή των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων).»

 

Παρατηρώ ότι ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης κλήθηκε να σχολιάσει το γεγονός ότι με βάση την ΚΔΠ 202/22, η οποία ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, η χώρα καταγωγής του κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, αλλά ο αιτητής δεν αναφέρει οτιδήποτε απο το οποίο να προκύπτει ότι πιστεύει πως η χώρα καταγωγής του δεν είναι ασφαλής.  Επομένως, δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να τοποθετηθεί επί του ζητήματος αυτού και ο αιτητής δεν θέλησε να τοποθετηθεί επί τούτου. 

 

Ο αιτητής είχε μάλιστα τη δυνατότητα, ως έχω επεξηγήσει ανωτέρω, να αναφέρει με λεπτομέρεια στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία, γιατί θεωρεί πως στην περίπτωση του δεν μπορεί να κριθεί ασφαλής η χώρα καταγωγής του.  Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου προκύπτει πως ο αιτητής δεν πρόβαλε ισχυρισμούς, που να ανατρέπουν την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και/ή που να ανατρέπουν το τεκμήριο χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας. 

 

Ο αιτητής ενημερώθηκε ότι η χώρα του υπάγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας μέσω επιστολής ενημέρωσης ημερομηνίας 24/5/2023 που του επιδόθηκε (ερυθρό 45, του διοικητικού φακέλου) και είχε τη δυνατότητα να τοποθετηθεί επί αυτού, προβάλλοντας ισχυρισμούς που να εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η χώρα του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο.  Ως εκ τούτου, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που προωθήθηκε στη ενώπιον μου δικαστική διαδικασία απορρίπτεται στο σύνολό του εφόσον προβάλλεται αλυσιτελώς.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο Αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ως φοιτητής προκειμένου να εργαστεί στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα του γιατί απεβίωσε ο πατέρας του και έχει τρείς αδελφές τις οποίες οφείλει να υποστηρίξει οικονομικά.  Δήλωσε πρόσθετα, πως εργαζόταν στην Ινδία αλλά δεν είχε τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους και γι’αυτό το λόγο εγκατέλειψε τη χώρα τους, προκειμένου να έχει καλύτερο μέλλον η οικογένειά του.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του, ανέφερε πως οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής φύσεως και επομένως δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή, ως προδήλως αβάσιμο δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ, και 12ΣΤ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν έχει επικαλεσθεί  στη συνέντευξή του κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ο αιτητής αναφέρθηκε μόνο στην επιθυμία του να εργαστεί προκειμένου να αντιμετωπίσει τα οικονομικής φύσεως προβλήματά του, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) (βλ. παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες).

 

Οι οικονομικοί λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, που εκδόθηκε μετά την ΚΔΠ 202/22 η οποία εφαρμόστηκε τη στιγμή έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε πως δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση και αναπόφευκτα το αιτητικό Β της προσφυγής απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, σε απόρριψη οδηγείται και το αιτητικό Α της προσφυγής εφόσον ο μοναδικός λόγος που προωθήθηκε στην ενώπιον μου διαδικασία εγείρεται αλυσιτελώς, δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί επί της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η οποιαδήποτε απόφαση επ’αυτής δεν θα επέφερε όφελος στον αιτητή για τους λόγους που έχω επεξηγήσει.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο