ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2232/23

31 Ιανουαρίου 2024

 [Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F.K.

Αιτητής 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

(κα Μ. Σταύρου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα).     

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής  με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 20/07/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή την ίδια ημέρα και με την οποία τον πληροφορούν για την απόρριψη της μεταγενέστερης του αίτησης για διεθνή προστασία.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019. Tα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 16/11/2021. Στις 11/05/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδια Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή στις 21/11/1022. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 22/11/2022.  Στις 17/01/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε από τον Αιτητή την ίδια μέρα.

Ακολούθως, στις 15/02/2023, καταχωρήθηκε η Προσφυγή με αριθμό 490/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.   Την 01/06/2023 , το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξέδωσε απορριπτική απόφαση στην εν λόγω προσφυγή του Αιτητή.

Στη συνέχεια, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματος του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στις 20/07/2023. Την ίδια μέρα, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 20/07/2023, Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που αφορά εισήγηση όπως η μεταγενέστερη του αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Την ίδια μέρα, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός στον Αιτητή και μεταφράστηκε σε γλώσσα που ο Αιτητής κατανοεί αυθημερόν. Στη συνέχεια, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας ότι στο τέλος της συνέντευξης του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο λειτουργός του ζήτησε να υπογράψει τα πρακτικά τα οποία ήταν γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο τους. Επιπλέον κατά την διαδικασία εξέτασης της προσφυγής του ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν του δόθηκε αρκετός χρόνος για να προσκομίσει στοιχεία και η προσφυγή απορρίφθηκε. Τέλος, καταγράφει ότι εξακολουθεί να κινδυνεύει στην χώρα καταγωγής του και ευρισκόμενος στην Κύπρο παντρεύτηκε και η σύζυγός του είναι έγκυος. 

Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον κανονισμό 3(ε) του Περί Ίδρυσης και λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ'ων η Αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνω υπόψη τα όσα ο Αιτητής  αναφέρει επί της ενώπιον μου διαδικασίας.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερη αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Άρα, λοιπόν, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, το Δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση, στην μεταγενέστερη αίτηση του η οποία υπεβλήθη στις 20/07/2023, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι απειλήθηκε από τον αδελφό του ο οποίος είναι στρατιωτικός στην χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει (ερυθρό 96, μετάφραση ερυθρό 100 Δ.Φ).   

Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή στην μεταγενέστερη αίτηση του δεν αποτελούν νέα στοιχεία αφού επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς που επικαλέστηκε στην συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου. Συγκεκριμένα ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, λόγω απειλών από τον μεγάλο αδελφό του ο οποίος είναι στρατιωτικός, ώστε να συγκατατεθεί στην πώληση της πατρικής τους κατοικίας. Οι εν λόγω ισχυρισμοί του εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν στο σύνολο τους. (ερυθρά 107, 39-20 και 100-95 Δ.Φ).  

Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητούνται. Στην αρχική αίτηση του για άσυλο, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο αδελφός του τον απείλησε να τον σκοτώσει εξαιτίας της κληρονομιάς που τους άφησε ο πατέρας τους. (ερυθρό 1  μετάφραση ερυθρό 18 Δ.Φ.)

Στην συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο Αιτητής επικαλέστηκε τα ακόλουθα (ερυθρά 39-20 Δ.Φ.): Ισχυρίστηκε ότι έζησε ολόκληρη την ζωή του στην Kinshasa εκτός από το χρονικό διάστημα Ιανουάριος 2020 μέχρι τον Ιούλιο 2021 όπου έζησε στην πόλη Boma της περιφέρειας Central Kongo. Ο Αιτητής ανέφερε ότι τελείωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2015 και εργάστηκε στο λιμάνι της πόλης Boma για ένα με ενάμισι χρόνο περίπου, προτού εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Αναφορικά με την οικογένεια του δήλωσε ότι η μητέρα του απεβίωσε όταν αυτός ήταν παιδί και ο πατέρας του απεβίωσε το 2019. Πρόσθεσε ότι έχει ένα αδελφό και μία αδελφή, η οποία έφυγε από το Κονγκό το 2020, ενώ ο αδελφός του διαμένει στο Κονγκό και είναι στρατιωτικός. Στην συνέχεια της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχει ένα γιο δύο ετών, ονόματι Quefran, ο οποίος ζει με την μητέρα του στην πόλη Boma. Διευκρίνισε επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε σχέσεις με την μητέρα του παιδιού του.

Ερωτηθείς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του, ισχυρίστηκε  ότι ο αδελφός του τον απειλούσε τόσο πριν όσο και μετά τον θάνατο του πατέρα του, για να πουλήσουν την πατρική τους κατοικία, καθότι ο Αιτητής δεν συμφωνούσε. Ανάφερε ακόμη ότι ο αδελφός του ξεκίνησε να τους απειλεί κατά τα έτη 2015- 2016, όταν ο Αιτητής αποφοίτησε από το λύκειο και ήταν πλέον ενήλικας. Όπως υποστήριξε, αδελφός του είναι στρατιωτικός και έχει εξουσία με αποτέλεσμα να μπορεί να απειλεί τόσο τον Αιτητή όσο και την υπόλοιπη οικογένεια του. Ακολούθως, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι όσο ζούσε ο πατέρας του, κατάγγειλαν τον αδελφό του στην αστυνομία χωρίς να υπάρξει θετική ανταπόκριση. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι άκουσαν φήμες ότι ο αδελφός του στραγγάλισε τον πατέρα του, ο οποίος υπέφερε ήδη από την καρδιά του. Όσον αφορά τις ισχυριζόμενες απειλές, ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά που απεβίωσε o πατέρας τους, συνέχισε να διαμένει στο πατρικό του μαζί με την αδελφή του και μια μέρα, πήγε στο σπίτι ο αδελφός του μαζί με άλλα άτομα, και τους απείλησε. Ανάφερε ακόμη ότι ο πατέρας του απεβίωσε τον Οκτώβριο του 2019, και τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο, δέχθηκε πολλές απειλές για αυτό αποφάσισε να φύγει  τον Ιανουάριο  από την Kinshasa και να πάει στην πόλη Boma. Στην συνέχεια ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο αδελφός του τον ακολούθησε στην Boma, για να υπογράψει τα έγγραφα ώστε να πουλήσουν το πατρικό τους, όμως ο Αιτητής  αρνήθηκε να το πράξει. Λόγω της άρνησης του, ο αδελφός του τον απείλησε και τον κτύπησε με αποτέλεσμα να έχει σημάδι στο αριστερό του αυτί. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο αδελφός του συνέχισε να στέλνει φίλους του για να τον απειλούν. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ακόμα και εάν είχε πάει στην αστυνομία δεν θα γινόταν οτιδήποτε, αφού ο αδελφός του ήταν στο στρατό. Ακολούθως ισχυρίστηκε ότι τον Μάρτιο του 2021, ο αδελφός του έστειλε στην Boma, άτομα με κουκούλες και κατέστρεψαν το σπίτι του δηλώνοντας του ότι ο αρχηγός τους, τους έστειλε επειδή δεν θέλει να πουλήσει το πατρικό τους. Πρόσθεσε ότι μετά από το εν λόγω συμβάν, ξεκίνησε να δέχεται συνεχώς απειλητικά τηλεφωνήματα, κατά τα οποία του έλεγαν ότι αν δεν δεχτεί, θα τον σκοτώσουν και δεν μπορεί να τους κατηγορήσει. Ερωτηθείς εάν υπήρχε οποιοσδήποτε άλλος λόγος για τον οποίον εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, απάντησε αρνητικά. Όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε εάν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά την έξοδο του από τη χώρα του, απάντησε αρνητικά. Ερωτηθείς εάν επιθυμούσε να προσθέσει οτιδήποτε άλλο στην συνέντευξη του, απάντησε και πάλι αρνητικά.   Τέλος, σε ερώτηση του λειτουργού εάν θέλει να διαβάσει την συνέντευξη του προτού υπογράψει, απάντησε ότι δεν επιθυμεί.

Η αρμόδια Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς:

Ο πρώτος αφορούσε την ταυτότητά, την χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή. Ο δεύτερος, τις απειλές που δέχθηκε από τον αδελφό του με σκοπό να συμφωνήσει στην πώληση το πατρικού τους και ο τρίτος, ότι  εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω φόβου δίωξής του από τον αδελφό του. Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών,  πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός από τη Υπηρεσία Ασύλου, ωστόσο ο δεύτερος και ο τρίτος  απορρίφθηκαν καθότι διαπιστώθηκαν αντιφάσεις, ασάφειες, έλλειψη ευλογοφάνειας στην παράθεση των ισχυρισμών του.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη του τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, όπου έγινε δεκτός και προέβη σε έρευνα σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης.  Λαμβάνοντας υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή και τις πληροφορίες εισηγήθηκε ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να γίνει δεκτό ότι εάν ο Αιτητής επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως συνέπεια της κατάστασης ασφαλείας στο Κονγκό. Ως εκ τούτου ο αρμόδιος λειτουργός στην νομική ανάλυση εισηγήθηκε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ούτε του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας.

Όπως έχει αναφερθεί και πιο πάνω, στην μεταγενέστερη αίτηση του  η οποία υπεβλήθη στις 20/07/2023, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι απειλήθηκε από τον αδελφό του ο οποίος είναι στρατιωτικός στην χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει (ερυθρό 96, μετάφραση ερυθρό 100 Δ.Φ).   

Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή στην μεταγενέστερη αίτηση του, δεν αποτελούν νέα στοιχεία αφού επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς που επικαλέστηκε στην συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου. Συγκεκριμένα ο Αιτητής ισχυρίστηκε στην ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω απειλών από τον μεγάλο αδελφό του ο οποίος είναι στρατιωτικός, ώστε να συγκατατεθεί στην πώληση της πατρικής τους κατοικίας. Οι εν λόγω ισχυρισμοί του εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκαν στο σύνολο τους κατά την εξέταση της πρώτης αίτησης για διεθνή προστασία.(ερυθρά 107, 39-20 και 100-95 Δ.Φ).  

Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη του αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν επρόκειτο για νέα στοιχεία και ορθώς στην συνέχεια έκριναν ότι δεν πληρείτο η προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 16Δ(3)(α) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Κατ’ επέκταση φρονώ ότι  ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή ως απαράδεκτη.

Πράγματι, υπό το φως των ανωτέρω διαπιστώνω ότι ο Αιτητής επαναφέρει ένα ισχυρισμό ο οποίος εξετάστηκε και απορρίφθηκε τόσο πρωτοβάθμια αλλά και στην συνέχεια από το Δικαστήριο με την Προσφυγή υπ’ αριθμό 490/23 ενώ ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε νέο στοιχείο προς τεκμηρίωση των θέσεων οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης. Ειδικότερα ο Αιτητής κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω φόβου δίωξης από τον αδελφό του. Πιο συγκεκριμένα ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του συνέπεια των απειλών που δέχθηκε από τον μεγάλο του αδελφό για να συναινέσει στην πώληση του πατρικού τους σπιτιού και ότι ο μεγάλος του αδελφός ήταν στρατιωτικός (ερυθρό 29-20 Δ.Φ.) Οι ισχυρισμοί του εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν κατ’ ουσία. Με την μεταγενέστερη του αίτηση ο Αιτητής ουσιαστικά επαναλαμβάνει ότι απειλήθηκε από τον ίδιο του τον αδελφό που είναι στρατιωτικός στη χώρα του και για αυτόν τον λόγο βρίσκεται εδώ. (ερυθρό 100- 95 .Δ.Φ.)  Συνεπώς δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς για το παραδεκτό μιας μεταγενέστερης αιτήσεως ασύλου. Δια ταύτα κρίνω ότι ορθώς οι Καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή μίας εκ των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις.

Σε κάθε περίπτωση και επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής στην παρούσα διαδικασία, ότι εξακολουθεί να κινδυνεύει στην χώρα καταγωγής παρατηρώ ότι οι εν λόγο ισχυρισμοί του Αιτητή περί δίωξης εκτός του γεγονότος ότι είχαν προηγουμένως εξεταστεί και απορριφθεί επί της ουσία παραμένουν γενικοί και ατεκμηρίωτοι, ενώ ούτε στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας και παρά την έκταση του ασκούμενου ελέγχου της επίδικης πράξης ο Αιτητής εγείρει οποιοδήποτε τεκμηριωμένο ισχυρισμό, ως ανέφερε επί της μεταγενέστερης του αίτησης  συναρτώμενο με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, ο οποίος να επιχειρεί έστω να ανατρέψει την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του ως απαράδεκτης. Συγχρόνως και σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος δικαστηρίου αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής όπως αόριστα στην προκειμένη περίπτωση προβάλλει ο Αιτητής, χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν μπορούν να  θεμελιώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (Βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Επιπλέον, και σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Τέλος, κρίνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί παραμένουν γενικοί και αόριστοί και κατ' επέκταση  δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης στο πρόσωπο του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου.  Ο Αιτητής δεν προσέφερε οποιοδήποτε νέο στοιχείο το  οποίο να υποδεικνύει ότι υπάρχουν βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί τον φόβο του ότι αντιμετωπίζει σοβαρή και πραγματική απειλή δίωξης στη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή  του βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου επαναλαμβάνω, ορθώς, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

Τέλος, ορθώς η Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή  σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός του. Θεωρώ ότι ορθά καταγράφεται στο κείμενο της απόφασης ότι η μεταγενέστερη αίτηση του  απορρίφθηκε, καθότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(α) και ότι οι ισχυρισμοί του «δεν αποτελούν υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων, τα οποία, ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας».

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι στην Υπηρεσία Ασύλου, ο λειτουργός του ζήτησε να υπογράψει τα πρακτικά της συνέντευξης τα οποία ήταν γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να γνωρίζει το περιεχόμενο τους διαπιστώνω ότι δεν αποτελεί λόγο που θα μπορούσε να εγείρει  στην παρούσα δικαστική διαδικασία. Αυτό διότι ο Αιτητής  προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή συγκεκριμένη απόφαση της διοίκησης ημερομηνίας 20.07.23 αναφορικά με την μεταγενέστερη αίτηση του  και όχι οποιαδήποτε άλλη προηγούμενη διαδικασία. Με την παρούσα διαδικασία δεν δύναται ο Αιτητής να αμφισβητεί τα όσα πλέον καλύπτονται από δεδικασμένο. Αντικείμενο εξέτασης εν προκειμένω μπορεί να είναι μόνο η απορριπτική απόφαση του Προϊσταμένου επί της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

Σε κάθε περίπτωση και όπως διαπιστώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και  τα πρακτικά της συνέντευξης, ο Αιτητής ρωτήθηκε συγκεκριμένα εάν επιθυμεί να διαβάσει την συνέντευξη του προτού υπογράψει, αυτός απάντησε αρνητικά. Περαιτέρω, ούτε ο λόγος που προβάλει ότι κατά την διαδικασία εξέτασης της προσφυγής του ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν του δόθηκε αρκετός χρόνος για να προσκομίσει στοιχεία αναφορικά με  την προσφυγή του ευσταθεί. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Αιτητής απέσυρε την προσφυγή του υπ’ αριθμόν 490/23 η οποία και απορρίφθηκε με έξοδα την 01/06/2023. 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε  και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσης προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση της κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της.

 Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

  Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο