ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                             Υπόθεση αρ. Τ 2771/2023

 

15 Ιανουαρίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                         Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                                           R.K.

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     Αιτητής

Και

 

         Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Διευθυντού της Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                                                                                       Καθ' ων η αίτηση

   

Μ. Μαυρονικόλας (κος) και Π. Μπενέτης (κος) για Αλ. Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ΄ων η αίτηση

 

Ο αιτητής παρών

 

[Παρούσα η κα S. Dawoodi για πιστή μετάφραση από Punjabi σε Αγγλικά και αντίστροφα]

[Παρών ο κος Η. Φανούς για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ελληνικά και αντίστροφα]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30/09/2023 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 06/10/2023 και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Η παρούσα υπόθεση εμπίπτει στις πρόνοιες του Κανονισμού 3 (ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί[1]. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στον Κανονισμό 3 (ε), καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του Κανονισμού 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του συνηγόρου του αιτητή όπως και του Αιτητή προσωπικά.

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν η καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων καθότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε)  των πιο πάνω Διαδικαστικών Κανονισμών « […] ουδεμία καταχώριση γραπτής αγόρευσης από τον αιτητή ή τους καθ’ ων η αίτηση απαιτείται [..] εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά…»

Επομένως, ως εκτίθεται στο υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου,  ο Αιτητής είναι ενήλικας πολίτης της Ινδίας. Στις 07/09/2023 υπέβαλε αίτηση χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 22/09/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στις 26/09/2023 υπέβαλε σχετική Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του αιτητή. Στις 30/09/2023, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου, αποφάσισε όπως να μη παραχωρηθεί στον αιτητή καθεστώς διεθνούς προστασίας και απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή ως προδήλως αβάσιμο. Στις 06/10/2023 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή στις 06/10/2023, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή για τον αιτητή.  Στη συνέχεια, ο Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

Ο συνήγορος του Αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν κατά την προφορική αγόρευση του συνηγόρου του Αιτητή στο στάδιο των διευκρινήσεων, κατά την οποία διατήρησε και περιόρισε τους λόγους ακύρωσης στην μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας. Ενόψει λοιπόν των δηλώσεων του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, όλοι οι λόγοι ακύρωσης ως καταγράφονται στην προσφυγή, πέραν από τον λόγο ακύρωσης που αφορά την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση, αποσύρονται και απορρίπτονται.

Υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση της θέσης του Αιτητή μέσω των συνηγόρων του, προχωρώ να εξετάσω τον προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, στο βαθμό που αυτός έχει δικογραφηθεί και αναπτυχθεί προφορικώς από τον  συνήγορο του Αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινήσεων.

Θα προχωρήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση.

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλουν ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν διαπιστώνω μη διενέργεια δέουσας έρευνας από μέρους της Διοίκησης. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση που υπέβαλε ο Αιτητής.

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του Αιτητή.

Στο πλαίσιο του έντυπου της αίτησής του για διεθνή προστασία, ο αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθότι άλλαξε θρησκεία – μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό και εξαιτίας αυτού δέχεται απειλές κατά της ζωής του από την οικογένεια του ( ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού ερυθρό 7 του Διοικητικού Φακέλου, στο εξής Δ.Φ).

Στο πλαίσιο της προφορικής συνέντευξής του, ο Αιτητής ενημερώθηκε πως η Ινδία κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες καταγωγής και του δόθηκε η δυνατότητα να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν θεωρεί πως η χώρα είναι ασφαλής για τον ίδιο (ερυθρό 15 του Δ. Φ.). Ο αιτητής επιβεβαίωσε ότι η χώρα του είναι ασφαλής (ερυθρό 15 του Δ.Φ.). Ερωτηθείς περαιτέρω για τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ο Αιτητής ανάφερε ότι ήρθε στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί και για ένα καλύτερο μέλλον καθότι στην χώρα του δεν έχει σπίτι. Σε διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού, ο αιτητής επιβεβαίωσε ότι ήρθε για οικονομικούς λόγους. Ερωτηθείς στην πορεία να εξηγήσει τα όσα είχε καταγράψει στην αίτηση του περί θρησκείας, ο αιτητής δήλωσε ότι του αρέσει ο Χριστιανισμός και γι΄αυτό το λόγο έχει μεταστραφεί, προσθέτοντας ότι εξαιτίας αυτού διώκεται από την οικογένεια του που είναι Hindu. Ερωτώμενος, εάν έχει δεχθεί απειλές, απάντησε ότι έχει λάβει προφορικά από την οικογένεια του διαμέσου τηλεφώνου, λέγοντας του να μην επιστρέψει. Σε σχετική ερώτηση να εξηγήσει για ποιο λόγο δέχθηκε απειλές να μην επιστρέψει στην Ινδία, διευκρίνισε ότι ζητούσαν χρήματα από τον ίδιο και επειδή τώρα δεν έχει εργασία, δεν τους αποστέλλει πλέον χρήματα. Κατόπιν υποβολής σχετικής ερωτήσεως, ο αιτητής δήλωσε ότι οι απειλές ξεκίνησαν όταν σταμάτησε να στέλνει χρήματα στην οικογένεια του ενώ ακολούθως δήλωσε ότι το βασικό πρόβλημα ήταν το οικονομικό καθότι ο ίδιος δεν έστελνε χρήματα και όχι το θρησκευτικό. Ερωτηθείς ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία, ο αιτητής ανάφερε ότι δεν θα έχει που να διαμείνει καθότι δεν έχει σπίτι.

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή κατά το στάδιο της συνέντευξής του, σχημάτισε τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, με το μεν πρώτο να αφορά τα στοιχεία του προφίλ, τη χώρα καταγωγής, τον τόπο καταγωγής και τελευταίας διαμονής του Αιτητή,  το δεύτερο να αφορά λόγους οικονομικού περιεχομένου και τον τρίτο φόβο δίωξης του από την οικογένεια του, λόγω του ότι τον αποκλήρωσαν επειδή προσηλυτίστηκε στον Χριστιανισμό. Ο πρώτος και ο δεύτερος ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί, αφού κρίθηκε πως στοιχειοθετείται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική τους αξιοπιστία. O τρίτος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Πιο συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για ζητήματα τα οποία άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του. Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι ο αιτητής δεν προέβη σε οποιαδήποτε αναφορά κατά το στάδιο της συνέντευξης του για τον προσηλυτισμό του στον Χριστιανισμό αλλά ρωτήθηκε από την λειτουργό για να το αναφέρει, μιας και το είχε καταγράψει στην αίτηση του. Πρόσθετα, ως αναφέρεται, κρίθηκαν ως ασυνεπείς οι δηλώσεις του Αιτητή, καθότι όταν του ζητήθηκε να δώσει λεπτομέρειες περί του προσηλυτισμού του, ο ίδιος ανάφερε ότι πρόσεξε κάποιες διαφορές στο Χριστιανισμό και έτσι πήρε την απόφαση να προσηλυτιστεί, χωρίς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Συμπληρωματικά, ο αρμόδιος λειτουργός αναφέρει ότι ενώ αρχικά είχε αναφερθεί περί της δίωξης από την οικογένεια του από το 2019 λόγω θρησκείας, στην πορεία άλλαξε τα λεγόμενα του και ανάφερε ότι τον αποκλήρωσαν γιατί τους έστελνε λιγότερα χρήματα ενώ δεν επιθυμεί να επιστρέψει στην χώρα του καθότι δεν θα έχει κάπου να διαμείνει. Καταγράφεται επίσης ότι ο ισχυριζόμενος φόβος του από την οικογένεια του δεν υφίσταται μιας και δεν δεχόταν απειλές ο αιτητής λόγω του προσηλυτισμού του αλλά επειδή δεν έστελνε χρήματα στην οικογένεια του και ότι ο λόγος που δεν θέλει να επιστρέψει δεν είναι οποιοσδήποτε φόβος του αλλά το ότι δεν θα έχει που να διαμείνει, προσθέτοντας ο αρμόδιος λειτουργός ότι ο φόβος του δεν είναι σοβαρός καθότι οι απειλές διαμέσου τηλεφώνου, ως ο αιτητής ανάφερε, σταμάτησαν το 2019. Οι απαντήσεις τις οποίες παρέθεσε αξιολογήθηκαν ως γενικόλογες, ασαφείς και χωρίς να προσθέτουν οποιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία. Εξίσου αξιολογήθηκε πως οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης δεν επιβεβαιώνουν τα λεγόμενα του Αιτητή, και ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, αυτός έτυχε απόρριψης.

Λαμβάνοντας υπόψιν τους μόνους ουσιώδεις ισχυρισμούς οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα ο Αιτητής να εκτεθεί σε πράξεις δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κρίθηκε, έτσι, ότι ο Αιτητής δεν επιδεικνύει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και διαπιστώθηκε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 του ως άνω νόμου. Η υπόθεση υπήχθη στην ταχύρρυθμη διαδικασία και η αίτηση απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη.

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, κρίνω ότι ουδεμία περαιτέρω έρευνα χρειαζόταν για την εξέταση της αίτησης του αιτητή.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις δηλώσεις του Αιτητή, ως αυτές προβλήθηκαν καθόλη τη διαδικασία εξέτασης του Αιτήματός του και οι οποίες παρατέθηκαν λεπτομερώς ανωτέρω, παρατηρώ εκ προοιμίου ότι αυτός υπέπεσε σε πολλές ανακρίβειες και αντιφάσεις, οι οποίες πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του ως προς τον ισχυριζόμενο προσωπικό του φόβο δίωξης ως έχει αναφερθεί ανωτέρω.

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, ενώ υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, οι οποίες άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος του, ήτοι του ισχυρισμού του ότι κινδυνεύει η ζωή του από την οικογένεια του λόγω της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό.  Πράγματι, ερωτηθείς κατά το στάδιο της συνέντευξης σχετικά με τον εν λόγω ισχυρισμό, ο Αιτητής εξιστόρησε με αφηρημένο και γενικόλογο τρόπο τον φόβο του, χωρίς να δίνει λεπτομέρειες για την μεταστροφή του όπως επίσης αδυνατούσε να εξηγήσει πως κινδύνευε από την οικογένεια του, μιας και σε αρκετά σημεία της συνέντευξης του, ουσιαστικά αναιρούσε τον ισχυρισμό του περί κινδύνου του λόγω της μεταστροφής του, δηλώνοντας μάλιστα ότι οι απειλές που δεχόταν ήταν γιατί δεν έστελνε χρήματα στην οικογένεια του. Πρόσθετα, ο ίδιος δήλωσε ότι από το 2019 όπου σταμάτησε να αποστέλλει χρήματα, η οικογένεια του δεν ανταποκρινόταν στις κλήσεις του. Αντίστοιχα κατά την παρούσα διαδικασία κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ερωτηθείς ο Αιτητής σχετικά με τον λόγο που εγκατέλειψε την χώρα του, αναφέρθηκε στους οικονομικούς λόγους, χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε περαιτέρω.

Επίσης, όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του αιτητή, κρίνω σκόπιμο και ενισχυτικά με τα πιο πάνω να αναφέρω ότι έγκυρη εξωτερική πηγή πληροφόρησης αναφέρει σχετικά με την Ινδία ότι «Το Σύνταγμα επιτρέπει την ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και της ελευθερίας της έκφρασης της, επιβάλλει ένα κοσμικό κράτος και υποχρεώνει το κράτος να είναι αμερόληπτο απέναντι σε όλες τις θρησκείες, ενώ απαγορεύει τη διάκριση βάσει της θρησκείας»[2]. Το σύνταγμα εγγυάται τις πολιτικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της έκφρασης και της θρησκευτικής ελευθερίας, μιας και η θρησκευτική ελευθερία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη.[3] Ως εκ τούτου, ενόψει της μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, αυτός δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτός.

Υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης που έγιναν αποδεκτά, κρίνεται ότι ορθώς οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν, σύμφωνα και με τα πιο πάνω, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση του Αιτητή ως πρόσφυγα, καθώς όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε κατά τρόπο κανένα απολύτως ισχυρισμό ο οποίος στοιχειοθετεί βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα στο πρόσωπό του, έτσι όπως η έννοια του πρόσφυγα ερμηνεύεται στην Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από τον Περί Προσφύγων Νόμο, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Συνακόλουθα ο αιτητής δεν επικαλέστηκε κανέναν ουσιώδη λόγο που να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη για να του δοθεί συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να του παρασχεθεί ούτε προσφυγικό καθεστώς αλλά ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ εάν ένα πρόσωπο εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του και ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

Υπό το φως των απαντήσεων του αιτητή και των γεγονότων και στοιχείων ως περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο της υπό αναφορά υπόθεσης, όπως και με τα όσα ανάφερε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, κρίνεται ότι στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής είναι οικονομικός μετανάστης και επομένως δεν υπάγεται στην κατηγορία των δικαιούχων διεθνούς προστασίας.

 

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, έκδωσε την Κ.Δ.Π 202/22 και πρόσφατα την Κ.Δ.Π 166/23, όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ινδία. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του αιτητή.  Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

                                                                              

                                                                             

                                                                                 Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

[2] ecoi.net. USDOS- US DEPARTMENT OF STATE, 2021 Report on International Religious Freedom: India. Executive Summary <https://www.ecoi.net/en/document/2073984.html> (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 15/01/24).

[3] Freedom House, Freedom in the World – India <India: Freedom in the World 2022 Country Report | Freedom House>, (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 15/01/2024).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο