ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ. Τ3248/2023

 

23 Ιανουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

I. H.

 

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………….

 

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ’ ων η αίτηση

 

[Παρούσες η κυρία Έλενα Ηρακλέους για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα και η κυρία Nora Noor από Bengali σε Αγγλικά και αντίστροφα.]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 13/11/2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 13/12/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμο.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος του Μπαγκλαντές και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 20/10/2023, αφού εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.

 

Στις 2/11/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου, όπου του παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 13/11/2023, αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 13/11/2023 ως προδήλως αβάσιμος δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12Στ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Στις 13/12/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή η υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ο αιτητής κατά την ακρόαση της αίτησης ακυρώσεως του δήλωσε ενώπιον του Δικαστηρίου πως αντιμετωπίζει πολιτικά προβλήματα στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε πως εργαζόταν και ήταν μέλος στο BNP και όταν εντάχθηκε δέχτηκε πιέσεις από το κόμμα της κυβέρνησης. Δήλωσε πως έγινε μέλος το 2021 και πως τον κτύπησαν δύο φορές, ενώ η οικογένειά του έχει ήδη παρενοχληθεί, αναφέροντας ότι επιτέθηκαν στον πατέρα του. Ισχυρίστηκε επίσης ότι όπου κι αν πάει στη χώρα του θα τον σκοτώσουν. Σε διευκρινιστική ερώτηση ο αιτητής ανέφερε ότι είναι μέλος της φοιτητικής ομάδας του κόμματος, της οποίας η ιδεολογία είναι να παρέχει βοήθεια στα άτομα που δεν έχουν εργασία. Τέλος, ζητήθηκε από τον αιτητή να περιγράψει τη σημαία του κόμματος και ανέφερε πως είναι κόκκινη στο πάνω μέρος και πράσινη στο κάτω μέρος.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε ο αιτητής, είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε αόριστα πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή υπάρχει ένα πολιτικό κόμμα, η οικογένειά του βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι έχουν επιτεθεί στην οικία τους.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως γεννήθηκε στο χωριό Borokache της επαρχίας Comilla, όπου εξακολουθούν να διαμένουν οι γονείς και τα τέσσερα αδέρφια του. Εργαζόταν στον αγροτικό τομέα, βοηθώντας τον πατέρα του. Αναχώρησε από τη χώρα του με τη βοήθεια ενός πράκτορα, ο οποίος του εξασφάλισε άδεια εργασίας για τα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας.

 

Επισημάνθηκε στον αιτητή πως η χώρα καταγωγής του έχει καθοριστεί ως ασφαλής χώρα καταγωγής. Κληθείς να αναπτύξει το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως ο πράκτορας υποσχέθηκε να του προσφέρει εργασία στα κατεχόμενα εδάφη.  Ανέφερε πως εργαζόταν σε οικοδομή, αλλά αντιμετώπισε δυσκολίες και κακομεταχείριση. Τον ανάγκασε να διαμείνει σε ένα απομονωμένο χώρο και να εργαστεί σε ένα γκαράζ από όπου κατάφερε να ξεφύγει με τη βοήθεια ενός ατόμου από το Πακιστάν.  Όπως ανέφερε, ο αιτητής δεν έχει πλέον επαφή με τον πράκτορα και αυτός δεν έχει παρενοχλήσει την οικογένειά του.

 

Αναφορικά με τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε το Μπαγκλαντές, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε πολιτικής φύσεως προβλήματα. Συγκεκριμένα, ο αιτητής δήλωσε πως όλα τα μέλη της οικογένειάς του εμπλέκονταν με το BNP και ως εκ τούτου έγινε και ο ίδιος μέλος. Το 2019, χρονολογία κατά την οποία εντάχθηκε στο κόμμα, δέχτηκε επίθεση και νοσηλεύτηκε για μία μέρα. Το 2022 όταν ανέλαβε ως ανώτερος γραμματέας (“senior secretary”), κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης σε συνδικαλιστικό επίπεδο, δέχτηκαν επίθεση από υποστηρικτές του κυβερνώντος κόμματος Awami League και αναγκάστηκαν να διακόψουν τη συνάντηση. Στη συνέχεια, ανέφερε πως κάποιοι νεαροί υποστηρικτές της φοιτητικής παράταξης του Awami League μετέβησαν στην οικία του και απείλησαν τους γονείς του όπως σταματήσει ο ίδιος να δραστηριοποιείται στην πολιτική, αλλιώς θα βασάνιζαν τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του.

 

Αναφορικά με το περιστατικό της επίθεσης κατά τη συνεδρίαση του κόμματος, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν το κατήγγειλαν στην αστυνομία επειδή το Awami League βρίσκεται στην εξουσία. Οι γονείς του, ανησυχώντας για τη ζωή του αποφάσισαν να τον αποστείλουν στο εξωτερικό. Ερωτηθείς για το γεγονός που τον ώθησε να πάρει την απόφαση να αναχωρήσει από τη χώρα του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον κτύπησαν δύο φορές και τον απείλησαν πως αν συνεχίσει να ασχολείται με το BNP θα τον απαγάγουν και θα τον σκοτώσουν.  Ο αιτητής ιχυρίστηκε πως δεν θα μπορούσε να διαμείνει με ασφάλεια σε άλλη περιοχή του Μπαγκλαντές, διότι τα άτομα αυτά βρίσκονται στην εξουσία και έχουν διασυνδέσεις σε όλη τη χώρα.

 

Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ του αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου. Ως δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός εξετάστηκε το ότι ο αιτητής ταξίδεψε για λόγους εργασίας στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας και ο πράκτορας που οργάνωσε το ταξίδι του δεν τήρησε τη συμφωνία τους σε σχέση με το καθεστώς εργασίας που του είχε υποσχεθεί. Ο αρμόδιος λειτουργός, εξετάζοντας τόσο τα όσα ανέφερε ο αιτητής, καθώς και πληροφορίες σχετικά με τα κυκλώματα πρακτόρων που οργανώνουν ταξίδια για λόγους εργασίας, αποδέχτηκε τον εν λόγω ισχυρισμό ως αξιόπιστο.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός που εξετάστηκε από τους καθ’ ων η αίτηση είναι ότι ο αιτητής ήταν μέλος της φοιτητικής παράταξης με το όνομα Chatdrol του κόμματος BNP και ότι στοχοποιήθηκε εξαιτίας της πολιτικής του δράσης από μέλη του κυβερνώντος κόμματος Awami League. Ερωτηθείς να περιγράψει το πολιτικό πρόβλημα που αντιμετώπισε στη χώρα του, ο αιτητής αρχικά αναφέρθηκε γενικά στο ότι είχε πέσει θύμα επιθέσεων λόγω της δράσης του με το αντιπολιτευόμενο κόμμα. Κληθείς να αφηγηθεί από την αρχή τα γεγονότα της πολιτικής του εμπλοκής, ο αιτητής ανέφερε ότι και ο πατέρας του ήταν μέλος του ΒΝΡ, ο ίδιος έγινε αρχικά απλό μέλος το 2019 χρονολογία κατά την οποία δέχτηκε την πρώτη επίθεση, ενώ στη συνέχεια το 2022, έγινε ανώτερος γραμματέας της τοπικής οργάνωσης της φοιτητικής πτέρυγας του κόμματος, που ονομάζεται Chatrodol.

 

Όπως ανέφερε, κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης της οργάνωσης, αυτός και οι υπόλοιποι παριστάμενοι, δέχθηκαν επίθεση από μέλη της φοιτητικής πτέρυγας του Awami League και στη συνέχεια δήλωσε ότι άρχισε να δέχεται απειλές κατά της ζωής του είτε άμεσα, είτε μέσω της οικογένειάς του. Ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε πως η αφήγηση του αιτητή, παρόλο που δεν ήταν λεπτομερής, περιλάμβανε με συνεκτικό τρόπο την προσωπική του πολιτική εμπειρία.  Στη συνέχεια, ερωτηθείς σχετικά με πληροφορίες για τη δράση και την ιστορία του κόμματος στο οποίο ως ισχυρίστηκε ανήκει, ο αιτητής παρείχε ελλιπείς και ανεπαρκείς απαντήσεις λαμβάνοντας υπόψη το κατ’ ισχυρισμό πολιτικό προφίλ του ανώτερου γραμματέα σε επίπεδο περιφέρειας. Αναφέρθηκε στον ιδρυτή και στη χρονιά δημιουργίας του κόμματος ΒΝΡ, αλλά δεν γνώριζε τις αντίστοιχες πληροφορίες για τη φοιτητική πτέρυγα του κόμματος Catrodol, της οποίας ισχυρίστηκε ότι υπήρξε γραμματέας.

 

Παρόλο που ανέφερε ότι υπάρχουν γύρω στις 20 επικουρικές οργανώσεις του κόμματος, συμπεριλαμβανομένου του Chatrodol στο οποίο ανήκε, κατάφερε να κατονομάσει μόνο δύο. Ερωτηθείς για τις προϋποθέσεις εγγραφής ενός μέλους στο κόμμα, περιέγραψε ένα ασαφές πλαίσιο όπου ο τοπικός πρόεδρος της κάθε περιοχής, αξιολογεί την εργασία του καθενός που επιθυμεί να εγγραφεί στο κόμμα και παίρνει τη σχετική απόφαση.  Όταν ρωτήθηκε για την πολιτική ιδεολογία που πρεσβεύει το κόμμα του, αναφέρθηκε γενικόλογα σε ιδεολογίες που αφορούν οποιοδήποτε κόμμα, όπως είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Κληθείς να περιγράψει τη διοικητική δομή του κόμματος ΒΝΡ, ο αιτητής αναφέρθηκε στον πρόεδρο, δύο ακόμα σημαίνοντα μέλη που τον πλαισιώνουν, αλλά δεν ήταν σε θέση να παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με το οργανόγραμμα του κόμματος ή τον αριθμό των μελών της κεντρικής επιτροπής.

 

Ακολούθως, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη διαδικασία που ακολούθησε για την εγγραφή του ως μέλος, χρειάστηκαν επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις για να δώσει ο αιτητής εικόνα μιας σαφούς διαδικασίας. Σε ερώτηση αναφορικά με την ιδεολογία του κόμματος, ο αιτητής αναφέρθηκε γενικά σε ιδεολογίες, όπως η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, που όπως επεσήμανε ο λειτουργός, θα μπορούσαν να αφορούν οποιοδήποτε κόμμα. Ερωτηθείς για τις δραστηριότητες του ως μέλος, ο αιτητής αναφέρθηκε αόριστα στη διοργάνωση των συναντήσεων κάθε δύο ή τρεις μήνες με τα υπόλοιπα μέλη, όπου συμμετείχε στην οργάνωση του χώρου και στην υποδοχή των συμμετεχόντων.

 

Επιπρόσθετα, παρόλο που αρχικά δήλωσε ότι και ο πατέρας του ανήκε στο κόμμα, όταν ρωτήθηκε για την πολιτική δράση των υπόλοιπων μελών της οικογένειάς του, αναίρεσε την αρχική του δήλωση, λέγοντας ότι δεν θυμάται αν ο πατέρας του είναι όντως μέλος του κόμματος. Ο αιτητής αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά κατά τα οποία ως ισχυρίστηκε, δέχθηκε σωματική επίθεση από μέλη της φοιτητικής πτέρυγας του κυβερνώντος κόμματος, αλλά δεν έδωσε ικανοποιητικές περιγραφές και λεπτομέρειες για τα περιστατικά. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι γνώσεις του αιτητή σχετικά με το κόμμα στο οποίο ισχυρίστηκε ότι ανήκε είναι ανεπαρκείς και δεν συνάδουν με άτομο που κατέχει θέση ευθύνης στο κόμμα και ειδικότερα ανώτερου γραμματέα.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, κατά την οποία παρόλο που κάποιες πληροφορίες για το κόμμα επιβεβαιώνουν τα όσα ανέφερε ο αιτητής (έτος ίδρυσης, πρόεδρος, αντιπρόεδρος και γενικός γραμματέας), εντούτοις δεν απάντησε ορθά ως προς την ιδεολογία του κόμματος ΒΝΡ, το οποίο πρόκειται για εθνικιστικό κεντροδεξιό κόμμα και όχι σοσιαλιστικό όπως επικαλέστηκε ο αιτητής. Περαιτέρω, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τη δομή του κομματικού σχηματισμού και ως προς το θέμα της εγγραφής ατόμου ως μέλος, απαιτείται καταβολή εισφοράς και μετέπειτα ετήσια συνδρομή και δεν είναι δωρεάν όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής.  Ο αιτητής παρόλο που ορθά ανέφερε ότι στις εκλογές του 2018, οι εκλεγέντες βουλευτές του BNP αρνήθηκαν τις έδρες τους, αλλά παρέλειψε να αναφέρει ότι τελικά τον Απρίλη του 2019 αποδέχτηκαν τα αξιώματά τους, πλην του γενικού γραμματέα.

 

Ο αιτητής προσκόμισε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του αντίγραφο λίστας μελών της οργάνωσης Chatrodol για την περιοχή του, το οποίο ως κατέγραψε ο αρμόδιος λειτουργός δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο, παρά μόνο να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του, καθότι κατόπιν έρευνας διαπιστώθηκε πως τα έγγραφα πολιτικών κομμάτων ενδέχεται να υπόκεινται σε απάτη, καθώς δεν περιέχουν χαρακτηριστικά ασφαλείας άλλων εγγράφων.

 

Εν πάση περιπτώσει, το έγγραφο αυτό καταγράφει το όνομα του αιτητή χωρίς οποιοδήποτε άλλο στοιχείο και αναφέρει πως είναι απλό μέλος ενώ ο αιτητής ισχυρίστηκε πως ανέλαβε καθήκοντα ανώτερου γραμματέα, χωρίς να παρουσιάζει οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία να επιβεβαιώνεται ο ισχυρισμός αυτός.  Ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην εισήγησή του ότι λόγω των περιορισμένων γνώσεων του αιτητή αναφορικά με την πολιτική ομάδα στην οποία επικαλέστηκε ότι ανήκει, σε αντιδιαστολή με το επίπεδο της εμπλοκής που ισχυρίστηκε ότι είχε, καθώς και λόγω της ελλιπούς λεπτομερούς περιγραφής των δύο περιστατικών επίθεσης εναντίον του που ισχυρίστηκε ότι δέχτηκε και λόγω αναντιστοιχίας ορισμένων πληροφοριών με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, δεν αποδέχτηκε τον εν λόγω ουσιώδη ισχυρισμό.

 

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά ουσιώδη πραγματικά περιστατικά στο αίτημα του αιτητή, δηλαδή την χώρα καταγωγής, τα προσωπικά του στοιχεία, καθώς και το ότι εξαπατήθηκε από τον πράκτορα που του εξασφάλισε άδεια εργασίας στα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, διαπίστωσε ότι  δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφή του αιτητή στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Αναφορικά με το θέμα εξαπάτησής του από τον πράκτορά του, ο αρμόδιος λειτουργός επεσήμανε ότι καθότι ο αιτητής δεν του οφείλει χρήματα, δεν διατηρεί οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του και δεν έχει δεχθεί ούτε ο ίδιος, ούτε η οικογένειά του οποιαδήποτε παρενόχληση από το εν λόγω άτομο, δεν προκύπτει ότι θα κινδυνεύσει εξαιτίας αυτού. Σχετικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, ήτοι η επαρχία Comilla, ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι το Μπαγκλαντές δεν χαρακτηρίζεται από συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός κατά τη νομική ανάλυση για το προσφυγικό καθεστώς, βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών του αιτητή, του προσωπικού του προφίλ και την εκτίμηση κινδύνου, διαπίστωσε πως δεν στοιχειοθετείται φόβος δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν θα υποστεί ο αιτητής σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, και ως εκ τούτου διαπιστώθηκε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Τέλος, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ανέτρεψε το τεκμήριο του χαρακτηρισμού της χώρας καταγωγής του ως ασφαλούς και η αίτησή του απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει του άρθρου 12Βτρις, 12Δ και 12Στ του προαναφερθέντος νόμου.

 

Ο αιτητής οφείλει να εκθέσει με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Για να αποδείξει ότι κινδυνεύει λόγω των πολιτικών πεποιθήσεων του ιδίου και της οικογένειάς του, ο αιτητής όφειλε να παρουσιάσει το αίτημά του με συνοχή και λεπτομέρεια και να αναπτύξει επαρκώς με ποιο τρόπο αποτέλεσε ο ίδιος στόχο ατόμων του αντίπαλου κόμματος, ενέργεια στην οποία όμως δεν προέβη, ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία. Παρατηρώ ότι, ενώ o αιτητής ήταν σε θέση να δώσει ορισμένες πληροφορίες για το κόμμα στο οποίο ισχυρίστηκε ότι ανήκε, εντούτοις δεν ήταν το ίδιο λεπτομερής και βιωματικός όταν έπρεπε να αναφερθεί στη δράση του ιδίου εντός του κόμματος και στις επιθέσεις και απειλές που δέχτηκε. Ακόμη και στην ενώπιόν μου διαδικασία ο αιτητής υπήρξε επιγραμματικός, δεν έδωσε πληροφορίες για τις επιθέσεις που δέχτηκε και δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει με λεπτομέρεια την ιδεολογία της ομάδας στην οποία ισχυρίστηκε ότι ανήκει.

 

Παρά το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν στοιχειοθετούνται με βάση τα όσα ο ίδιος δήλωσε καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής του, διεξάγεται εκ του περισσού έρευνα σε έγκυρες και πρόσφατες πηγές πληροφόρησης σχετικά με το κόμμα BNP, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι υπήρξε μέλος και γραμματέας.  Έκθεση του UK Home Office αναφέρει ότι το πολίτευμα του Μπαγκλαντές είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι τα δύο κύρια κόμματα τα οποία κυριαρχούν στην πολιτική και τα οποία έχουν μακροχρόνια αντιπαλότητα είναι το Awami League - AP  (κυβερνών κόμμα από το 2009) και το Bangladesh Nationalist Party (BNP). Τα δύο κόμματα μετρούν εκατομμύρια μέλη. Το Awami League, με τoν συνασπισμό που εξασφάλισε, κέρδισε το 96% των ψήφων στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2018. Αξιωματούχοι του BNP ισχυρίστηκαν ότι υπήρξαν μαζικές συλλήψεις και κρατήσεις των υποστηρικτών τους κατά την προεκλογική περίοδο.

 

Οι εθνικές εκλογές του 2018 υπήρξαν σχετικά ειρηνικές σε σύγκριση με τις προηγούμενες, ενώ οι καταγραμμένες συγκρούσεις ανάμεσα στο BNP, τη φοιτητική του παράταξη και την αστυνομία είναι πολύ λιγότερες από εκείνες που καταγράφηκαν το 2018. Η έκθεση αναφέρει ότι χαμηλόβαθμα μέλη κομμάτων της αντιπολίτευσης, είναι απίθανο να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αρχών της χώρας και να υποβληθούν σε μεταχείριση, η οποία είναι αρκούντως σοβαρή, είτε λόγω της φύσης της ή λόγω της επανάληψης, που να ισοδυναμεί με δίωξη. Επιπρόσθετα, αναφέρεται ότι ακτιβιστές/ δραστήρια μέλη των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ειδικότερα εκείνων των οποίων η θέση ή οι δραστηριότητες προκαλούν ή απειλούν την κυβέρνηση είναι πιθανό να τύχουν παρενόχλησης, σύλληψης, και πολιτικά υποκινούμενων ποινικών διώξεων που ισοδυναμούν με δίωξη. Το επίπεδο ρίσκου εξαρτάται από το προσωπικό προφίλ του ατόμου και τις προσωπικές του περιστάσεις.[1]

 

Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα, αυτοί οι οποίοι δύναται ή είναι πιο πιθανό να κινήσουν την προσοχή των αρχών είναι ακτιβιστές οι οποίοι ανήκουν σε κόμματα/κινήματα της αντιπολίτευσης και των οποίων οι δραστηριότητες αμφισβητούν έντονα την κυβέρνηση ώστε η δράση τους αυτή να ερμηνεύεται ως απειλή. Στην τελευταία έκθεση του DFAT που καλύπτει το έτος 2022, αναφέρεται ότι υπάρχουν λιγότερα παραδείγματα που καταδεικνύουν ένα μοτίβο βίας ή διακρίσεων έναντι χαμηλού προφίλ μελών του BNP, παρά για ηγέτες BNP υψηλότερου προφίλ. Αυτοί που συμμετέχουν στο BNP σε χαμηλού επιπέδου δραστηριότητες (για παράδειγμα να παρευρίσκονται σε συγκεντρώσεις ή να προσπαθούν να πείσουν άλλους να συμμετάσχουν στο κόμμα) είναι λιγότερο πιθανό να συλληφθούν.[2]

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί πως το άρθρο 18 (3) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, το οποίο καθορίζει τις αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και των άλλων αρχών της Δημοκρατίας καθορίζει μεταξύ άλλων πως η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση, μετά από συνεκτίμηση όλων των σχετικών στοιχείων που αφορούν την υπόθεση και τις ατομικές περιστάσεις που αφορούν τον αιτητή. Επισημαίνεται επίσης πως με βάση το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στην διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Στη βάση λοιπόν των ισχυρισμών του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ως αυτοί αναλύθηκαν ανωτέρω, αλλά και δεδομένου ότι ούτε κατά την παρούσα διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ανέπτυξε τέτοιους ισχυρισμούς περί απειλών ή στοχοποίησης, διαφαίνεται ότι αυτός ακόμα και να γινόταν αποδεκτό ότι είναι μέλος του πολιτικού κόμματος BNP, δεν εμπίπτει σε κατηγορίες προσώπων υψηλού κινδύνου που θα αποτελούσαν στόχο πολιτικών επιθέσεων από το κυβερνών κόμμα.  Ούτως ή άλλως, η ιδιότητα του αιτητή ως μέλος του πολιτικού κόμματος BNP δεν έγινε αποδεκτός.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλο το πιο πάνω ιστορικό, τους ισχυρισμούς του αιτητή στο σύνολό τους, τις προσωπικές του περιστάσεις, καθώς και το προφίλ του, σε συνδυασμό με τα ευρήματα της έρευνας, δεν διαπιστώνεται ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο κατά της ζωής του σε περίπτωση επιστροφής του στο Μπαγκλαντές. Ακόμη κι αν γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί του αιτητή περί πολιτικών προβλημάτων, βάσει της έρευνας που προηγήθηκε, δεν προκύπτει ότι ο αιτητής τεκμηρίωσε τέτοιο πολιτικό προφίλ που να εμπίπτει στα άτομα, τα οποία πιθανόν να υποστούν μεταχείριση που να ισοδυναμεί με δίωξη.

 

Περαιτέρω, με βάση την παράγραφο 80 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το να έχει κάποιος πολιτικές απόψεις διαφορετικές από εκείνες της κυβέρνησης δεν συνιστά από μόνο του λόγο για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα και ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι εξαιτίας αυτών των απόψεων έχει φόβο δίωξης. Τούτο προϋποθέτει ότι ο αιτών εκφράζει απόψεις που δεν είναι ανεκτές από τις αρχές, επειδή συνιστούν κριτική στην πολιτική ή στις μεθόδους τους. Προϋποθέτει επίσης ότι οι αρχές έχουν πληροφορηθεί τις απόψεις του συγκεκριμένου προσώπου ή ότι του αποδίδουν τέτοιες απόψεις. Οι πολιτικές απόψεις ενός διδασκάλου ή ενός συγγραφέα είναι ενδεχομένως περισσότερο έκδηλες από εκείνες ενός προσώπου που είναι λιγότερο δημόσια εκτεθειμένο. Η σχετική σημασία ή απήχηση των απόψεων του αιτούντος – όπως διαπιστώνεται κάθε φορά με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης – είναι επίσης καθοριστική

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι διαθέτει τέτοιας βαρύτητας πολιτικό προφίλ που να δικαιολογεί την παραχώρηση καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα που απαιτείται από την νομολογία και την νομοθεσία και τόσο ο Προϊστάμενος, όσο και o λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβησαν σε έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο αιτητής ενώπιόν τους.

 

Οι διαπιστώσεις του Προϊσταμένου και της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε ο Προϊστάμενος ενώπιόν του, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που έχω ενώπιόν μου.

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑSΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω αναλύσει ανωτέρω, ορθά κρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, για να παρασχεθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνα με τη νομοθεσία.  Τέλος, τα όσα ο αιτητής δήλωσε στην ενώπιον μου διαδικασία δεν μπορούν να ενισχύσουν τον πυρήνα του αιτήματός του.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

                                                                         Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] UK Home Office, Country Policy and Information Note, Bangladesh: Political Parties and affiliation, V. 3.0, September 2020, σ. 7-8

https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/921445/Bangladesh-Political_parties_and_affiliation-CPIN.pdf

 

[2] Australian Government - Department of Foreign Affairs and Trade: DFAT Country Information Report Bangladesh, 30 November 2022, σ. 22-23
https://www.ecoi.net/en/file/local/2086697/country-information-report-bangladesh.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο