ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                           Υπόθεση Αρ.: 1252/22

29 Φεβρουαρίου 2024 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                             Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. U.

Αιτητή

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

  

M. Χαραλαμπίδου για Ν. Λοΐζου & Χ. Χριστούδια Δικηγόρος για τον Αιτητή

Χαραλάμπους (Κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 20/01/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 31/08/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος Νιγηρίας και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 10/05/2021. Στις 11/01/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις  12/01/2022, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) του Αιτητή.  Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 20/01/2022. Στις 11/02/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 14/2/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Περαιτέρω, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής προωθεί τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο κατά παράβαση του Περί Προσφύγων Νόμου, των αρχών του δημοσίου και διοικητικού Δικαίου και της νομολογίας, ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση ελλείπει και απουσιάζει πρακτικό απόφασης του Προϊσταμένου  και ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

Οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι  ο Αιτητής στην γραπτή του αγόρευση προβαίνει απλώς σε μια αόριστη παράθεση κάποιων λόγων ακύρωσης, από την οποία όμως δεν προκύπτει οποιοδήποτε μεμπτό σημείο, όσον αφορά τις πράξεις ή/και ενέργειες των Καθ’ων η Αίτηση. Εγείρουν επίσης ότι ο Αιτητής, δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί]. Τέλος, αφού αντικρούουν έκαστο λόγο ακύρωσης υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής ούτε στο στάδιο των διευκρινήσεων απέδειξε ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου.

Κατάληξη

Εκ προοιμίου επισημάνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. Παρομοίως, υπό το φως της κάτωθι νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς του και ως εκ τούτου απορρίπτονται ως γενικοί και απαράδεκτοι.

Προχωρώντας ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένος επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγων (στο πλαίσιο πάντα του πλαισίου που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών, παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). Εν προκειμένω παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, καθώς αναφέρει απλώς γενικώς ότι η διοίκηση δεν επικεντρώθηκε σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζει, χωρίς να εξηγεί τους λόγους για τους οποίους κατά τον ίδιο δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Αναφορικά δε, με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, διακρίνω ότι ως λόγος ακύρωσης στερείται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Βέβαια ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση. Σε συμφωνία και με τα όσα προβάλλουν οι Καθ' ων η Αίτηση, διαπιστώνω ότι το υποβληθέν στην υπό κρίση υπόθεση Σημείωμα / Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 12/01/2022, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», καθώς και σχετική μονογραφή με ημερομηνία έγκρισης από Λειτουργό που ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου (που προνοεί ότι «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»), ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Κρίνω επίσης αναγκαία την παραπομπή στο άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν. 158(Ι)/1999, ως έχει τροποποιηθεί], σύμφωνα με το οποίο:

«Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Από τα στοιχεία που βρίσκονται καταχωρημένα στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αρμόδια Λειτουργός Κα Κωνσταντίνα Πέτρου, η οποία προέβη σε εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, καταλήγοντας σε σχετική εισήγηση επί του εν λόγω αιτήματος του Αιτητή, την οποία ενέκρινε, υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του εν λόγω Σημειώματος / Εισήγησης, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός Κος Ανδρέας Αγρότης. Η έγκριση δε της εισήγησης για έκδοση της επίδικης απόφασης, ενσωματώνει στην ουσία και το Σημείωμα / Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού.

Περαιτέρω, έχω εντοπίσει στον διοικητικό φάκελο του Αιτητή αντίγραφο του εν λόγω  εγγράφου εξουσιοδότησης του κ. Ανδρέα Γεωργιάδη υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο Υπουργό σημειωμένο ως ερυθρό 35. Το έγγραφο της εξουσιοδότησης φέρει ημερομηνία επιστολής 24/02/2021 η οποία αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση αφού το περιεχόμενο της έχει εγκριθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών με υπογραφή του.  

Το ζήτημα  αυτό εξετάστηκε και στην υπόθεση υπ' αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020 από την αδελφή Δικαστή  Μ. Παπαντωνίου και στην υπ. Αρ. 577/20 D.Sv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 28/9/2020 από την αδελφή Δικαστή Χρ. Μιχαηλίδου των οποίων τις αποφάσεις υιοθετώ και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα της τελευταίας:

 «…Όσον αφορά την αμφισβήτηση της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών της κυρίας Αναστασίας (Νατάσας) Ανδρέου, η οποία εγκρίνει την έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ερμηνεύει κάποιες σημαντικές έννοιες ως κατωτέρω, οι οποίες είναι χρήσιμες για τον προβαλλόμενο υπό εξέταση ισχυρισμό (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

Όταν ο Νόμος αναθέτει την άσκηση εξουσίας σε συγκεκριμένο όργανο, τότε αυτή η εξουσία δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο όργανο χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου που να επιτρέπει κάτι τέτοιο (άρθρο 17 (4), του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999).  Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, ως τις έχω παραθέσει ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν. 6 (Ι)/2000, όχι μόνο δεν απαγορεύει ρητά την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου, αλλά αντιθέτως την επιτρέπει (βλ. Α.Ε. αρ. 2115, μεταξύ Ανδρούλλας Ζηνοβίου -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/10/1997 (1997) 3 Α.Α.Δ 385). 

 Με την επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018 (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου υπ'αριθμόν F2002862 και ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου υπ' αριθμόν 15.15.01,15.06.001) ζητείται από τον αρμόδιο Υπουργό να ορίσει  ένα ακόμη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.  Στη συνέχεια, στην ίδια επιστολή προτείνεται όπως ο κύριος Ανδρέας Γεωργιάδης, με αντικαταστάτρια του την κυρία Νατάσα Ανδρέου να εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.  Η προαναφερόμενη επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018, είναι μέρος τόσο του διοικητικού φακέλου που αφορά την αιτήτρια όσο και του Γενικού Φακέλου με αριθμό 15.15.01 και φέρει σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, Γραφείο Υπουργού, με ένδειξη «εγκρίνεται», ημερομηνίας 10/10 και υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών κύριου Πετρίδη.

 Είναι προφανές, πως η εισήγηση αυτή προς τον Υπουργό γίνεται με ανορθόδοξο τρόπο από την εκπρόσωπο του Προϊσταμένου.  Παρ' όλα αυτά το περιεχόμενο της επιστολής αυτής εγκρίθηκε από τον τότε αρμόδιο Υπουργό όπως φαίνεται από το όνομα στην υπογραφή.  Συνεπώς, από το ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου προκύπτει η ταυτότητα του υπογράφοντος τότε Υπουργού Εσωτερικών αλλά και του χρόνου θέσεως της υπογραφής επί του συγκεκριμένου εγγράφου, δηλαδή 10/10/2018.

Επί παρόμοιου νομικού ισχυρισμού σε άλλη προσφυγή που επίσης αφορούσε πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η αδελφή Δικαστής κα Παπαντωνίου εξέδωσε απόφαση στην προσφυγή υπ'αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020…»

Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊστάμενου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνων την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνουσα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη. (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνόβιου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385 και M.J.H. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 317/2020, απόφαση 30/11/2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας)

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης πρακτικού λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, αρχικά παρατηρώ ότι ο εν λόγο ισχυρισμός είναι γενικός προβάλλεται αόριστα, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που ελλείπουν. Επίσης κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος λειτουργός, έλαβε την απόφαση υιοθετώντας την έκθεση που ετοίμασε η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου και ουδεμία αμφιβολία υφίσταται αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Σχετική είναι και η απόφαση στην υπ. αριθμό 577/20 προσφυγή όπου η  αδερφή Δικαστής Χρ. Μιχαηλίδου παραπέμπει στην  υπόθεση υπ' αριθμόν 718/12, Svetoslav Stoyanov v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2014, όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

«Το πρώτο αφορά την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την υπό κρίση απόφαση και την μη ύπαρξη άρτιου πρακτικού ώστε να υπάρχει αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.  Λέγει συναφώς ο αιτητής ότι το Τεκμήριο 15 στην ένσταση αποτελείται από ένα σημείωμα της Διευθύντριας και μια χειρόγραφη και δυσανάγνωστη γραφή ώστε να μη φαίνεται ποιος, πότε και με ποια εξουσία ή αρμοδιότητα την έθεσε  που αναφέρει, «21/2/2012 Εγκρίνεται.».

[...]

Το σημείωμα της Διευθύντριας στο σύνολο του εγκρίθηκε και είναι σαφές ότι στα πλαίσια του τεκμήριου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, ο Υπουργός Εσωτερικών προς τον οποίο απευθύνεται το σημείωμα, ενέκρινε το κείμενο, το περιεχόμενο του, την αιτιολογία και τις εισηγήσεις της Διευθύντριας. Η αρμοδιότητα ήταν και παρέμεινε στον Υπουργό, γι΄ αυτό άλλωστε η Διευθύντρια ορθά υπέβαλε το σημείωμα με «εισήγηση» και μόνο και για «έγκριση», εφόσον βεβαίως συμφωνούσε ο Υπουργός.  Η επανάληψη του περιεχομένου της εισήγησης της Διευθύντριας σ΄ άλλο έγγραφο που θα υπέγραφε ο Υπουργός θα ήταν απλώς σχολαστική επαναδιατύπωση των αυτών δεδομένων.  Πρόκειτο για μια διοικητική πράξη διόρθωσης του νομικού προβλήματος που είχε προκύψει και επανέθετε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση από νομικής άποψης.  Ο Υπουργός συμφώνησε με την εισήγηση και δεν δικαιολογείται αντίκρυση του ζητήματος με τη σκέψη ότι ο Υπουργός απλώς ενήργησε ως μηχανικώς σφραγίσας το σημείωμα.

[...]

Χρήσιμο είναι να παραθέσω απόσπασμα από την υπόθεση υπ' αριθμόν 549/16, Βραχίμης v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 11/9/2018, στην οποία μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής:

«Από πουθενά δεν προκύπτει η παραβίαση οποιασδήποτε κανονιστικής ή και νομοθετικής διάταξης, ως προβάλλει η πλευρά του αιτητή. Το γεγονός δε της υπό του Προϊσταμένου της Αναθέτουσας Αρχής επικύρωσης της Έκθεσης της Επιτροπής, ως άλλωστε οι προαναφερθείσες σαφείς κανονιστικές διατάξεις ορίζουν, δια της λέξης «εγκρίνεται» και της μονογραφής του, σε καμία περίπτωση δεν καταδεικνύει είτε τη μη διενέργεια ελέγχου της νομιμότητας της επίδικης απόφασης είτε ελλιπή έρευνα εκ μέρους του, αλλ' ούτε και μπορεί να συνηγορεί υπέρ των ισχυρισμών περί μη ορθής ενάσκησης των δικών του ευθυνών και καθηκόντων, ενόψει βεβαίως και του τεκμηρίου της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων και αποφάσεων της Διοίκησης και το οποίο εν προκειμένω δεν έχει ανατραπεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ενδεικτικά Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001), η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής».

«Η, δίπλα στη λέξη «εγκρίνεται», μονογραφή του Προϊσταμένου της Αναθέτουσας Αρχής επί της πιο πάνω Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης ουδόλως στοιχειοθετεί οποιοδήποτε ισχυρισμό περί ελαττώματος που εμφιλοχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης και ουδόλως αφαιρεί από την εγκυρότητα και νομιμότητα της απόφασης αυτής. Με τη συμφωνία του Προϊσταμένου με την εισήγηση της Επιτροπής στην εν λόγω Έκθεση και την επικύρωσή της, τεκμαίρεται κατά την αρχή δικαίου, ότι αυτός συμφώνησε προς όλα που τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (βλ. Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής  Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817). Η δε σύμφωνος γνώμη του Προϊσταμένου δεν εξυπακούει ότι αυτός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία που του παρέχει ο νομοθέτης, αλλ' ούτε και μειώνει την επάρκεια της διενεργηθείσας έρευνας και της αιτιολόγησης. Αντίθετα, στην επικυρωτική του απόφαση ενσωματώνεται η Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, την οποία ο Προϊστάμενος υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφοροποίηση (βλ. και Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D643, ECLI:CY:AD:2015:D643, ECLI:CY:AD:2015:D643, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643, ECLI:CY:AD:2015:D643, όπου γίνεται αναφορά και στις Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, Υποθ. Αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, ως και την πιο πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην VARSIK MKRTCHYAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/2014, ημερ. 16.2.2017)».

Η πιο πάνω προσέγγιση της νομολογία αναιρεί θεμελιακά τις περί του αντιθέτου θέσεις που εγείρει ο Αιτητής στις γραπτή του αγόρευση.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω αρχικά στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος του Αιτητή, περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στο φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).  

Η αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου δύναται να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Νιγηρίας. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του καθώς όταν απεβίωσε ο πατέρας του, ο θείος του (αδελφός του πατέρα του) πήρε υπό την κατοχή του όλη την περιουσία του πατέρα του, ενώ ανάγκασε τον ίδιο και την μητέρα του να εγκαταλείψουν το σπίτι τους. Πρόσθεσε ότι δεν ήξεραν που να μείνουν, ενώ στην συνέχεια απεβίωσε και η μητέρα του.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ισχυρίστηκε ότι όταν ήταν τριών ετών, ο θείος του (αδελφός του πατέρα του) σκότωσε τον πατέρα του. Ανέφερε ότι ο πατέρας του ήταν πλούσιος και ότι ο λόγος που τον σκότωσε ο θείος του ήταν για να λάβει την περιουσία του πατέρα του (βλ. ερυθ.27 1Χ) . Έπειτα, ο θείος του ιδιοποιήθηκε το σπίτι και την περιουσία του πατέρα του, ενώ έδιωξε από το σπίτι τον αιτητή και την μητέρα του. Ο αιτητής προσδιόρισε ότι το περιστατικό με το σπίτι συνέβη το έτος 2017, ενώ στην συνέχεια ανέφερε ότι συνέβη το 2019. Ανέφερε επιπλέον, ότι στη Νιγηρία όταν ένας αδελφός πεθαίνει, η περιουσία, σε κάποιες περιοχές, σύμφωνα με την παράδοση, περνάει στον επόμενο αδελφό (βλ. ερυθ. 27 3Χ).

Ερωτηθείς να εξηγήσει το λόγο που ο θείος του τους έδιωξε από το σπίτι, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει το λόγο (βλ. ερυθ. 26 2Χ). Ανέφερε ότι η μητέρα του δεν έκανε κάτι γι’ αυτό, διότι στην Νιγηρία, εάν κάποιος δεν έχει χρήματα, δεν μπορεί να κάνει τίποτα (βλ. ερυθ. 26 5Χ).  Συνέχισε αναφέροντας ότι το περιστατικό έγινε το έτος 2019 και ότι δεν θυμάται ποιο μήνα ακριβώς. Ανέφερε επιπλέον, ότι δεν γνωρίζει γιατί ο θείος του αποφάσισε να τους διώξει από το σπίτι εκείνη την περίοδο και δεν το έπραξε νωρίτερα (βλ. ερυθ. 26 8Χ)  και ότι δεν έχει πραγματοποιήσει κάποια έρευνα ώστε να διαπιστώσει ότι  πράγματι το σπίτι έχει περιέλθει στην περιουσία του θείου του (βλ. ερυθ. 25 1Χ). Ανέφερε επιπλέον ότι ο θείος του τον απειλούσε και ήθελε να τον σκοτώσει λόγω της περιουσίας. Διευκρίνισε ότι όταν ο θείος του ιδιοποιήθηκε την γη του πατέρα του, ο Αιτητής ήθελε να αγωνιστεί για τα δικαιώματά του. Ερωτηθείς για τις απειλές που δέχτηκε από τον θείο του, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν δέχτηκε κάποια απειλή μετά το έτος 2018. Κατόπιν όμως, ανέφερε ότι δέχτηκε τις τελευταίες απειλές το 2019 (βλ. Ερυθ. 24 4Χ). Δήλωσε επιπλέον, ότι δεν έχει κάποιο τίτλο ιδιοκτησίας στο όνομά του. Σε ερώτηση του λειτουργού να διευκρινίσει γιατί  ο θείος του τον απειλούσε, ενώ δεν έχει κάποιο περιουσιακό στοιχείο στο όνομά του, ο Αιτητής απάντησε διότι αγωνιζόταν για τα δικαιώματά του. Ανέφερε ότι η τελευταία φορά που είδε τον θείο του ήταν το 2019, όταν τον συνάντησε στο δρόμο και ότι τον χαιρέτησε χωρίς να του συμβεί κάτι (βλ. ερυθ. 23 1Χ). Ανάφερε ότι απευθύνθηκε στην κοινότητα το 2018 και ότι η κοινότητα έλαβε απόφαση να επιστραφεί η περιουσία στον Αιτητή. Ωστόσο ο θείος του δεν του έδωσε πίσω την περιουσία. Τέλος, σε ερώτηση ως προς το εάν είναι ασφαλής για εκείνον να επιστρέψει στην χώρα του απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι ο θείος του θα τον σκοτώσει σε περίπτωση επιστροφής του (βλ. ερυθ. 21).

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά δύο (2) ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την καταγωγή του και τον τόπο διαμονής του, ο οποίος έγινε δεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την κατ' ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τον θείο του. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε τον ισχυρισμό αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή, καθότι κρίθηκε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί η εσωτερική και η εξωτερική του αξιοπιστία. Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τους ισχυρισμούς που έχουν γίνει δεκτοί δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Πιο συγκεκριμένα, και αναφορικά με τον ισχυρισμό για την κατ' ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τον θείο του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι εντοπίζονται αντιφάσεις, χρονικές ασυνέπειες, ενώ ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται αυτόν τον ισχυρισμό. Ο λειτουργός ανέφερε ότι, ενώ στην αρχή της συνέντευξης ο Αιτητής δήλωσε πως ο θείος του, τους έδιωξε από το σπίτι το 2017, στην συνέχεια ανέφερε ότι αυτό συνέβη το 2019. Ανέφερε επιπλέον, ότι δεχόταν απειλές από τον θείο του ότι θα τον δολοφονήσει. Αναφορικά με τον ισχυρισμό αυτό, πρόσθεσε πως όταν βρισκόταν στην πόλη, δύο άτομα επισκέφτηκαν το σπίτι που διέμενε, αναζητώντας τον, ενώ ο ίδιος μετέβη σε άλλο σπίτι. Όταν ρωτήθηκε σε ποιανού το σπίτι μετέβη, απάντησε πως δεν πήγε σε άλλο σπίτι αλλά βρισκόταν στον δρόμο και αργότερα επέστρεψε στο σπίτι του φίλου του. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι οι τελευταίες λεκτικές απειλές από τον θείο του έλαβαν χώρα το 2018 μέσω τηλεφώνου, ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης ανέφερε ότι η τελευταία απειλή έγινε το 2019. Ερωτηθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο τον απειλούσε ο θείος του, αφού περιήλθε στα χέρια του η γη και το σπίτι του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε πως αυτό που ήθελε ο θείος του ήταν να μην αγωνίζεται για τα δικαιώματα της περιουσίας του πατέρα του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι απευθύνθηκε στην κοινότητα Igbogili, εκφράζοντας το παράπονό του για την περιουσία του πατέρα του και ότι η κοινότητα αποφάσισε πως η περιουσία πρέπει να δοθεί στον Αιτητή αλλά ο θείος του δεν το έπραξε. Ο Αιτητής, είχε δηλώσει πως ο θείος του έλαβε την περιουσία του πατέρα του μέσω της Νομικής Αρχής της Νιγηρίας (βλ. ερυθ. 27 3Χ).

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι η περίπτωση του Αιτητή δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Σχετικά με την ιδιωτικής φύσεως διαφορά του Αιτητή με τον θείο του, παρατηρώ ότι οι απαντήσεις του Αιτητή στις ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ήταν αόριστες, επιφανειακές, ενώ απουσίαζε το προσωπικό και βιωματικό στοιχείο και η ευλογοφάνεια. Καταρχάς όλες οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού ως καταγράφονται στην έκθεση εισήγηση γίνονται αποδεκτά από το Δικαστήριο ως εύλογα σημεία που πλήττουν την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή επομένως δεν εντοπίζω λόγο διαφοροποίησης.

Ειδικότερα, ενώ στην αρχή της συνέντευξης ο Αιτητής δήλωσε πως ο θείος του, τους έδιωξε από το σπίτι το 2017, στην συνέχεια ανέφερε ότι αυτό συνέβη το 2019. Σε ερώτηση για το λόγο που ο θείος του αποφάσισε τότε να τους διώξει από το σπίτι και δεν το έπραξε νωρίτερα, δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί ο λόγος (βλ. ερυθρά 26 8Χ). Δεν παρατηρείται ευλογοφάνεια στο γεγονός ότι ο θείος του Αιτητή ενώ είχε το δικό του σπίτι και δεν είχε ενοχλήσει τον Αιτητή και την μητέρα του από τότε που ιδιοποιήθηκε την περιουσία του πατέρα του Αιτητή, θέλησε ξαφνικά, μετά από πολλά χρόνια, να τους διώξει από το σπίτι, χωρίς να γνωρίζουν τον λόγο. Επιπλέον, είναι περίεργο το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν πραγματοποίησε κάποια έρευνα ώστε να διαπιστώσει ότι όντως η περιουσία είχε περιέλθει στον θείο του με νομικές διαδικασίες αλλά αρκέστηκε στα λόγια του θείου του (βλ. ερυθ. 25 1Χ). Επιπλέον, δεν παρατηρείται ευλογοφάνεια στο γεγονός ότι παρόλο που ο θείος του είχε ιδιοποιηθεί όλη την περιουσία και είχε καταφέρει να διώξει από το σπίτι τον αιτητή και ενώ ο αιτητής δεν είχε άλλη περιουσία στο όνομά του, να θέλει ωστόσο να σκοτώσει τον Αιτητή. Παρόλο που ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο θείος του τον απειλούσε και προσπάθησε να τον σκοτώσει, ωστόσο τίποτα δεν του συνέβη όλα αυτά τα χρόνια. Μάλιστα ο Αιτητής ανέφερε ότι συνάντησε τυχαία τον θείο του στον δρόμο στο χωριό και ο Αιτητής του απηύθυνε τον λόγο χωρίς να του συμβεί κάτι (βλ. ερυθ. 23 1Χ).

Από την αφήγηση του Αιτητή παρατηρώ ότι απουσιάζει πλήρως το βιωματικό και προσωπικό στοιχείο. Αναφερόμενος σε καταστάσεις που κατ' ισχυρισμόν έχει βιώσει ο ίδιος και που τον ανάγκασαν να αλλάξει τόσο τόπο διαμονής, όσο και χώρα, θα ήταν αναμενόμενο οι περιγραφές του να παραπέμπουν σε βιωμένα περιστατικά. Αντίθετα, οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από επιφανειακότητα, ενώ ήταν μονολεκτικές, αόριστες και μη ευλογοφανείς.

Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαπείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξης του από τον θείο του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Τονίζεται παράλληλα ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ.             WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφαση τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ενώπιον της Διοίκησης, ουσιώδεις, υπό την ανωτέρω έννοια, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[1] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[2]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[3]. Η αρμόδια λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής ως προνοείται στο άρθρο 18(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παράλληλα οι Καθ' ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Εξάλλου ούτε από άλλα έγγραφα που υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο Αιτητής τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου δια μέσο του συνηγόρου του προκύπτουν κρίσιμα στοιχεία και περιστατικά που να θεμελιώνουν «σοβαρούς λόγους» οι οποίο να οδηγούν στην κρίση ότι ο Αιτητής μπορεί εύλογα να φοβάται, υπό το πρίσμα της ατομικής του κατάσταση, ότι πράγματι θα υπόκειται σε πράξεις δίωξης[4] από τον θείο του, αλλά ούτε προκύπτει ότι θα υποστεί πράξεις οι οποίες να είναι αρκετά σοβαρές από τη φύση τους ή από την επανάληψη ώστε να αποτελούν σοβαρή παραβίαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή συσσώρευση μέτρων επαρκώς σοβαρών επηρεάζουν ένα άτομο με παρόμοιο τρόπο.[5]

Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). Είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Περαιτέρω,  η λειτουργός παρείχε επαρκή αιτιολογία για το λόγο μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η δε αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, ιδίως δε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία, το πρακτικό της συνέντευξης και την εισήγηση του λειτουργού.

Η επάρκεια της αιτιολογίας, συναρτάται άμεσα με τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης και εξαρτάται, όχι από την έκταση του λεκτικού της αλλά από την ουσία του περιεχομένου της. Μπορεί να είναι λακωνική, αρκεί να είναι επαρκής. Η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Βλ. Ράφτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345Pissas vRepublic (1974) 3 C.L.R. 476.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/99 και την πάγια νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας νοουμένου, όμως, ότι τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο, κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο  (Παναγιωτίδης v. Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 342, Θ. Χριστοφή & Σία Λτδ vYπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 427), ως ισχύει στην παρούσα περίπτωση.

Η αιτιολογία μιας απόφασης για να θεωρείται ότι είναι σύμφωνη με τις Γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, Άρθρα 26 και 28 του Νόμου 158(Ι)/1999  και την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα πρέπει  να περιέχει τους πραγματικούς λόγους και την νομική βάση στην οποία  υπήγαγε τα γεγονότα ώστε να καταλήξει στη συγκεκριμένη απόφαση. Όμως η διατύπωση θα πρέπει να γίνεται με τρόπο που να δίνει την δυνατότητα στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998)3 Α.Α.Δ.270).

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι γραπτή και δεόντως αιτιολογημένη όπως απαιτείται από το Νόμο. Η αιτιολογία της απόφασης συνοδεύει την επιστολή ημερ. 11/02/2022, η οποία ενισχύεται περαιτέρω από την έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (ερυθρά 56-63 Δ.Φ.). Είναι σαφής και δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς τους πραγματικούς και νομικούς λόγους που οδήγησαν τους Καθ' ων η αίτηση στην απόφαση τους.

Συμπερασματικά, η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε πλήρη και επαρκή αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή, ενώ στον ίδιο κοινοποιήθηκε εγγράφως επιστολή της οποίας το περιεχόμενο του γνωστοποιήθηκε με τη βοήθεια διερμηνέα.

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τον θείο του ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Υπενθυμίζω συναφώς, ότι, σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). 

Σημειώνετε δε, ότι στις περιπτώσεις όπου ο φορέας δίωξης ή σοβαρής βλάβης είναι μη κρατικός, καθίσταται κρίσιμο όπως εξετάζεται  εάν υπάρχει επαρκή προστασία από την φερόμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη σύμφωνα με το άρθρο 7 της οδηγία 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Όπως εξάλλου αποφάνθηκε από το  ΔΕΕ  στην Abdulla (C-175/08 ημερ. 2/03/2010 βλ. Παρ. 68.), «, οι περιστάσεις που καταδεικνύουν τη δυνατότητα ή μη της χώρας καταγωγής να παράσχει προστασία έναντι πράξεων διώξεως συνιστά καθοριστικό στοιχείο της αξιολογήσεως, η οποία καταλήγει στη χορήγηση ή, κατά συμμετρικό τρόπο, ενδεχομένως στην παύση του καθεστώτος πρόσφυγα.»

Για λόγους πληρότητας, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα σε πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, λαμβανομένου ότι το παρών δικαστήριο έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)]. Καθώς η κατ’ ισχυρισμό δίωξη του Αιτητή από τον θείο του, αποτελεί εν γένει ισχυρισμό ιδιωτικής φύσης, η έρευνα του Δικαστηρίου περιορίστηκε μόνο σχετικά με το κατά πόσο το κράτος θα μπορούσε να προστατέψει τον Αιτητή από την κατ’ ισχυρισμό απειλή κατά της ζωής του

Σύμφωνα με την έκθεση του State Department των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) του 2022 σχετικά με τις πρακτικές για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη Νιγηρία, "οι διαμάχες για τη γη, ο ανταγωνισμός σχετικά με τους πόρους που λιγοστεύουν και οι εθνοτικές εντάσεις καθώς και οι εντάσεις μεταξύ “εποίκων και ιθαγενών" οδήγησαν σε συγκρούσεις μεταξύ βοσκών και αγροτών στη Βόρεια Κεντρική περιοχή.[6] Στην ίδια έκθεση αναφέρεται ότι οι εθνοτικές ομάδες Tiv, Kwalla, Jukun, Fulani και Azara που ζουν κοντά στα σύνορα των πολιτειών Nasarawa, Benue και Taraba εμπλέκονται ιδιαίτερα στις συγκρούσεις.[7]

Η ετήσια έκθεση του Freedom House για τη Νιγηρία το 2023 περιέγραφε ότι αγρότες και Fulani αντιμετώπισαν βία, καθώς οι κοινότητες των Fulani ταξίδευαν νότια για να βρουν "νέα βοσκοτόπια".[8] Το σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης στη Νιγηρία το 2023 από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ) επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι η βία κατά των αγροτικών κοινοτήτων συνεχίστηκε λόγω του ανταγωνισμού για τη γη και ότι η βία αυξήθηκε λόγω των διαφορών που σχετίζονται με "τις ζημιές στις καλλιέργειες, τις κλοπές ζώων και τη ρύπανση του νερού".[9] Το Global Centre for the Responsibility to Protect (GCR2P) πρόσθεσε ότι "οι διαμάχες αυτές έχουν επιδεινωθεί από την κλιματική αλλαγή, την επέκταση της γεωργίας και την αυξανόμενη ερημοποίηση στη βόρεια Νιγηρία", η οποία έχει "οδηγήσει" τους κατά κύριο λόγο μουσουλμάνους κτηνοτρόφους Φουλάνι προς νότο σε περιοχές που καλλιεργούνται από κυρίως χριστιανικές κοινότητες, με αποτέλεσμα "βία μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών" και "έχει επίσης επιδεινώσει τις θρησκευτικές και εθνοτικές εντάσεις".[10]

Σύμφωνα με την έκθεση του ΔΟΜ για το 2023, οι παραδοσιακοί μηχανισμοί επίλυσης συγκρούσεων για τις διαφορές για τη γη "έχουν αποδυναμωθεί και η εμπιστοσύνη στις αρχές είναι περιορισμένη λόγω της εκτεταμένης αδράνειας και της θεωρούμενης μεροληψίας.”[11] Σύμφωνα με διάφορες τοπικές ειδησεογραφικές πηγές, η αστυνομία ή οι δυνάμεις ασφαλείας αναπτύχθηκαν στις περιοχές που επλήγησαν από τα επεισόδια που προέκυψαν από τις διαμάχες για τη γη και μεσολάβησαν για την αποκατάσταση της ομαλότητας.[12]

Άλλες περιπτώσεις παρέμβασης της τοπικής αυτοδιοίκησης ως διαμεσολαβητή, όπως αναφέρθηκαν από τις πηγές, περιλαμβάνουν:

- Τον Ιούνιο του 2022, μετά από σύγκρουση για αμφισβητούμενη γη μεταξύ δύο παραδοσιακών ηγεμόνων στην Πολιτεία Cross River, η οποία οδήγησε σε απροσδιόριστο αριθμό θανάτων και σε καταστροφή περιουσιών, η πολιτειακή κυβέρνηση κατάσχεσε τη γη ισχυριζόμενη ότι επρόκειτο για "υπέρτερο δημόσιο συμφέρον".[13]

- Τον Οκτώβριο του 2022, ο ηγέτης μιας τοπικής αυτοδιοίκησης στην Πολιτεία Delta συνοδευόταν από την αστυνομία και στρατιώτες για να πραγματοποιήσει συνάντηση με δύο κοινότητες σε μια προσπάθεια να υποχωρήσει η βία που οφειλόταν σε μια εδαφική διαμάχη.[14]

- Τον Ιούνιο του 2023, μια διαφορά γης στην Πολιτεία Anambra επιλύθηκε με τη διαμεσολάβηση της κοινότητας και τη συμβολή του προέδρου και του παραδοσιακού ηγέτη της κοινότητας.[15]

- Μετά από πολλά βίαια επεισόδια μεταξύ δύο κοινοτήτων στην Πολιτεία Adamawa, τον Ιούνιο του 2022 συστάθηκε πενταμελής επιτροπή από τη Βουλή της πολιτείας Adamawa "για την εξεύρεση μόνιμων λύσεων στις ετήσιες αιματηρές συγκρούσεις".[16]

Σύμφωνα με ερευνητικό άρθρο του Πανεπιστημίου της Νιγηρίας που δημοσιεύθηκε το 2022, η επανεμφάνιση βίαιων κοινοτικών συγκρούσεων και διεκδικήσεων ιδιοκτησίας γης από κοινοτικές ομάδες στην Πολιτεία Ebonyi έχει οδηγήσει στην απώλεια ζωών και περιουσιών, στον εκτοπισμό "χιλιάδων" ανθρώπων.[17] Επιπλέον το ανωτέρω άρθρο αναφέρει ότι δεν έχει γίνει καμία συστηματική προσπάθεια "για να κατανοήσουμε τη σχέση μεταξύ της διαχείρισης της γης στην Πολιτεία και της επιμονής των βίαιων κοινοτικών συγκρούσεων στην Πολιτεία".[18]

Ερευνητικό έγγραφο του Απριλίου 2022 περιγράφει ότι στις Βόρειες Κεντρικές Πολιτείες του Benue, Plateau and Kogi, οι παραδοσιακοί ηγέτες, η νεολαία και οι ηγέτες της κοινωνίας των πολιτών τείνουν να ασχολούνται με τις διαμάχες μεταξύ αγροτών και κτηνοτρόφων και τις διαφορές γης.[19]

Σύμφωνα με το ερευνητικό περιοδικό, Afikpo, του 2021, η Πολιτεία Ebonyi, έχει "διατηρήσει ορισμένες ακίνδυνες παραδοσιακές πρακτικές" για να βοηθήσει τους διαφωνούντες στην επίλυση συγκρούσεων σχετικά με τις εδαφικές διαφορές, και το όργανο λήψης αποφάσεων, γνωστό ως "Essa Ehugbo Elders in Council", λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τις εδαφικές διαφορές.[20]

Το Ινστιτούτο Ειρήνης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (USIP) ανέφερε το 2021 ότι από το 2016, τρεις πολιτείες της Νιγηρίας (Plateau, Kaduna και Adamawa) "δημιούργησαν οργανισμούς και επιτροπές ειρήνης για την αντιμετώπιση των κοινοτικών συγκρούσεων και των ριζών των εξεγέρσεων", οι οποίες βοήθησαν τις τοπικές κυβερνήσεις να ανταποκριθούν σε κοινοτικό επίπεδο στην αντιμετώπιση των συγκρούσεων. Αυτοί οι οργανισμοί και οι επιτροπές περιλαμβάνουν επιτροπές που "παρακολουθούν τις απειλές και να παρέχουν έγκαιρες αντιδράσεις για την πρόληψη της βίας".[21]

Άρθρο του 2021 από τοπική πηγή ειδήσεων που επικαλείται έναν εκπρόσωπο της κυβέρνησης της Πολιτείας Lagos, έγραψε ότι "υπάρχουν νόμοι και ότι η βία δεν θα συγχωρεθεί ποτέ λόγω διαφορών σε θέματα γης". Το ίδιο άρθρο σημείωνε ότι ο νόμος για την αρπαγή γης της Πολιτείας Lagos θεσπίστηκε "για να απαγορεύσει τη βίαιη είσοδο και την παράνομη κατάληψη γαιοκτημάτων, καθώς και τις βίαιες και δόλιες συμπεριφορές σε σχέση με τα γαιοκτήματα.[22]

Η ικανότητα της κυβέρνησης της Νιγηρίας να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα υπονομεύεται σε ορισμένες πολιτείες από την επικρατούσα ανασφάλεια, π.χ. τα κράτη που πλήττονται από τις συγκρούσεις μεταξύ κτηνοτρόφων και αγροτών, τη βία που σχετίζεται με την Μπόκο Χαράμ και τη γενική εγκληματικότητα.[23] Σύμφωνα με πληροφορίες, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας στη βορειοανατολική περιοχή ήταν υπερτεταμένες λόγω της εξέγερσης της Boko Haram/ISWAP και, ως εκ τούτου, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε τοπικές πολιτοφυλακές και σε ομάδες επαγρύπνησης. Η ανομία και η έλλειψη αστυνόμευσης έχουν περιγράφει ως βασικοί παράγοντες για την αύξηση των ληστειών ή της εγκληματικής βίας. Η πρόσφατη εισαγωγή του νόμου για την αστυνομία της Νιγηρίας 2020 συνδέεται με μακροχρόνιες εκκλήσεις για αστυνομική μεταρρύθμιση.[24]

Επιπλέον, οι μακροχρόνιες κριτικές προς τις δυνάμεις ασφαλείας της Νιγηρίας αφορούσαν τη διαφθορά και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[25]

Το νομικό και δικαστικό σύστημα της Νιγηρίας είναι ένα μικτό σύστημα που βασίζεται σε διάφορες πηγές και, ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Η πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα στη Νιγηρία για πολλούς πολίτες παρεμποδίζεται από το υψηλό κόστος της προσφυγής στο δικαστήριο. Επιπλέον, το δικαστικό σύστημα καθίσταται γενικά αναποτελεσματικό λόγω μεγάλου φόρτου υποθέσεων, της έλλειψης χρηματοδότησης και της χαμηλής ικανότητας ανθρώπινου δυναμικού, γεγονός που οδηγεί σε εξαιρετικά μεγάλους χρόνους διεκπεραίωσης. Αναφέρεται επίσης εκτεταμένη διαφθορά. Το 2017, το UNODC ανέφερε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι στη Νιγηρία αντιπροσώπευαν τη δεύτερη πιο εύκολα επηρεασμένη ομάδα αξιωματούχων όσον αφορά τον κίνδυνο δωροδοκίας.[26]

Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι σε μέρη της χώρας, η ικανότητα του νιγηριανού κράτους να παρέχει προστασία είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα στις πολιτείες που πλήττονται σημαντικά από τη βία που σχετίζεται με τη Μπόκο Χαράμ. Το κράτος της Νιγηρίας και οι θεσμοί του μπορεί επίσης να αποδειχθούν απρόσιτοι ή αναποτελεσματικά σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως όταν πρόκειται για υποθέσεις περιουσιακών διαφορών. Ωστόσο, ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή δεν εμφανίζει κάποιο από τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, ενώ σημαντικό στοιχείο το οποίο πλήττει και πάλι την αξιοπιστία των ισχυρισμών του  αποτελεί το γεγονός ότι ο Αιτητής ισχυρίστηκε πώς ουδέποτε απευθύνθηκε στις κρατικές αρχές της χώρας του διότι δεν διέθετε χρήματα. Συνάμα και με βάση τις ως άνω πηγές πληροφόρησης ο Αιτητής θα μπορούσε εκτός από τις αστυνομικές αρχές να απευθυνθεί και στην τοπική αυτοδιοίκηση να παρέμβει ως διαμεσολαβητής κάτι το οποίο και πάλι δεν έπραξε. Γενικότερα φρονώ από τα ενώπιον μου στοιχεία και τις αναφορές του Αιτητή ο ίδιος δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε ενέργεια προς επίλυση της οικογενειακής περιουσιακής διαφοράς που είχε με τον θείο του. Το βάρος βαραίνει τον Αιτητή να αποδείξει γιατί το κράτος δεν είναι πρόθυμο και ικανό να  του παρέχει αποτελεσματική προστασία, στοιχείο το οποίο δεν προκύπτει από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης καθότι ο ίδιος ήταν απρόθυμος να απευθυνθεί στις αρμόδιες αρχές της χώρας του.

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς και δίωξης από τον θείο του, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου δε στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα δεν συντρέχει καμία από τις ως άνω βασικές προϋποθέσεις του Περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί στο πρόσωπο του Αιτητή το καθεστώς του Πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του ιδίου Νόμου. Από τα όσα επικαλείται ο Αιτητής δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του και θα κινδυνεύσει με δίωξη, όπως αυτή ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης και 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Ούτε η πιθανολογούμενη δίωξης που επικαλείται  εμπίπτει σε κάποια από την έννοια όπως ορίζεται στα άρθρα 1 Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων. Περαιτέρω, οι πιθανολογούμενες βλάβες από τις οποίες θα κινδυνεύσει ο Αιτητής δεν αφορούν στη διακινδύνευση της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς του, δηλαδή δεν συνιστούν πράξεις «δίωξης», κατά την έννοια του νόμου. Τέλος δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη υπευθύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης.

Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου και τα ως άνω αναφερθέντα  το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει ο Αιτητής, η οποία δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τόπου καταγωγής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με Έκθεση της EUAA (πρώην EASO) που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2021 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Νιγηρία, «Ένοπλες ομάδες που έχουν πολλαπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1990 σε ολόκληρο το Δέλτα του Νίγηρα, εμφανίστηκαν ως επί το πλείστον στην βάση εθνοτικών αντιπαραθέσεων. Η πιο σημαντική ομάδα που αναδύθηκε ήταν η Ομοσπονδία των Κοινοτήτων Delta Ijaw του Νίγηρα (FNDIC), που ιδρύθηκε τη δεκαετία του 1990 από νέους από την κοινότητα Ijaw. Αν και είναι άγνωστο ακριβώς πόσοι άνθρωποι συμμετείχαν σε μαχητικές δραστηριότητες στο Δέλτα του Νίγηρα, μια εκτίμηση του 2007 έδειξε ότι υπήρχαν τουλάχιστον 48 ομάδες που λειτουργούσαν μόνο στην πολιτεία Δέλτα, με περίπου 25.000 μέλη. Τον Οκτώβριο του 2020, ένας συνασπισμός πρώην μαχητών που ανήκουν στο Reformed Niger Delta Avengers (RNDA) δήλωσε τη στήριξή του στο κίνημα #EndSARS και απείλησε να συνεχίσει τις επιθέσεις σε εγκαταστάσεις πετρελαίου εάν η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση δεν πετύχαινε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των διαδηλωτών #EndSARS η χώρα. Ακόμη, οι μαχητές του RNDA απείλησαν να επιτεθούν σε ορισμένους αγωγούς διανομής φυσικού αερίου, οι περισσότεροι από τους οποίους διέρχονται από την πολιτεία Δέλτα. Οι αποκρυφιστικές/μυστικιστικές ομάδες είναι μια από τις σημαντικότερες πηγές βίας του Δέλτα του Νίγηρα, συμπεριλαμβανομένης της πολιτείας του Δέλτα. Το Delta αναφέρεται επίσης ότι είναι μια από τις πολιτείες όπου οι συγκρούσεις μεταξύ των βοσκών και των αγροτών συμβαίνουν με όλο και μεγαλύτερη ένταση και προκαλούν περισσότερη αιματοχυσία. Εμφανίστηκαν επίσης κοινοτικές εντάσεις σχετικά με χερσαίες και συνοριακές διαφορές και «αντιπαραθέσεις για την ηγεσία».2 Οι θρησκευτικές αιρέσεις είναι ιδιαίτερα ενεργές στο Δέλτα του Νίγηρα και σε άλλες νότιες πολιτείες, σύμφωνα με έκθεση του Ιανουαρίου 2023 του Ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών για τη Νιγηρία. Σύμφωνα με το Ίδρυμα Πρωτοβουλιών Συνεργασίας στο Δέλτα του Νίγηρα (PIND), η βία που σχετίζεται με συμμορίες και τις αιρέσεις ήταν μεταξύ των πιο κοινών προβλημάτων σύγκρουσης στο Δέλτα του Νίγηρα το 2021. Τα περισσότερα περιστατικά που σχετίζονται με τις θρησκευτικές αιρέσεις σημειώθηκαν στις πολιτείες Benue, Kwara και Kogi (στη βόρεια-κεντρική ζώνη), Lagos, Ogun, Osun και Ondo (στα νοτιοδυτικά), Bayelsa, Delta, Rivers, Akwa Ibom και Edo (στο Νότο-Νότο) και Anambra (στη Νοτιοανατολική). Οι πιο γνωστές αιρέσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε πολλές πολιτείες, είναι οι Black Axe, The Vikings, The Buccaneers και Eiye. Στο Δέλτα του Νίγηρα, στις ενεργές αιρέσεις συμπεριλαμβάνονται οι Dey Bam, Dey Well και Highlanders.[27] Σύμφωνα με έκθεση του Ιανουαρίου 2023 του Ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών για τη Νιγηρία, η ανασφάλεια και η βία στη Νιγηρία μπορούν να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη βία που σχετίζεται με τη λατρεία με επίκεντρο τη νότια Νιγηρία και συγκεκριμένα την περιοχή του Δέλτα του Νίγηρα και την πειρατεία στον Κόλπο της Γουινέας στο Δέλτα του Νίγηρα.[28]

Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (Τhe Armed Conflict Location  & Event Data Project), κατά την χρονική περίοδο 09/02/202309/02/2024 καταγράφονται στην ανωτέρω βάση 94 περιστατικά ασφαλείας ότι έλαβαν χώρα στην πολιτεία Delta, και αυτά είχαν ως αποτέλεσμα 83 απώλειες, εκ των οποίων τα 36 καταγράφηκαν ως μάχες, τα 45 ως βία κατά αμάχων και 13 ως ταραχές.[29]

Επιπλέον, η αστυνομική αυθαιρεσία και βία είναι εμφανής στην πολιτεία Δέλτα, σύμφωνα με τη πιο πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε στις 27 Μαρτίου 2023 και αφορά την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα το έτος 2022. Συγκεκριμένα στις 4 Οκτωβρίου 2022, η αστυνομία σκότωσε ένα άτομο και τραυμάτισε άλλα δύο που διαμαρτύρονταν για την παρενόχληση από αξιωματούχους της Επιτροπής Οικονομικών και Οικονομικών Εγκλημάτων στην πόλη Ughelli, στην πολιτεία Delta.[30]

Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Delta στην Νιγηρία ανέρχεται σε 5 636 100 κατοίκους, σύμφωνα με υπολογισμούς του 2022 στη βάση της απογραφής πληθυσμού του 2006 (τότε 3 927 563 κάτοικοι), καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (89 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για κάποιον πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από συνθήκες οι οποίες εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ στην πολιτεία Delta. 

Κατά συνέπεια, η πόλη Agbor της πολιτείας Delta της Νιγηρίας, η οποία είναι η πόλη συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité του ΔΕΕ .

Επομένως, ο Αιτητής προερχόμενος από το κρατίδιο Delta δεν προκύπτει να υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά ως άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ) της ΟΑ.[31] Τονίζεται βέβαια ότι στο πλαίσιο της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας»[32], κάθε περίπτωση πρέπει να αξιολογείται εξατομικευμένα, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και την ένταση της βίας στην περιοχή, σε συνδυασμό με τις ατομικές περιστάσεις που ισχύουν στην περίπτωση του αιτούντος. Στην παρούσα περίπτωση ο  Αιτητής  δήλωσε  κατά την διάρκεια της συνέντευξη  ότι οι λόγοι που τον ώθησαν να φύγει από τη χώρα του ήταν εξαιτίας του κινδύνου που διέτρεχε από τον θείο του. Τα όσα δήλωσε στη συνέντευξη του και που αναφέρθηκαν πιο πάνω, ουδόλως τον ενέτασσαν στις περιπτώσεις της  αναγκαιότητας παροχής του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας. Λαμβάνοντας υπόψιν και το προφίλ του αιτητή, ως ενήλικα άνδρα, υγιή,  ικανό προς εργασία και με εργασιακή εμπειρία θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Agbor της πολιτείας Delta.  

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Τέλος, σημειώνεται ότι το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα, χωρίς εν προκειμένω αυτός να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Στην αξιολόγηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η ικανότητα του κράτους να παρέχει προστασία στους πολίτες της από παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους (βλ. άρθρο 12Βτρις(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, ενώ υπενθυμίζεται, σχετικά, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.

 Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 



[1] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[2] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[3] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[4] Υπόθεση ΔΕΕ C‑199/12 to C‑201/12, Y and Z, 7 Νοεμβρίου 2013 Παρ.. 76

[5] Βλ. 3Γ (1) Ο περί Προσφύγων Νόμος του 2000 (6(I)/2000)

 

[6] USDOS, Country Report on Human Rights Practices for 2022 – Nigeria, 20 March 2023, available at: https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/03/415610_NIGERIA-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf   p. 31, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024).

[7] USDOS, Country Report on Human Rights Practices for 2022 – Nigeria, 20 March 2023, available at: https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/03/415610_NIGERIA-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf  , p. 32, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024).

[8] Freedom House, Freedom in the World 2023 – Nigeria, 9 March 2023,  available at:  https://freedomhouse.org/country/nigeria/freedom-world/2023 , (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024).

[9] IOM, Nigeria Crisis Response Plan 2023, 30 January 2023, p. 4 , available at:  https://crisisresponse.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1481/files/appeal/pdf/2023_Nigeria_Crisis_Response_Plan_2023.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024).

[10] GCR2P, Atrocity Alert No. 348: Nigeria, Democratic Republic of the Congo and the Protection of Civilians, 24 May 2023 , available at:  https://www.globalr2p.org/publications/atrocity-alert-no-348/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024).

[11] IOM, Nigeria Crisis Response Plan 2023, 30 January 2023, available at: https://crisisresponse.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1481/files/appeal/pdf/2023_Nigeria_Crisis_Response_Plan_2023.pdf , p. 4 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 25/01/2024).

[12] Guardian (The), Four die in land dispute, community clash in Enugu, 14 August 2023,  available at: https://guardian.ng/news/four-die-in-land-dispute-community-clash-in-enugu/  ; People’s Gazette, Six killed over land dispute in fresh communal clash in Anambra, 7 February 2023, available at: https://gazettengr.com/six-killed-over-land-dispute-in-fresh-communal-clash-in-anambra/  ,; Vanguard, Land dispute: 2 killed, many wounded as Delta communities resume hostilities, 7 January 2022 , available at: https://www.vanguardngr.com/2022/01/land-dispute-2-killed-many-wounded-as-delta-communities-resume-hostilities/ ; Vanguard, Land dispute: Pastor, 2 others, killed as Delta communities renew hostilities, 12 October 2022,  available at: https://www.vanguardngr.com/2022/10/land-dispute-pastor-2-others-killed-as-delta-communities-renew-hostilities/ , Vanguard, 4 die in communal land dispute in Enugu, 13 August 2023,  available at: https://www.vanguardngr.com/2023/08/4-die-in-communal-land-dispute-in-enugu/#google_vignette

[13] Punch Nigeria, Communal clashes: Cross River govt sacks monarchs, takes over land, 28 June 2022, available at: https://punchng.com/communal-clashes-%EF%BB%BFcross-river-govt-sacks-monarchs-takes-over-land/ , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[14] Vanguard, Land dispute: Pastor, 2 others, killed as Delta communities renew hostilities, 12 October 2022 , available at: https://www.vanguardngr.com/2022/10/land-dispute-pastor-2-others-killed-as-delta-communities-renew-hostilities/ , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[15] Daily Post, Anambra community resolves land dispute, pacifies angry youths, 2 June 2023, available at: https://dailypost.ng/2023/06/02/anambra-community-resolves-land-dispute-pacifies-angry-youths/ , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[16] HumAngle, Once Intimate, Two Adamawa Communities Torn Apart By Land Dispute, 19 February 2023  , available at: https://humanglemedia.com/once-intimate-two-adamawa-communities-torn-apart-by-land-dispute/ , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[17] Abada, M.I., and Omeh, H.P., Land Management and Violent Conflict in Ebonyi State, Nigeria, University of Nigeria Journal of Political Economy, 26 December 2022, p. 341,  available at: https://unjpe.com/index.php/UNJPE/article/view/198/188 , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[18] Ό.π.

[19] Reardon, C., et al., Can Mediation Reduce Violence? The Effects of Negotiation Training for Local Leaders in North Central Nigeria. Washington, DC: Mercy Corps, April 2022, p. 15,  available at: https://www.mercycorps.org/sites/default/files/2022-04/Can-Mediation-Reduce-Violence-Full-Report.pdf , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[20] WWJMRD, The Traditional Methods of Land Dispute Settlement in Afikpo (Ehugbo), Nigeria Vis-À-Vis Court Proceedings, December 2021, p. 37, available at:  https://wwjmrd.com/upload/the-traditional-methods-of-land-dispute-settlement-in-afikpo-ehugbo-nigeria-vis--vis-court-proceedings_1640605166.pdf , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

[21] USIP, How to calm violent crises? Nigeria has an idea, 4 June 2021, available at: https://www.usip.org/publications/2021/06/how-calm-violent-crises-nigeria-has-idea , ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

 

[22] Guardian (The), Lagos warns against use of land grabbers, violence in property dispute, 23 April 2021, available at: https://guardian.ng/news/lagos-warns-against-use-of-land-grabbers-violence-in-property-dispute/ ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 10/11/2023.

 

 

[23] Georgetown Journal of International Affairs (2021), 'The Failure of Governance in Nigeria: An Epistocratic Challenge', available at: The Failure of Governance in Nigeria: An Epistocratic Challenge - Georgetown Journal of International Affairs (τελευταία προσπέλαση στις 12/02/2024)

[24] Center of Strategic and International Studies (2020), Conduct is the Key: Improving Civilian Protection in Nigeria', available at: Conduct Is the Key: Improving Civilian Protection in Nigeria (csis.org) (τελευταία προσπέλαση στις 12/02/2024)

[25] US DOS (2021), 'Nigeria', available at: Nigeria - United States Department of State (τελευταία προσπέλαση στις 12/02/2024)

[26] European Asylum Support Office (2018), 'Nigeria: Actors of Protection', available at: 2018_EASO_COI_Nigeria_ActorsofProtection.pdf (europa.eu)σελ.34, (τελευταία προσπέλαση στις 12/02/2024)

[27] Netherlands Ministry of Foreign Affairs: Algemeen Ambtsbericht Nigeria, January 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2086363/algemeen-ambtsbericht-nigeria-2023.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/02/2024)

[28] Netherlands Ministry of Foreign Affairs: Algemeen Ambtsbericht Nigeria, January 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2086363/algemeen-ambtsbericht-nigeria-2023.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/02/2024)

[29]ACLED, Dashboard, Nigeria, Western Africa, Reference Period 09/02/2023-09/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/02/2024)

[30] AI – Amnesty International: Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Nigeria 2022, 27 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089578.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 12/02/2024)

[31] Country_Guidance_Nigeria_2021 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/2022-03/2021_guidance_note_nigeria_el.pdf

[32] (Βλ. ) CJEU (Grand Chamber), απόφαση 17 Φεβρουαρίου 2009, Case C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v Staatssecretaris van Justitie, Παρ. 39;  CJEU, απόφαση of 30 Ιανουαρίου 2014, case C-285/12, Aboubacar Diakité v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides Παρ. 31).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο