ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ. ΔΚ 1/24

12 Φεβρουαρίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

D.E.

Αιτήτριας

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.    Υπουργού Εσωτερικών και

2.    Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

(μεταφραστής Ηλίας Φανούς από αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα )

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Η Αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή,  αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/12/2023, για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του ) (στο εξής: «o περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Γεγονότα:

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως εκτίθενται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα σχετικά Παραρτήματα και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν κατά την ακρόαση της παρούσας, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος Ρωσίας αφίχθη νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 05/04/2016. Την 01/07/2016 υπέβαλε ενώπιον του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής: «ΤΑΠΜ») αίτηση για την απόκτηση άδειας προσωρινής διαμονής επισκέπτη, η οποία εγκρίθηκε στις 23/09/2016 και της παραχωρήθηκε η εν λόγω άδεια με διάρκεια ισχύος έως και τις 30/06/2017.  Στις 17/07/2017, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της ανωτέρω άδειας παραμονής της ως επισκέπτρια, αφότου είχε καταχωρήσει σε προγενέστερη ημερομηνία έντυπο δήλωσης αλλαγής διεύθυνσης. Η αίτηση ανανέωσης της άδειάς της απορρίφθηκε στις 13/06/2018 με την αιτιολογία ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε τα έγγραφα που της ζητήθηκαν από το ΤΑΠΜ μέσω επιστολών ημερομηνίας 14/11/2017 και 16/04/2018. Εν συνεχεία, στις 09/07/2018, η Αιτήτρια απέστειλε επιστολή προς το ΤΑΠΜ αιτούμενη όπως ανακληθεί η ανωτέρω απορριπτική απόφαση ημερομηνίας 13/06/2018 και όπως παραχωρηθεί σε αυτήν άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτριας με σκοπό την τέλεση γάμου με Ευρωπαίο πολίτη. Στις 23/08/2018 η Αιτήτρια καταχώρισε την υπ’αριθμ.1265/2018 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου κατά της απορριπτικής απόφασης του ΤΑΠΜ. Στις 24/10/2018 και, εκκρεμούσης της προσφυγής, το ΤΑΠΜ έκανε δεκτό το αίτημά της ημερομηνίας 09/07/2018 και ανακάλεσε την προηγούμενη απορριπτική του απόφαση, παραχωρώντας της το δικαίωμα να αποταθεί για άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια για διάστημα τριών μηνών προκειμένου να προβεί σε τέλεση γάμου με τον σύντροφό της. Στις 30/03/2021, το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Αιτήτριας, η οποία είχε καταστεί άνευ αντικειμένου κατόπιν της απόφασης του ΤΑΠΜ ημερομηνίας 24/10/2018. Εντούτοις, η Αιτήτρια δεν προέβη σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια με αποτέλεσμα να καταστεί παράνομη η παραμονή της στην Δημοκρατία.

Στις 30/11/2023 η Αιτήτρια συνελήφθη από μέλη της Αστυνομίας των Βρετανικών Βάσεων Ακρωτηρίου στο χωριό Ακρωτήρι Λεμεσού για παράνομη παραμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Ως εκ τούτου, στις 01/12/2023 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, και επί τη βάσει πως αν αφεθεί ελεύθερη συντρέχει κίνδυνος διαφυγής της, και με δεδομένη την μη συμμόρφωση της σε προηγούμενη απορριπτική απόφαση του ΤΑΠΜ αλλά και της απροθυμίας της να επαναπατρισθεί, κρίθηκε πως δεν υπάρχει περιθώριο επιβολής στην Αιτήτρια εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

Στις  05/12/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας, το οποίο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 20/12/2023. Στις 14/12/2023, εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον της δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ)του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ το διάταγμα κράτησης της ημερ. 01/12/2023 ακυρώθηκε. Με την παρούσα προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την νομιμότητα του εν λόγω διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 14/12/2023 δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ)του περί Προσφύγων Νόμου.

Νομικοί Ισχυρισμοί: 

Η Αιτήτρια δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Το μόνο που αναφέρεται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης είναι ότι αιτήθηκε άσυλο στις περιοχές κυρίαρχων βάσεων Ακρωτηρίου και όχι στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως εκ τούτου δεν καλύπτεται από τον περί προσφύγων Νόμο (2000-2020). Αναφέρει συνάμα  ότι η απόφαση κράτησης και απέλασης είναι αντίθετη προς το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσής ενώ εκκρεμεί και υπόθεσή της στο Διοικητικό Δικαστήριο με αριθμό 5/2024. Ισχυρίζεται επίσης ότι ο φάκελος ασύλου υποδεικνύει εκτεταμένη συνεργασία με την αστυνομία σε αντίθεση με τα όσα αναφέρουν  η Καθ’ων  περί  εξαφάνισης. Συνάμα αναφέρει ότι παρουσιαζόταν σε διαφορετικά αστυνομικά τμήματα σχεδόν δύο ημέρες την βδομάδα και καλούσε την αστυνομία σε τακτική βάση κάνοντας αναφορές. Τέλος, αναφέρει ότι η κράτησή της δεν βασίζεται σε αντικειμενικά μεμονωμένα κριτήρια. Ότι υπάρχουν σαφείς ενδείξεις πρόθεσης αποχώρησης από την Κυπριακή Δημοκρατία, όπως επίσης και ότι ζήτησε άσυλο κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εξίσου, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων, ενώ προβαίνει σε επανάληψη των όσων αναφέρει επί του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Προσθέτει ότι είναι σε σχέση με Άγγλο υπήκοο από το 2017. Αναφέρει επίσης ότι σε προηγούμενη υπόθεση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου το 2018 και ενώ εκδόθηκε επιστολή δίνοντας χρόνο στην Αιτήτρια να παντρευτεί με Άγγλο υπήκοο, το Τμήμα Μετανάστευσης αρνήθηκε να κάνει οτιδήποτε αναφορικά με την εν λόγω επιστολή. Η Αιτήτρια επίσης αναφέρει ότι δεν ζήτησε άσυλο κατά τα έτη 2017 έως και 2023 καθότι δεν είχε λόγο να ζητήσει άσυλο. Προσθέτει ότι τα προβλήματά της ξεκίνησαν το 2023 λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και ότι ανέλαβε η ίδια πολιτική δράση και άρχισε να παρέχει πληροφορίες στην Αγγλική και Ουκρανική Κυβέρνηση. Στην συνέχεια όμως και όταν δέχθηκε μια τρομοκρατική απειλή παρέδωσε τις πληροφορίες στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Η Αιτήτρια επαναλαμβάνει ότι το ΤΑΠΜ αρνήθηκε να της δώσει άδεια να παντρευτεί όπως επίσης και ότι ζητά άσυλο κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας καθότι η Κυπριακή Δημοκρατία απέτυχε να την προστατεύσει. Επαναλαμβάνει επίσης πως όσα έγγραφα έχει συμπληρώσει ως μέρος της αίτησης της για άσυλο στην Κυπριακή Δημοκρατία  υποβλήθηκαν στις περιοχές των Κυρίαρχων Βάσεων η οποίες εκχωρούν τις εξουσίες τους στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αιτήτρια επαναλαμβάνει ότι υπέβαλε αίτηση ασύλου στις περιοχές των Κυρίαρχων Βάσεων και όχι στην Κυπριακή Δημοκρατία. Η Αιτήτρια επίσης αναφέρει ότι ο ισχυρισμός της ότι δεν συνεργάστηκε με την διαδικασία ασύλου είναι ψευδής αναφέροντας ότι παρέδωσε άφθονα αποδεικτικά στοιχεία σε ηλεκτρονική μορφή. Συνεχίζοντας αναφέρει ότι ο σύντροφος της υπέβαλε αίτηση για μόνιμη διαμονή στην Κυπριακή Δημοκρατία στο πλαίσιο της συμφωνίας Brexit εντούτοις και όπως αναφέρει το αίτημα του δεν έγινε δεκτό. Επιπρόσθετα αναφέρει ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα της σύμφωνα με το άρθρο 11(5) του Συντάγματος. Προσθέτει παράλληλα ότι μεταξύ 16/08/2023 και 30/11/2023 έστειλε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην ηλεκτρονική αστυνομική διεύθυνση αποδεικτικά στοιχεία αναφορικά με τις τρομοκρατικές δραστηριότητες μιας οικογένειας με την ονομασία LΧΧΧ. Προσθέτει επίσης ότι επικοινώνησε τόσο με το αρχηγείο της αστυνομίας αλλά και με τα υπουργεία Εσωτερικών και Εξωτερικών όπως επίσης και με την Βρετανική Ύπατη Αρμοστεία ενημερώνοντας την Κυπριακή Δημοκρατία για τις δράσεις και τους κινδύνους της εν λόγω οικογένειας στην Κυπριακή Δημοκρατία. Σύμφωνα με την Αιτήτρια προκύπτει από τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου η συνεργασία της με τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Αιτήτρια αναφέρει ότι ουδέποτε παρέμεινε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία καθότι το 2018 προσέφυγε κατά της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ενώ πληροί τις προϋποθέσεις ως μέλος οικογένειας πολίτη του Ηνωμένου Βασιλείου και ασκεί τα δικαιώματα της που απορρέουν ως συντρόφου μη έγγαμης σχέσης συμβίωσης με πολίτη του Ηνωμένου Βασιλείου, ως εκ τούτου και σύμφωνα με το άρθρο 35ΚΒ(4) του περί του δικαιώματος Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου δύναται να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Οι Καθ' ων η Αίτηση μέσω της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε νόμιμα και ορθά σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο, τις διατάξεις του συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, των Διεθνών Συμβάσεων, των Νόμων και Κανονισμών και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο νόμος στους Καθ’ων η αίτηση κατ’ εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

Αποτελεί θέση των Καθ’ ών η αίτηση ότι το επίδικο  διάταγμα είναι αποτέλεσμα  ορθής εφαρμογής του νόμου και των ορθών κριτηρίων αυτού και ειδικότερα του άρθρου 9ΣΤ(2)  του περί προσφύγων νόμου  και είναι σύμφωνο με τις διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα των οδηγιών 2013/32/ΕΕ  και 2013/33/ΕΕ. Το επίδικο διάταγμα έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα στα πλαίσια εξατομικευμένης εξέτασης στη βάση της αρχής της αναλογικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του συντάγματος της κυπριακής δημοκρατίας, ειδικότερα το άρθρο 11 αυτού, όπως επίσης και σύμφωνα με τις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ειδικότερα το άρθρο 5 αυτής.

Συμπληρώνοντας αναφέρουν ότι τον επίδικο χρόνο, η κράτηση της Αιτήτριας  δυνάμει του περί Προσφύγων νόμου κρίθηκε απαραίτητη εφόσον επιδιωκόμενος σκοπός είναι η διαδικασία απομάκρυνσης της  και επειδή δεν ήταν δυνατόν να επιβληθούν λιγότερο περιοριστικά μέτρα, τούτο διότι το μεταναστευτικό προφίλ της Αιτήτριας απέκλειε την επιβολή εναλλακτικών μέτρων εφόσον υπήρχε εύλογος κίνδυνος να μην καταστεί δυνατός ο εντοπισμός της και να συνεχίσει να διαμένει παράνομα ως έπραττε για μεγάλο χρόνο διάστημα. Τέλος, υποβάλλουν ότι η αιτιολογία του επίδικου διατάγματος συμπληρώνεται από το σημείωμα ημερομηνίας 12/12/2023, η Αιτήτρια διέμενε στη δημοκρατία παράνομα για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ δεν είχε συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής και είχε ήδη θεωρηθεί ως απαγορευμένος μετανάστης. Τέλος προσθέτουν ότι οι Καθ’ων είχαν ενώπιον τους στοιχεία και γεγονότα που καθιστούσαν εύλογα πιθανό και τεκμηρίωναν σε ικανοποιητικό βαθμό ότι η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας καταχρηστικά και με σκοπό να καθυστερήσει τη διαδικασία απομάκρυνσης της δύναμη των άρθρων 18ΟΓ  μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου(Άρθρο 9ΣΤ(2)).

Προχωρώντας και επί της Απαντητικής της Αγόρευσης η Αιτήτρια αμφισβητεί την νομιμότητα τον αρχικών διαταγμάτων κράτησης και απομάκρυνσης που εξέδωσε το ΤΑΠΜ, προσθέτει ότι η απόφαση κράτησης της δεν ήταν νόμιμη σύμφωνα με το νόμο, όπως επίσης και ότι δεν εξετάστηκαν σχετικά γεγονότα επί του αιτήματος της. Τέλος επαναλαμβάνει ότι ο σκοπός της ήταν να αιτηθεί άσυλο στην βρετανικές βάσεις όπως επίσης και ότι προσπάθησε να φύγει από την Κυπριακή Δημοκρατία αγοράζοντας εισιτήρια καθότι πιστεύει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένας από τους διώκτες της αφού έχουν αποτύχει να την προστατεύσουν από την Ρωσική Ομοσπονδία.

Κατά την ακροαματική διαδικασία κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 1 οι διοικητικοί φάκελοι του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής: «Τεκμήριο 1»).

 

To νομικό πλαίσιο

 

Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019,  έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές, εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος), προβλέπει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 «Δικαιοδοσία Δικαστηρίου

11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής, η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

(3) [.]»

 

Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα, με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[.]

(δ) όταν κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι, το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής·

[.]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2), εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στον αιτητή, δε δικαιολογούν τη συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα, παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους, βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή, βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς, κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος, είτε κατανοεί, είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών, σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω, δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή, ότι ένας Αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

 Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση Αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή. [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMSC-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με Αιτητή, ο οποίος είναι ήδη υπό κράτηση, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, με το οποίο να τον θέτει υπό κράτηση, εφόσον τεκμηριώσει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ότι ο Αιτητής επιδιώκει με την αίτησή του για διεθνή προστασία, να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απόφαση επιστροφής του.

Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι, η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο, καθώς θα πρέπει προηγουμένως να εξεταστεί το ενδεχόμενο επίτευξης του σκοπού της εφαρμογής της απόφασης της απέλασης ή/και της αποφυγής του κινδύνου διαφυγής, με λιγότερο περιοριστικά της προσωπικής ελευθερίας του Αιτητή εναλλακτικά μέτρα, κατόπιν ατομικής αξιολόγησης της περίπτωσής του. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να διέπετε από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

Οι βασικές αυτές αρχές, ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία, διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι, ένα πρόσωπο δε θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

 

Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την ολοκλήρωση της διαδικασίας απομάκρυνσης του Αιτητή, σε περίπτωση που η αίτησή του για διεθνή προστασία απορριφθεί. Προς τούτο, θα πρέπει να εξεταστούν και να αποκλειστούν ως μη πρόσφορα του εν λόγω σκοπού άλλα εναλλακτικά μέτρα. Εξυπακούεται δε, ότι τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου, δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών, αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους. [Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en JustitieC-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020]

Έτερη σημαντική παράμετρο της έκδοσης του διατάγματος κράτησης, συνιστά η απαίτηση όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης, συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερομένου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και MahdiC-146/14 PPUEUC:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

 

Κατάληξη

Θα προχωρήσω στη συνέχεια στην εξέταση των όσων αναφέρει η Αιτήτρια, σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρέθεσα ανωτέρω.

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ η/ο DXXXX. υπήκοος Ρωσίας  είναι αιτήτρια διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), Καθότι

 

H DΧΧΧΧ κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσής προκειμένου να προετοιμαστεί ή επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης της και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι η κ DXXXX από την ημερομηνία της άφιξης της στην Δημοκρατία το 2016 μέχρι και την ημερομηνία σύλληψης της την 30/11/2023 δεν υπέβαλε αίτημα ασύλου και μόνο όταν και εντοπίστηκε και συνελήφθηκε βάσει διαταγμάτων κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου υπέβαλε αίτημα ασύλου, είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης διεθνούς προστασίας, πριν δηλαδή από την σύλληψη της, ενώ αντί αυτού διέμενε παράνομα στην στη Δημοκρατία για (5) πέντε έτη από τις 20/07/2018 όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης της από την Κυπριακή Δημοκρατία μετά από την απορριπτική απόφαση του ΤΑΠΜ, ως εκ τούτου υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης για διεθνή προστασία έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού της 

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης, θεώρησα ότι είναι αναγκαίο η DXXXX να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των προνοιών της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στην συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του Περί Προσφύγων (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 180Δ του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου υπάρχει κίνδυνος διαφυγής υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.     ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενη απόφαση επιστροφής 1. Απορριπτική απόφαση του ΤΑΠΜ ημερ. 13/06/2018 και 2. Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε στις 01/12/2023.

2.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ έχει προηγούμενη εξαφάνιση. Η Αλλοδαπή δεν αναχώρησε αλλά  ούτε και διευθέτησε την παραμονή της και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στην Δημοκρατία για πέντε έτη από τις 20/07/2018 όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης της από την Δημοκρατία

3.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν συναινεί στον επαναπατρισμό της όπως ενημερώνει η ΥΑΜ

4.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος/η μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (Κ), του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία της κοινοποιήθηκαν

5.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό της, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως η κα DXXXX παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

Ως εκτίθεται στην Ένσταση, η οποία καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτο δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα και η οποία  υποστηρίζεται από σχετικά Τεκμήρια, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Ρωσίας. Αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 5/4/2016. Την 01/07/2016 υπέβαλε αίτηση παραμονής ως επισκέπτρια στο ΤΑΠΜ όπου και της παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι και τις 30/06/2017. Έπειτα, στις 17/07/2017 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας της ως επισκέπτρια η οποία όμως απορρίφθηκε στις 13/6/2018 καθώς δεν προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα που της είχαν ζητηθεί με επιστολές του ΤΑΠΜ ημερομηνίας 14/11/2017 και 16/4/2018. Περί της 09/07/2018 η Αιτήτρια έστειλε επιστολή προς το ΤΑΠΜ ζητώντας όπως ανακληθεί η απορριπτική απόφαση του τμήματος αλλά και να τις δοθεί το δικαίωμα να αποταθεί ως  σύντροφος ευρωπαίου πολίτη με σκοπό να τελειώσει γάμου μαζί του.

Στις 23/08/2018 η Αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 1265/2018. Στις 24/11/18 το ΤΑΠΜ αποδέχτηκε το αίτημα της Αιτήτριας για να αποταθεί για άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια για χρονικό διάστημα 3 μηνών για να τελέσει γάμο με ευρωπαίου πολίτη, αλλά η Αιτήτρια δεν αποτάθηκε για διευθέτηση της παραμονής της και συνέχισε να διαμένει παράνομα στη Δημοκρατία.

Στην συνέχεια η προσφυγή της απορρίφθηκε από το διοικητικό δικαστήριο στις 30/3/2021. Μετέπειτα με την επιστολή ημερομηνίας 01/12/2023 του Επαρχιακού Κλιμακίου της Λευκωσίας στις 30/11/2023 η Αιτήτρια εντοπίστηκε από  μέλη της αστυνομίας των βρετανικών βάσεων Ακρωτηρίου στο Ακρωτήρι και διαπιστώθηκαν τα πιο πάνω. Ως εκ τούτου συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της κυπριακής δημοκρατίας. Η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής: ΥΑΜ) ενημερώνει ότι έγιναν έλεγχοι  στο σύστημα της αστυνομίας όπως και στο FIND  αλλά και στις ηλεκτρονικές βάσεις της INTERPOL και Εuropol χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε. Στη συνέχεια η ΥΑΜ με επιστολή της εισηγήθηκε την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης καθώς η Αιτήτρια δεν είχε σταθερό τόπο διαμονής, λόγω μη ύπαρξης δεσμών με τη δημοκρατία, μη συμμόρφωσης με απορριπτική  απόφαση του ΤΑΠΜ και της  απροθυμίας της να επαναπατριστεί. Ως εκ τούτου εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης δύναμη του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεις Νόμου ημερ. 01/12/2023 καθότι παρέμεινε στην δημοκρατία παράνομα από τις 20/7/2018 όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης της από τη δημοκρατία και, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (άρθρο 18 ΠΣΤ (1) (α)  του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου) δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και είναι αρνητική στον επαναπατρισμό της, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 Στις 5/12/2013 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για Διεθνή Προστασία. Στις 12/12/2013 αρμόδιος λειτουργός μετανάστευσης ετοίμασε σημείωμα ως εισήγηση στο οποίο περιέχεται το προφίλ της Αιτήτριας τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα ασύλου της , ανάλυση περί κινδύνου διαφυγής, καθώς και εισήγηση περί ακύρωσης του διατάγματος κράτησης ημερ. 01/12/2023, περί έκδοσης νέου διατάγματος κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2) (δ) του Περί Προσφύγων Νόμου. Γίνετε επίσης εισήγηση περί αναστολής του διατάγματος απέλασης ημερ. 01/12/2023 μέχρι την απόφαση τη Υπηρεσίας Ασύλου επί του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας. Στις 14/12/2023 η αρμόδια Ανώτερη Λειτουργός κα Π.Φ. κατόπιν έγκρισης του σημειώματος /εισήγηση ημερ. 12/12/2023 αποφάσισε και έκδωσε νέο διάταγμα κράτηση ημερ. 14/12/2023 δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ(2) του Περί Προσφύγων Νόμου το οποίο αποτελεί και το επίδικο διάταγμα το οποίο αποτελεί και το επίδικο διάταγμα.

Το Αίτημα της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε στις 20/12/2023. Εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης η Αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή με Αριθ. 4850/2023 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Όπως προκύπτει  από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ως προς τα στοιχεία που έλαβαν υπόψη τους οι Καθ’ων η αίτηση πριν προχωρήσουν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος (δες σημείωμα της κα Στέφανη Χρίστου προς την Αν. Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, ημερ. 14/12/2023, κυανό 271), διαφαίνεται ότι οι Καθ’ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη το μεταναστευτικό ιστορικό της Αιτήτριας, ότι δηλαδή εισήλθε στη Δημοκρατία με προσωρινή άδεια παραμονής ως επισκέπτρια στις 05/04/2016. Στη συνέχεια υπέβαλε ξανά σχετική άδεια παραμονής ως επισκέπτρια η οποία ανανεώθηκε μέχρι και τις 30/06/2017. Στις 17/7/2017 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας παραμονής της η οποία απορρίφθηκε στις 13/06/2018 καθώς δεν προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα τα οποία της είχαν ζητηθεί με επιστολές του ΤΑΠΜ στις 14/11/2017 και 16/04/2018. Στις 09/07/2018 η Αιτήτρια έστειλε επιστολή προς το ΤΑΠΜ ζητώντας όπως ανακληθεί η απόφαση του ΤΑΠΜ αλλά και να της δοθεί το δικαίωμα όπως αποταθεί ως σύντροφος Ευρωπαίου Πολίτη με σκοπό να τελέσει γάμο μαζί του. Στις 23/08/2018 η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή με αριθμό 1265/2018. Στις 24/10/2018 το ΤΑΠΜ αποδέχθηκε το αίτημα της να αποταθεί για άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτρια για χρονικό διάστημα τριών μηνών για να τελέσει γάμο με Ευρωπαίο Πολίτη αλλά αυτή δεν αποτάθηκε για διευθέτηση  της άδειας παραμονής της και συνέχισε να διαμένει παράνομα στην Δημοκρατία. Έπειτα και η προσφυγή της απορρίφθηκε από το Διοικητικό δικαστήριο στις 30/03/2021, η οποία όμως δεν της έδινε δικαίωμα παραμονής. 

Στην συνέχεια η Αιτήτρια εντοπίστηκε από  μέλη της αστυνομίας των βρετανικών βάσεων Ακρωτηρίου στο Ακρωτήρι και διαπιστώθηκαν τα πιο πάνω. Ως εκ τούτου συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της κυπριακής δημοκρατίας. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι έγιναν έλεγχοι στο σύστημα της αστυνομίας όπως και στο FIND  αλλά και στις ηλεκτρονικές βάσεις της Interpol και Εuropol χωρίς να εντοπιστεί οτιδήποτε. Στη συνέχεια η ΥΑΜ με επιστολή της  εισηγήθηκε την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης καθώς δεν είχε σταθερό τόπο διαμονής και λόγω μη ύπαρξης δεσμών με τη δημοκρατία, μη συμμόρφωσης με απορριπτική  απόφαση του ΤΑΠΜ και της  απροθυμίας της να επαναπατριστεί. Ως εκ τούτου εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεις Νόμου ημερ. 01/12/2023 καθότι παρέμεινε στην δημοκρατία παράνομα από τις 20/7/2018 όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης της από τη δημοκρατία και, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (άρθρο 18 ΠΣΤ (1) (α)  του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου) δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και είναι αρνητική στον επαναπατρισμό της, αξιολογήθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

Ως προς το αίτημα της για διεθνή προστασία, οι Καθ’ ων έλαβαν υπόψιν τα ως ανέφερε στην αίτηση της για άσυλο, ότι δηλαδή προσπάθησαν να τη δολοφονήσουμε με δηλητηρίαση και ότι υπάρχει ένταλμα για να την δολοφονήσουν από την ομοσπονδιακή αστυνομία της Ρωσίας. Η ίδια αναφέρει ότι έδωσε πληροφορίες στις  κυβερνήσεις του Ηνωμένου βασιλείου και της Ουκρανίας. Περαιτέρω αναφέρει ότι διώκεται και παρακολουθείτε από την Ρωσική FSB στην Κύπρο από τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2023 και ότι έδωσε φωτογραφίες στην αστυνομία της Κύπρου τον Νοέμβριο του 2023 με 6 αξιωματικούς  της FSB. Οι Καθ’ων έλαβαν υπόψη τα όσα ανέφερε κρίνοντας ωστόσο ότι αυτά δεν έχουν συνοχή και ότι υπέβαλε αίτημα ασύλου καταχρηστικά προκειμένου να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την απέλαση της καθώς είχε αρκετό χρόνο να υποβάλλει αίτημα ασύλου από την ημερομηνία που αφίχθηκε στην Δημοκρατία εντούτοις αυτή υπέβαλε όταν συνελήφθηκε. Από το μεταναστευτικό ιστορικό της Αιτήτριας οι Καθ’ων  διαπιστώσαν  ότι ήδη είχε την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία για απόκτηση καθεστώς διεθνούς προστασίας, αντ’ αυτού και ενώ της είχε δοθεί το δικαίωμα να διευθετήσει την παραμονή της 2018, αυτή δεν το έπραξε και συνέχισε να παραμείνει παράνομα στη δημοκρατία ώσπου και συνελήφθηκε στις 30/11/2023, δηλαδή μετά από περίπου πέντε χρόνια παράνομης παραμονής.

Αναφορικά με τον κίνδυνο διαφυγής, οι Καθ’ων έλαβαν υπόψη την μη συμμόρφωση της με προηγούμενη απόφαση επιστροφής. Την προηγούμενη εξαφάνιση της, καθότι η Αιτήτρια δεν αναχώρησε αλλά ούτε διευθέτησε την παραμονή της και συνέχισε να διαμένει παράτυπα στην Δημοκρατία από τις 20/07/2018 και εφόσον παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης της από την Δημοκρατία. Τέλος, την μη συμμόρφωση της με απόφαση επιστροφής. Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, οι Καθ’ων έκριναν επίσης ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, εισηγούνται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημερ. 01/12/2023 και έκδοση εκ νέου διατάγματος κράτησης  στην βάση του  Άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του Περί Προσφύγων Νόμου έως ότου αποφανθεί η Υπηρεσία Ασύλου. Επίσης, εισηγούνται και την αναστολή του διατάγματος απέλασης ημερ. 01/12/2023 μέχρι να αποφανθεί η Υπηρεσία Ασύλου.

Από την ανάγνωση του λεκτικού, του ως άνω διατάγματος, αλλά και από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι αναφέρονται δεόντως οι νομικοί λόγοι, για τους οποίους η Αιτήτρια τέθηκε υπό κράτηση. Περιέχονται σε αυτήν τόσο οι νομοθετικές διατάξεις όσο και τα συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η τελική κρίση της Διοίκησης για τους οποίους θεωρήθηκε ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)], αλλά και των λόγων που οδήγησαν στην κράτηση της, αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων.

Αποτελεί βεβαίως νομολογιακή αρχή και ισχύει περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999), ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης, δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. (βλέπε αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175). Εντούτοις, αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από τον διοικητικό φάκελο, να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο.

Δεν είναι καταρχήν έργο του Δικαστηρίου, η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης, αναφορικά με το τί θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης, έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων, αν προκύπτει από αυτό, τί ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο, όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές ως προς τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα, όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή, καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς, συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής  πράξης. (Βλ. Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9, Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας,  και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης διοικητικού δικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, όπως αυτά περιεγράφηκαν ανωτέρω, μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., , Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ).

Το κατά πόσο δε η προσβαλλόμενη πράξη είναι επί της ουσίας αυτής ορθή, κατόπιν στάθμισης της αναλογικότητας, αναγκαιότητας και ελέγχου της συμβατότητας της με το Ενωσιακό Δίκαιο και σχετική νομολογία Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), θα κριθεί πιο κάτω και υπό τις παραμέτρους που εξηγούνται, κατά την εξέταση αυτής επί της ουσίας. Στα πλαίσια δε της στάθμισης αυτής, θα κριθεί και το αν είναι υπό τις περιστάσεις ή όχι το καταλληλότερο μέτρο, αντί της επιβολής εναλλακτικών μέτρων, στην περίπτωση βεβαίως που υπάρχουν στοιχεία στον διοικητικό φάκελο, που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη. 

Σχετικά με την έκταση και τη φύση του ελέγχου που εξασκεί το Δικαστήριο, αναφορικά με υποθέσεις ως η παρούσα, είναι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση στην υπ. αρ. ΔΚ34/20, GS. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημ.05/10/20, εκ της οποίας κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα:

«Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, ημ.05/06/2014 (στο εξής η υπόθεση Mahdi) επί προδικαστικού ερωτήματος, η οποία αφορούσε κράτηση δυνάμει της οδηγίας 2008/115/ΕΚ κατά την διαδικασία επιστροφής παρανόμως διαμένοντων, λέχθηκε στη σκέψη 62, ότι «δικαστική αρχή αποφαινόμενη επί αιτήματος παρατάσεως κρατήσεως πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε κρίσιμου πραγματικού και νομικού στοιχείου για να προσδιορίσει αν δικαιολογείται παράταση της κρατήσεως, λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων που εκτίθενται στις σκέψεις 58 έως 61 της παρούσας αποφάσεως, πράγμα το οποίο απαιτεί εξέταση σε βάθος των πραγματικών στοιχείων της κάθε υποθέσεως.». Στην σκέψη 64 της Mahdi (ανωτέρω), αναφέρεται ότι «η δικαστική αρχή είναι αρμόδια να στηριχθεί σε πραγματικά περιστατικά και σε αποδεικτικά στοιχεία που εκθέτει ή προσκομίζει η διοικητική αρχή με πρωτοβουλία της οποίας ζητήθηκε η δικαστική παρέμβαση, καθώς και σε πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά στοιχεία και παρατηρήσεις που ενδεχομένως προβάλλονται ενώπιόν της κατά τη διαδικασία αυτή.». Δεν μου διαφεύγει ότι η απόφαση Mahdi, αφορά σε εξέταση αιτήματος παρατάσεως της κρατήσεως που προβλεπόταν από το εθνικό δίκαιο της Βουλγαρίας, όμως δεν βλέπω λόγο να μην τυγχάνει γενικής εφαρμογής επί κάθε παρόμοιας υπόθεσης, κατά την οποία κρίνεται η νομιμότητα διοικητικής κράτησης αιτητών, ιδίως από τη στιγμή που το σκεπτικό της υιοθετείται πλήρως και από την απόφαση που αναφέρω αμέσως πιο κάτω και η οποία ερμηνεύει τα επίδικα άρθρα της οδηγίας 2013/33/ΕΕ.

Στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ (Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως) στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-924/19PPU και C-925/19PPU FMS, FNZ [C-924/19PPUSASA junior [C-925/19PPU], ημ.14/05/2020 (στο εξής η υπόθεση FMS), αναφέρει στην σκέψη 289, ότι το άρθρο 9 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, υλοποιεί «στον συγκεκριμένο τομέα το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 140 της παρούσας απόφασης, το εν λόγω άρθρο 47 αρκεί αφεαυτού και δεν χρήζει διευκρινίσεων από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή του εθνικού δικαίου προκειμένου να απονείμει στους ιδιώτες δικαίωμα δυνάμενο να προβληθεί αυτό καθεαυτό. Σημειώνεται ότι ο «Χάρτης» που αναφέρει το ανωτέρω απόσπασμα, είναι ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ο Χάρτης). Περαιτέρω, στην σκέψη 293 της υπόθεσης FMS, αναφέρεται ότι «το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει, είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης, είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C-146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή, μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Η  ανωτέρω δεσμευτική νομολογία του ΔΕΕ, ειδικώς επί διαταγμάτων κράτησης Αιτητών διεθνούς προστασίας, ως εκφράζεται από την απόφαση FMS (ανωτέρω), με αναφορά στην απόφαση Mahdi (ανωτέρω), σκέψη 62, και ιδωμένη υπό το φως της ερμηνείας του άρθρου 9 (3) της οδηγίας 2013/33/ΕΕ - του οποίου μεταφορά στο εθνικό δίκαιο αποτελεί το επίδικο άρθρο 9ΣΤ του Νόμου - και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθιστά σαφές, ότι στην παρούσα διαδικασία το Δικαστήριο κέκτηται όχι μόνο της εξουσίας να ασκήσει ουσιαστικό έλεγχο της προσβαλλόμενης πράξης, αλλά και όταν τούτο κριθεί απαραίτητο στη βάση των στοιχείων που έχει ενώπιον του,  «[.] να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση, την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση [.]» (βλ. σκέψη 293, της απόφασης FMS, ανωτέρω) και περαιτέρω, να επιβάλει εναλλακτικά της κράτησης μέτρα όταν και όπου, «[.] ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.».

Επί υποθέσεων ως η παρούσα λοιπόν, θεωρώ ότι η εξέταση του ενδεχόμενου επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, εμπεριέχει και το αυτονόητο, ήτοι την επικύρωση της πράξης όταν, κατά τον έλεγχο της υπόθεσης επί της ουσίας αυτής και τη στάθμιση στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας, υπό το πρίσμα και της περί τούτου νομολογίας του ΕΔΑΔ και ΔΕΕ, προκύπτει ότι πράγματι η κράτηση είναι το μόνο ενδεδειγμένο μέτρο υπό τις περιστάσεις.

Δια τούτο, προχωρώ σε εκτίμηση των περιστάσεων που αφορούν την Αιτήτρια και κατά πόσο από αυτές μπορεί να εξαχθεί κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης, αν η κράτηση της μπορεί να θεωρηθεί υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη, σύμφωνη με τις ως άνω αρχές, το Ενωσιακό Δίκαιο, την εθνική νομοθεσία και την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ΔΕΕ και ΕΔΑΔ.

Σχετικά με τούτο, είναι τα όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, με τίτλο «ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ ΑΣΥΛΟ», όπου στην παρ.19 λέγεται ότι:

«Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων, μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»

 

Περαιτέρω καθοδήγηση, μπορεί να ληφθεί και από την αιτιολογική σκέψη 15 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου αναφέρεται ότι, «[.] η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης [.]», οι οποίες δεν μπορεί να είναι άλλες από τις περιοριστικά απαριθμούμενες στο άρ.8 (3) περιπτώσεις, όπου επιτρέπεται η κράτηση Αιτητή, υπό τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο αρ.9 της ίδιας Οδηγίας.

Επίσης βοηθητικό για την ερμηνευτική προσέγγιση του λεκτικού, του αρ.9Στ(2)(δ), είναι και το πιο κάτω απόσπασμα, από την απόφαση του ΔΕΕ C-534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, ημ.30/5/2013, η οποία εξέτασε την αλληλεπίδραση μεταξύ της οδηγίας 2005/118/ΕΚ, που αφορά επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και των οδηγιών (επαναδιατύπωση), των οποίων είναι οι 2013/33/ΕΕ και 2013/32/ΕΕ.

«58. Συγκεκριμένα, εθνική διάταξη που επιτρέπει, υπό τέτοιες συνθήκες, τη διατήρηση της κρατήσεως του αιτούντος άσυλο είναι συμβατή προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/85, εφόσον η κράτηση αυτή δεν προκύπτει από την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, αλλά από τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος αυτού πριν και κατά την υποβολή της αιτήσεως αυτής.

59. Περαιτέρω, στον βαθμό που η διατήρηση της κρατήσεως φαίνεται ότι υπό παρόμοιες συνθήκες είναι αντικειμενικώς αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο ο ενδιαφερόμενος να αποφύγει οριστικά την επιστροφή του, η διατήρηση αυτή επιτρέπεται επίσης δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/9.

60. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, καίτοι η οδηγία 2008/115 είναι προσωρινώς ανεφάρμοστη κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας εξετάσεως της αιτήσεως ασύλου, τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ως εκ τούτου θα τερματιζόταν οριστικά η διαδικασία επιστροφής, καθόσον αυτή μπορεί να συνεχιστεί σε περίπτωση που θα απορριπτόταν η αίτηση ασύλου. Όπως όμως επισήμαναν η Τσεχική, η Γερμανική, η Γαλλική και η Σλοβακική Κυβέρνηση, θα θιγόταν ο σκοπός της οδηγίας αυτής, ήτοι η αποτελεσματική επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, αν ήταν αδύνατο στα κράτη μέλη να αποφύγουν, υπό συνθήκες όπως αυτές που εκτέθηκαν στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος, με την υποβολή αιτήσεως ασύλου, να επιτυγχάνει αυτομάτως την απόλυσή του (βλ., κατ' αναλογία, απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2011, C-329/11, Achughbabian, Συλλογή 2011, σ. Ι-12695, σκέψη 30).»

(Υπογράμμιση από τον γράφοντα)

Συνεπώς, τα γεγονότα και η συμπεριφορά του Αιτητή πριν αλλά και κατά την υποβολή της αιτήσεως ασύλου, μπορούν να στηρίξουν εύλογα συμπέρασμα, κατά πόσο «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)]. Επιπροσθέτως, θα ήταν αντινομικό, ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής, να μπορούσε, με δεδομένο ότι το σχετικό διάταγμα απέλασης τελεί υπό αναστολή και δεν ακυρώθηκε, να πετυχαίνει την άνευ ετέρου και αυτομάτως απόλυσή του, σε περίπτωση που υποβάλλει αίτηση ασύλου.

Εκ του περιεχομένου του φακέλου, ως ανωτέρω καταγράφεται και με δεδομένο ότι η άδεια παραμονής της Αιτήτριας παρήλθε από τις 13/06/2018, δεν φαίνεται να έπραξε αναλόγως, προκειμένου να ανανεώσει την άδεια παραμονής της μετά την λήξη της, ή έστω,  να υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία. Αντ' αυτού, η Αιτήτρια συνέχισε να διαμένει στην Δημοκρατία, ώσπου τυχαία, εντοπίστηκε από την αστυνομία των βρετανικών βάσεων, όπου και διαπιστώθηκε ότι διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία για διάστημα περίπου 5 χρόνων, δηλαδή από τον χρόνο που έληξε η άδεια παραμονής που είχε.

Οι επαναλαμβανόμενες αναφορές της Αιτήτριας περί πρόθεσης γάμου με Άγγλο υπήκοο ή και ότι συμβιώνει με Άγγλο υπήκοο δεν προκύπτουν από τον Διοικητικό φάκελο. Η Αιτήτρια δεν κατέθεσε οποιαδήποτε αίτηση σε κάποια αρμόδια αρχή, ήτοι στην παρούσα περίπτωση το ΤΑΠΜ, που να αποδεικνύει ότι ευρίσκετε σε διαδικασία νομιμοποίησης της παραμονής της στην Δημοκρατία ως συμβία ή και ως σύζυγος Άγγλου υπήκοο ως αυτή εκτενώς ισχυρίστηκε κατά την παρούσα διαδικασία. Ούτε οι επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί της περί συνεχιζόμενης προσπάθειας της να νομιμοποιήσει την παραμονή της προκύπτουν από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου ως εκ τούτου οι εν λόγω ισχυρισμοί  απορρίπτονται ως ατεκμηρίωτοι. Εξάλλου και ως αυτή παραδέχτηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν είναι παντρεμένη.  Αντιθέτως αυτό που προκύπτει είναι ότι η Αιτήτρια ζήτησε από το ΤΑΠΜ να ανακαλέσει την απορριπτική του απόφαση του το 2017 αναφορικά με την αίτηση της για ανανέωση της άδειας παραμονής της ως επισκέπτρια  με σκοπό να τελέσει γάμο με Άγγλο υπήκοο, κάτι το οποίο έπραξε το ΤΑΠΜ  στις 24/10/2018 δίνοντάς της περιθώριο 3 μηνών να προβεί στις δέουσας ενέργειες  ωστόσο αυτή δεν το έπραξε και συνέχισε να παραμένει παράτυπα στην Δημοκρατία.

Αναφορικά με την πρόθεση της να καταχωρήσει αίτηση διεθνούς προστασίας  παρατηρώ ότι και παρά το ότι διαμένει στην Δημοκρατία από το 2016, δεν προχώρησε σε καταχώρηση οποιασδήποτε αίτησης για Διεθνή Προστασία αντιθέτως συνέχιζε να διαμένει παράνομα ενώ υπέβαλε μετά την σύλληψή της. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της ότι τα προβλήματα της ξεκίνησαν κατά ή περί το 2023 και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να υποβάλλει προηγουμένως σχετικό αίτημα άσυλου, αυτοί απορρίπτονται καθότι αποδεικνύουν πρωτίστως ότι η Αιτήτρια γνώριζε για την παράτυπη παραμονή της στην Δημοκρατία κατά τα προηγούμενα έτη, και δεύτερον αποδεικνύουν ότι υπέβαλε αίτημα μετά την σύλληψη της καταχρηστικά προκειμένου να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την απέλαση της. Η Αιτήτρια είχε άπλετο χρόνο να υποβάλλει αίτημα για διεθνή προστασία κατά τα προηγούμενα έτη κάτι το οποίο όμως δεν έπραξε παρά μόνο όταν συνελήφθηκε. Ακόμη, οι ισχυρισμοί της περί πρόθεσης της να υποβάλλει αίτημα ασύλου στις Αγγλικές Βάσεις και όχι στην Κυπριακή Δημοκρατία καθότι και όπως αναφέρει διώκεται από την Κυπριακή Δημοκρατία ως αιτιολογία  και για αυτό δεν υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας στην Δημοκρατία επίσης απορρίπτονται. Αρμόδια αρχή εξέτασης αιτημάτων Διεθνούς Προστασίας στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι η Υπηρεσία Ασύλου και όχι οποιαδήποτε άλλη αρχή λαμβανομένου ότι η Αιτήτρια εισήλθε και διέμενε στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Τέλος και αναφορικά με τον κίνδυνο διαφυγής, παρατηρώ ότι κατά την ακροαματική διαδικασία η Αιτήτρια ρωτήθηκε ως προς τον τόπο διαμονής της  και αυτή ανέφερε διεύθυνση διαφορετική από αυτή που είναι καταχωρημένη στο σύστημα του ΤΑΠΜ στοιχείο το οποίο προϋποθέτει πρόθεση να μην εντοπιστεί από τις αρχές. Ερωτηθείσα γιατί δεν ενημέρωσε της αρχές για την αλλαγή της διεύθυνσης της αυτή ανέφερε ότι η Καθ’ων ενημερώθηκαν για την αλλαγή διεύθυνσης μέσω της προσφυγής που κατέθεσε. Δεν μπορώ να δεχθώ την εν λόγω αιτιολόγηση πρωτίστως γιατί κοινοποίηση της διεύθυνσης παραμονής αιτητή και οποιαδήποτε αλλαγή αυτής στις αρμόδιες διοικητικές αρχές αποτελεί ευθύνη και υποχρέωση του αιτητή και δεν μπορεί να επωφεληθεί με οποιοδήποτε τρόπο από τις παραλείψεις του. Επιπλεόν φρονώ ότι η καταχώρηση προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δεν επιφέρει ανασταλτικό αποτέλεσμα συνεπώς δεν υπάρχει και το δικαίωμα παραμονής. Ο Νόμος δεν της δίδει δικαίωμα παραμονής απλά επειδή έχει καταχωρήσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση παρατηρώ ότι δόθηκε χρόνος στην Αιτήτρια να νομιμοποιήσει την παραμονή της το 2018 κάτι όμως που δεν έπραξε ενώ συνέχιζε να διαμένει παράνομα στην Δημοκρατία και μετά την λήξη της προθεσμίας των τριών μηνών χρόνος που της δόθηκε ώστε να νομιμοποιήσει την παραμονή της. Επιπλεόν η προσφυγή της κατά της απόφασης του ΤΑΠΜ ολοκληρώθηκε το 2021 όπου και εκδόθηκε σχετική απόφαση κατά της Αιτήτριας και χωρίς αυτή και πάλι να προβεί και πάλι σε οποιαδήποτε διαδικασία νομιμοποίησης της παραμονής της.

Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι το προφίλ της Αιτήτριας δεν δεικνύει άτομο νομοταγές, αλλά πρόσωπο που προσπαθούσε να διαφύγει από την Δημοκρατία ως εκ τούτου φρονώ ότι εύλογα κατέληξαν η Καθ’ων στο συμπέρασμά ότι η Αιτήτρια προέβη σε καταχώριση αιτήσεως ασύλου με σκοπό να καθυστερήσει την διαδικασία απομάκρυνση της. Ενόψει των ως άνω γεγονότων, εύκολα μπορεί να συναχθεί το ασφαλές συμπέρασμα, ότι το παράνομο της παραμονής της στη Δημοκρατία, ήταν γνωστό στην ίδια από το 2018 όπου και εξέπνευσε η προθεσμία που της είχε δοθεί για  νομιμοποίηση της παραμονής της  και ότι σε κάθε περίπτωση όφειλε να γνωρίζει, αφού κατείχε τα σχετικά στοιχεία για να αντιληφθεί, ότι η παραμονή της κατέστη παράνομη μετά τις 24/10/2018 όπου και της δόθηκε χρόνος τριών μηνών να διευθετήσει την παραμονή της κάτι το οποίο όμως δεν έπραξε.

Η όλη συμπεριφορά της Αιτήτριας, σε συνδυασμό με το ότι, ποτέ στον χρόνο που διέρρευσε από την είσοδο της στη Δημοκρατία, το 2016, μέχρι και την κίνηση διαδικασιών για την απομάκρυνση της από την Δημοκρατία, δεν υπέβαλε αίτηση για χορήγηση διεθνούς προστασίας, λαμβανομένου υπόψη επίσης και του ότι, δεν προβλήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας ισχυρισμός ότι στερήθηκε πριν την απόφαση, την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι πιστεύω αρκετό για να καταδείξει ότι «υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής» [9ΣΤ(2)(δ)]. Σημειώνεται ότι η Αιτήτρια ανέφερε ρητά δια μέσου της γραπτής της αγόρευσης αλλά και ενώπιον του Δικαστήριού ότι δεν είχε πρόθεση να υποβάλλει αίτημα διεθνούς προστασίας στην Κυπριακή Δημοκρατία αλλά κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σχετικά δε με την καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, είναι και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση της αδελφής δικαστού Χ. Μιχαηλίδου, όπου στην απόφαση επί της αιτήσεως αρ.ΔΚ24/20, BG. και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών, ημ.27/07/20, λέχθηκε ότι:

«Είναι σημαντικό να επισημανθεί, πως κάθε αιτητής ασύλου θα πρέπει να υποβάλλει το αίτημά του το συντομότερο δυνατόν και δεν θα πρέπει να καθυστερεί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να υποβάλει την αιτησή του.  Όπως έχει κατ' επανάληψην αποφασιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, η ταχύτητα με την οποία υποβάλλονται οι αιτήσεις ασύλου, είναι ένδειξη της γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει ο αιτητής (βλ. Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.3.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 8.5.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.2.2011.) 

Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη, σε συνδυασμό με την συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο και για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης, έχει σημασία για την ατομική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του αιτητή.» 

 

Τονίζεται ότι η αμεσότητα υποβολής αιτήματος ασύλου, είναι κριτήριο που απαντάται και στο αρ.7  αλλά και στο άρ.12Δ (4) (η) του Περί Προσφύγων Νόμου, όπου στο μεν πρώτο, απαλλάσσει τον Αιτητή από τυχόν ποινικές κυρώσεις για την παράνομη είσοδο ή διαμονή του και στο μεν δεύτερο - ενδεικτικό της δικαιολογημένης δυσπιστίας προς Αιτητή που προσέρχεται με καθυστέρηση για να υποβάλει το αίτημα του - επιτρέπει την ταχύρρυθμη εξέταση της αιτήσεώς του.

Σημειώνω εδώ, ότι στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, δεν είναι απαραίτητο να εξαχθεί εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα αναφορικά με την βασιμότητα του αιτήματος ασύλου που υπέβαλε η Αιτήτρια, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προβάλλει. Τούτο διότι, το λεκτικό της σχετικής διάταξης του Νόμου, δε συναρτά τα εκεί αναφερόμενα «αντικειμενικά κριτήρια» απαραιτήτως με την, έστω εκ πρώτης όψεως, κρίση επί της διαφαινόμενης γνησιότητας ή  και βασιμότητας του αιτήματος διεθνούς προστασίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, αφού αυτό θα κριθεί στην σχετική με τούτο διοικητική και/ή δικαστική διαδικασία εξέτασης της αίτησής της.

Το αν δε, κατά τον χρόνο της εξέτασής της , η  αίτηση διεθνούς προστασίας κριθεί, είτε από την αρχή, είτε από το Δικαστήριο βάσιμη, δεν αναιρεί αναδρομικά την ύπαρξη κατά τον χρόνο εξέτασης του διατάγματος κράτησης, της ύπαρξης «βάσιμων λόγων» που απαιτεί η οικεία νομοθεσία ως ανωτέρω αναλύεται. Είναι για αυτόν τον λόγο, θεωρώ, που το σχετικό άρθρο θέτει την αμεσότητα της υποβολής αίτησης, ως στοιχείο που μπορεί να ληφθεί υπόψη για την -στο μέτρο του δυνατού-, αντικειμενικά τεκμηριωμένη πιθανολόγηση, επί της αλλότριας σκοπιμότητας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Είναι ακριβώς αυτή την εύλογη υπό τις εκάστοτε περιστάσεις πιθανολόγηση, που εκφράζει η φράση «βάσιμοι λόγοι να θεωρείται» στο επίδικο άρθρο.

Τα ως άνω συμπεράσματα, υιοθετήθηκαν και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου MONDEKE v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ, ΑΝ.ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, ΄Εφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αρ.43/2021, 20/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A15 όπου αναφέρθηκε μεταξύ άλλων:

«Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης και εύλογα και θεμιτά.  Ο χρονικός συσχετισμός ενεργειών του Eφεσείοντα, ανάλογα με αιτήματά του που αποτύγχαναν, ειδικότερα την προσφυγή σε αίτημα ασύλου μόνο μετά τα ως άνω γεγονότα, μπορούσε να οδηγήσει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, ορθά κρίθηκε από το διοικητικό όργανο πως υφίστανται λόγοι, ότι υπέβαλε την αίτηση του με σκοπό την καθυστέρηση ή την παρεμπόδιση της απέλασης του από τη Δημοκρατία. (Βλ. C-534/11, Arslan v. Policie CR, 30.5.2013 και C-186/21 PPU, J.A. v. Republika Slovenija, 3.6.2021). Δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτη συνήγορο του εφεσείοντα ότι, το Δικαστήριο υπεισήλθε στο θέμα ουσίας του αιτήματος ασύλου, ούτε ότι ενήργησε με επιδερμική αντίληψη των πραγμάτων.  Η δε αναφορά της πλευράς του εφεσείοντα, στη σημασία του ότι προέρχεται από μια χώρα που δεν έχει χαρακτηριστεί ασφαλής, με βάση τη σχετική ΚΔΠ225/2021, το περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένεια Διάταγμα του 2021, δεν μπορεί να αναχθεί βεβαίως, ως η εισήγηση, σε δημιουργία τεκμηρίου γνησιότητας του αιτήματος ασύλου.

Επιπλέον, χωρίς να προδικάζεται η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί της αίτησης της, παρατηρώ ότι το αίτημα της Αιτήτριας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου πρωτοβάθμια και τώρα εκδικάζεται η Προσφυγή της στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Εν πάση περίπτωση, ακόμη και εάν όντως η ζωή της κινδύνευε σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, τότε προκύπτει ευλόγως το ερώτημα, γιατί η Αιτήτρια δεν προέβη στα απαραίτητα διαβήματα, για να αιτηθεί παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας από τη στιγμή εισόδου του στη Δημοκρατία ή ακόμη και σε μεταγενέστερο στάδιο.  Η ολιγωρία της αυτή, θέτει υπό λογική αμφισβήτηση τη μη γνησιότητα του αιτήματός της.  Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια προέβη στο εν λόγω διάβημα, μόνο μετά τη σύλληψη και κράτησή της, λόγω της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία και αφού της επεξηγήθηκαν τα δικαιώματα της.

Συνάγεται αβίαστα από τη συμπεριφορά της Αιτήτριας, ότι  αυτή δεν υπέβαλε την αίτηση για απόκτηση καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας άμεσα, ούτε είχε πρόθεση να υποβάλει αυτήν, εάν δεν συλλαμβάνετο για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης διαμονής στη Δημοκρατία.  Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται εύλογα και από το γεγονότα εντός του διοικητικού φακέλου, καθώς η Αιτήτρια εισήλθε στην Δημοκρατία με άδεια επισκέπτη στην συνέχεια της δόθηκε άδεια όπως τακτοποιήσει την παραμονή της από το 2018 κάτι το οποίο δεν έπραξε ενώ υπάρχει αναφορά στην εισήγηση της Αν. Διευθύντριας ότι δεν αναχώρησε αλλά ούτε διευθέτησε την παραμονή της στην Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, διαφαίνεται ότι η μετέπειτα σύλληψη της Αιτήτριας, που αναπόφευκτα ενεργοποίησε τη διαδικασία απέλασης της με την έκδοση των αντίστοιχων διαταγμάτων, ήταν η αιτία που καταχώρησε την αίτηση ασύλου.

Από το πλέγμα των προαναφερθέντων γεγονότων, προκύπτει ότι η αίτηση της Αιτήτριας  για άσυλο δεν είναι γνήσια καθώς από τα αντικειμενικά δεδομένα που παρέθεσα ανωτέρω και τα οποία βρίσκονται εντός των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν, ο μοναδικός λόγος που η Αιτήτρια υπέβαλε την αίτηση ασύλου είναι προς αποφυγή ή/και παρεμπόδιση της επικείμενης απέλασής της, συνεπώς, δικαιολογείται καταρχήν η εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), του Περί Προσφύγων Νόμου.

Σε σχέση τώρα με τη δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθορίζει τα κριτήρια εφαρμογής του.  Από το λεκτικό του προαναφερόμενου άρθρου, προκύπτει με ποιο τρόπο αυτό εφαρμόζεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο από το αρμόδιο όργανο, μετά από ατομική αξιολόγηση και αφού κριθεί ότι στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά της κράτησης μέτρα (βλ. ΔΔΠ 462/19, Μ.Κ. v. Κυπριακή Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/12/2019).

Σύμφωνα με το άρθρο 9 Στ (2) (δ), του Ν. 6 (Ι)/2000, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να διατάξει την κράτηση Αιτητή ασύλου, εάν τεκμηριώσει συγκεκριμένα και αντικειμενικά, κριτήρια τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής επιδιώκει την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης απομάκρυνσής του με απέλαση. 

Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο (ΔΕΕ, C-18/16 KvStagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76).

Η αρχή της αναλογικότητας, απαιτεί όπως υπάρχει απόλυτη ισορροπία μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης στη συγκεκριμένη περίπτωση και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή υπό τις περιστάσεις, την προετοιμασία και/ή απομάκρυνση του Αιτητή.  Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, θεωρείται καίρια εγγύηση έναντι της αυθαιρεσίας των κρατών και υπαγορεύεται η υποχρεωτική εφαρμογή της.  Το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάσει τα εναλλακτικά μέτρα, για να διασφαλίσει με άλλο αποτελεσματικό τρόπο τη μη διαφυγή του Αιτητή, ενώ εκκρεμεί η αίτηση ασύλου σε περίπτωση που αυτό καθίσταται δυνατόν (S.KvRussia, αρ. υπόθεσης 2722/15, ημερομηνίας 14/12/17, σκέψεις 111).

Η άποψη αυτή βρίσκει απήχηση και στην 15η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, όπου μνημονεύεται η κατοχύρωση της αρχής της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας και καταγράφεται ρητώς ότι:

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή, ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, όσον αφορά τόσο τον τρόπο, όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Οι διατάξεις της Οδηγίας και του περί Προσφύγων Νόμου, πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του σκοπού της Οδηγίας, καθώς και σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 15, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αρχής της αναλογικότητας.  Από το άρθρο 9 Στ (2) (δ), διαφαίνεται πως πρέπει να προκύπτει η αναγκαιότητα της εφαρμογής του άρθρου αυτού, από την ατομική συμπεριφορά του αιτητή ασύλου. 

Στην απόφαση του ΔΕΕ C‑ 534/11, Mehmet Arslan v. Policie CR, Kragskeημερομηνίας 30/5/2013, αποφασίστηκε ότι η Οδηγία Επιστροφής 2008/115/ΕΚ, δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση υπηκόου τρίτης χώρας που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, εκτός εάν «η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή ακόμη και να υπονομεύσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ' αυτού.  Επιβάλλεται η διαπίστωση, ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου, ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.» (βλ. παράγραφος 57, από την απόφαση Mehmet Arslan ανωτέρω). 

Διευκρινίζεται βέβαια στην παράγραφο 58 της προαναφερόμενης απόφασης, ότι η κράτηση δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της αίτησης ασύλου, αλλά θα πρέπει να προκύπτει από περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του Αιτητή, πριν και κατά την υποβολή της αίτησης, πράγμα που προκύπτει από το ιστορικό της παρούσας υπόθεσης.

Επομένως, η εφαρμογή του άρθρου 9 Στ (2) (δ), καθορίζει τα εξής κριτήρια: (α) κράτηση στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής, δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης, πράγμα που πληρείται στην παρούσα υπό εξέταση περίπτωση, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και (β)  να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους, ότι ο Αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Κρίνω ότι υπάρχουν στην υπό εξέταση περίπτωση, για τους λόγους που θα επεξηγήσω πιο κάτω.

Θα πρέπει να αναφερθεί επίσης πως, στις Κατευθυντήριες Οδηγίες σχετικά με τα εφαρμοστέα κριτήρια και πρότυπα που αφορούν την κράτηση των αιτούντων άσυλο και εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, της Ύπατης Αρμοστείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες και συγκεκριμένα στην Κατευθυντήρια Οδηγία 4, που φέρει τον τίτλο: Η κράτηση δεν θα πρέπει να είναι αυθαίρετη και κάθε απόφαση κράτησης θα πρέπει να βασίζεται στην αξιολόγηση των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν το συγκεκριμένο άτομο, στην παράγραφο 19, αναφέρονται τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«19. Στα πλαίσια των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι αποφάσεις κράτησης θα πρέπει να βασίζονται σε λεπτομερή και εξατομικευμένη αξιολόγηση της αναγκαιότητας για κράτηση, παράλληλα με την παράθεση ενός νόμιμου σκοπού. Ως προς αυτό, τα κατάλληλα μέσα ελέγχου ή αξιολόγησης θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τους υπεύθυνους για τη λήψη αποφάσεων, ενώ θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις ή ανάγκες συγκεκριμένων κατηγοριών αιτούντων άσυλο (βλέπε Κατευθυντήρια Οδηγία 9). Μεταξύ των παραγόντων που καθοδηγούν τη λήψη αυτών των αποφάσεων, μπορεί να είναι το στάδιο που διανύει η εξέταση της αίτησης ασύλου, ο τελικός προορισμός του αιτούντος, οι οικογενειακοί/κοινωνικοί δεσμοί, η προηγούμενη καλή συμπεριφορά και ο χαρακτήρας του ατόμου, καθώς και ο κίνδυνος φυγής ή η προθυμία και η κατανόηση της ανάγκης για συμμόρφωση.»

Σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Svetlin Lilyanchov Dichev v. Κυπριακή Δημοκρατίας, αρ. , κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει την είσοδο και την παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, με τον μόνο φραγμό να ασκείται καλόπιστα η διακριτική της ευχέρεια, κατευθυνόμενη από τη σχετική με το θέμα νομοθεσία.

Προς τούτο, λαμβάνω υπόψη μου, την ήδη εκφρασθείσα διά της συμπεριφοράς της Αιτήτριας απροθυμία,  να συμμορφωθεί με τους κανόνες που αφορούν τη νομιμότητα διαμονής της, το ότι δεν παρουσιάστηκε αμελλητί στις αρχές και ουδέποτε έδωσε οποιεσδήποτε επαρκείς εξηγήσεις αναφορικά με την παράνομη διαμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθότι από το 2018 ουδέποτε προχώρησε με οποιαδήποτε καταχωρηθείσα αίτηση προς νομιμοποίηση της παραμονής της, όπως επίσης και την απουσία δεσμών με τη Δημοκρατία, που θα μπορούσαν να αμβλύνουν κατά περίπτωση την αναγκαιότητα κράτησης της Αιτήτριας. Όπως επίσης και στο ότι γενικότερα, δεν έπραξε οτιδήποτε για να ανανεώσει την άδεια παραμονής της, αλλά ούτε και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Αντί αυτού, συνέχισε να διαμένει παράνομα στην Κύπρο για μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι τον τυχαίο εντοπισμό της. Επιπρόσθετα την μη ύπαρξη σταθερού τόπου διαμονής, τη μη συμμόρφωση της με την απορριπτική απόφαση του ΤΑΠΜ την απροθυμία της να επαναπατριστεί, σε συνδυασμό με την απουσία ισχυρισμού εκ μέρους της Αιτήτριας, ότι στερήθηκε ευκαιρίας πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, είναι τέτοια, ώστε να καταδειχθεί ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για την κράτησή της.

Τέλος, η παράμετρος της  ύπαρξης του κινδύνου διαφυγής, είναι παράγοντας καθοριστικός στη στάθμιση του καταλληλότερου υπό  τις περιστάσεις μέτρου.  Όπως υποδεικνύει στην απόφασή του στην υπόθεση αρ. Υπόθεση Αρ. 755/2018, A.A.S. ν. Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 29.6.2018 ο Έντιμος Δικαστής κ. Κομωδρόμος:

«[...]η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή». Αυτό λέχθηκε και στην MAGDALIN MENSAH ν. Δημοκρατίας, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε επίσης ότι «στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει».

Στην παρούσα περίπτωση, αυτός βεβαίως ο κίνδυνος δεν εξέλιπε εντός ολίγων ημερών, δηλαδή από το χρόνο έκδοσης του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.3.2018 μέχρι και την έκδοση του επίδικου διατάγματος ημερομηνίας 20.3.2018, αλλά προφανώς και συνέχισε να υφίσταται και κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτά βεβαίως επισημαίνονται, έχοντας ως αφετηρία το, σύμφωνα και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου διαμορφωμένο, δεδομένο ότι το περιεχόμενο του προαναφερθέντος διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 1.3.2018, αποτελεί βεβαίως στοιχείο του διοικητικού φακέλου, υποκείμενο ωσαύτως στην υπό του Δικαστηρίου τούτου αξιολόγηση.».

Εν προκειμένω, παρατηρώ, ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής της Αιτήτριας  εξού και εκδόθηκε το διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Παρατηρώ επίσης ότι η Αιτήτρια δεν έχει οποιουσδήποτε δεσμούς στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, οι αναφορές της ότι συμβιώνει με Άγγλο υπήκοο δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου καθότι ουδέποτε κατά την πολυετή παραμονή της στην Δημοκρατία υπέβαλε αίτηση ως σύζυγος ή και ως αλλοδαπός η οποία συμβιώνει με Άγγλο υπήκοο που θα μπορούσαν να μειώσουν το κίνητρο διαφυγής της. Αντιθέτως  διέμενε παράνομα με δεδομένο ότι το προηγούμενο διάστημα που μεσολάβησε δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς διευθέτηση της άρσης της παράνομης διαμονής της στη Δημοκρατία και παρόλο που γνώριζε ότι βρισκόταν παράνομα. Τέλος  τα στοιχεία για την διεύθυνση διαμονής της σύμφωνα με το μηχανογραφημένο σύστημα είναι διαφορετική από αυτή που δηλώνει στην αίτηση της για διεθνή προστασία. Κρίνω ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή,  όποια άλλα μέτρα και αν λαμβάνονταν, εφόσον η Αιτήτρια αφηνόταν ελεύθερη, τα δεδομένα της υπόθεσης καταδείκνυαν ότι θα εξαφανιζόταν, παραβιάζοντας κάθε όρο που θα είχε τεθεί, μέχρι τη σύλληψη της ξανά, εάν και εφόσον αυτή καθίστατο δυνατή.  Επομένως, το μέτρο της κράτησης ήταν απόλυτα αναγκαίο προς επίτευξη του νόμιμου σκοπού για τον οποίο επιβλήθηκε. 

Υπό τα δεδομένα αυτά, των εξατομικευμένων πραγματικών περιστατικών που διέπουν την υπόθεση της Αιτήτριας, θεωρώ απόλυτα εύλογο να μην εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα λιγότερο περιοριστικά, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο 3 του άρθρου 9ΣΤ, εφόσον είναι εμφανές πως το καταλληλότερο μέτρο ήταν η κράτησή της, εν αναμονή της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για το αίτημά της, η οποία στην περίπτωση που θα ήταν απορριπτική θα έθετε σε εφαρμογή τις διαδικασίες απομάκρυνσης και/ή επιστροφής.  Σκοπός, ο οποίος θα καθίστατο δύσκολος, αν όχι απραγματοποίητος, σε περίπτωση μη λήψης των ενδεδειγμένων μέτρων για εμπόδιση της παράνομης παραμονής της Αιτήτριας στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Εκ του αποτελέσματος της ανωτέρω στάθμισης προκύπτει περαιτέρω, ότι η κράτηση της Αιτήτριας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο εκ του αρ.6 του Χάρτη (ΧΘΔ) και αρ.5 της ΕΣΔΑ προστατευμένο δικαίωμα της Αιτήτριας στην ελευθερία, αφού, από τη στιγμή που κρίνεται ότι είναι αναγκαία και αναλογική ως προς τον  επιδιωκόμενο δια της κράτησης σκοπό - και εφόσον τα κριτήρια που θέτει το επίδικο άρθρο του Νόμου και της Οδηγίας πληρούνται - δεν μπορεί βεβαίως να θεωρείται αυθαίρετη (βλ. απόφαση του ΕΔΑΔ S.K. v. Russia, αρ.52722/15, ημ.14/12/17, παρ.111, καθώς και απόφαση του ΔΕΕ C-18/16 K. v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/17).

Περαιτέρω το ΕΔΑΔ αναφέρει, ότι σημαντικό είναι η απόφαση για κράτηση στα πλαίσια του αρ.5 (1) (στ) της ΕΣΔΑ να γίνεται καλόπιστα, να συνδέεται στενά με τον λόγο κράτησης στον οποίο βασίζεται το κράτος που την επιβάλλει και να γίνεται με επίγνωση του ότι η κράτηση δεν είναι συνέπεια ποινικού αδικήματος, αλλά αφορά υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι συχνά εγκαταλείπουν τις χώρες τους από φόβο για τις ίδιες τους τις ζωές.

Ενόψει και των όσων πιο πάνω αναφέρω σχετικά με τη συμπεριφορά της Αιτήτριας πριν την υποβολή του αιτήματος ασύλου και με δεδομένο ότι το ίδιο το επίδικο αρ.9ΣΤ του Νόμου, ορίζει ρητά το γεγονός ότι η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να υποβάλει αίτηση ασύλου, προτού κινηθούν διαδικασίες επιστροφής και δεν το έπραξε, μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την τεκμηρίωση του λόγου κράτησης.  Δε θεωρώ, ότι έχει υποδειχθεί στα πλαίσια της παρούσας κάτι, το οποίο θα καθιστούσε την κράτηση της  αυθαίρετη και εις παράβαση του αρ.5 της ΕΣΔΑ, ως και ανωτέρω εξηγείται.

Θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί εδώ, ότι είναι φυσικά δεδομένο ότι, από τη στιγμή που η Αιτήτρια τελεί υπό κράτηση, η αίτηση ασύλου της θα πρέπει να εξετάζεται με τη δέουσα ταχύτητα, αφού ως και εκ της πιο πάνω παρατεθείσας νομολογίας προκύπτει, η νομιμότητα της κράτησης της δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση καθυστερήσεις και ενέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί - εξαιτίας της παράτασης της για χρόνο πέραν του απολύτως αντικειμενικώς αναγκαίου για τη δέουσα εξέτασή της - παράνομη και αυθαίρετη. Υπέρ  της ταχύτητας, εξέτασης αιτημάτων ασύλου, εντάσσεται  και πάγια νομολογία των Ευρωπαϊκών Δικαστηρίων, εναποθέτοντας θετική υποχρέωση των αρμόδιων αρχών να εξετάζουν αιτήσεις χορήγησης ασύλου των ενδιαφερομένων προσώπων σε σύντομες προθεσμίες, προκειμένου να περιορίζεται στο μέτρο του δυνατού η κατάσταση ανασφάλειας και αβεβαιότητας, στην οποία βρίσκονται τα πρόσωπα αυτά (M.S.S. κατά Βελγίου και Ελλάδας [GC] αριθ. 30696/09, § 262, 21 Ιανουαρίου 2011)

Όμως σε κάθε περίπτωση, στο εθνικό μας δίκαιο η διάρκεια της κράτησης δεν ελέγχεται στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, αφού παρέχεται στη διάθεση του Αιτητή το ένδικο βοήθημα της αιτήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος habeas corpus, δυνάμει του Άρθρου 155.4 [βλ.αρ,9ΣΤ (7)], δι' αυτόν τον σκοπό. Συνεπώς θεωρώ, ότι οποιαδήποτε εξέταση της παραμέτρου της διάρκειας ή και της αναμενόμενης διάρκειας της κράτησης και των συνεπειών που αυτή ενδεχομένως έχει επί της νομιμότητας και του αυθαίρετου της κρατήσεως, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €600 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ων η Αίτηση.

 

Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο