ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

Υπόθ. Αρ.: 1259/22 

9 Φεβρουαρίου, 2024 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ: 

A.  K. M.

Αιτητής 

-και- 

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση 

Κ. Χαρίτου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Αριστείδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.  

         ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/12/21,  σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος, ληφθείσα καθ’ υπέρβαση εξουσίας.

 

Επίσης αιτείται όπως αναγνωριστεί ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και του περί Προσφύγων Νόμου και εναλλακτικά όπως αναγνωριστεί ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και εισήλθε μέσω κατεχομένων στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές και στις 24/10/2018 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Στις 05/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο Λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (από τούδε και στο εξής «η αρμόδια λειτουργός»), προς εξέταση του αιτήματος του για διεθνή προστασία με τη συνδρομή δωρεάν διερμηνείας. Μετά την συνέντευξη, η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση με ημερομηνία 24/11/2021 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 31/12/2021, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο Νόμος ορίζει,  λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση και απέρριψε την αίτηση για διεθνή προστασία.

 

Στις 13/02/2022 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του Αιτητή για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία, στις 02/03/2022, του επιδόθηκε δια χειρός.

 

Στις 04/03/2022, καταχωρήθηκε από τον Αιτητή η υπό κρίση προσφυγή.

 

Ο Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του, προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της προσφυγής προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, με βασικότερο επιχείρημα ότι η αξιολόγηση των ισχυρισμών του έγινε εσφαλμένα, κακόπιστα και χωρίς έρευνα, χωρίς ουσιαστική αιτιολογία ή ορθή εφαρμογή των προβλεπόμενων από τον Νόμο διαδικασιών η έστω δεικτών αξιοπιστίας, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου των Ευρωπαϊκών Οδηγιών και των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών. Συγκεκριμένα, η συνήγορος του Αιτητή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα καθώς η αξιολόγηση του αιτήματος δεν έγινε σε εξατομικευμένη, αντικειμενική και αμερόληπτη βάση, κατά παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου και της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Επίσης, υποστηρίζει ότι η απόφαση παραβιάζει τις διατάξεις των Οδηγιών 2013/32/ΕΕ, 2013/33/ΕΕ και 2011/95ΕΕ όπως και τις σχετικές οδηγίες της EASO, καθώς οι Καθ΄ ων η Αίτηση παραγνώρισαν την ευαλωτότητα του Αιτητή ή/και τις ειδικές του ανάγκες διαδικαστικών εγγυήσεων, και δεν λήφθηκε υπόψη ότι ο Αιτητής είναι πρόσωπο με προβλήματα υγείας συμπεριλαμβανομένης της ψυχικής υγείας και ότι είναι θύμα ψυχολογικής βίας με σοβαρές τραυματικές εμπειρίες. Στα πλαίσια του πιο πάνω ισχυρισμού της, σχετικά με την ψυχική υγεία του Αιτητή, η συνήγορος του, υποβάλει αίτημα δια μέσου της Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή, ώστε να προσκομιστεί ο φάκελος Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας ο οποίος βρίσκεται στο παλιό νοσοκομείο Λεμεσού που αφορά στοιχεία αναφορικά με την ψυχική κατάσταση και υγείας του Αιτητή.

 

 Επιπρόσθετα, η συνήγορος του υποστηρίζει ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση παραβίασαν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει ο Νόμος, καθώς η συνέντευξη του Αιτητή δεν έγινε από κατάλληλα καταρτισμένο εξεταστή, δεν δόθηκε στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας σε σχέση με τους ισχυρισμούς του, προχώρησαν σε ελλιπή έρευνα εξωτερικές συνέπειας, καθώς δεν έκαναν δέουσα έρευνα σε εξωτερικές πηγές από την χώρα καταγωγής (από τούδε και στο εξής «ΠΧΚ») και επιπρόσθετα αξιολόγησαν εσφαλμένα ή/και παραγνώρισαν τα έγγραφα το οποία κατάθεσε ενώπιον τους ο Αιτητής προς υποστήριξη των ισχυρισμών του.

 

Ο Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του, υποστηρίζει ότι είναι πρόσφυγας για τους σκοπούς του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου καθώς έχει βάσιμο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, λόγω αποδιδόμενων πολιτικών απόψεων ή τουλάχιστον ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας, καθώς ο στρατός του Καμερούν τον αντιμετωπίζει ως συνεργάτη των αποσχιστών Ambazonians λόγω της δράσης του ως πάστορας στο Νοτιοδυτικό Καμερούν και την συσχέτιση του με τους αποσχιστές Ambazonians. Εναλλακτικά, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι θα πρέπει να αναγνωριστεί ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας καθότι διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του περιλαμβανομένης της εκτέλεσης, της επιβολής θανατικής ποινής ή απάνθρωπης, ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας και ότι με την επιστροφή του θα παραβιαστεί η αρχή της μη-επαναπροώθησης.

 

Η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση μέσω της γραπτής της αγόρευσης αντικρούει τους ισχυρισμούς του Αιτητή και ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των σχετικών Νόμων και Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η Αίτηση και κατ' εφαρμογή του διοικητικού δικαίου, έχει ληφθεί κατόπιν δέουσας έρευνας και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Όσον αφορά το επίδικο πλαίσιο γεγονότων, παραπέμπει στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και τα επισυνημμένα σε αυτήν Παραρτήματα, καθώς και σε περιεχόμενα του σχετικού διοικητικού φάκελου.

 

Υποδεικνύει, επίσης, ότι το τεκμήριο της νομιμότητας και της κανονικότητας της προσβαλλόμενης πράξης δεν έχει ανατραπεί από τον Αιτητή παρόλο που έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του. Τέλος, υποστηρίζει ότι δεν ευσταθεί ο οποιοσδήποτε κίνδυνος εναντίον του Αιτητή και εν πάση περιπτώσει, ακόμα και εάν ευσταθούσε κίνδυνος για την ζωή του Αιτητή, ο ισχυριζόμενος κίνδυνος δεν σχετίζεται προς τους λόγους που προβλέπονται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951, προσθέτοντας ότι οι αρχές της χώρας του Αιτητή μπορούν να τον προστατέψουν, παρέχοντας του αποτελεσματική προστασία σε περίπτωση που υφίσταται τέτοιος κίνδυνος. Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι ο Αιτητής έχει την δυνατότητα μετεγκατάστασης σε άλλη περιοχή του Καμερούν καθώς εκεί διατηρεί οικογενειακούς δεσμούς.

 

Ο Αιτητής δια της απαντητικής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου του, επανέλαβε τις θέσεις του ως παρατίθενται στην γραπτή του αγόρευση, ενώ υποστήριξε ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν αντικρούουν τις θέσεις του Αιτητή, αλλά αναπαράγουν την Έκθεση-Εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου, ενώ συχνά αναφέρονται σε αναχρονιστικές αυθεντίες οι οποίες είναι προγενέστερες των Οδηγιών του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου και βασίζονται σε παλαιότερη τάξη πραγμάτων όταν τα κυπριακά δικαστήρια δεν προέβαιναν σε έλεγχο ουσίας στον τομέα του ασύλου. Υπενθυμίζει ότι ο Αιτητής κατέβαλε πραγματική προσπάθεια τεκμηρίωσης της αίτησής του, ωστόσο δεν υποβοηθήθηκε κατάλληλα ως προς την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας ενώ έγγραφα και φωτογραφίες τα οποία παρέθεσε, δεν λήφθηκαν υπόψη. Επίσης, αντικρούει τον ισχυρισμό των Καθ’ ων η Αίτηση ότι οι αρχές της χώρας του Αιτητή μπορούν να τον προστατέψουν. Τέλος υποστηρίζει ότι εσφαλμένα οι Καθ’ ων η Αίτηση κάνουν λόγο για μετεγκατάσταση καθώς προκύπτει από δύο σημεία της συνέντευξης του ότι ο Αιτητής δεν γνωρίζει που είναι τα αδέλφια του, ενώ οι γονείς του έχουν πεθάνει, και σε περίπτωση επιστροφής του, θα συλληφθεί με την άφιξη του στο αεροδρόμιο.

 

Κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων, ημερομηνίας 26 Ιουνίου 2023, η συνήγορος του Αιτητή επανέλαβε ότι υπήρξε πλάνη από πλευράς των Καθ΄ ων η Αίτηση όσον αφορά τους αποδιδόμενους πολιτικούς λόγους που αφορούν το πρόσωπο του Αιτητή, όπως και για τα θέματα σχετικά με την συμπληρωματική προστασία τα οποία θέτει στην Γραπτή του Αγόρευση ο Αιτητής και για τα οποία δεν απάντησαν οι Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Πέραν τούτου, το Δικαστήριο ζήτησε από τους συνήγορους των δύο πλευρών να τοποθετηθούν σχετικά με το αίτημα που υποβλήθηκε από την συνήγορο του Αιτητή ώστε να προσκομιστεί ο φάκελος ο οποίος βρίσκεται στο παλιό νοσοκομείο Λεμεσού που αφορούσε στοιχεία αναφορικά με την ψυχική κατάσταση και υγεία του Αιτητή. Η συνήγορος του Αιτητή υποστήριξε ότι ο εν λόγω φάκελος, τον οποίο έχει επιθεωρήσει η ίδια, είναι αναγκαίο να προσκομιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου καθώς επιβεβαιώνει τα θέματα ψυχικής υγείας του Αιτητή και αναφέρει το ιστορικό πάνω στο οποίο βασίστηκε, όπου για λόγους ψυχικής υγείας έγινε πιστευτός και για λόγους της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έγινε. Η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίστηκε ότι ο εν λόγω φάκελος δεν αφορά την παρούσα διαδικασία, περιέχει έγγραφα εμπιστευτικής φύσεως και για αυτό δεν υπάρχει λόγος να προσκομιστεί στο Δικαστήριο.

 

Περαιτέρω, η συνήγορος του Αιτητή υποστήριξε ότι εσφαλμένα αξιολογήθηκε η αξιοπιστία του Αιτητή και παρέπεμψε σε καθοδηγητικά κείμενα, ειδικότερα του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA), τα οποία αναφέρουν ότι η δυνατότητα των ατόμων που υποφέρουν από PTSD να παρέχουν με ακρίβεια κάποια στοιχεία, είναι περιορισμένη.  Τέλος, έγινε δεκτό κατά τις διευκρινήσεις ότι δεν αξιολογήθηκαν όλα τα έγγραφα που είχε προσκομίσει ο Αιτητής προς απόδειξη των ισχυρισμών του και δεν του τέθηκαν ερωτήσεις ως προς αυτά.   Παραδεκτό έγινε επίσης από τη συνήγορο των Καθ’ ων η Αίτηση ότι θα μπορούσαν να τεθούν περισσότερες διευκρινιστικές ερωτήσεις κατά τη συνέντευξη του Αιτητή.

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της παρούσας υπόθεσης, η οποία απορρέει από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/ 2018), και προς το σκοπό πλήρους εξέτασης των ισχυρισμών του Αιτητή, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών του, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του.

 

Στη γραπτή του αίτηση, ο Αιτητής, ανέφερε ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ότι είναι πάστορας από το Νοτιοδυτικό Καμερούν και συγκεκριμένα την πόλη Buea. Πρόσθεσε ότι βοηθούσε την κοινότητα και κατηγορήθηκε ότι βοηθούσε τους επαναστάτες (Ambazonians) και για αυτό υπήρξε θύμα απαγωγής από τον στρατό και αφέθηκε ελεύθερος μετά από 3 ημέρες, αφού κάποιος από τους στρατιώτες τον αναγνώρισε. Μετέπειτα, ανακοινώθηκε ότι ο Αιτητής έπρεπε να παραδοθεί εάν βρεθεί ζωντανός, εντούτοις για το κράτος του Καμερούν, ο Αιτητής είναι νεκρός και για αυτό μεταφέρθηκε κρυφά στην Douala και μετέπειτα στο αεροδρόμιο, από όπου και ταξίδεψε στην Τουρκία. Πρόσθεσε ότι, εκεί, κάποιος άντρας τον παρέλαβε και τον μετέφερε εδώ, ενώ κατάσχεσε όλα τα υπάρχοντα του Αιτητή και έφυγε. Ο Αιτητής σημειώνει ότι τα όσα εξιστορεί κατά την πιο πάνω καταγραφή είναι μια σύντομη περίληψη της ιστορίας του (ερυθρό 6 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Την ίδια ημέρα, ήτοι στις 26/10/2018, λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, συμπλήρωσε έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών αιτητή διεθνούς προστασίας, σημειώνοντας τα στοιχεία του Αιτητή και ότι είναι άτομο που πιθανόν να έχει υποστεί βασανιστήρια, βιασμό, ή άλλες μορφές ψυχολογικής βίας, συμπληρώνοντας ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι μέλη της κυβέρνησης τον κράτησαν δεμένο σε ένα λεωφορείο (ερυθρά 12 και 11 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Στις 16/11/2020, ο τότε δικηγόρος του Αιτητή, απέστειλε επιστολή στην Υπηρεσία Ασύλου, στην οποία επισυνάπτει κάποια έγγραφα προς υποστήριξη του αιτήματος του Αιτητή (ερυθρό 47 του Διοικητικού Φακέλου). Συγκεκριμένα ο τότε δικηγόρος του Αιτητή αναφέρει στην επιστολή του ότι επισυνάπτει:

-άρθρο εφημερίδας αναφορικά με την εξαφάνιση του Αιτητή (ερ. 40 του Διοικητικού Φακέλου)

-δήλωση από την [….], δικηγόρο και ακτιβίστρια που γνώριζε τον Αιτητή (ερ. 39-35 του Διοικητικού Φακέλου)

-ένορκη δήλωση του ιερέα [….](ερ. 34-33 του Διοικητικού Φακέλου)

-επιστολή ημερομηνίας 26/09/2020 του αντιπρόεδρου του Συμβουλίου της Buea (ερ. 32 του Διοικητικού Φακέλου)

-διάφορα έγγραφα που διαβεβαιώνουν ότι ο Αιτητής είναι ιερέας (ερ. 31-29 του Διοικητικού Φακέλου)

-πιστοποιητικό ελευθερίας του Αιτητή (ερ. 28 του Διοικητικού Φακέλου)

-έγγραφα αναφορικά με την μόρφωση του (ερ. 29-23 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Κατά το στάδιο της συνέντευξης ημερομηνίας 05/10/2021, η οποία διεξήχθη από λειτουργό της EASO (από τούδε και στο εξής «ο λειτουργός») μια από τις πρώτες ερωτήσεις που έγιναν στον Αιτητή ήταν εάν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας και σε αυτό ο Αιτητής απάτησε ότι είχε νοιώσει κατάθλιψη, είχε κάποιες αυπνίες και είχε επισκεφτεί ψυχολόγο στο παρελθόν ενώ η επόμενη του συνάντηση ήταν στις 08/10/2021 στο νοσοκομείο Λεμεσού. Ερωτηθείς εάν λαμβάνει κάποια φαρμακευτική αγωγή, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά συμπληρώνοντας ότι στις 08/10/2021 (δηλαδή 3 μέρες μετά την συνέντευξη) ο γιατρός θα του συνταγογραφήσει φάρμακα (ερυθρό 177 του Διοικητικού Φακέλου).  Ο Αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ήταν επειδή κατηγορήθηκε ότι χρηματοδοτούσε τους αποσχιστές (Ambazonians) για να πολεμούν την κυβέρνηση. Εξήγησε ότι στο ζενίθ του πόλεμου, κατά το 2016 με 2018, πολύς κόσμος και πρόσφυγες κατέφθαναν στην Buea από τις γύρω περιοχές που είχαν κτυπηθεί. Ως πάστορας, ο Αιτητής βοηθούσε αυτούς τους ανθρώπους, παρέχοντας τους λεφτά και φαγητό στην εκκλησία. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στοχοποιήθηκε από τον στρατό λόγω του προφίλ του, ήτοι η βοήθεια που έδινε στον κόσμο, το γεγονός ότι ήταν νεαρός με λεφτά που μιλούσε γαλλικά, αλλά κι επειδή ο πατέρας του ήταν δικηγόρος ο οποίος συμμετείχε στις πορείες του 2016 (ερυθρό 173 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Συγκεκριμένα, ο Αιτητής ανάφερε ότι στις 13/10/2018, στρατιώτες τον απήγαν από το σπίτι του, τον έβαλαν μέσα σε ένα φορτηγό και τον μετέφεραν στο δάσος. Τον έβαλαν στο έδαφος και κρατήθηκε εκεί για 3 ημέρες. Όσο κρατείτο εκεί, τον χτυπούσαν και τον κλοτσούσαν. Επίσης, ανάφερε ότι για να τον σκοτώσουν, οι στρατιώτες χρειάζονταν διαταγή από τον συνταγματάρχη, εντούτοις δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν και για αυτό έπρεπε να περιμένουν. Την τρίτη ημέρα, παρέμειναν 3 στρατιώτες μαζί με τον Αιτητή και τον απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν και για αυτό ο Αιτητής ξεκίνησε να τραγουδά ένα χριστιανικό τραγούδι. Κάποιος από τους στρατιώτες τον ρώτησε από πιο χωριό είναι και όταν ο Αιτητής απάντησε, ο στρατιώτης του είπε ότι και εκείνος καταγόταν από το ίδιο χωριό. Ο Αιτητής ζήτησε από τον εν λόγω στρατιώτη να τον βοηθήσει, και έτσι συμφώνησαν να τον πληρώσει 73.000.000 CFA (καμερουνέζικα φράγκα) τα οποία ο Αιτητής είχε αποταμιεύσει από  εισφορές στην εκκλησία του. Οι στρατιώτες απελευθέρωσαν τον Αιτητή, τον έντυσαν με στρατιωτικά ρούχα και τον επιβίβασαν στο φορτηγό. Ο Αιτητής συμπλήρωσε ότι, κατάφεραν να τον μεταφέρουν στην Ντουάλα, σε ένα σπίτι όπου ο Αιτητής παρέμεινε από τις 16/10/2018 μέχρι τις 24/10/2018. Έπειτα, ο Αιτητής φυγαδεύτηκε από το Καμερούν και ακολουθώντας τις οδηγίες που του έδιναν κατά την διάρκεια του ταξιδιού του, κατέληξε στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές όπου και υπέβαλε αίτημα ασύλου (ερυθρό 172, 1Χ του Διοικητικού Φακέλου).

 

Ερωτηθείς εάν έχει κάτι να προσθέσει, ο Αιτητής ανέφερε ότι η δικηγόρος του στο Καμερούν είχε στείλει ένα βίντεο. Πρόσθεσε ότι, μετά την αποχώρησή του από το Καμερούν, οι πιστοί της εκκλησίας του ξεκίνησαν να τον αναζητούν και σε μια περίπτωση περί τα 2000 άτομα μαζευτήκαν έξω από την εκκλησία του Αιτητή, ζητώντας την απελευθέρωση του.  Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, η αστυνομία επιτέθηκε στο πλήθος και ως αποτέλεσμα, 6 άτομα έχασαν την ζωή τους, εκ των οποίων ο ένας ήταν πάστορας στην εκκλησία του Αιτητή. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής ανάφερε ότι, οι αρχές περίφραξαν την περιουσία του στην Buea αναρτώντας επισήμανση που ανάφερε ότι απαγορεύεται η είσοδος. Πρόσθεσε ότι η δικηγόρος του, του έστειλε φωτογραφίες και ότι εντέλει η περιουσία του Αιτητή έχει κατασχεθεί από στρατιωτικούς (ερυθρό 172 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Ερωτηθείς τι φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ο Αιτητής ανάφερε ότι φοβάται ότι το όνομα του είναι στην μαύρη λίστα της κυβέρνησης επειδή θεωρείται ότι χρηματοδοτούσε τους Ambazonians. Πρόσθεσε ότι η ίδια του η οικογένεια έχει στοχοποιηθεί λόγω της συμμετοχής του πατέρα του στις διαδηλώσεις το 2016. Επίσης δήλωσε ότι δεν αφήνουν πρόσωπα που παλαιότερα τον βοηθούσαν να τον προσεγγίσουν, όπως για παράδειγμα η δικηγόρος του, η οποία τέθηκε υπό σύλληψη κατά το χρονικό διάστημα της συνέντευξης, καθότι αντιμετώπιζε κατηγορία για αποσταθεροποίηση της χώρας.

 

Σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, τόνισε ότι θα συλληφθεί άμεσα και ακόμα και εάν πάει σε άλλη χώρα όπως η Νιγηρία ή την Γκαμπόν, κινδυνεύει με επαναπροώθηση στο Καμερούν (ερυθρό 171 του Διοικητικού Φακέλου).  Ερωτηθείς σχετικά με το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης σε άλλη περιοχή του Καμερούν, ο Αιτητής ανέφερε ότι αυτό θα ήταν απίθανο, για τους λόγους που εξήγησε και ότι θα τον συλλάβουν στο αεροδρόμιο άμα τη επιστροφή του (ερυθρό 170 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Όπως αναφέρεται στην Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού (ερυθρό 227 του Διοικητικού Φακέλου), ο Αιτητής, μαζί με έγγραφα που εκδόθηκαν από τις κυπριακές αρχές, καταχώρησε τα ακόλουθα έγγραφα:

-Την αυθεντική κάρτα ταυτότητας του από το Καμερούν (ερυθρό 17)

-Φωτογραφίες που απεικονίζουν τις δράσεις του ως πάστορας (ερυθρά 48-52 και 66-155)

-Επιστολή από το δικηγορικό γραφείο Chrislaw στην Λευκωσία στην οποία επισυνάφθηκαν και έγγραφα (ερυθρό 47)

-Πιστοποιητικά σχετικά με την εκπαίδευση του (ερυθρά 23-32)

-Νομικό έγγραφο από δικηγόρο στο Καμερούν (ερυθρά 33-39)

-Αντίγραφα από άρθρα εφημερίδας (ερυθρά 38-40).

 

Εντωμεταξύ, όπως διαφαίνεται στον Διοικητικό Φάκελο, στις 08/10/2021, δηλαδή την ίδια ημέρα της συνέντευξης του Αιτητή, λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο συμπλήρωσε παραπεμπτική φόρμα, στην οποία καταγράφει τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με την απαγωγή, την κράτηση και τον ξυλοδαρμό του στο δάσος, ότι ενδέχεται να πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες («PTSD») και ότι λαμβάνει θεραπεία από το νοσοκομείο Λεμεσού (ερυθρά 188-180 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Ο λειτουργός των Καθ’ ων η αίτηση, με το πέρας της συνέντευξης, διαμόρφωσε τους ακόλουθους δύο βασικούς ισχυρισμούς: (1) υπήκοος του Καμερούν, από την φυλή Ngwandi, με καταγωγή από πόλη Buea του Νοτιοδυτικού Καμερούν, είναι Πεντηκοστιανός Χριστιανός ο οποίος ολοκλήρωσε την τριτοβάθμια εκπαίδευση και ήταν πάστορας στο Καμερούν, (2) ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στις 13 Οκτωβρίου 2018, συνελήφθηκε από στρατιωτικές δυνάμεις και κρατήθηκε για 3 ημέρες στο δάσος. Ο πρώτος ισχυρισμός του έγινε αποδεκτός, ο δεύτερος, ωστόσο, απορρίφθηκε λόγω μη ικανοποιητικών πληροφοριών και αντιφάσεων. Ο λειτουργός απέρριψε τους εν λόγω ισχυρισμούς καθότι έκρινε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις ενώ έκρινε επίσης, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες. Στην έκθεση-εισήγηση καταγράφονται οι αντιφάσεις και ανεπαρκείς απαντήσεις τις οποίες εντόπισε ο λειτουργός κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή.

 

Αρχικά θα εξετάσω τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή ότι οι Καθ’ων η Αίτηση παραβίασαν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και ιδιαίτερα την αναγνώριση της ευαλωτότητας και αναγκαιότητας παροχής ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων στον Αιτητή.

 

Ο εντοπισμός των αιτητών με ειδικές ανάγκες υποδοχής σύμφωνα με την Οδηγία 2013/33/ΕΕ[1] και των αιτητών που χρειάζονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις σύμφωνα με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου τα κράτη μέλη να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι αυτών των αιτητών σύμφωνα με τις αντίστοιχες οδηγίες. Η ταυτοποίηση είναι το πρώτο βήμα προς τη διασφάλιση ότι οι αιτητές αυτοί λαμβάνουν την κατάλληλη υποστήριξη προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες τους και «να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας».[2]

 

Ανεξάρτητα με τον συσχετισμό μεταξύ των ειδικών αναγκών υποδοχής και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, ο εκάστοτε αιτητής μπορεί να χρειάζεται μόνο το ένα εκ των δύο, ή και τα δύο. Ως εκ τούτου, όπως αναφέρεται και σε σχετικό Οδηγό της EASO, η εθνικές αρχές πρέπει να αξιολογούν τον αιτούντα σύμφωνα με την κάθε Οδηγία και να εφαρμόζουν τις διακριτές αλλά σχετικές διατάξεις τόσο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ όσο και της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3].

 

Το άρθρο 2 στοιχείο δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ορίζει τον «αιτούντα που χρειάζεται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις» ως «κάθε αιτών του οποίου η ικανότητα να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία περιορίζεται λόγω ιδιαίτερων περιστάσεων». Στην αιτιολογική σκέψη 29 της ίδια Οδηγίας αναφέρεται ότι:  «Ορισμένοι αιτούντες ενδέχεται να χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας, φύλου, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας φύλου, ψυχικών διαταραχών ή ως συνέπεια βασανισμού, βιασμού ή άλλων σοβαρών μορφών ψυχολογικής, σωματικής ή σεξουαλικής βίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσπαθούν να εντοπίζουν ποιοι αιτούντες χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων πριν από τη λήψη απόφασης σε πρώτο βαθμό. Στους εν λόγω αιτούντες θα πρέπει να παρέχεται η κατάλληλη στήριξη, μεταξύ άλλων, αρκετός χρόνος, ούτως ώστε να δημιουργούνται οι συνθήκες που είναι αναγκαίες για την πραγματική πρόσβασή τους στις διαδικασίες και για την επίκληση των στοιχείων που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους διεθνούς προστασίας.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Το άρθρο 10Α του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο αποτελεί ενσωμάτωση του άρθρου 24 της της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ορίζει, μεταξύ άλλων, το νομικό πλαίσιο για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση των αιτητών που χρειάζονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις:

«10Α.-(1) Η Υπηρεσία Ασύλου, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης, διαπιστώνει αν ο αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 9ΚΔ.

 

(2) Σε περίπτωση που η Υπηρεσία Ασύλου διαπιστώσει ότι αιτητής είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, του παρέχεται επαρκής υποστήριξη σύμφωνα με το εδάφιο (6) του άρθρου 9ΚΔ, περιλαμβανομένου επαρκούς χρόνου, ώστε ο αιτητής να μπορεί να απολαύει των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του παρόντος Νόμου καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας και για να καταστεί δυνατό να προβάλει τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης.

 

(3) […]

 

(4) Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται και σε περίπτωση που η ανάγκη για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις ανακύψει σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας διεθνούς προστασίας, χωρίς να απαιτείται η εκ νέου επανάληψη των προηγειθεισών σταδίων αυτής της διαδικασίας.  Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια για προσδιορισμό των αιτητών που χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, λαμβάνει χώρα πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Σύμφωνα λοιπόν με το πιο πάνω άρθρο, οι εθνικές αρχές οφείλουν να αξιολογούν όλους τους αιτούντες διεθνούς προστασίας, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης για να καθορίσουν εάν χρειάζονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις και εν πάση περιπτώσει πριν τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης τους για διεθνή προστασία. Όταν ένας αιτητής έχει αναγνωριστεί ως τέτοιος, η φύση αυτών των αναγκών θα πρέπει να αξιολογείται, προκειμένου να γίνεται παροχή επαρκούς υποστήριξης.

 

Όσο αφορά την ερμηνεία του «εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την υποβολή της αίτησης», σχετικό είναι το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ορίζει ότι “υποβολή”, αναφορικά με αίτηση, σημαίνει την έκφραση, προς αρμόδια αρχή, της επιθυμίας υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς να αιτηθεί διεθνή προστασία· ο όρος «υποβάλλω» τυγχάνει ανάλογης ερμηνείας». Συνεπώς, η αίτηση «υποβάλλεται» μόλις ένα άτομο υποβάλλει αίτημα ασύλου ή εκφράζει την επιθυμία να υποβάλει αίτηση για προστασία.

 

Όσον αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της ευαλωτότητας, τόσο η Ε.Υ.Υ.Α.[4], όσο και η UNHCR[5] έχουν αναπτύξει εργαλεία αξιολόγησης με σχετικούς δείκτες.  Συγκεκριμένα, όσον αφορά ιατρικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτά μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στον εντοπισμό αιτητών με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και που χρειάζονται ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις. Για παράδειγμα, μια ιατρική έκθεση μπορεί να περιλαμβάνει γνώμη εμπειρογνώμονα σχετικά με το κατά πόσον ο Αιτητής αντιμετωπίζει κάποια ιατρική πάθηση, ψυχική διαταραχή ή αναπηρία.

 

Όσον αφορά την αξιολόγηση αίτησης για διεθνή προστασία, το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο αποτελεί ενσωμάτωση του άρθρου 18 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, έχει θεσπίσει πρότυπα για κάθε ιατρική εξέταση σχετικά με σημεία που ενδέχεται να υποδηλώνουν διώξεις στο παρελθόν ή σοβαρή βλάβη. Το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει:

«15.-(1) Όταν ο αρμόδιος λειτουργός κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) και το εδάφιο (3) του άρθρου 16 και τα εδάφια (3) έως (5) του άρθρου 18, και με την επιφύλαξη της συγκατάθεσης του αιτητή, παραπέμπει τον αιτητή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, όσον αφορά

(α) Ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και

(β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας.

[…]

 

(4) Τα αποτελέσματα των ιατρικών ή/και ψυχολογικών εξετάσεων που διενεργούνται δυνάμει του εδαφίου (1) ή (8) εκτιμώνται από τον Προϊστάμενο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία της αίτησης.

 

(5) Σε περίπτωση ύπαρξης ενδείξεων σοβαρής βλάβης, ο αρμόδιος λειτουργός πραγματοποιεί τη συνέντευξη του αιτητή ύστερα από συνεννόηση και σε συνεργασία με αρμόδιο ιατρό […]»

 

Το άρθρο 9ΚΓ του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο ενσωματώνει το άρθρο 21 της Οδηγίας 2013/3/ΕΕ ορίζει ότι «οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη τους την ειδική κατάσταση των ευάλωτων προσώπων, όπως οι ανήλικοι, […] τα πρόσωπα με πνευματικές διαταραχές και τα άτομα που έχουν υποστεί βασανιστήρια, […] ή άλλες σοβαρές μορφές ψυχολογικής, φυσικής ή σεξουαλικής βίας, […].».

 

Όσο αφορά την αξιολόγηση των ειδικών αναγκών υποδοχής και διαδικαστικών αναγκών των ευάλωτων προσώπων, σχετικό είναι το άρθρο 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου το οποίο προβλέπει:

«9ΚΔ(1) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του άρθρου 9ΚΓ, απαιτείται ατομική εκτίμηση  για να  διαπιστωθεί κατά πόσο συγκεκριμένο πρόσωπο είναι αιτητής με ειδικές ανάγκες υποδοχής και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν αυτές οι ειδικές ανάγκες υποδοχής.  Κατά τη διενέργεια της προαναφερόμενης εκτίμησης, απαιτείται ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων.  Οι εν λόγω εκτιμήσεις διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

 

(2) Οι ατομικές εκτιμήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διενεργούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος κατά τα αρχικά στάδια υποβολής της αίτησης, χωρίς η εμβέλεια αυτής της εκτίμησης να περιορίζεται κατ’ ανάγκην στα αναφερόμενα στο ειδικό έντυπο που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3).

 

(3) Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος άρθρου –

 

(α) Ο υπεύθυνος στο χώρο υποβολής της αίτησης συμπληρώνει ειδικό έντυπο, ο τύπος του οποίου αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο, στο οποίο αναφέρει τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών, όπου αυτό είναι εφικτό

 

(β) στο πλαίσιο των αρχικών ιατρικών εξετάσεων στις οποίες υποβάλλεται ο αιτητής δυνάμει του άρθρου 9Ζ, ο εξετάζων ιατρός, ψυχολόγος ή άλλος ειδικός ετοιμάζει έκθεση για την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή καθώς και τη φύση των αναγκών αυτών∙

(…)

 (δ) οι λειτουργοί των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, σε περίπτωση που ο αιτητής παρουσιαστεί ενώπιόν τους,  εντοπίζουν όπου είναι δυνατό τυχόν ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή και ενημερώνουν γραπτώς την Υπηρεσία Ασύλου για την ύπαρξη καθώς και τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών∙

 

(ε) σε περίπτωση που οποιαδήποτε αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του παρόντος Νόμου, διαπιστώσει την ύπαρξη τυχόν ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών του αιτητή, υποχρεούται να ενημερώσει άμεσα την Υπηρεσία Ασύλου.

(…)

(β) Η Υπηρεσία Ασύλου-

(i) Αποφασίζει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, για την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/ και διαδικαστικών αναγκών, αναφέροντας στην εν λόγω απόφαση τη φύση τέτοιων ενδεχόμενων αναγκών, αφού λάβει υπόψη της τις πληροφορίες και τα στοιχεία που περιέχονται  στα έντυπα και στις εκθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3), και

(ii) παραπέμπει τον αιτητή με ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες στις αρμόδιες αρχές για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (6).

 

(γ) Η Υπηρεσία Ασύλου αν το κρίνει αναγκαίο, διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή αναφορικά με τις ειδικές ανάγκες υποδοχής του ή/και διαδικαστικές ανάγκες του ή/και ζητεί συμβουλές από εμπειρογνώμονες επί ειδικών ζητημάτων.

 

(…)

(6) Σε αιτητή που διαπιστώνεται ότι είναι αιτητής με  ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες σύμφωνα με το παρόν άρθρο, οι αρμόδιες αρχές

(α) Παρέχουν υποστήριξη, η οποία λαμβάνει υπόψη τις ειδικές ανάγκες υποδοχής ή/και διαδικαστικές ανάγκες του αιτητή καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας διεθνούς προστασίας∙ και

(β) μεριμνούν για την κατάλληλη παρακολούθηση της κατάστασής του.

 

(7) Μόνο ευάλωτα πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9ΚΓ θεωρούνται ότι έχουν ειδικές ανάγκες υποδοχής και επωφελούνται της ειδικής στήριξης που παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου

 

Λαμβάνοντας υπόψη, ότι σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο, οι αρχές οφείλουν να αξιολογήσουν την ανάγκη παροχής ειδικών αναγκών υποδοχής ή/και την ανάγκη ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, το συντομότερο δυνατόν μετά την υποβολή αιτήματος ασύλου, και εν πάση περιπτώσει πριν ληφθεί η τελική απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή.  Η εν λόγω υποχρέωση απορρέει και από την ανάγκη να προσδιοριστούν οι ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις που δύναται να απολαύει αιτητής και κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, στη βάση εκθέσεων εμπειρογνωμόνων.

 

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, προκύπτει ότι οι Καθ’ων η αίτηση είχαν ενδείξεις περί της ψυχολογικής και/ή ψυχιατρικής κατάστασης του Αιτητή και/ή ότι ενδεχομένως να είναι θύμα βασανιστηρίων, τις οποίες οι ίδιοι εντόπισαν, ως φαίνεται από αναφορές λειτουργών, οι οποίες εμπεριέχονται στον σχετικό διοικητικό φάκελο.  Ειδικότερα, στις 26/10/2018, λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, συμπλήρωσε έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών αιτητή διεθνούς προστασίας, σημειώνοντας τα στοιχεία του Αιτητή και ότι είναι άτομο που πιθανόν να έχει υποστεί βασανιστήρια, βιασμό, ή άλλες μορφές ψυχολογικής βίας, συμπληρώνοντας ότι ο Αιτητής δήλωσε ότι μέλη της κυβέρνησης τον κράτησαν δεμένο σε λεωφορείο (ερυθρά 12 και 11 του Διοικητικού Φακέλου). Το έγγραφο φέρει την επικεφαλίδα «Άρθρο 9ΚΔ(3) του περί Προσφύγων Νόμου, Έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών αιτητή διεθνούς προστασίας», εντούτοις δεν έγινε χρήση του εντύπου αυτού για περαιτέρω παραπομπές από τις αρμόδιες αρχές και δεν τηρήθηκε η διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 9ΚΔ(3) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο διέπει τις ενέργειες στις οποίες οφείλουν να προβούν οι αρχές για σκοπούς σωστής και έγκυρης αξιολόγησης των ειδικών αναγκών του Αιτητή ή τις ανάγκες για ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις.

 

Επιπρόσθετα, στις 05/10/2021, κατά την συνέντευξη του Αιτητή σχετικά με το αίτημα ασύλου του, ερωτηθείς από την αρμόδια λειτουργό εάν αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, ο Αιτητής απάντησε ότι ένιωσε κατάθλιψη, είχε αϋπνίες, είχε ήδη επισκεφτεί ψυχολόγο και επίσης ανάφερε ότι επρόκειτο να επισκεφτεί ξανά τον ψυχολόγο του στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, στις 8/10/2021 για να του συνταγογραφήσει φαρμακευτική αγωγή (ερυθρό 177 του Διοικητικού Φακέλου). Σε μετέπειτα στάδιο της συνέντευξης, σε ερώτηση του λειτουργού αναφορικά με το φόβο του να επιστρέψει στο Καμερούν, ο Αιτητής έβαλε τα κλάματα και ζήτησε διάλειμμα, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από τον λειτουργό, ο οποίος συνέχισε την συνέντευξη ρωτώντας τον Αιτητή για ποιο λόγο πιστεύει ότι η ζωή του είναι σε κίνδυνο (ερυθρό 171 του Διοικητικού Φακέλου). Τέλος, σε ερώτηση του λειτουργού, εάν οι στρατιωτικές αρχές βασάνισαν τον Αιτητή, ο Αιτητής περιέγραψε ότι τον κτυπούσαν, τον έδεσαν με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπνεύσει και τον κλωτσούσαν.  Συνέχισε δηλώνοντας ότι υποφέρει από κατάθλιψή, ότι πέρασε πολλά, τα οποία τον έχουν «σπάσει» και ότι σε μια περίπτωση κατανάλωσε χλωρίνη. Επανέλαβε δε ότι είχε ήδη διευθετήσει ραντεβού στην Λεμεσό για συνταγογράφηση φαρμάκων (ερυθρά 171και 170 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Οι πιο πάνω αναφορές του Αιτητή δεν πέρασαν απαρατήρητες από τον λειτουργό που ήταν υπεύθυνος για τη συνέντευξη, ο οποίος μετά το πέρας της συνέντευξης συμπλήρωσε έντυπο με τίτλο «Medical Referral Form», στην οποία καταγράφει τον ισχυρισμό του Αιτητή σχετικά με την απαγωγή, την κράτηση και τον ξυλοδαρμό του στο δάσος, ότι ενδέχεται να πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες («PTSD») και ότι λαμβάνει θεραπεία από το νοσοκομείο Λεμεσού (ερυθρά 188-180 του Διοικητικού Φακέλου). Επίσης φαίνεται, ότι η λειτουργός χρησιμοποίησε το διαδικτυακό εργαλείο της Ε.Υ.Υ.Α. «IPSN» το οποίο αναφέρεται ανωτέρω[6]. Στο εν λόγω εργαλείο ο εκάστοτε λειτουργός καταχωρεί στο εργαλείο τις διάφορες ενδείξεις ευαλωτότητας του εκάστοτε αιτητή και το εργαλείο αναπαράγει εισηγήσεις σχετικά με ειδικές ανάγκες και τις ειδικές διαδικαστικές εγγυήσεις του αιτητή. Στην προκειμένη, το εργαλείο αναφέρει ότι οι ιατρικές εξετάσεις ή και διαγνώσεις μπορούν να αποτελέσουν ενδείξεις για τις ανάγκες του Αιτητή. Επίσης αναφέρεται ότι σε περίπτωση υποψιών ότι ο Αιτητής πάσχει από διαταραχή μετατραυματικού στρες, είναι αναγκαία η μετέπειτα αξιολόγηση ίσως από εξειδικευμένο ιατρό (ερυθρά 184 με 180 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Παρά τις σοβαρές ενδείξεις ευαλωτότητας και τις αναφορές για την ψυχολογική του κατάσταση, την απόπειρα αυτοκτονίας, τις ενδείξεις για διαταραχή μετατραυματικού στρες αλλά και το γεγονός ότι ο Αιτητής λάμβανε ψυχολογική περίθαλψη από επαγγελματία του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, δεν λήφθηκε καμία έκθεση από εμπειρογνώμονα και ο Αιτητής δεν επωφελήθηκε από καμία διαδικαστική εγγύηση.  Οι δε Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην συνέντευξη και μετέπειτα αξιολόγηση του αιτήματος του Αιτητή χωρίς προηγουμένως να λάβουν γνωμάτευση εμπειρογνώμονα, ώστε ενδεχομένως να λάβουν υπόψιν σημεία ευαλωτότητας του Αιτητή.  Περαιτέρω, παρόλο που ο λειτουργός έκρινε σκόπιμο να παραπέμψει τον Αιτητή σε ιατρικές εξετάσεις σύμφωνα με το άρθρο 15(1) του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. ερυθρό 188 – medical referral form), δεν φαίνεται όντως να παραπέμφθηκε ο Αιτητής σε εξετάσεις στα πλαίσια της αίτησης του για διεθνή προστασία και ο λειτουργός προχώρησε στην συνέντευξη κατά παράβαση του άρθρου 15(5) του περί Προσφύγων Νόμου και σε αξιολόγηση χωρίς να αναμένει τα αποτελέσματα της εν λόγω εξέτασης, ώστε να ληφθούν υπόψιν κατά την εκτίμηση των Καθ’ων η Αίτηση (βλ. άρθρο 15(4) του περί Προσφύγων Νόμου  Όπως δε έγινε παραδεκτό και κατά τις διευκρινήσεις, τηρείται φάκελος του Αιτητή από τις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού.  Εντούτοις, οι Καθ’ων η Αίτηση ουδέποτε ζήτησαν και/ή συμβουλεύτηκαν τον εν λόγω φάκελο, ενώ, ως ανωτέρω ανέλυσα, οι ίδιοι αναγνώριζαν ότι υπήρχε ενδεχόμενο ο Αιτητής να πάσχει από ψυχολογικές/ψυχιατρικές διαταραχές και/ή θέματα ψυχικής υγείας, τα οποία έπρεπε να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του αιτήματος του.

 

 Συνεπώς, οι Καθ’ων η Αίτηση παραβίασαν τις υποχρεώσεις και καθήκοντα τους που απορρέουν από τα άρθρα 9ΚΓ, 9ΚΔ, 9ΚΣΤ, 10Α και 15(1), (2), (4) και (5) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Προχωρώντας στον τρόπο αξιολόγησης της αίτησης ασύλου του Αιτητή και στον ισχυρισμό της συνηγόρου του ότι εκτός των ανωτέρω, δεν αξιολογήθηκαν πλήρως τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, εκ προοιμίου αναφέρω ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση έχουν υποχρέωση να προβαίνουν σε εξατομικευμένη, αμερόληπτη και αντικειμενική αξιολόγηση και έρευνα των αιτήσεων για διεθνή προστασία.

 

Το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ,[7] διέπει σχετικές διατάξεις αναφορικά με την αξιολόγηση αιτήσεων ασύλου. Συγκεκριμένα, προβλέπει τα κάτωθι:

«Άρθρο 4

Αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων

1. Τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν ότι εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του.

2. Τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτούντος και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτών στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την (τις) ιθαγένεια(-ες), τη (τις) χώρα(-ες) και το (τα) μέρος(-η) προηγούμενης διαμονής του, προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, τα δρομολόγια που ακολούθησε, τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία.

3. Η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του  αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

δ) εάν οι δραστηριότητες του αιτούντος από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ανελήφθησαν με αποκλειστικό ή κύριο σκοπό τη δημιουργία των απαραίτητων συνθηκών για την υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν ο ενδιαφερόμενος θα εκτεθεί, συνεπεία των εν λόγω δραστηριοτήτων, σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην εν λόγω χώρα·

ε) εάν θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι ο αιτών θα θέσει εαυτόν υπό την προστασία άλλης χώρας την ιθαγένεια της οποίας θα μπορούσε να διεκδικήσει.

4. Το γεγονός ότι ο αιτών έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτούντος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι η εν λόγω δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί.

5. Οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι ακόλουθοι όροι:

α) ο αιτών έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του·

β) έχουν υποβληθεί όλα τα συναφή στοιχεία, τα οποία έχει ο αιτών στη διάθεσή του και έχει δοθεί ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων·

γ) οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του·

δ) ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το νωρίτερο δυνατόν, εκτός εάν αποδείξει ότι υπήρχε σοβαρός λόγος που τον εμπόδισε να το πράξει και

ε) η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη»

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Η πιο πάνω διάταξη, έχει ενσωματωθεί στην κυπριακή νομοθεσία με τα εδάφια (3), (4) και (5) του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Το Άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (το οποίο αποτελεί αναδιατύπωση της Οδηγίας  2004/83/ΕΚ[8]) έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), στην υπόθεση C-277/11, Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2012, M. M. κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform κ.λπ., (από τούδε και στο εξής «Μ.Μ.») ξεκαθαρίζοντας τα δύο βασικά στάδια αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Συγκεκριμένα, το ΔΕΕ αναφέρει ότι:

«63. Το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/83, όπως προκύπτει από τον τίτλο του, αφορά την «αξιολόγηση των γεγονότων και περιστάσεων».

64. Στην πραγματικότητα, η «αξιολόγηση» αυτή γίνεται σε δύο αυτοτελή στάδια. Το πρώτο στάδιο αφορά τη διαπίστωση της συνδρομής των πραγματικών περιστατικών που υποδεικνύουν τη βασιμότητα της αιτήσεως, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά τη νομική εκτίμηση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, προκειμένου να αποφασισθεί αν πληρούνται, υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτουν τα άρθρα 9 και 10 ή 15 της οδηγίας 2004/83 για την παροχή διεθνούς προστασίας.

65. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, εναπόκειται μεν συνήθως στον αιτούντα να υποβάλει όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την τεκμηρίωση της αιτήσεώς του, γεγονός, όμως, παραμένει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να συνεργαστεί με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς αυτής.

66. Συνεπώς, η εν λόγω απαίτηση συνεργασίας που βαρύνει το κράτος μέλος έχει επακριβώς την έννοια ότι, εάν για οποιονδήποτε λόγο τα στοιχεία που έχει προσκομίσει ο αιτών την παροχή διεθνούς προστασίας δεν είναι πλήρη, πρόσφατα ή συναφή, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να συνεργαστεί ενεργώς, στο συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, με τον αιτούντα προκειμένου να καταστεί δυνατή η συλλογή όλων των στοιχείων που τεκμηριώνουν την εν λόγω αίτηση. Εξάλλου, ένα κράτος μέλος έχει καλύτερη πρόσβαση από τον αιτούντα σε ορισμένα είδη εγγράφων.

67. Άλλωστε, η εκτιθέμενη στην προηγούμενη σκέψη ερμηνεία επιρρώνεται από το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο β', της οδηγίας 2005/85, κατά το οποίο τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται συγκεκριμένες και ακριβείς πληροφορίες ως προς τη γενική κατάσταση στις χώρες καταγωγής των αιτούντων άσυλο και, όπου χρειάζεται, στις χώρες μέσω των οποίων διήλθαν.

68. Είναι, συνεπώς, σαφές ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 αφορά μόνον το πρώτο στάδιο που εκτίθεται στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, σχετικά με τον προσδιορισμό των γεγονότων και περιστάσεων ως αποδεικτικών στοιχείων δυνάμενων να δικαιολογήσουν την αίτηση ασύλου».

 

Συνεπώς, το πρώτο στάδιο αξιολόγησης αφορά την διαπίστωση από τις εθνικές αρχές σχετικά με την αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή. Σε αυτό το στάδιο, ο Αιτητής έχει μεν την υποχρέωση να εξιστορήσει τα γεγονότα όσο πιο διεξοδικά μπορεί καθώς και να υποβάλει οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα, ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές  οφείλουν να συνεργαστούν ενεργώς με τον Αιτητή όπου υπάρχουν ανακρίβειες, αντιφάσεις κλπ., καθώς και να διεξάγουν την απαραίτητη έρευνα αναφορικά με τα ουσιώδη στοιχεία. Όσο αφορά το δεύτερο στάδιο αξιολόγησης, αυτό αφορά τη νομική αξιολόγηση των διαπιστωμένων περιστατικών και την αξιολόγηση από πλευράς των αρχών, εάν αυτά εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις που επιτάσσει η νομοθεσία για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Στην C-71/11, Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Σεπτεμβρίου 2012, Bundesrepublik Deutschland κατά Y και Z. (εφ’ εξής «Υ και Ζ»), το ΔΕΕ έκρινε τα ακόλουθα σε σχέση με το άρθρο 4 της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ[9]:

 

«68.      Πρέπει να διευκρινιστεί συναφώς ότι, όταν η αρμόδια αρχή προβαίνει, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας, στην αξιολόγηση αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε εξατομικευμένη βάση, οφείλει να συνεκτιμά όλες τις πράξεις στις οποίες ο αιτών έχει εκτεθεί ή κινδυνεύει να εκτεθεί προκειμένου να προσδιορίσει αν, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής καταστάσεώς του, οι εν λόγω πράξεις μπορούν να εκληφθούν ως δίωξη, κατά την έννοια του άρθρου 9, παράγραφος 1, της οδηγίας.

[…]

76.      Επ’ αυτού, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας, οσάκις οι αρμόδιες αρχές καλούνται να εκτιμήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο γ΄, αυτής, αν ο αιτών διακατέχεται βασίμως από τον φόβο ότι θα διωχθεί, οφείλουν να διερευνήσουν αν οι στοιχειοθετημένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή, ώστε ο ενδιαφερόμενος να φοβείται βασίμως, λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης καταστάσεώς του, ότι αποτελεί πράγματι αντικείμενο πράξεων διώξεως.

77.      Η εκτίμηση αυτή της σοβαρότητας του κινδύνου η οποία, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να χωρεί με προσοχή και σύνεση (προπαρατεθείσα απόφαση Salahadin Abdulla κ.λπ., σκέψη 90) στηρίζεται μόνο σε συγκεκριμένη αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων σύμφωνα με τους κανόνες που απαντούν μεταξύ άλλων στο άρθρο 4 της οδηγίας.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Στην υπόθεση Κ.Ν.Κ v Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, Αρ. Υπόθεσης 5787/2013. ημερ. απόφασης 31/1/2020[10], αναφέρθηκε ότι δυνάμει του Άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται μεν στον Αιτητή,  «να υποβάλει ενώπιον του αρμόδιου οργάνου όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την θεμελίωση του αιτήματός του, εφόσον είναι και το μόνο άτομο που μπορεί να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.  Ωστόσο, η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη να διεξάγει έρευνα με γνώμονα, όσα αναφέρονται και υπαγορεύονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 18 του Ν. 6 (Ι)/2000».

 

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑148/13 έως C‑150/13, κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie (από τούδε και στο εξής, «A, B, C,»), το ΔΕΕ δήλωσε ρητά ότι: «παρατηρείται ότι η υποχρέωση που επιβάλλει στους αιτούντες το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 να υποβάλουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας «το συντομότερο δυνατόν» μετριάζεται από την υποχρέωση που επιβάλλεται στις αρμόδιες αρχές, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 και του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/83, να διεξάγουν τις συνεντεύξεις συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της ευαισθησίας του αιτούντος, και να πραγματοποιούν την εκτίμησή τους σε εξατομικευμένη βάση, λαμβάνοντας υπόψη την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος[11]

 

 

Το καθήκον της συνεργασίας μεταξύ αιτητή και εθνικές αρχές, το οποίο καθορίζεται ως προανέφερα στο άρθρο 4(1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ το οποίο ενσωματώθηκε στον περί Προσφύγων Νόμο, επιτάσσει στις αρμόδιες αρχές να διερευνούν τα όσα στοιχεία προσκόμισε ο αιτητής προς θεμελίωση του αιτήματος του. Επίσης παραπέμπω σχετικά στο Εγχειρίδιο - Κατευθυντήριες Γραμμές για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες όπου προβλέπεται ότι:

«195. Τα σχετικά στοιχεία της κάθε περίπτωσης πρέπει να προσκομίζονται κατά πρώτο λόγο από τον ίδιο τον αιτούντα. Στη συνέχεια εναπόκειται στο όργανο που είναι αρμόδιο για τον καθορισμό του καθεστώτος (εξεταστή) να εκτιμήσει την εγκυρότητα των αποδεικτικών μέσων και την αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτούντος.

196. Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου το βάρος απόδειξης φέρει το πρόσωπο που προβάλλει τη σχετική αξίωση... Έτσι, ενώ το βάρος της απόδειξης παραμένει καταρχήν στον αιτούντα, το καθήκον της εξακρίβωσης και της αξιολόγησης όλων των σχετικών μοιράζεται ανάμεσα στον αιτούντα και το εξεταστή. Πράγματι, σε μερικές περιπτώσεις, μπορεί πραγματικά να πρέπει ο εξεταστής να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του για να στοιχειοθετήσει την αναγκαία τεκμηρίωση προς υποστήριξη της αίτησης...»

 

Ως ορίζεται στο άρθρο 18(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, κατά την αξιολόγηση αιτήματος για διεθνή προστασία, οι αρχές οφείλουν να συνεκτιμούν συναφείς δηλώσεις αλλά και έγγραφα που υπέβαλε ο αιτητής, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτητής έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.  Στην παρούσα υπόθεση, εκτός του ότι ως ανέλυσα ανωτέρω, οι Καθ’ων η Αίτηση δεν αξιολόγησαν καθόλου τις προσωπικές περιστάσεις και στοιχεία τα οποία υποδείκνυαν ότι ο Αιτητής είχε ήδη υποστεί σοβαρή βλάβη στο παρελθόν (ήτοι δεν αξιολόγησαν το ενδεχόμενο να είναι ο Αιτητής θύμα βασανιστηρίων), δεν φαίνεται να έθεσαν καμία ερώτηση στον Αιτητή σχετικά με τα έγγραφα αυτά, παρά μόνο, εξετάζοντας τα αποσπασματικά στο πλαίσιο αξιολόγησης της εξωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή, τα απέρριψαν και κατέληξαν ότι περιείχαν αντιφάσεις οι οποίες δεν επεξηγήθηκαν από τον Αιτητή, ενώ ουδέποτε ο Αιτητής ρωτήθηκε για το περιεχόμενο αυτών, ως προκύπτει από τα πρακτικά της συνέντευξής του.

 

Επιπρόσθετα, και όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή, αφού έχω εξετάσει το περιεχόμενο της συνέντευξης, που συνοπτικά παρατέθηκε ανωτέρω, θα πρέπει να αναφέρω ότι ο λειτουργός όφειλε να σχηματίσει και να αξιολογήσει ουσιώδη ισχυρισμό που αφορά την βοήθεια που παρείχε σε αποσχιστές (Ambazonias) κατά την διαμονή του στην πόλη Buea ως πάστορας.  Ο λειτουργός αποσπασματικά προσέγγισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή και σχημάτισε παράγωγο βασικό ισχυρισμό περί του περιστατικού σύλληψης του Αιτητή από τις στρατιωτικές δυνάμεις, το οποίο όμως περιστατικό σχετιζόταν άμεσα με τον βασικό ισχυρισμό του Αιτητή περί παροχής συνδρομής σε αποσχιστές, που έπρεπε να εξεταστεί αυτοτελώς. 

 

Περαιτέρω, τα συμπεράσματα του λειτουργού σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή είναι ακροσφαλή ενώ διαφαίνεται ότι η αιτιολόγηση του ευρήματος αναξιοπιστίας του Αιτητή είναι στηριγμένη σε λανθασμένα και/ή πεπλανημένα στοιχεία, αφού αρκετές αναφορές του λειτουργού δεν συνάδουν με τις παραπομπές στις οποίες προβαίνει στα πρακτικά της συνέντευξης.  Ενδεικτικά, αναφέρω ότι ο λειτουργός κατέγραψε ότι ο Αιτητής με επαναληπτικό τρόπο και χωρίς να δώσει λεπτομέρειες ανέφερε τους λόγους που οι αρχές τον κυνηγούσαν και ότι ο λειτουργός τον ρώτησε σχετικά με τον συγκεκριμένο λόγο που συνελήφθη, παραπέμποντας στο ερυθρό 173 (βλ. ερυθρό 225).  Εντούτοις, στο ερυθρό 173 δεν καταγράφεται καμία σχετική ερώτηση ως προς τους λόγους σύλληψης του, παρά μόνο η εξής «Could you tell me very briefly for now, for what reason it was not safe for you in your country? We will get deeper in this topic later on”, χωρίς να έπεται η διευκρινιστική ερώτηση που καταγράφει ο λειτουργός τελικά στην έκθεση του.  Περαιτέρω, ο λειτουργός κατέγραψε αρκετές απαντήσεις του Αιτητή ως γενικές και/ή αντιφατικές και/ή χωρίς συνοχή, οι οποίες όμως αφορούσαν μέρος της ελεύθερης αφήγησής του και όχι απαντήσεις σε συγκεκριμένες ερωτήσεις, όπως η αναφορά στον τρόπο που κατάφερε να αφεθεί ελεύθερος (βλ. ερυθρό 225 με παραπομπή του λειτουργού στην απάντηση του Αιτητή στο ερυθρό 172).   

 

Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή, οι αντιφάσεις τις οποίες διέκρινε ο λειτουργός και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, ουδέποτε τέθηκαν στον Αιτητή για να τοποθετηθεί επί αυτών.  Σύμφωνα με το άρθρο 13Α(10) του περί Προσφύγων Νόμου:

«(10) Κατά τη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή κατάλληλη ευκαιρία-

(…)

(β) να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με στοιχεία τα οποία ενδεχομένως λείπουν ή/και σχετικά με τυχόν ασυνέπειες ή αντιφάσεις στο πλαίσιο των δηλώσεων του αιτητή.». (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Κατεύθυνση δίνει και το Εγχειρίδιο της Ύπατης Αρμοστείας Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες με τίτλο «Procedures and Criteria for Determining Refugee Status under the 1951 Convention and the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees», στην παράγραφο 199:

«199. While an initial interview should normally suffice to bring an applicant’s story to light, it may be necessary for the examiner to clarify any apparent inconsistencies and to resolve any contradictions in a further interview, and to find an explanation for any misrepresentation or concealment of material facts. Untrue statements by themselves are not a reason for refusal of refugee status and it is the examiner’s responsibility to evaluate such statements in the light of all the circumstances of the case.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). 

 

Επίσης σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με τη διεθνή προστασία (αρ. 6) (Guidelines on international protection) της Ύπατης Αρμοστείας Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες κάτω από τον τίτλο «Αξιοπιστία», αναφέρονται τα εξής στην παράγραφο 33:

«33. Subsequent and additional interviews may be required where certain statements or claims made by the claimant are incompatible with earlier statements or with general understandings of the religious practices of other members of that religion in the area or region in question. Claimants

must be given an opportunity to explain any inconsistencies or discrepancies in their story.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί, ότι το διοικητικό όργανο έχει την διακριτική ευχέρεια  στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας, ωστόσο κατά τον δικαστικό έλεγχο αυτής της έρευνας πρέπει να αξιολογείται κατά πόσο αυτή διεξήχθη υπό το πρίσμα των υπό εξέταση ζητημάτων (βλ.  Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 και Nicolaou ν. Minister of Interior and Another C.L.R. 189). Παράλληλα, όπως άλλωστε προβλέπει το άρθρο 45 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/1999), το διοικητικό όργανο θεωρείται ότι προβαίνει σε επαρκή έρευνα εφόσον διερευνά όλα τα γεγονότα που σχετίζονται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd-ν- Δημοκρατίας, Α.Ε. 2371/25.6.99). 

 

 Επίσης στην προαναφερόμενη υπόθεση C-277/11 M.M., το ΔΕΕ ερμηνεύοντας το δικαίωμα ακρόασης ενός αιτούντα ασύλου ανέφερε:

«88.   Το εν λόγω δικαίωμα συνεπάγεται, επίσης, την υποχρέωση της διοικήσεως να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της (βλ. αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, C 269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I 5469, σκέψη 14, και Sopropé, προπαρατεθείσα, σκέψη 50), η δε υποχρέωση αρκούντως εξειδικευμένης και συγκεκριμένης αιτιολογήσεως της αποφάσεως ώστε να παρέχεται στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους απορρίψεως της αιτήσεώς του αποτελεί, συνεπώς, αναγκαίο συμπλήρωμα της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Με βάση τα ανωτέρω, ξεκάθαρα προκύπτει ότι ο λειτουργός δεν προέβη σε εξαντλητική αξιολόγηση (“rigorous assessment”) του αιτήματος του Αιτητή ως όφειλε και εσφαλμένα έκρινε ότι ήταν αναξιόπιστος, παραπλανητικά παραπέμποντας σε απαντήσεις οι οποίες δίδονταν στα πλαίσια άλλων ερωτήσεων από αυτές που κατέγραψε στην εισήγηση του ο λειτουργός. Περαιτέρω, δεν τέθηκαν από τον λειτουργό διευκρινιστικές ερωτήσεις επί της ελεύθερης αφήγησης του Αιτητή και δεν του δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθεί για τις αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε σύμφωνα με τον λειτουργό.  Κατ’ επέκταση η αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Αιτητή είναι εσφαλμένη και στη βάση αυτού του συμπεράσματος, συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η μετέπειτα νομική ανάλυση του λειτουργού. 

 

Ως εκ τούτου, επιτυγχάνουν οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και λανθασμένης αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης και επιπρόσθετα διαφαίνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν την επίδικη απόφαση υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και παραβιάζοντας το δικαίωμα ακρόασης του Αιτητή.

 

Έχω προβληματιστεί ιδιαίτερα σε σχέση με την δικαιοδοσία που έχει το Δικαστήριο σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι υφίστανται λόγοι ακυρώσεως.  Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο μπορεί να προβεί σε ουσιαστικό έλεγχο της προσφυγής και να εξετάσει την ανάγκη χορήγησης  καθεστώτος διεθνούς προστασίας και να τροποποιήσει την επίδικη απόφαση.  Η δε συνήγορος του Αιτητή κατά τις διευκρινήσεις προέβαλε ότι το Δικαστήριο έχει επαρκή στοιχεία ενώπιον του ώστε να προχωρήσει στην εξέταση του κατά πόσον ο Αιτητής μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, σε περίπτωση που πάσχει η νομιμότητα και ορθότητα της επίδικης απόφασης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 146(4) του Συντάγματος:

«146(4) Eπί τοιαύτης προσφυγής το Διοικητικό Δικαστήριο δύναται, δια της αποφάσεως αυτού:

(α) να επικυρώση, εν όλω ή εν μέρει, την τοιαύτην απόφασιν ή πράξιν ή παράλειψιν· ή

(β) να κηρύξη την απόφασιν ή την πράξιν, εν όλω ή εν μέρει, άκυρον και εστερημένην οιουδήποτε αποτελέσματος· ή

(γ) να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν μέρει άκυρον και ό,τι πάν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή· ή

(δ) να τροποποιήσει, εν όλω ή εν μέρει, την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι αυτή αφορά σε φορολογικό ζήτημα ή είναι απόφαση ή πράξη αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας, κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε οποιοδήποτε άλλο θέμα ως νόμος ήθελε ορίσει.»

 

Σύμφωνα με το άρθρο 11(3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 173(Ι)/18):

«Για σκοπούς ενάσκησης της δικαιοδοσίας του επί προσφυγής κατά απόφασης ή πράξης που αναφέρεται στο εδάφιο (4), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας- (α) Προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής- (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα, και (β) επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν: Νοείται ότι η προαναφερόμενη δικαιοδοσία αναφορικά με απόφαση ή πράξη που αναφέρεται στο εδάφιο (4) δύναται να ασκηθεί, μόνο αν τέτοια απόφαση ή πράξη εκδόθηκε- (α) Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015, ή (β) με πρωτοβουλία της αρμόδιας διοικητικής αρχής η οποία αναλαμβάνεται μετά την 20ή Ιουλίου 2015.»

 

Επίσης σύμφωνα με την Οδηγία 2013/32/ΕΕ, και συγκεκριμένα το άρθρο 46, οι αιτητές έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, η οποία να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την Οδηγία 2011/95/ΕΕ, τουλάχιστον κατά τις διαδικασίες άσκησης ένδικου μέσου ενώπιον πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.  Εξάλλου το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής κατοχυρώνεται και από το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της ΕΕ.

 

Ο όρος “Ex nunc” και πλήρης εξέταση και η έκταση ελέγχου του εθνικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τις επιταγές της Οδηγίας και των δικαιωμάτων των αιτητών, έχουν τύχει ερμηνείας σε πλείονες αποφάσεις του ΔΕΕ.  Στην απόφαση ημερομηνίας 25 Ιουλίου 2018, στην υπόθεση C- 585/16, Serin Alheto κατά Zamestnipredsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite, λέχθηκαν τα εξής:

 «63. Περαιτέρω, βάσει της υποχρέωσης να εξασφαλίζεται πραγματική προσφυγή και, ιδίως, της απαίτησης πλήρους και ex nunc εξέτασης που κατοχυρώνει το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, πρέπει να καθοριστεί, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των άρθρων 18, 19 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) το εύρος του δικαστικού ελέγχου που προβλέπεται από τον νομοθέτη της Ένωσης. Πρέπει, ιδίως, να διευκρινιστεί αν στο πλαίσιο μιας τέτοιας πλήρους και ex nunc εξέτασης ο δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη κατά την κρίση του στοιχεία -περιλαμβανομένων των λόγων απαραδέκτου- τα οποία δεν μπόρεσαν να ληφθούν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση διεθνούς προστασίας.

(...)

109    Συναφώς, η οδηγία 2013/32, πέραν του ότι υπηρετεί τον γενικό σκοπό της θέσπισης κοινών διαδικαστικών κανόνων, σκοπεί ειδικότερα, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 18, στην εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας «το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης».

110.    Υπό το πρίσμα αυτό, προκειμένου να γίνει σεβαστό το σύνηθες νόημά της, η φράση «μεριμνούν ώστε η πραγματική προσφυγή να εξασφαλίζει πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, υποχρεούνται να διαμορφώνουν την εθνική τους νομοθεσία κατά τρόπο τέτοιον ώστε η εξέταση των προσφυγών αυτών να περιλαμβάνει τον δικαστικό έλεγχο του συνόλου των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που επιτρέπουν στον δικαστή να προβεί στην εξέταση της υπόθεσης βάσει επικαιροποιημένων στοιχείων.

111.    Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «ex nunc» αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής.

112.    Μια τέτοια εκτίμηση επιτρέπει την αναλυτική εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να χρειάζεται να αναπεμφθεί ο φάκελος στην αποφαινόμενη αρχή. Συνεπώς, η εξουσία του δικαστή να λαμβάνει υπόψη νέα στοιχεία τα οποία δεν έχουν κριθεί από την εν λόγω αρχή εντάσσεται στο πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2013/32, όπως αυτός υπενθυμίστηκε στη σκέψη 109 της παρούσας απόφασης.

113.    Περαιτέρω, η χρήση του επιθέτου «πλήρης» στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής.».

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ, ημερομηνίας 4 Οκτωβρίου 2018, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, Rauf Emin Ogla Ahmedbekov κατά Zamestnik‑predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite, C‑652/16, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«91.      Με το όγδοο προδικαστικό ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας είναι υποχρεωμένο να εξετάσει τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής.

92      Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 ορίζει το περιεχόμενο του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που πρέπει, κατά το άρθρο 46, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να αναγνωρίζεται στους αιτούντες διεθνή προστασία έναντι των αποφάσεων επί της αιτήσεώς τους (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 105). Κατά τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την εν λόγω οδηγία μεριμνούν ώστε το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας να προβαίνει, σε πρώτο τουλάχιστον βαθμό, σε «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, [σε] εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία [2011/95]».

93 .     Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση «ex nunc» καταδεικνύει ότι ο δικαστής υποχρεούται, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής. Όσον αφορά το επίθετο «πλήρης», η χρήση του επιθέτου αυτού επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψεις 111 και 113).

(…)

96      Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας από την αποφαινόμενη αρχή, η οποία αποτελεί διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο που διαθέτει ειδικά μέσα και εξειδικευμένο προσωπικό, αποτελεί ουσιώδες στάδιο των κοινών διαδικασιών τις οποίες θεσπίζει η οδηγία 2013/32 και ότι το αναγνωριζόμενο από το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας δικαίωμα του αιτούντος σε διενέργεια πλήρους και ex nunc εξέτασης ενώπιον δικαστηρίου δεν αναιρεί την υποχρέωση του εν λόγω προσώπου να συνεργάζεται με το διοικητικό ή οιονεί δικαστικό όργανο (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Alheto, C‑585/16, EU:C:2018:584, σκέψη 116).

97      Το ουσιώδες αυτό στάδιο ενώπιον της αποφαινόμενης αρχής θα παρακάμπτονταν εάν ο αιτών μπορούσε, χωρίς καμία διαδικαστική συνέπεια, να επικαλεστεί, προκειμένου να επιτύχει την ακύρωση ή την αντικατάσταση από το δικαστήριο της απορριπτικής απόφασης της αρχής αυτής, λόγο χορήγησης διεθνούς προστασίας ο οποίος, μολονότι σχετίζεται με γεγονότα ή απειλές που φέρονται να έχουν προηγηθεί, εντούτοις δεν προβλήθηκε ενώπιον της εν λόγω αρχής και, συνεπώς, δεν κατέστη δυνατόν να εξεταστεί από αυτήν.

98      Κατά συνέπεια, η προβολή για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής ενός εκ των λόγων χορήγησης διεθνούς προστασίας που παρατίθενται στη σκέψη 95 της παρούσας απόφασης, σχετιζόμενου με γεγονότα ή απειλές που συνέβησαν πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «νέο διάβημα» κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32. Όπως προκύπτει από την εν λόγω διάταξη, συνέπεια του χαρακτηρισμού αυτού είναι ότι το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής υποχρεούται να εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο στο πλαίσιο της εξέτασης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της προσφυγής, υπό την προϋπόθεση, ωστόσο, ότι οι «αρμόδιες αρχές», στις οποίες περιλαμβάνεται όχι μόνον το δικαστήριο, αλλά και η αποφαινόμενη αρχή, είχαν τη δυνατότητα να εξετάσουν το νέο διάβημα στο προαναφερθέν πλαίσιο.

99      Για να διαπιστωθεί εάν έχει τη δυνατότητα να εξετάσει το νέο διάβημα στο πλαίσιο της προσφυγής, το εν λόγω δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει εάν, βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, ο λόγος χορήγησης διεθνούς προστασίας που προβάλλεται για πρώτη φορά ενώπιόν του προβλήθηκε εγκαίρως κατά τη διαδικασία της προσφυγής και διατυπώθηκε κατά τρόπον αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να εξεταστεί.

 […]

103    Βάσει των προεκτεθέντων, στο όγδοο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.»

 

Από την ανωτέρω ανάλυση του ΔΕΕ προκύπτει η σημασία εξέτασης των ισχυρισμών και λόγων που επικαλείται αιτητής διεθνούς προστασία σε δύο βαθμούς, και ιδιαίτερα, σε πρώτο στάδιο, από το διοικητικό όργανο, εδώ την Υπηρεσία Ασύλου, που εξετάζει πρωτοβάθμια την αίτηση διεθνούς προστασίας αιτητή.

 

Περαιτέρω, στην απόφαση του ΔΕΕ, ημερoμηνίας 6/04/17, C- 348/16 Moussa Sacko, λέχθηκαν τα εξής σημαντικά:

«58.      Αν το διοικητικό στάδιο έχει ορθώς διεξαχθεί, υπάρχουν αξιόπιστες αποδείξεις για τη συνέντευξη του αιτούντος, στον οποίο θα έχει παρασχεθεί η δυνατότητα να συνεισφέρει στοιχεία και διευκρινίσεις ή να επιφέρει διορθώσεις στην έκθεση. Δεδομένου ότι η εν λόγω έκθεση, ή το κείμενο της απομαγνητοφωνήσεως της συνεντεύξεως, πρέπει να περιληφθούν στον φάκελο που τίθεται στη διάθεση του δικαστή, το περιεχόμενό τους θα πρέπει να συνιστά σημαντικό στοιχείο αξιολογήσεως για εκείνον που θα πρέπει να διενεργήσει την κατά το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων». Σεβόμενη τη δικονομική αυτοτέλεια των κρατών μελών, η οδηγία δεν περιορίζει, περισσότερο από όσο προεκτέθηκε, την ελευθερία δράσεως του δικαστή, στη συνετή αξιολόγηση του οποίου επαφίεται το λεπτό έργο της οριστικής διαπιστώσεως του κατά πόσον η απορριπτική διοικητική απόφαση είναι σύννομη

 

Βάσει του ανωτέρω σκεπτικού του ΔΕΕ, το Δικαστήριο πρέπει να έχει ενώπιον του πλήρη διοικητικό φάκελο που να περιλαμβάνει όλα τα ουσιαστικά στοιχεία επί των οποίων να μπορεί να στηριχθεί για να προχωρήσει σε ex nunc και πλήρη εξέταση των πραγματικών ζητημάτων της προσφυγής και να κατοχυρώσει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του αιτητή.

 

Στο σύγγραμμα «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», του Δαγτόγλου Π., εκδόσεις Σάκκουλα, 6η εκδοση, αναφέρεται ότι «όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές ουσίας όπου το Δικαστήριο προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο και εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, το διοικητικό δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τη διοίκηση και να αντικαταστήσει με νέα την ακυρωθείσα διοικητική πράξη και αυτό συντείνει στην αποφυγή της απαράδεκτης μετατροπής του δικαστικού ελέγχου σε υποκατάσταση της διοικητικής εκτιμήσεως(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).  Επίσης ο καθηγητής Π. Δ. Δαγτόγλου, υποστηρίζει ότι, όταν σε διαδικασία στην οποία δεν ασκείται απλώς ακυρωτικός έλεγχος αλλά ουσιαστικός έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης, το Δικαστήριο και πάλι, όταν διαπιστώσει ότι υπήρξε μη συμμόρφωση με σχετικές επιταγές της οικείας νομοθεσίας, θα πρέπει να ακυρώνει την προσβαλλόμενη πράξη άνευ ετέρου χωρίς να μπορεί να υποκαταστήσει την Διοίκηση.

 

Στο σύγγραμμα του Καθηγητή Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» έκτη έκδοση (2014), §146, σελ. 117 επ., αναφέρονται επίσης τα ακόλουθα: «Ο ουσιαστικός έλεγχος δεν περιορίζεται στη διακρίβωση της νομιμότητας. Προχωρεί και στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης [.] Πάντως ούτε εδώ μπορεί το διοικητικό δικαστήριο να υποκαταστήσει πλήρως τη διοίκηση και να αντικαταστήσει με νέα την ακυρωθείσα διοικητική πράξη ή να εκδώσει την παρανόμως παραληφθείσα ή να ασκήσει αντ΄αυτής τη διακριτική της ευχέρεια ή τεχνική της κρίση, εκτός αν συντρέχει πλάνη περί τα πράγματα.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Όπως επίσης επεξηγεί ο Πάνος Λαζαράτος, στο σύγγραμμά του «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», 3η έκδοση, σελίδα 439, φαίνεται ότι ο νομοθέτης επιθυμεί να ενεργεί το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ως «διοίκηση δεύτερου βαθμού», μόνο όταν προηγουμένως έχει υπάρξει μία πρώτη κρίση του αρμόδιου οργάνου ληφθείσα με νόμιμη διαδικασία.  Στις περιπτώσεις όπου δεν υπήρξε ποτέ πλήρης κρίση της διοικήσεως σε πρώτο βαθμό, εάν το Δικαστήριο προχωρούσε σε τροποποίηση της πράξης, θα προέβαινε εκείνο σε το πρώτον κρίση της υποθέσεως στη θέση της διοικήσεως, πράγμα το οποίο θα δημιουργούσε, κατά την κρατούσα αντίληψη, προβλήματα συμφωνίας με την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών.

 

Ως καταγράφεται στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου»,  Επ. Σπηλιωτοπούλου, 7η Έκδοση, στη σελ. 559:

«Η ακυρωτική απόφαση καταργεί (εξαφανίζει) την πράξη που ακυρώθηκε, ισχύει από τη δημοσίευση της και ανατρέχει στον χρόνο της έκδοσης της πράξης που ακυρώθηκε  η πράξη θεωρείται σαν να μην εκδόθηκε και επαναφέρεται αυτοδικαίως η πραγματική και νομική κατάσταση που υπήρχε πριν από την έκδοση της πράξης αυτής» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Ο δε Γ. Δελλής, στο σύγγραμμα του «Η Διοικητική Δικαιοσύνη σε αναζήτηση ταχύτητας», Νομική Βιβλιοθήκη, 2013, σελ. 329, αναφέρει ότι «η ευρύτητα του ελέγχου ο οποίος ασκείται στις διαφορές ουσίας κακώς παρουσιάζεται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις διοικητικές παρατυπίες».

 

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, θέση μου είναι ότι στην παρούσα υπόθεση δεν δύναμαι να προχωρήσω σε ουσιαστική εξέταση του αιτήματος του Αιτητή.  Βασικότερος λόγος είναι το γεγονός ότι δεν φαίνεται να ετοιμάστηκε ιατρική/ψυχολογική έκθεση για τον Αιτητή, παρά το ότι παρακολουθείται από τις ιατρικές υπηρεσίες του κράτους, με την οποία να δίδεται καθοδήγηση για τον ορθό τρόπο ακρόασης του Αιτητή δεδομένων των ψυχολογικών/ψυχιατρικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει.  Επίσης δεν υπάρχει πουθενά στο φάκελο έκθεση εμπειρογνώμονα, για τον τρόπο που τα ψυχολογικά/ψυχιατρικά προβλήματα και/ή θέματα ψυχικής υγείας του Αιτητή, ενδεχομένως επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης του και τις πληροφορίες που αυτός δίδει σε σχέση με τα περιστατικά που βίωσε στη χώρα του.  Τέλος, παρά το ότι υπάρχουν υποψίες ότι πρόκειται για άτομο - θύμα βασανιστηρίων, η πληροφορία αυτή ουδέποτε επιβεβαιώθηκε από τις αρμόδιες αρχές.

 

Υπό το φως των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πολιτική αίτηση αρ. 31/23 και πολιτική έφεση αρ. 30/23 (αποφάσεις ημερομηνίας 7 Απριλίου 2023, ECLI:CY:AD:2023:D144 και 15 Μαΐου 2023),  το Δικαστήριο αυτό δεν έχει δικαιοδοσία να διατάξει ιατρική/ψυχολογική εξέταση του Αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου.  Ως εκ τούτου, και εν τη απουσία σχετικών στοιχείων/εκθέσεων στον διοικητικό φάκελο του Αιτητή, δεν μπορώ να προχωρήσω σε ακρόαση του Αιτητή ώστε να εξαγάγω ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με την αξιοπιστία του, στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος του για διεθνή προστασία.

 

Προς τούτο παραπέμπω και την απόφαση ημερομηνίας 7 Νοεμβρίου 2023, στην υπόθεση με αρ. 5999/2021, A. D. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία η αδελφή Δικαστής κα Χ. Πλαστήρα, ανέφερε τα εξής, τα οποία υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας:

 

 

“Το γεγονός ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν είχε ενώπιον του τα αποτελέσματα των ιατρικών υπηρεσιών, κατά παράβαση του άρθρου 18 εδάφιο 4 του Περί Προσφύγων Νόμου, για να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης του αιτητή, αποτελεί σοβαρή πλημμέλεια στην όλη διοικητική διαδικασία, όπου το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί, ενόψει τούτου, να ασκήσει περαιτέρω έλεγχο ήτοι να προβεί σε έλεγχο ουσίας, μιας και απουσιάζει ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο δεν βρίσκεται ούτε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, για να μπορούσε το παρόν Δικαστήριο να προβεί σε οποιοδήποτε περαιτέρω έλεγχο.

 

Κρίνω επίσης σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε περίπτωση που υπήρχε το αποτέλεσμα των ιατρικών εξετάσεων ενώπιον του Προϊσταμένου, ενδεχομένως, το αποτέλεσμα αυτό να επηρέαζε διαφορετικά την τελική κρίση του όπως επίσης και την όλη αξιολόγηση της αίτησης του αιτητή. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ενδεχομένως κρινόταν ότι ο αιτητής υπήρξε θύμα βασανιστηρίων, με αποτέλεσμα εξαιτίας αυτού να έχουν προκύψει άλλα θέματα υγείας του αιτητή, πιθανόν ο αιτητής να έχρηζε ειδικών διαδικαστικών αναγκών και εγγυήσεων ως ευάλωτο πρόσωπο, σύμφωνα με τα άρθρα  9ΚΓ και 9ΚΔ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, η αρμόδια αρχή παρέλειψε να λάβει υπόψη της ουσιώδη γεγονότα προ της έκδοσης της επίδικης πράξης όπως επίσης δεν ανάμενε την έκβαση των ιατρικών εξετάσεων ως είχε υποχρέωση στη βάση του νόμου προ της έκδοσης της επίδικης πράξης και επομένως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας κρίνεται βάσιμος.” (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Περαιτέρω, στη βάση των πλημμελειών και σφαλμάτων που έλαβαν χώρα κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία και με την απουσία παροχής διαδικαστικών εγγυήσεων στον Αιτητή, κρίνω ότι ο Αιτητής ανεπίτρεπτα θα στερηθεί ενός βαθμού δικαιοδοσίας στην εξέταση του αιτήματος του.

 

Παραπέμπω επίσης σε απόφαση μου στην υπόθεση με αρ. 1061/22, S.S.A κατά Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 11 Σεπτεμβρίου 2023, στην οποία αναλύεται η διαφορά μεταξύ ουσιωδών και επουσιωδών διαδικαστικών τύπων και πλημμελειών της διοίκησης, και στην οποία κατέληξα ότι το Δικαστήριο αδυνατούσε να αξιολογήσει επί της ουσίας τους ισχυρισμούς του Αιτητή ως προβλήθηκαν πρωτοβάθμια, ανάλυση και κατάληξη την οποία υιοθετώ και για σκοπούς της παρούσας αφού οι ανωτέρω αναφερόμενες πλημμέλειες και παραβάσεις της νομοθεσίας σε συνδυασμό με την ελλιπή συνέντευξη του Αιτητή, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις σε σχέση με τον πυρήνα του αιτήματος του, καθιστούν αδύνατη την ουσιαστική εξέταση της υπόθεσης του Αιτητή από το παρόν Δικαστήριο.

 

Υιοθετώ επίσης το σκεπτικό της αδελφής Δικαστή κας Χ. Πλαστήρα στις υποθέσεις αρ. 321/23, E.A.S.H. κατά Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 14 Ιουλίου 2023  και αρ. 8975/21 QS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερομηνίας 30/11/2022,στις οποίες αναφέρθηκε ότι η παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης θεωρείται παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας και οδηγεί σε ακύρωση της επίδικης πράξης και παρότι το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο ουσίας, εντούτοις δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως την Διοίκηση, ειδικά σε περιπτώσεις που κατά την έκδοση της διοικητικής πράξεως η Διοίκηση άσκησε την διακριτική της ευχέρεια”.

 

Στη βάση των όσων ανέλυσα ανωτέρω και ενόψει της αδυναμίας του Δικαστηρίου να αξιολογήσει επί της ουσίας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18).  Επιδικάζονται €2.200 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει,  υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Οδηγία 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση).

[2] Αιτιολογική σκέψη 29 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ.

[3] EASO, Judicial analysis: Vulnerability in the context of applications for international protection, σελ. 38

[4]https://ipsn.euaa.europa.eu/ipsn-tool (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/01/2024)

[5]https://idcoalition.org/publication/identifying-and-addressing-vulnerability-a-tool-for-asylum-and-migration-systems/#:~:text=This%20screening%20tool%20on%20identifying,to%20detention%2C%20open%20reception%20facilities%2C (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/01/2024)

[6] https://www.youtube.com/watch?v=XXDR1v8RUn0&ab_channel=EUAsylumAgency-EUAA (τελευταία ημερομηνία πρόσβασης 17/01/2023)

[7] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[8] Οδηγία 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους.

[9] Η Οδηγία 2011/95/ΕΕ αποτελεί αναδιατύπωση της Οδηγίας 2004/83/ΕΚ

[10] Διαθέσιμη στο cylaw.org http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/administrativeIP/2020/202001-5787-13apof.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 17/01/2024)

 

[11] C‑148/13 έως C‑150/13, κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie παρα. 70


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο