ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 1004/2020

 

29 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Α.F.

                                                                                                   Αιτητή

 

 -και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                Καθ' ων η αίτηση

 .............................................

 

Αντρεϊ Στ Τυχωνοβ, Δικηγόρος για τον αιτητή

Σίλια Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17/06/2020, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτο το αίτημα του για επανάνοιγμα του φακέλου του.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αλλά και από τους διοικητικούς φακέλους που κατατέθηκαν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος του Ιράν και στις 22/10/2002 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο οποίος καταχωρήθηκε ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο αιτητής δεν προσήλθε στην προγραμματισμένη συνέντευξη στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου στις 27/11/2003.  Ως εκ τούτου, την ίδια ημέρα ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, ο οποίος αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, εφόσον ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε στην υποχρέωση του να παρουσιαστεί ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Ενόψει της εξέλιξης αυτής ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 09/02/2010 αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων με απόφαση της ημερομηνίας 10/05/2011 έκρινε ότι εσφαλμένα η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε όπως διακοπεί η διαδικασία εξέτασης της αίτησης του αιτητή και ως εκ τούτου, να κλείσει το φάκελό του. Συγκεκριμένα, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αποφάσισε όπως αποδεκτή την διοικητική προσφυγή του αιτητή και επανανοίξει ο φάκελός του για να εξεταστεί κατ’ουσίαν το αίτημά του από την Υπηρεσία Ασύλου, εφόσον ο αιτητής άλλαξε διεύθυνση ενημέρωσε τις Αρχές και η επιστολή ενημέρωσης για την προγραμματισμένη συνέντευξη, αποστάλθηκε σε λάθος διεύθυνση (όπως αναφέρεται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων).

 

Ακολούθως, ο αιτητής κλήθηκε με προσωπική επιστολή όπως παρουσιαστεί σε συνέντευξη στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου. Η επιστολή αποστάλθηκε διπλοσυστημένη μέσω των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών στον αιτητή αλλά επιστράφηκε με την ένδειξη «Αζήτητο». Περαιτέρω, με βάση το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου δεν κατέστη δυνατή ούτε η τηλεφωνική επικοινωνία με τον αιτητή. Ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε στην προγραμματισμένη συνέντευξη και ως εκ τούτου, στις 2/03/2012 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης.  Στις 14/03/2012 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον αιτητή, για σκοπούς ενημέρωσης του για απόρριψη του αιτήματός του, η οποία επιστράφηκε από τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες με την ένδειξη «Αζήτητο».

 

Ο αιτητής συμπλήρωσε στις 22/10/2019 νέα αίτηση ασύλου.  Στη συνέχεια, με βάση το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του αιτητή, καταχώρησε στις 07/02/2020 μεταγενέστερη αίτηση ασύλου.  Στις 13/02/2020 πραγματοποιήθηκε προσωπική συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματός του για επανάνοιγμα του φακέλου του.  Στις 23/05/2020 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή για διεθνή προστασία.

 

Στις 17/6/2020 η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα/Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής κρίνοντας το μεταγενέστερο αίτημά του, ως απαράδεκτο.  Στις 23/7/2020 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή με την οποία απέρριψε το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα της παρούσας υπόθεσης.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλόμενη απόφασης.  Συνεπώς, δεν θα προβώ σε έλεγχο της ουσίας της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά μόνο σε έλεγχο νομιμότητας, όπως βεβαίως αιτείται και ο συνήγορος του αιτητή μέσω της αίτησης ακυρώσεώς του.

 

Ο αιτητής με την Γραπτή του Αγόρευση προώθησε ισχυρισμούς με τους οποίους αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με την Γραπτή του Αγόρευση, προώθησε τους εξής λόγους ακυρώσεως: (1) Μη δέουσα έρευνα από τον αρμόδιο λειτουργό κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, (2) Έλλειψη δέουσας έρευνας από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη και/ή υπό πεπλανημένα κριτήρια και/ή με κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, (3) Η απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου εκδόθηκε χωρίς να ακουστεί ο αιτητής,  (4) Παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, απορρίπτοντας όλους τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αιτητή.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση αναφέροντας πως η απόφαση είναι ορθή, νόμιμη και δεόντως αιτιολογημένη, ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.

 

Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως θα εξεταστούν από κοινού λόγω της σχετικότητας των θεμάτων που προωθούνται.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος εξέτασε την αίτηση του αιτητή, αποφάσισε επί του αιτήματός του χωρίς να προηγηθεί η δέουσα υπό της περιστάσεις έρευνα.  Όπως εισηγείται, αρκέστηκε στο να υιοθετήσει την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και παραγνώρισε πλήρως τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι δεν δύναται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του καθ΄ ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.  Είναι φανερό, όπως προσθέτει ο συνήγορος του αιτητή, ότι οι καθ’ ών η αίτηση δεν υπέβαλαν όλες τις ερωτήσεις  που απαιτούνται, ενόψει μάλιστα των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής.  Κατά συνέπεια, εισηγείται όπως η προσβαλλόμενη απόφαση οδηγηθεί σε ακύρωση.

 

Εν αντιθέσει με όσα ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προβάλλει πως οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν προσωπική συνέντευξη στον αιτητή και του παρείχαν κάθε ευκαιρία να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς που ήγειρε με την αίτησή του.  Όπως εισηγείται,  δεν προκύπτει παράβαση Νόμου από τους Καθ' ων η Αίτηση.  Επιπρόσθετα, αναφέρει πως ο αιτητής έχει υποχρέωση να υποστηρίξει την αίτησή του με στοιχεία και έγγραφα, και η παράλειψή του να το πράξει βαραίνει αποκλειστικά τον ίδιο.  Ισχυρίζεται μάλιστα πως η Υπηρεσία Ασύλου υπέβαλε στον αιτητή αρκετές ερωτήσεις και κατά συνέπεια, του δόθηκε κάθε ευκαιρία να στοιχειοθετήσει ή να τεκμηριώσει τον όποιο ισχυρισμό του αλλά ο αιτητής απέτυχε να το πράξει.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από την σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από την σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στις 22/10/2002 (ερυθρά 16-20 του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1), αναφέρει πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για πολιτικούς λόγους, προσθέτοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του θα φυλακιστεί για όλη του τη ζωή.  Στις 14/10/2003 εκδόθηκε επιστολή η οποία απευθυνόταν στον αιτητή και τον καλούσε να παρευρεθεί στην προγραμματισμένη συνέντευξη ημερομηνίας 27/11/2003 (ερυθρό 35, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1). 

 

Η επιστολή στάλθηκε στην κατ’ισχυρισμό δηλωμένη διεύθυνση του αιτητή, η οποία επιστράφηκε με δήλωση πως ο αιτητής δεν διαμένει στην αναγραφόμενη διεύθυνση (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου).  Αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αφού εξέτασε τα προαναφερόμενα δεδομένα εισηγήθηκε κλείσιμο του φακέλου του και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1).  Επιστολή ενημέρωσης του αιτητή επί τούτου φαίνεται να συντάχθηκε στις 15/1/2004 (ερυθρό 43, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) η οποία φαίνεται να στάλθηκε στην ίδια διεύθυνση.

 

Στις 22/7/2009 (ερυθρό 52, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) ο αιτητής μέσω εκπροσώπου ενημέρωσε την αρμόδια αρχή πως δεν έχει λάβει οποιαδήποτε ενημέρωση επί του αιτήματος του και πως έχει αλλάξει διεύθυνση διαμονής.  Στις 15/1/2010 (ερυθρό 54, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) ο συνήγορος του αιτητή προσκόμισε εξουσιοδότηση εκπροσώπησης του ως του ζητήθηκε από την αρμόδια αρχή.  Στις 18/1/2010 (ερυθρό 57, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) ο τότε συνήγορος του αιτητή απέστειλε εκ νέου επιστολή αναζητώντας απάντηση επί του αιτήματος του αιτητή.

 

Στις 2/2/2010 η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε το συνήγορο του αιτητή ότι ο φάκελος του αιτητή έκλεισε από το 2005 και του δόθηκε δικαίωμα υποβολής διοικητικής προσφυγής στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (ερυθρό 58, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1).  Στις 9/2/2010 ο αιτητής με χειρόγραφη επιστολή του υπέβαλε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (ερυθρό 75, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2) υποστηρίζοντας πως στις 9/7/2000 συμμετείχε σε φοιτητική διαμαρτυρία εναντίον του καθεστώτος της χώρας.  Όπως ισχυρίστηκε κατά το Ιρανικό καθεστώς και νόμο, ο αιτητής είναι ένοχος και θα πρέπει να εκτελεστεί γιατί σκέφτεται διαφορετικά και γι’ αυτό το λόγο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.  Τέλος, ο αιτητής ζήτησε να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να έχει μία ελεύθερη ζωή.

 

Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην απόφασή της ημερομηνίας 10/5/2011 (ερυθρά 85-88, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 2), αφού εξέτασε τη διοικητική προσφυγή του αιτητή συνέφερε πως παρά το γεγονός ότι οι λόγοι που παραθέτει ο αιτητής στην διοικητική του προσφυγή δεν αφορούν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου του, εντούτοις αποφάσισε πως εσφαλμένα η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε τη διακοπή της διαδικασία εξέτασης της αίτησής του.

 

Όπως αναφέρεται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων,  παρόλο που αιτητής δεν ενημέρωσε απευθείας την Υπηρεσία Ασύλου για την αλλαγή της διεύθυνσης του, εντούτοις είχε ενημερώσει την ΥΑΜ, η οποία όπως αναφέρουν όφειλε να ενημερώσει την Υπηρεσία Ασύλου.  Η παράλειψη της ΥΑΜ, ως αναφέρεται από την Αρχή, δεν αποτελεί ευθύνη του αιτητή. Συνεπώς, έκρινε πως εφόσον ο φάκελος του αιτητή έκλεισε εσφαλμένα πρέπει να επανανοίξει και να εξεταστεί το αίτημα του αιτητή κατ’ουσίαν.

 

Ενόψει της πιο πάνω εξέλιξης ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου επανάνοιξε το φάκελο του αιτητή και τον κάλεσε σε συνέντευξη στις 15/2/2012.  Η επιστολή αποστάλθηκε στον αιτητή διπλοσυστημένη, με ταχυδρομείο, στην δηλωθείσα διεύθυνση η οποία επιστράφηκε με την ένδειξη «Αζήτητο».  Συνεπώς ο αιτητής δεν παρευρέθηκε στη προγραμματισμένη συνέντευξη (ερυθρά 73-74  του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1).  Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε πως ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6 (Ι)/2000 και απέρριψε την αίτησή του εφαρμόζοντας το άρθρο 16Β, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 (ερυθρά 73-74  του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1).  Η εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθετήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και προχώρησε στην απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.

 

Στις 22/10/2019 (ερυθρά 88-90, του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) ο αιτητής υπέβαλε εκ νέους αίτηση για διεθνή προστασία και την ίδια ημέρα ο συνήγορος του απέστειλε επιστολή με την οποία υποδείκνυε την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας και ζητούσε τη διεξαγωγή συνέντευξης της Υπηρεσίας Ασύλου με τον αιτητή.  Ο συνήγορος του αιτητή επισύναψε στην αίτηση του έγγραφα σε σχέση με το αίτημα του αιτητή (ερυθρά 94-99  του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1).  Μέσω της αίτησής του ο αιτητής δήλωσε πως υπέβαλε το αίτημα αυτό γιατί όταν ήταν στη χώρα του ενθάρρυνε τους φίλους του να μάθουν για το χριστιανισμό αλλά και να μεταστραφούν στο χριστιανισμό, γεγονός που όταν μαθεύτηκε στις Ιρανικές αρχές ξεκίνησε να αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα. 

 

Όπως ισχυρίστηκε εκδόθηκε ένταλμα για τον ίδιο και ήταν φοβισμένος μήπως συλληφθεί από τις αρχές και γι’ αυτό εγκατέλειψε τη χώρα του πήγε στην Τουρκία και στη συνέχεια στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.  Αργότερα πληροφορήθηκε από την οικογένεια του ότι εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για τον ίδιο. Στο εν λόγω ένταλμα καταγράφεται ότι επιβλήθηκε η θανατική ποινή στον αιτητή και συγκεκριμένα ο θάνατος δια απαγχονισμού. Για τους πιο πάνω λόγους αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές επειδή υπάρχει ελευθερία, δημοκρατία και δικαιώματα.

 

Τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου αφορούν τα πιο κάτω: α) Κλήση για να παρουσιαστεί ο Αιτητής ενώπιον Δικαστηρίου του Ιράν ημερομηνίας 15/12/2016 (ερυθρό 124, του διοικητικού φακέλου - μετάφραση εγγράφου), β) Ένταλμα σύλληψης του αιτητή ημερομηνίας 15/12/2016 λόγω της μη παρουσίασης του σε δικαστήριο της χώρας του όπου κατηγορείτο για ενέργειες εναντίον του Ιρανικού καθεστώτος όπως επίσης ότι παρότρυνε άτομα να ασπαστούν άλλη θρησκεία και να εγκαταλείψουν τον Ισλαμισμό (ερυθρό 126 του διοικητικού φακέλου - μετάφραση εγγράφου), γ) Απόφαση Δικαστηρίου του Ιράν ημερομηνίας 31/12/2019 βάση της οποίας ο αιτητής καταδικάστηκε σε 74 μαστιγώματα, 4 χρόνια φυλάκιση και με βάση τον Ισλαμικό Νόμο σε απαγχονισμό λόγω του ότι εντοπίστηκαν αλκοολούχα ποτά στην οικία του, ενώ επίσης διευθετούσε συναντήσεις στην οικία του και σε άλλες οικίες παροτρύνοντας άτομα να γνωρίσουν άλλη θρησκεία από τον Ισλαμισμό (ερυθρό 125 του διοικητικού φακέλου- μετάφραση εγγράφου).

 

Στις 2/2/2020 (ερυθρά 110-111  του διοικητικού φακέλου- Τεκμήριο 1) ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση.  Κατά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης του ημερομηνίας 03/02/2020 επικαλέστηκε ότι αιτείται διεθνούς προστασίας λόγω του ότι αντιμετώπιζε προβλήματα στη χώρα του. Συγκεκριμένα δήλωσε ότι πήγαινε σε υπόγειες εκκλησίες οι οποίες σχετίζονταν με τη Χριστιανική πίστη. Επίσης ισχυρίστηκε ότι οι αρχές της χώρας του εντόπισαν αλκοολούχα ποτά στην οικία του. Όπως δήλωσε, συμμετείχε σε διαδήλωση εναντίον του Ιρανικού καθεστώτος και για τους πιο πάνω λόγους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 114-115 του διοικητικού φακέλου).

 

Στις 13/2/2020 η Υπηρεσία Ασύλου διεξήγαγε συνέντευξη με τον αιτητή.  Ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του (ερυθρά 116-122 του διοικητικού φακέλου), η οποία έλαβε χώρα στα πλαίσια εξέτασης της μεταγενέστερης αίτησης του ανέφερε ότι αιτείτο επανάνοιγμα του φακέλου του επειδή παρέλαβε δικαστική απόφαση του Ιράν βάση της οποίας καταδικάστηκε σε θάνατο. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι του απέστειλαν ένα ένταλμα στην οικία του και ότι ο ίδιος φοβήθηκε, δίστασε να παρουσιαστεί και εγκατέλειψε το Ιράν. Πρόσθεσε ότι οι γονείς του παρέλαβαν ένα ένταλμα σύλληψης 40-45 μέρες ενωρίτερα (πριν τη διεξαγωγή της συνέντευξης). Τα έγγραφα αυτά απέστειλαν οι γονείς του στον αιτητή ηλεκτρονικά.

 

Ο αιτητής ανέφερε ότι άρχισε να πηγαίνει σε παράνομες υπόγειες συναντήσεις σε οικίες- εκκλησίες από το 1998 και ότι ήταν πρόθυμος να ασπαστεί το Χριστιανισμό ενώ θεωρεί ότι το ένταλμα που εκδόθηκε για τον ίδιο σχετίζεται με την απόφαση του αυτή. Ερωτηθείς ο αιτητής αναφορικά με τον τρόπο που οι αστυνομικές αρχές της χώρας του πληροφορήθηκαν για τις συναντήσεις, αυτός ισχυρίστηκε ότι η ημερομηνία και ο λόγος καταγράφονται στο έγγραφο που προσκόμισε. Σε επισήμανση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ότι αναμένετο από τον ίδιο να παρουσιάσει την ιστορία του, αυτός δήλωσε ότι αυτό που θυμόταν είναι ότι ο ίδιος αντιτίθεται στο Ισλάμ και ενδιαφέρεται για το Χριστιανισμό. Για τους λόγους αυτούς, όπως ισχυρίστηκε ο αιτητής, κατηγορήθηκε για ενέργειες εναντίον του Ιράν και καταδικάστηκε σε θάνατο.

 

Ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του δήλωσε πως από το 2000 μέχρι και το 2013 παρέμεινε στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Στη συνέχεια επέστρεψε στη χώρα του και το 2017 διέμεινε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατια περιοχές.

 

Του ζητήθηκε να διευκρινίσει πως κατόρθωσε να παραμείνει στη χώρα του μέχρι το 2017 εφόσον η πρώτη κλήση αποστάλθηκε στην οικία του το 2016.  Όπως δήλωσε η κλήση ήταν η αρχή των γεγονότων και ότι ακολούθως ενεπλάκησαν σοβαρά οι αρχές και έτσι κατόρθωσε να διαφύγει. Ερωτηθείς συγκεκριμένα πως κατόρθωσε να διαφύγει εφόσον εκκρεμούσε δικαστική υπόθεση εναντίον του, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν ήταν σίγουρος εάν θα κατόρθωνε να αναχωρήσει από το Ιράν αλλά τελικά τα κατάφερε.

 

Σε σχέση με τον Χριστιανισμό, ο αιτητής δήλωσε ότι αγαπάει το Χριστό και ότι αυτός δεν πρόσβαλε ποτέ κανένα.  Όταν του ζητήθηκε να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες περί Χριστιανισμού, αυτός ανέφερε ότι πηγαίνει εκκλησία στην Κύπρο και ότι μαθαίνει για τον Χριστιανισμό αλλά ότι δεν βαπτίστηκε ακόμη. Αναφορικά με το λόγο που ασχολείται με μια θρησκεία για την οποία δεν γνωρίζει πολλά πράγματα, αυτός ισχυρίστηκε πως αυτή η θρησκεία είναι ιερή.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημά του στις 17/6/2020 και υιοθετώντας την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, ανέφερε τα εξής (ερυθρά 127-128) (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στις 13/02/2020, σε συνέντευξη η οποία πραγματοποιήθηκε στα γραφεία της Υπηρεσίας Ασύλου για την εξέταση του αιτήματος του, ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί να μείνει στην Δημοκρατία λόγω του ότι υπάρχει ένταλμα εναντίον του, με θανατική ποινή λόγω του ότι έκανε μαθήματα για τον Χριστιανισμό. Ο ΑΑ ισχυρίστηκε ότι ενδιαφερόταν για τον Χριστιανισμό από το 1998 συνεπώς κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τον χριστιανισμό. Κλήθηκε με ανοιχτού τύπου ερώτηση να μιλήσει για τον χριστιανισμό, και ο ΑΑ ανέφερε ότι αγαπά τον Χριστό, δεν πρόσβαλε ποτέ κανέναν, ήταν πολύ θετικός στο να δίνε το μήνυμα του στον κόσμο. Ο ΑΑ κλήθηκε εκ νέου να μιλήσει για τον Χριστιανισμό, και ισχυρίστηκε ότι πηγαίνει στην εκκλησιά, και μαθαίνει για την εν λόγω θρησκεία. Κληθείς να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο επιθυμεί να ασπαστεί μια θρησκεία για την οποία δεν γνωρίζει οτιδήποτε, ισχυρίστηκε, ότι του αρέσει πολύ η θρησκεία αυτή. Ο ισχυρισμός του ότι ενδιαφέρεται για τον Χριστιανισμό από το 1998 και μαθαίνει κάνοντας μαθήματα κλονίζεται εφόσον δεν γνωρίζει οτιδήποτε για την εν λόγω θρησκεία,

 

Ο.Α.Α προσκόμισε ένταλμα σύλληψης από το δικαστήριο της Τεχεράνης με ημερομηνία 15/12/2016 το οποίο τον κατηγορούσε ότι κήρυττε τον Χριστιανισμό, ακόμα μια απόφαση δικαστηρίου ημερομηνίας 31/12/2019, ένα διάταγμα παρουσίασης στο δικαστήριο ημερομηνίας 15/12/2016. Σε όλα τα πιο πάνω έγγραφα αναφέρεται ότι κηρύπτει τον Χριστιανισμό και ότι προσπαθεί να επηρεάσει άλλους ανθρώπους. Παρόλα αυτά λόγο του ότι το αίτημα του ότι ενδιαφέρεται για τον Χριστιανισμό κρίνεται αβάσιμο, εφόσον ο ΑΑ δεν γνωρίζει πληροφορίες για τον Χριστιανισμό, συνεπώς δεν είναι δυνατόν να κηρύττει τον Χριστιανισμό. Συνεπώς τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε αμφισβητούνται εφόσον οι ισχυρισμοί του κρίνονται αβάσιμοι.

 

Επιπλέον ισχυρίστηκε ότι υπήρχε ένταλμα εναντίον του από το 2016, ενώ εγκατέλειψε την χώρα του νόμιμα για τα κατεχόμενα. Κληθείς να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να εγκατέλειψε νόμιμα την χώρα του εφόσον εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα, ο ΑΑ ισχυρίστηκε ότι έγινε θαύμα και πέρασε τον έλεγχο της κυβέρνησης. Οι ισχυρισμοί του κρίνονται αβάσιμοιΕπιπλέον ισχυρίστηκε ότι εκδόθηκε ένταλμα εναντίον του το 2016 και διέμενε στην οικία του για περισσοτέρους από έξι μήνες χωρίς να αναφέρει να του έχει συμβεί οτιδήποτε.

 

Οι ισχυρισμοί κρίνονται αβάσιμοι εφόσον σημειώθηκαν ανακρίβειες στους ισχυρισμούς του, δεν γνώριζε οτιδήποτε για τον Χριστιανισμό και όταν κλήθηκε να εξηγήσει τον λόγο που ασπάστηκε μια θρησκεία για την οποία δεν γνωρίζει οτιδήποτε δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση.

 

Ο ΑΑ ενημερώθηκε από την λειτουργό ότι με τους ισχυρισμούς του κατά την διάρκεια της συνέντευξης, οι πιθανότητες να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας είναι περιορισμένες. Ο ΑΑ στην απάντηση του δεν πρόσθεσε κάτι».

 

Είναι πράγματι πολύ ταλαιπωρημένη η υπόθεση του αιτητή.  Η συμπεριφορά του αιτητή, οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί του και όλο το  προφίλ του αιτητή λαμβάνονται πάντοτε υπόψη παράλληλα με την αφήγηση του,  τους ισχυρισμούς του, την εσωτερική και εξωτερική του αξιοπιστία.

 

Από τα στοιχεία που παρατέθηκαν ανωτέρω, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει το αρμόδιο όργανο να διεξήγαγε οποιαδήποτε έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή αλλά και σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του.  Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε ουσιαστικά για πρώτη φορά στα πλαίσια έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης και διαφαίνεται μάλιστα πως το αρμόδιο όργανο ακολούθησε εσφαλμένη διαδικασία, εφόσον εφάρμοσε του άρθρο 16 Δ, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ ουσιαστικά για πρώτη φορά εξετάστηκε το αίτημα του αιτητή. 

 

Παρ’όλο που υποβλήθηκαν αρκετά αιτήματα από τον αιτητή ο Προϊστάμενος δεν μπορούσε από αυτή τη διαδικασία να διαπιστώσει εάν υποβλήθηκαν ή όχι νέα στοιχεία, και αν ο Προϊστάμενος δεν τα έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης του, σε σχέση με την εξέτασή του κατά πόσον ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, επειδή δεν έχει εκδώσει προηγουμένως οποιαδήποτε απόφαση, επί του αιτήματος του, που να αφορά βεβαίως την απόδοση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Επιπρόσθετα, τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής τα οποία καταγράφονται στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δεν συνεκτιμώνται από το αρμόδιο όργανο επειδή όπως διαφαίνεται από την απόφασή τους, κρίθηκαν οι ισχυρισμοί του αιτητή αβάσιμοι.  Αιτιολογία η οποία δεν νομιμοποιεί την μη συνεκτίμηση τους από το αρμόδιο όργανο.

 

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον «Πρακτικό Οδηγό της EASO για την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων» τα έγγραφα που παρουσιάζει ο αιτητής ως αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του πρέπει να εξετάζονται διεξοδικά και πρέπει να αξιολογούνται ως προς τη συνάφεια τους με τους ισχυρισμούς του αιτητή, ως προς το περιεχόμενο, τη φύση και τον συντάκτη τους. Τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει για να τεκμηριώσουν το συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό το οποίο προορίζονται να στηρίξουν, καθώς και με άλλα στοιχεία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας.[1]

Παραθέτω απόσπασμα από την σελίδα 107 του Εγχειριδίου της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, "Αξιολόγηση Αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο κοινού Ευρωπαϊκού συστήματος για το άσυλο" (έτος 2018) στο οποίο αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

"Στην υπόθεση Singh κατά Βελγίου, ο αιτών επικαλέστηκε έγγραφα που είχαν τη μορφή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου από υπάλληλο της UNHCR στο Νέο Δελχί με επισυναπτόμενες βεβαιώσεις όπου αναφερόταν ότι οι αιτούντες είχαν καταχωριστεί ως πρόσφυγες στο πλαίσιο της εντολής της UNHCR

(320). Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράλειψη εκ μέρους του κράτους κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της αίτησης του αιτούντος, διότι δεν προέβη σε πρόσθετη έρευνα για τη γνησιότητα των εγγράφων αυτών, τα οποία χαρακτηρίζονταν «όχι αμελητέας σημασίας», ενώ θα ήταν εύκολο να πραγματοποιηθεί έλεγχος της γνησιότητάς τους μέσω της UNHCR ( 321). Λόγω του ότι δεν εκτελέστηκαν οι ενέργειες αυτές στο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υπόθεσης, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι διενεργήθηκε η προσεκτική και αυστηρή έρευνα που αναμένεται από τις εθνικές αρχές. "

 

Συνεπώς, το αρμόδιο όργανο όφειλε να εξετάσει τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του σε βάθος και να συνεκτιμηθούν με τα υπόλοιπα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, εφόσον οι καθ’ων η αίτηση δεν μπορούσαν να τα αγνοήσουν επειδή ο ισχυρισμός του αιτητή δεν έγινε αποδεκτός.

 

Επιπρόσθετα, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε οποιαδήποτε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στο Ιράν τη δεδομένη χρονική στιγμή που εξέδιδαν την απόφαση, αλλά και ειδικότερα σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατούσε στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αλλά ούτε και συνεκτίμησαν τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του.

 

Σύμφωνα με τον Πρακτικό Οδηγό της EASO: Αναγνώριση Προσώπων ως Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας (2018) (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας θα πρέπει πάντοτε να εξετάζονται και οι αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται σε ατομική, αντικειμενική και αμερόληπτη βάση. Στην κατά περίπτωση ανάλυση θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα βασικά στοιχεία:  όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης επί της αίτησης,  οι πράξεις και οι απειλές στις οποίες εκτέθηκε ή θα μπορούσε να εκτεθεί ο αιτών, η ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως είναι το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία,  η διαθεσιμότητα προστασίας στη χώρα καταγωγής και η δυνατότητα πρόσβασης στην προστασία αυτή. Οι ανάγκες προστασίας αξιολογούνται πρώτα σε σχέση με την περιοχή καταγωγής του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του. Η περιοχή καταγωγής εντός της χώρας καταγωγής προσδιορίζεται βάσει της έντασης των δεσμών του αιτούντος με συγκεκριμένη περιοχή στην εν λόγω χώρα. Η περιοχή καταγωγής μπορεί να είναι η περιοχή στην οποία γεννήθηκε ή ανατράφηκε ο αιτών ή άλλη περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε και έζησε ο αιτών και με την οποία έχει, επομένως, στενούς δεσμούς».[2]

 

Με βάση τον πρακτικό οδηγό της EASO για τη χρήση πληροφοριών της χώρας καταγωγής από τους υπεύθυνους χειρισμού υποθέσεων «η υποχρέωση χρήσης πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής κατά την αξιολόγηση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας απορρέει από τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από την ευρωπαϊκή νομολογία, ιδίως δε τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)».[3]

 

Περαιτέρω, με βάση τον ίδιο οδηγό, «τα κράτη μέλη έχουν καθήκον έρευνας όσον αφορά τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση), το οποίο διαχωρίζεται από την υποχρέωση του αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση. Αυτό το καθήκον ισχύει, μεταξύ άλλων, για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τη χώρα καταγωγής».[4]

 

Σύμφωνα με το άρθρο 18 εδάφιο 5, του περί Προσφύγων Νόμου, N. 6 (I)/2000 (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(5) Εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτητή δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

(α) ο αιτητής έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του,

(β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτητής στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για τη τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων,

(γ) οι δηλώσεις του αιτούντος  θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του,

(δ)ο αιτητής αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατό, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει,

(ε) η γενική αξιοπιστία του αιτητή είναι αποδεδειγμένη.»

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο, ο αιτητής υποχρεούται να υποβάλει ενώπιον του αρμόδιου οργάνου όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την θεμελίωση του αιτήματός του, εφόσον είναι και το μόνο άτομο που μπορεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.  Ωστόσο, η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έρευνα με γνώμονα, όσα αναφέρονται και υπαγορεύονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 18 του Ν. 6 (Ι)/2000, σύμφωνα με το οποίο (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(3) Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας γίνεται σε εξατομικευμένη, βάση αντικειμενικά και αμερόληπτα, και περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

(α) όλων των σχετικών  με την αίτηση στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης απόφασης, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους,

(β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη,

(γ) την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, οι συνθήκες στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη,»

 

Το αρμόδιο όργανο ήταν υποχρεωμένο να διεξάγει εξειδικευμένη έρευνα σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του, τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής, την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του και να συνεκτιμήσει τις προσωπικές του περιστάσεις  και να καταλήξει στο εάν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. Πρέπει να διευκρινιστεί πως τα αιτήματα διεθνούς προστασίας υπόκεινται σε ενδελεχή έλεγχο από το αρμόδιο όργανο και η έρευνα που το όργανο διεξάγει πρέπει να είναι εξατομικευμένη.  Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 108/13, H.R.Rv. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/11/2019, αποφασίστηκαν τα εξής:

 

«Να σημειωθεί ότι η ανάγκη για ενδελεχή και αξιόπιστη εξέταση των ζητημάτων που θέτει ένας αιτητής είναι διαχρονική.  Έχει επαναληφθεί και στο πλαίσιο της μεταγενέστερης Οδηγίας 2013/32/ΕΕ της 26.6.2013, το Άρθρο 10 παράγραφος 3(β) της οποίας προνοεί για τη λήψη πληροφοριών από το EYYA («Ευρωπαϊκή Υπηρεσία  Υποστήριξης  για το Άσυλο») και το UNHCR, το δε Άρθρο 15 αφορά τις προϋποθέσεις για προσωπική συνέντευξη. Ήδη, όμως, από το Προοίμιο της η Οδηγία, με τις αιτιολογικές σκέψεις (9) και (39), καθορίζεται ότι οι πόροι της ΕΥΥΑ θα πρέπει να αξιοποιούνται από τα κράτη μέλη προς υποστήριξη των προσπαθειών των κρατών μελών για την εφαρμογή των αιτημάτων ασύλου και ότι για τον προσδιορισμό κατά πόσο επικρατεί ανασφάλεια σε τρίτη χώρα «τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν ακριβή και ενημερωμένα στοιχεία από αρμόδιες πηγές όπως η ΕΥΥΑ, ο UNHCR, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι συναφείς διεθνείς οργανισμοί.» Η νέα Οδηγία που τέθηκε σε εφαρμογή στις 21.7.2015 και έχει σκοπό τη βελτίωση της προηγούμενης, προνοεί στις μεταβατικές διατάξεις του Άρθρου 52 ότι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί πριν τις 20.7.2015 θα διέπονταν από τις διατάξεις της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ, όπως είναι, δηλαδή, και η περίπτωση του εφεσείοντα.  Ό,τι ενδιαφέρει εδώ είναι η σημασία που δίδεται στο ενδελεχές της έρευνας που αποτελεί βέβαια προϋπόθεση να χρησιμοποιούνται και αξιόπιστες πηγές.»

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζοντας ακριβώς τις αρχές που καθόρισε και το ΕΔΑΔ για την εξέταση των αιτήσεων ασύλου από τα αρμόδια όργανα διαπίστωσε σε άλλο μέρος της πιο πάνω απόφασής της, στην "HRR" πως: «Η αξιοπιστία ενός αιτητή περνά διά μέσου της ίδιας της αξιοπιστίας των πηγών ελέγχου της αξιοπιστίας αυτής.», επιβεβαιώνοντας και τις αρχές που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, οι οποίες δεν καθορίζουν τίποτα άλλο πέραν του ότι το αρμόδιο όργανο πρέπει να εξετάζει τόσο την εξωτερική αξιοπιστία όσο και την εσωτερική αξιοπιστία του αιτούντα.  Τα συμπεράσματα της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας που αφορούν τον αιτούντα πρέπει να αξιολογούνται από το αρμόδιο όργανο και μόνον τότε να υπάρχει τελική απόφαση επί της αξιοπιστίας, για να μπορεί το αρμόδιο όργανο να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.

 

Στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην προσφυγή υπ' αριθ. 25244/18, N.A κατά Φινλανδίας, ημερομηνίας 14/11/2019, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και της αρχής απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, λόγω της έκδοσης απόφασης απέλασης του πατέρα της προσφεύγουσας στη χώρα καταγωγής του, το Ιράκ, όπου τελικά σκοτώθηκε στη συνέχεια σε ένα δρόμο στη Βαγδάτη.  Το Δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι οι φινλανδικές αρχές δεν είχαν διεξαγάγει διεξοδικό έλεγχο σχετικά με τον κίνδυνο που θα αντιμετώπιζε ο πατέρας της προσφεύγουσας, στο Ιράκ.  Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στις παραγράφους 84-86, ανέφερε τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

"1.  In the light of the above observations, the Court is not convinced in the present case that the quality of the assessment conducted by the domestic authorities regarding the relevant facts and the risk to which the applicant's father would be exposed upon removal to Iraq satisfied the requirements under Articles 2 and 3 of the Convention. It also reiterates that the Grand Chamber of the Court found a conditional violation of Article 3 in a relatively similar case concerning Iraq in August 2016 (see J.K. and Others v. Sweden, cited above).

2.  Hence, the Court finds that the domestic authorities and courts were aware, or ought to have been aware, of facts which indicated that the applicant's father could be exposed to a danger to life or a risk of ill‑treatment upon his returning to Iraq. The Court therefore concludes that the Finnish authorities and courts failed to comply with their obligations under Articles 2 and/or 3 of the Convention when dealing with the applicant's father's asylum application.

3.  There has accordingly been a violation of Articles 2 and 3 of the Convention."

 

Επιπρόσθετα, στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην προσφυγή υπ' αριθ. 59166/12, J.K. κ.λπ. κατά Σουηδίας, ημερομηνίας 23/8/2016 (παράγραφοι 96-98), καθορίστηκε πως για σκοπούς εξακρίβωσης και αξιολόγησης των στοιχείων που βρίσκονται ενώπιον του οργάνου θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή.  Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«98. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όσον αφορά την αξιολόγηση της γενικής κατάστασης σε μια συγκεκριμένη χώρα, πρέπει να ακολουθείται μια διαφορετική προσέγγιση. Σε ό,τι αφορά τέτοια θέματα, οι εθνικές αρχές που εξετάζουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας έχουν πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες. Για το λόγο αυτό, η γενική κατάσταση σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας των δημόσιων αρχών της να παρέχουν προστασία, πρέπει να εξακριβώνεται αυτεπαγγέλτως από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μετανάστευσης (βλ., τηρουμένων των αναλογιών, τις προαναφερθείσες αποφάσεις στις υποθέσεις H.L.R. κατά Γαλλίας, παρ. 37, Hilal, παρ. 60, και Hirsi Jamaa κ.λπ., παρ. 116). Σε παρόμοια προσέγγιση συνηγορεί η παρ. 6 του προαναφερθέντος Σημειώματος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σύμφωνα με το οποίο οι αρχές που κρίνουν μια αίτηση ασύλου οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη αυτεπαγγέλτως «την αντικειμενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο». Ομοίως, το άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας για την Αναγνώριση επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη «όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής».»

 

Το ΕΔΔΑ έχει αναγνωρίσει επανειλημμένα την σοβαρότητα και σημασία της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αποφασίζοντας πως η αρμόδια αρχή δεν μπορεί να επαναπροωθήσει τον αιτούντα άσυλο στην χώρα καταγωγής του ή σε χώρα όπου κινδυνεύει η ζωή του.  Για να γίνει σεβαστή και να εφαρμοστεί η αρχή της μη επαναπροώθησης θα πρέπει να γίνεται ενδελεχής έρευνα της αίτησης διεθνούς προστασίας στη βάση εξατομικευμένης έρευνας για να έχει τη δυνατότητα το αρμόδιο όργανο να λαμβάνει ορθή απόφαση.

 

Θα πρέπει πρωτίστως να αναφερθεί πως το αρμόδιο όργανο οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα που έχει ενώπιον του. Δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2( Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο έχει υποχρέωση να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Κατά συνέπεια, οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη όλα τα στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά το χρόνο λήψης της απόφασης.  Το Δικαστήριο στα πλαίσια του αναθεωρητικού του ελέγχου εξετάζει κατά πόσον η έρευνα που διενεργήθηκε από το αρμόδιο όργανο είναι η δέουσα και η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις και ότι κατά την λήψη της απόφασης το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη του, όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα (βλ. Χαράλαμπος Κύπρου Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120). 

 

Υπό το φως των ανωτέρω, οι Καθ' ων η Αίτηση, δεν προέβησαν στην δέουσα και εξατομικευμένη υπό τις περιστάσεις έρευνα εφόσον η έρευνα που διεξάχθηκε καταδεικνύει την εντελώς εσφαλμένη εντύπωση που είχαν οι καθ' ων η αίτηση στον τρόπο εξέτασης του αιτήματος του αιτητή.  Η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε πως δεν στοιχειοθέτησε ο αιτητής τον πυρήνα του αιτήματός του χωρίς να εξετάσει την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του, τα έγγραφα που προσκόμισε και χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη έρευνα σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο αιτητής και χωρίς να εξετάσει την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Το κριτήριο για την επάρκεια της έρευνας έγκειται στη συλλογή και στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων που αφορούν την κάθε υπόθεση τα οποία μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα.  Στη βάση των ανωτέρω κρίνω πως δεν ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του αιτητή και διαπιστώνεται πως το αρμόδιο όργανο δεν διεξήγαγε την δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, επιτυγχάνει.  Ενόψει της κατάληξης μου αυτής παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.

 

Για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με €1400 έξοδα, υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

                                                           Χ. Μιχαηλίδου Δ.Δ.Δ.Δ.Π. 

 



[1] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015, σ. 18 και 24-25

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf

 

[2] European Union Agency for Asylum (2018), ‘Πρακτικός Οδηγός της EASO: Αναγνώριση Προσώπων ως Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: EASO Practical Guide: Qualification for international protection (europa.eu), σελ.12.

[3] European Union Agency for Asylum (2020), ‘EASO Πρακτικός οδηγός για τη χρήση πληροφοριών της χώρας καταγωγής από τους υπεύθυνους χειρισμού υποθέσεων’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: EASO Πρακτικός οδηγός για τη χρήση πληροφοριών της χώρας καταγωγής από τους υπευθύνους χειρισμού υποθέσεων (europa.eu), σελ.10.

[4] Ό.π., σελ.11.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο