ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: T3226/23

 

31 Ιανουαρίου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ

Η.Α.

Αιτητού,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 ......... 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

κ. H. Φανούς - μεταφραστής για πιστή μετάφραση από ελληνικά σε αγγλικά και αντίστροφα                        κα S. Dawoodi – μεταφράστρια για πιστή μετάφραση από αγγλικά σε ούρντου και αντίστροφα

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20.9.2023, καθώς η μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν. Περί τις 19.12.2019, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 20.8.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή. Στις 17.9.2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής του για άσυλο. Στις 30.9.2021, ο Αιτητής καταχώρισε προσφυγή εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, η οποία απορρίφθηκε. Στις 19.4.2022, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της αίτησής του για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση του Προϊσταμένου στις 20.9.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 19.12.2023 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής, στο εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής δηλώνει ότι στο Κασμίρ, τόπο καταγωγής και προηγούμενης διαμονής του υπάρχουν καθημερινά διαμάχες και κινδυνεύει για το λόγο αυτό η ζωή του.

 

3.              Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής επιβεβαίωσε τα ανωτέρω, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στον τόπο τελευταίας διαμονής του εξαιτίας της διαμάχης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν στην περιοχή. Κατόπιν σχετικής ερώτησης, ο Αιτητής ανέφερε ότι στην εν λόγω περιοχή εξακολουθούν να διαμένουν η μητέρα του και ο αδελφός του, ο οποίος εργάζεται ως ηλεκτρολόγος.

 

4.             Κατ΄εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ’ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

To νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν.».

 

7.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙  […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

10.          Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...] (β) [...] (γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

11.          Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

12.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

13.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής τους ως παραδεκτής.

 

14.          Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

15.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C‑18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44.Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

16.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

17.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

18.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

19.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητά, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία που αφορούσε την εξέταση της αίτησης του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς.  

 

20.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της  μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

21.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής στο έντυπο υποβολής της αρχικής του αιτήσεως για αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του εξαιτίας της διαμάχης που μαίνεται στην περιοχή Azad Kashmir, όπου διέμενε μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Ο ίδιος και μέλη της οικογένειά του ανήκουν σε κάποιο πολιτικό κόμμα και για αυτό τον αναζητούν και αναγκάστηκε να διαφύγει από τη χώρα. Κατά το στάδιο της συνέντευξής του ο Αιτητής επιβεβαίωσε τον τόπο διαμονής του και επιπλέον, ανέφερε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα του ήταν προκειμένου να εργαστεί. Ερωτηθείς ως προς τη διαφοροποίηση που παρατηρείται σε σχέση με τις αρχικές του δηλώσεις, ο Αιτητής επανέλαβε την επιθυμία του να παραμείνει στη Δημοκρατία και να εργαστεί. Προηγουμένως δήλωσε ότι στην ίδια περιοχή εξακολουθούν να διαμένουν ο αδελφός και η μητέρα του, ενώ ως προς το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο και την εργασιακή του πείρα δήλωσε ότι είναι κάτοχος πτυχίου ηλεκτρονικών υπολογιστών και ότι εργάστηκε στη χώρα του ως γραφίστας, αντίστοιχα. Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δυο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία και το προφίλ του, ο δε δεύτερος αναφορικά με του οικονομικούς λόγους εγκατάλειψης της χώρας του. Στη βάση και των δύο αυτών αποδεκτών ισχυρισμών κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στο πλαίσιο της απορριφθείσας προσφυγής του και στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου, ο Αιτητής αναφέρθηκε εκ νέου στην κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στο τόπο καταγωγής του. Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του, ο Αιτητής επαναλαμβάνει τα όσα ήδη ανέφερε με την πρώτη αίτησή του για διεθνή προστασία και στην προσφυγή του, ήτοι ότι μαίνεται διαμάχη μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν στην περιοχή του από την οποία κινδυνεύει η ζωή του. Αξιολογώντας τις δηλώσεις του, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι αυτά δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ότι σε κάθε περίπτωση τα νέα στοιχεία περί απώλειας ανθρωπίνων ζωών δεν προβλήθηκαν προηγουμένως από τον ίδιο εκ δικής του υπαιτιότητας.

 

22.          Στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής επαναφέρει τον ίδιο ισχυρισμό περί κινδύνου ζωής εκ της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα του.  

 

23.          Υπό το φως των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε  ο Αιτητής στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του όντως δεν αποτελούν νέα στοιχεία καθώς ο Αιτητής σε όλα τα στάδιο εξέτασης της αίτησής του επικαλείται την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε. Δεν παροράται δε ότι κατά την πρώτη αίτησή του ουσιαστικά προώθησε μόνο οικονομικής φύσεως κίνητρα κατά τη συνέντευξή του. Η κατάσταση ασφαλείας σε κάθε περίπτωση είναι ζήτημα που εξετάζεται υπό το άρθρο 19(2)(γ), καθώς εν προκειμένω ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιεσδήποτε προσωπικές περιστάσεις που να προκύπτει προσωπική στοχοποίησή του.

 

24.          Σημειώνεται συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023 δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω ο τελευταίος να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/ στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

 

25.          Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι τo Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Mirpur της περιφέρειας Azad Kashmir, ήτοι στον τελευταίο τόπο διαμονής και καταγωγής του Αιτητή.

 

26.          Αναφορικά με τις εχθροπραξίες που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή δέον να σημειωθεί ότι οφείλονται σε εδαφικές διαφορές που οδήγησαν σε τρεις πολέμους μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν, το 1947, το 1965 και το 1999[1]. Από το 2003 επικρατεί εκεχειρία στην περιοχή και πολύ συχνά ωστόσο παρατηρείται ανταλλαγή πυρών κοντά στη γραμμή ελέγχου, με αμφότερες τις πλευρές να αλληλοκατηγορούνται πως παραβιάζουν την εκεχειρία. Από το 2016 μέχρι το 2018 σκοτώθηκαν ή εκτοπίστηκαν δεκάδες και στις δύο πλευρές της γραμμής ελέγχου. Με τον όρο Line of Control, νοούνται τα de facto σύνορα, που προέκυψαν μετά την εκεχειρία του 2003 μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν[2]. Οι εντάσεις και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στις αρχές του 2021. Τον Φεβρουάριο του 2021, η Ινδία και το Πακιστάν κατέληξαν σε συμφωνία για την τήρηση της κατάπαυσης του πυρός κατά μήκος της LoC του Κασμίρ. Oι εντάσεις μειώθηκαν τους επόμενους μήνες, καθώς και τα δύο μέρη σεβάστηκαν την κατάπαυση του πυρός.  Στις 9 Μαρτίου 2022, η Ινδία εκτόξευσε κατά λάθος πύραυλο εναντίον του Πακιστάν, τροφοδοτώντας έτσι ένταση. Τον επόμενο μήνα, οι δύο χώρες αντάλλαξαν μηνύματα συμφιλίωσης.[3]

 

27.          Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 26/01/2023 έως 26/01/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια Azad Kashmir συνολικά 6 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 6 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 1 περιστατικό συνίστατο σε εξέγερση/ ταραχές, 4 περιστατικά σε μάχες και 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων. Εντούτοις, μεταξύ των εν λόγω περιστατικών ασφαλείας, κανένα περιστατικό δεν καταγράφεται στην πόλη Mirpur.[4] Σημειώνεται δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της περιφέρειας Azad Kashmir ανέρχεται σε 4.045.366 κατοίκους και της πόλης Mirpur ανέρχεται σε 456.200 κατοίκους, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα απογραφής που έλαβε χώρα το έτος 2017.[5] Τα συγκεκριμένα μηδαμινά επίπεδα καταγεγραμμένης βίας οφείλονται προφανώς στη συμφωνία μεταξύ της Κυβέρνησης της Ινδίας και της Κυβέρνησης του Πακιστάν για επαναφορά της εκεχειρίας του 2003.

 

28.          Συνεπώς, με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποτελούν νέα στοιχεία ενώ σε κάθε περίπτωση δεν ισχυρισμοί που να αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως εκ τούτου, δεν πληρούνται οι εκ του νόμου προϋποθέσεις παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησής του.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.                                                                                            

 Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Center for Preventive Action, Conflict between India and Pakistan, June 28, 2023, διαθέσιμο σεhttps://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/conflict-between-india-and-pakistan (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31.01.2024)

[2] ibid

[3] RULAC, GENEVA ACADEMY, International armed conflict between India and Pakistan, 19th October 2022, διαθέσιμο σεhttps://www.rulac.org/browse/conflicts/international-armed-conflict-between-pakistan-and-india#collapse3accord (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31.01.2024)

 

[4] Διαθέσιμο σε: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31.01.2024

[5] City Population, Pakistan, Azad Jammu and Kashmir, https://www.citypopulation.de/en/pakistan/cities/azadkashmir/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 30.01.2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο