ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                    

Νομική Αρωγή Αρ. 132/23

 

22 Φεβρουαρίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΜΕΧΡΙ 2019

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

 

D.M.M Αιτητής,

N.N.M Αιτήτρια

......................

 

Οι Αιτητές εμφανίζονται προσωπικά

Σ. Πιτσιλλίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

(Katakongo Enongo για πιστή μετάφραση από λινγκάλα σε ελληνικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Οι Αιτητές με την αίτησή τους ημερομηνίας 27/09/2023, αιτούνται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής για την καταχώριση προσφυγής δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, εναντίον της απόφασης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 26/09/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

 

Γεγονότα

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προκύπτουν από το γραπτό σημείωμα που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος που εμφανίζεται για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και από τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτό, έχουν ως ακολούθως:

Ο Αιτητής και η Αιτήτρια  συμπλήρωσαν αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03.02.2022 αφού εισήλθαν παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία  από τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.  Στις 04.02.2022 οι Αιτητές παρέλαβαν την βεβαίωση υποβολής αιτήματος Διεθνούς Προστασίας. Στις 25/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (EUUΑ) και στις 01/06/2023 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της Αιτήτριας από ομοίως λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (EUUΑ).  Στις 09/08/2023, ο/η αρμόδια λειτουργός της EUAA ετοίμασε έκθεση/εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα των Αιτητών. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου των Αιτητών στις 22/08/2023.

Στις 26.09.2023 και στις 28/09/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή και της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφθηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 26/09/2023 και στις 28/09/2023 από την Αιτήτρια. Ο Αιτητής υπέβαλε την παρούσα αίτηση στις 27/09/2023. 

Ο Αιτητής και η Αιτήτρια έχουν ήδη καταχωρήσει την Προσφυγή υπό αριθμό 3495/23 κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για την οποία αιτείται νομική αρωγή δια της παρούσας αιτήσεως.

Νομικό Πλαίσιο

 

Η παρούσα αίτηση στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β(2)(α) και 6Β(2)(ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα: «6Β.(1) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 8-

 

(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος - [■] (α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

 

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

 

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Σε περιπτώσεις ως η παρούσα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το δικαίωμα του αιτητή να έχει πρόσβαση στην δικαιοσύνη, όμως το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας.

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ο αιτητής. Το αποτέλεσμα δε της παρούσας δεν επηρεάζει κατ’ ουδένα λόγο την τελική έκβαση της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρηθεί από τον αιτητή (βλέπε μεταξύ άλλων Durgo Man ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/09, ημ. 15/07/2009, καθώς και Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημ.28/03/2011 ).

Ιδιαίτερα σχετικό με την φύση της παρούσας διαδικασίας είναι το κάτωθι απόσπασμα από την απόφαση επί της Αιτήσεως από KAUR, Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 17/2019, ημ.27/02/19, όπου ο τότε Δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Ναθαναήλ ανέφερε ότι «Η περί Νομικής Αρωγής νομοθεσία θα πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως τόσο της φιλοσοφίας αυτής, όσο και υπό το φως των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου και τη νομοθεσία περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.».  Λαμβάνεται υπόψη δε ότι το Δικαστήριο τούτο έχει εξουσία να εξετάσει τυχόν προσφυγή κατά απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και επί της ουσίας και από τούδε και στο εξής (ex nunc) και όχι μόνο επί της νομιμότητας. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, το παρόν Δικαστήριο «[...] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»

 

Στην απόφαση επί της αιτήσεως Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SΙNGH KHUSHWANT του Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Λιάτσου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

« Κατ' ακολουθία του άρθρου 6Β(2) του Νόμου, παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή ασύλου, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, μεταξύ άλλων, κατά δυσμενούς απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επί διοικητικής προσφυγής, την οποία ο αιτητής ασύλου άσκησε ενώπιον της, και η οποία προσφυγή αφορούσε δυσμενή απόφαση.

Πρέπει να συνυπάρχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το πιο πάνω άρθρο του Νόμου, προκειμένου να γίνει αποδεκτό αίτημα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, μεταξύ των οποίων, η πιθανότητα να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση στα πλαίσια της πρωτοβάθμιας εκδίκασης της προσφυγής. Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματος του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου. Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

 

Το όλο ζήτημα, στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να καταλήξει στη βασιμότητα αιτήματος παροχής νομικής αρωγής, εξετάζεται στη βάση του υλικού που τίθεται ενώπιον του. Στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον, βεβαίως, δεν έχει καταχωρηθεί ακόμη προσφυγή, θα πρέπει να εξεταστεί στη βάση της ίδιας της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 31/10/2013, η οποία βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου και, έχοντας πάντα κατά νου τις νομικές αρχές που καλύπτουν το ζήτημα και τις τοποθετήσεις των δύο πλευρών. Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. Η λέξη «πιθανό» που χρησιμοποιείται στην υποπαράγραφο (ββ) του άρθρου 6Β του Νόμου, αντικρίζεται σε αποκλειστική συνάρτηση προς τα διαλαμβανόμενα στο διοικητικό δίκαιο και υπό το φως του αντικειμένου μιας προσφυγής, η εξέταση της οποίας δεν οδηγεί σε απόφαση επί της ουσίας, αλλά αναθεωρείται μόνο η διοικητική πράξη, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, χωρίς να εκτείνεται στην υποκατάσταση της διοικητικής απόφασης. Όπως έχει τονιστεί στην Υπόθεση Αρ. Αίτησης νομικής Αρωγής 12/2010, Mohammad Ismail ημερομηνίας 13/5/2010: «με άλλα λόγια, για να είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση' θα πρέπει από μια πρώτη θεώρηση της προσφυγής, με αναφορά στα γεγονότα και το νομικό υπόβαθρό της, να διαφαίνεται η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων εκ των λόγων για τους οποίους το Αναθεωρητικό Δικαστήριο δικαιούται να ακυρώσει διοικητική πράξη.» Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιον του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή»

 

Στους Αιτητές παραδόθηκε το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα, τους δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρουν οτιδήποτε επιθυμούν, και τους εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία επί αιτήσεως ως η παρούσα.

Κατά την υποβολή του αιτήματός τους για διεθνή προστασία (Παράρτημα 2 του Σημειώματος του Γενικού Εισαγγελέα), ο Αιτητής και η Αιτήτρια σύζυγός του δήλωσαν ότι είναι υπήκοοι Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, χριστιανοί στο θρήσκευμα και γονείς τεσσάρων τέκνων τα οποία διαμένουν στην εκκλησία στην χώρα καταγωγής τους. Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε πως επειδή συνελήφθη στις 10 Ιανουαρίου 2008, φυλακίσθηκε και απέδρασε στο πλαίσιο επίθεσης κατά της φυλακής μαζί με άλλους κρατουμένους στις 18 Ιουνίου 2017. Πρόσθεσε πως όταν αφέθηκε ελεύθερος, η κατάσταση στην χώρα χειροτέρευσε, δεν υπήρχαν θέσεις εργασίας και η οικονομική τους κατάσταση δεν ήταν καλή, η κυβέρνηση είναι διεφθαρμένη και δεν ήταν ασφαλές για τον ίδιο να παραμείνει εκεί, έτσι αποφάσισαν με την σύζυγό του να εγκαταλείψουν την χώρα καταγωγής τους, και να προσκαλέσουν στην συνέχεια τα τέκνα τους για να έχουν μια καλύτερη ζωή. Επίσης η Αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψαν την χώρα επειδή ο σύζυγός της αντιμετώπιζε προβλήματα με τις αρχές της χώρας και φοβήθηκε μήπως συλληφθεί ή βασανισθεί και η ίδια από την κυβέρνηση επειδή θέλουν να φυλακίσουν πάλι τον σύζυγό της.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής ενώπιον του EUAA (Παράρτημα 5 του Σημειώματος), o Αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του επειδή η ζωή του απειλείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ειδικότερα, δήλωσε πως ήταν μέλος και πρόεδρος του συλλόγου/νεολαίας Association of the youth Humbu από το έτος της ίδρυσης της το 1997. Η ομάδα αυτή δήλωσε πως μάχονταν με ειρηνικό τρόπο κατά του Kabila, κατά της διαφθοράς και επεδίωκε η χώρα να διοικείται από έναν πρόεδρο με γνήσια καταγωγή από την χώρα. Πρόσθεσε πως  ίδιος ήταν ο πρόεδρος της νεολαίας, και πως εξελέγη κατόπιν εκλογών στις οποίες συμμετείχαν πάνω 5000 άτομα από όλες τις κοινότητες της Κινσάσα. Ερωτηθείς σχετικά με τα καθήκοντα του δήλωσε πως ο ρόλος του ήταν να δείχνει με ποιον τρόπο οργανώνεται μια διαδήλωση και επελέγη σε αυτή τη θέση επειδή ήταν έξυπνος και σοφός.  Η οργάνωση αυτή δήλωσε πως είχε πάνω από 5000 μέλη και πως πολλά μέλη αυτής έχουν συλληφθεί. Πρόσθεσε πως ο αρχηγός της οργάνωσης/συλλόγου ήταν ο Libilimo Nselekila και αργότερα ο ίδιος. Δήλωσε πως ο ίδιος ως πρόεδρος της ομάδας έδινε οδηγίες και ηγούνταν της ομάδας στις διαδηλώσεις. Αναφορικά με την διαδήλωση το 2006, δήλωσε πως στις εκλογές του 2006 η ομάδα τους εκπροσωπήθηκε από τον Jean Pierre Memba ο οποίος δεν εξελέγη και έχασε τις εκλογές από τον Καμπίλα, έτσι αποφάσισαν με άλλες ομάδες/ενώσεις να οργανώσουν μια διαδήλωση κατά των αποτελεσμάτων των εκλογών, η οποία θα ξεκινούσε από το Kitambo  και θα έφθανε έξω από την επιτροπή των εκλογικών αποτελεσμάτων CENI. Η διαδήλωση όμως κατεστάλη ως ισχυρίστηκε από την αστυνομία και ο ίδιος μαζί με άλλα τρία άτομα από την ομάδα του τα οποία φώναζαν συνθήματα ξυλοκοπήθηκαν, συνελήφθησαν και μεταφέρθηκαν στο γραφείο του εισαγγελέα. Παρέμειναν για  δύο ημέρες στο κελί και εν συνεχεία δήλωσε πως χωρίς να δικαστούν μεταφέρθηκαν στην φυλακή Makala όπου ο ίδιος παρέμεινε μέχρι το 2010. Ο Αιτητής δήλωσε πως είχε δικηγόρο αλλά αυτός δεν έκανε κάποια προσπάθεια για να αφεθεί ο Αιτητής ελεύθερος επειδή θα συνελλάμβαναν και τον ίδιο εάν παρέμβαινε σε ζητήματα που αφορούσαν τον πρόεδρο της χώρας. Ως προς την απελευθέρωση του το 2010, δήλωσε πως το εν λόγω έτος διορίστηκε ως υπουργός δικαιοσύνης ένα νέο πρόσωπο ο Luzolo Bambi ο οποίος διέταξε την απελευθέρωση όλων όσων είχαν φυλακισθεί χωρίς να δικασθούν και έτσι τόσο ο ίδιος όσο και τα άλλα μέλη της ομάδας του αφέθηκαν ελεύθεροι. Δήλωσε ότι δεν δέχθηκε κάποια ενόχληση μετά την έξοδο του από την φυλακή και πως συνέχισε την πολιτική του δράση κατά του προέδρου Kabila. Εν συνεχεία, ο Αιτητής δήλωσε πως το 2013 ο  Kabila ψήφισε την αλλαγή του Συντάγματος για να επανεκλεγεί για τρίτη φορά, το οποίο οδήγησε την ομάδα του να καλέσει σε διαδήλωση στις 02/09/2013. Ο Αιτητής δήλωσε ότι έστειλε μήνυμα σε όλες τις κοινότητες για να συναντηθούν στο «Cite Verte» και από εκεί να κατευθυνθούν προς την εκλογική επιτροπή CENI. Πρόσθεσε πως στην διαδήλωση συμμετείχαν πολλά άτομα και για αυτό το λόγο ήταν δύσκολο να περιοριστεί από την αστυνομία και ο ίδιος ηγούνταν της ομάδας του στην διαδήλωση. Εν συνεχεία, οι δυνάμεις ασφαλείας επενέβησαν με σκοπό να διαλύσουν την διαδήλωση και ο ίδιος μαζί με άλλα 9 άτομα από την ομάδα του συνελήφθησαν, μεταφέρθηκαν σε κελί και μετά από δύο ημέρες οδηγήθηκαν όλοι μαζί στην φυλακή Makala. Πρόσθεσε πως πέρασαν από το στρατιωτικό δικαστήριο προτού μεταφερθούν στην φυλακή όπου και καταδικάστηκαν όλοι σε θάνατο καθώς κρίθηκαν υπεύθυνοι για τον θάνατο 4 ατόμων κατά την διαδήλωση αλλά και ως υπεύθυνοι για την διοργάνωση της διαδήλωσης. Όταν ο ίδιος παρουσιάστηκε στο στρατιωτικό δικαστήριο ο δικαστής τον αναγνώρισε και του είπε πως το 2006 απελευθερώθηκε επειδή παρενέβη ο υπουργός Luzolo Bambi, ενώ αυτή την φορά θα πεθάνει στην φυλακή.  Ο Αιτητής παρέμεινε στην φυλακή από το 2013 έως το 2017. Στις 17 Μαΐου 2017 στρατιώτες του Mwanda Nseni επιτέθηκαν με ξύλινα ρόπαλα στην φυλακή Makala με σκοπό να απελευθερώσουν τον ηγέτη τους. Ο Αιτητής μαζί με άλλους συγκρατούμενους και υποστηρικτές της ομάδας του άδραξαν την ευκαιρία καθώς οι στρατιώτες του Nseni είχαν σπάσει τις πόρτες των κελιών και χωρίς να συναντήσουν κάποια αντίσταση από τους φύλακες απέδρασαν από την φυλακή,  και εν συνεχεία μετέβησαν για να είναι ασφαλείς στην Brazzaville.  Ο Αιτητής δήλωσε πως δεν έχει κάποιο έγγραφο σχετικά με την σύλληψη και φυλάκιση του. Ενημερώθηκε ως δήλωσε τον Αύγουστο του 2017 από τον δικηγόρο του πως είχε εκδοθεί ένταλμα αναζήτησης/σύλληψης εναντίον του από τις αρχές της χώρας το οποίο(αντίγραφο του οποίου) προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου. Μετά από την διαφυγή του στην Brazzaville, στρατιώτες του Kabila συνέχισαν να τον ψάχνουν, πήγαν στο σπίτι του το 2017, όπου το λεηλάτησαν απείλησαν και βίασαν την σύζυγό του. Η σύζυγός του κατάφερε και διέφυγε με τα τέκνα τους στην εκκλησία. Ο Αιτητής δήλωσε πως αυτοί άφησαν ένα μήνυμα στον αρχηγό της γειτονιάς πως αν εντοπίσουν τον Αιτητή θα τον σκοτώσουν. Συνέχισε πως το 2019 ο δικηγόρος του, του μετέφερε πως η Interpol στην Κινσάσα κάλεσε το τμήμα Interpol στην Brazzaville και τους είπαν πως ψάχνουν τον Αιτητή. Ο Αιτητής δήλωσε πως διέμεινε στην Brazzaville για 4 έτη χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα ή ενόχληση από τις αρχές. Ερωτηθείς για ποιο λόγο εγκατέλειψε την Brazzaville, ο Αιτητής δήλωσε πως ο δικηγόρος του, του είπε πως στην Brazzaville δεν προσφέρουν διεθνή προστασία σε όσους βρίσκονται υπό απειλή και να αναζητήσει μια χώρα όπου θα μπορεί να λάβει προστασία.  Ο Αιτητής δήλωσε πως έφυγε από την Κινσάσα νόμιμα μαζί με την σύζυγό του και πως μεταμφιέστηκε σε Μουσουλμάνο προκειμένου να μην γίνει αντιληπτός από τις αρχές στο αεροδρόμιο. Ερωτηθείς πως κατάφερε να διαφύγει νόμιμα ενώ εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του δήλωσε πως στην χώρα καταγωγής του υπάρχει διαφθορά και πως ο δικηγόρος του τα κανόνισε όλα για να ταξιδέψει ο ίδιος και η σύζυγός του εκτός της χώρας καταγωγής τους. Πρόσθεσε πως όταν έφθασαν στο αεροδρόμιο ο ίδιος δεν βγήκε από τον αυτοκίνητο και ο δικηγόρος μαζί με την σύζυγό του ανέλαβαν τους ελέγχους και όταν ήρθε η ώρα να αναχωρήσει η πτήση ο αρχηγός μετανάστευσης, φίλος του δικηγόρου του, του επέτρεψε να επιβιβαστεί.

Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του δήλωσε πως θα πεθάνει καθώς όταν η κυβέρνηση της χώρας λαμβάνει μια απόφαση την φθάνει μέχρι το τέλος, και για αυτό τον λόγο δεν θα μπορούσε να διαμείνει κάπου αλλού εντός της χώρας καταγωγής του.

Η Αιτήτρια κατά την συνέντευξη της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου δήλωσε πως είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό γεννηθείσα στην Κινσάσα. Δήλωσε πως είναι έγγαμη με τον Αιτητή από το 2012 και έχουν μαζί τέσσερα τέκνα, τα οποία βρίσκονται στην εκκλησία στην Κινσάσα. Δήλωσε ότι έχει λάβει 11 έτη σχολικής εκπαίδευσης και πως εργαζόταν από το 2009 έως το 2021  όπου και εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της ως κομμώτρια και διακοσμήτρια γάμων. Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της δήλωσε ότι πάσχει από διαβήτη και πως λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της δήλωσε πως δεν ήταν ασφαλής στην χώρα καταγωγής της εξαιτίας των απειλών που δεχόταν ο σύζυγός της για την ζωή του από τους πολιτικούς του κόμματος του kabila επειδή ο ανωτέρω διαδήλωνε κατά του Kabila. Επανέλαβε πως ο σύζυγός της ήταν μέλος και πρόεδρος της ομάδας νέων με την ονομασία Ajevu, η οποία ήταν ενάντια στην ηγεσία του Kabila. Πρόσθεσε πως ο σύζυγός της ήταν μεταξύ αυτών που ίδρυσαν τη νεολαία και πως έλαβε το αξίωμα του προέδρου από το άτομο που ίδρυσε την ομάδα. Ερωτηθείσα για τον ρόλο και τα καθήκοντα του συζύγου της δήλωσε πως δεν γνωρίζει λεπτομέρειες καθώς δεν ρωτούσε τον σύζυγό της και δεν συμμετείχε σε εκείνη την ομάδα. Το μόνο που είχε ακούσει από τον σύζυγό της ήταν ότι η ομάδα αυτή επεδίωκε ο πρόεδρος της χώρας να είναι ένα άτομο με καταγωγή από την ΛΔΚ και όχι ένας ξένος. Επανέλαβε ότι ο σύζυγός της συνελήφθη στην διαδήλωση το 2006 μαζί με άλλα 3 άτομα, χτυπήθηκε από τους στρατιώτες και χωρίς να δικασθεί μεταφέρθηκε στην φυλακή όπου κρατήθηκε μέχρι το 2010, όταν και απελευθερώθηκε επειδή ο νέος υπουργός δικαιοσύνης σε επιθεώρηση των φυλακών αποφάσισε για να αποσυμφορήσει τις φυλακές να αφήσει ελεύθερους όσους δεν είχαν δικασθεί, μεταξύ αυτών ήταν και ως δήλωσε και ο σύζυγός της. Δήλωσε πως ο σύζυγός της συνελήφθη για δεύτερη φορά το 2013 κατά την διάρκεια διαδήλωσης στην οποία συμμετείχε, καταδικάστηκε σε θάνατο με άλλα 9 άτομα για τον θάνατο τεσσάρων ανθρώπων που απεβίωσαν στην διάρκεια της διαδήλωσης, και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στην φυλακή Makala. Το 2013 δήλωσε πως στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι τους, βίασαν την ίδια, πήραν ότι βρήκαν και μετά έφυγαν από το σπίτι. Η Αιτήτρια φοβούμενη μετέβη στην εκκλησία, εξήγησε τα προβλήματα της σε μια καλόγρια η οποία διευθύνει μια ΜΚΟ και η οποία της έδωσε ένα δωμάτιο για να διαμείνει μαζί με τα τέκνα τους. Η Αιτήτρια δήλωσε πως το 2017 άνδρες του Nseni επιτέθηκαν στην φυλακή Makala  με αποτέλεσμα ο σύζυγός της να καταφέρει να αποδράσει μαζί με άλλους συγκρατούμενους του. Ερωτηθείς για το ανωτέρω περιστατικό, η Αιτήτρια δήλωσε πως οι ανωτέρω άνδρες άσκησαν παραδοσιακή μαγεία και έτσι οι φύλακες δεν επενέβησαν. Κληθείσα να προσδιορίσει χρονικά πότε η ίδια έπεσε θύμα βιασμού από τους στρατιώτες καθώς ο σύζυγός της δήλωσε πως αυτό συνέβη το 2017 ενώ η ίδια δήλωσε το 2013, η Αιτήτρια αποκρίθηκε πως αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα από το 2006 και δήλωσε πως μάλλον αυτό συνέβη το 2012 με 2013. Εν συνεχεία, δήλωσε πως ο σύζυγός της μετέβη στην Brazzaville, και κατά το διάστημα διαμονής του εκεί η ίδια δεν είχε επικοινωνία μαζί του αλλά μάθαινε τα νέα του από τον δικηγόρο τους.

Σχετικά με το περιστατικό στο σπίτι τους το 2013, δήλωσε πως τη νύχτα άνδρες ενδεδυμένοι με στρατιωτικά ρούχα μπήκαν στο σπίτι τους, έσπασαν την πόρτα, άρχισαν να παίρνουν πράγματα, ο ένας από αυτούς την βίασε μπροστά στα παιδιά της, οι άλλοι αρνήθηκαν και στην συνέχεια έφυγαν. Δεν θυμάται τον αριθμό των ανδρών που εισέβαλαν στην οικία τους. Μετά από αυτό η ίδια δεν μπορούσε να μείνει πλέον στο σπίτι τους και το πρωί της επόμενης ημέρας πήγε να δει την καλόγρια. Δήλωσε πως πήγε στο νοσοκομείο με τον δικηγόρο του συζύγου της μετά τον βιασμό της, ο γιατρός της έγραψε μια επιστολή και στην συνέχεια πήγε με τον δικηγόρο του συζύγου της στο δικαστήριο, με την υπόθεση ως δήλωσε να εκκρεμεί μέχρι το έτος που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της. Δεν γνωρίζει για ποιο λόγο της επιτέθηκαν εκείνοι οι άνδρες υποθέτει πως σχετίζεται με τα προβλήματα που έχει ο σύζυγός της. Από το 2012/2013 δήλωσε πως δεν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα. Ο σύζυγός της από το 2017 έμενε στην Brazzaville και δεν είχε επικοινωνία μαζί του, η ίδια το αντίστοιχο διάστημα 2017-2021 εργαζόταν ως κομμώτρια στην Κινσάσα.

Ερωτηθείσα πως ο σύζυγός της πήρε την απόφαση να εγκαταλείψουν την χώρα το 2021 δήλωσε πως ο σύζυγός της έμαθε πως η κυβέρνηση της ΛΔΚ αναζητεί τα δέκα άτομα που καταδίκασαν σε θάνατο και φοβήθηκε ότι θα στείλουν άτομα να τον κυνηγήσουν στην Brazzaville και σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε αποφάσισε να εγκαταλείψουν την χώρα. Ερωτηθείσα πως κατάφερε ο σύζυγός της να εγκαταλείψει νόμιμα την χώρα, επανέλαβε πως η χώρα της είναι διεφθαρμένη, πως αν πληρώσεις δεν θα έχεις πρόβλημα, και πως ο σύζυγός της μεταμφιέστηκε σε μουσουλμάνο και παρέμεινε στο αυτοκίνητο μέχρι ο δικηγόρος του να τα κανονίσει όλα, ο δικηγόρος του δωροδόκησε ένα υψηλόβαθμο υπάλληλο στο γραφείο μετανάστευσης και στην συνέχεια ο δικηγόρος και ο υπάλληλος τον μετέφεραν στο αεροπλάνο.

Ερωτηθείσα τι πιστεύει ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής δήλωσε πως ο σύζυγός της  μπορεί να σκοτωθεί και πως η ίδια φοβάται μήπως υποστεί πάλι βιασμό από τους στρατιώτες καθώς όταν διέμενε με τις καλόγριες, οι γείτονες της είπαν ότι εκείνοι οι στρατιώτες πήγαιναν στο σπίτι της.

Ο/η αρμόδιος/α λειτουργός στην Εισηγητική Έκθεση διέκρινε πέντε ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με τα στοιχεία ταυτότητας, το εν γένει προφίλ και τη χώρα καταγωγής των Αιτητών, o οποίος έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

Έναν δεύτερο αναφορικά με το ότι οι Αιτητές δήλωσαν πως ο Αιτητής ήταν μέλος και πρόεδρος της ομάδας νέων/συλλόγου Humbu (association of youth Humbu) από το 1997, η οποία οργάνωνε διαδηλώσεις και μάχονταν κατά του προέδρου o οποίος ήταν ξένος, ο οποίος και έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την ομάδα/νεολαία στην οποία άνηκε, τον ρόλο του μέσα στην ομάδα, στο πως εξελέγη πρόεδρος αυτής, στις δραστηριότητες του εντός της ομάδας, ενώ θα αναμένονταν να μπορεί να αναφερθεί με λεπτομέρειες στα ανωτέρω αφ’ης στιγμής ο ίδιος δήλωσε ότι ήταν μέλος της ανωτέρω ομάδας/οργάνωσης από το 1997. Ούτε η Αιτήτρια ήταν σε θέση να παραθέσει  τόσο επαρκείς όσο και βασικές πληροφορίες σχετικά με την οργάνωση στην οποία άνηκε ο σύζυγός της, τις επιδιώξεις της ομάδας, τις δραστηριότητες του συζύγου της, τον ρόλο του στην οργάνωση παρά αποκρίθηκε γενικόλογα πως το μόνο που γνωρίζει είναι πως το όνομα της ομάδας είναι Ajevu και πως δεν γνωρίζει τα καθήκοντα και τον ρόλο του συζύγου της στον ανώτερο σύλλογο καθώς η ίδια δεν ήταν μέλος της ομάδας αλλά και επειδή δεν ρωτούσε τον σύζυγό της για την οργάνωση. Θα αναμένοντας ως κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό η Αιτήτρια να είναι σε θέση να παραθέσει έστω και κάποιες απλές πληροφορίες για την οργάνωση/σύλλογο στην οποία άνηκε και ήταν πρόεδρος ο σύζυγός της για πολλά έτη. Επίσης, η Αιτήτρια ανέφερε διαφορετικό όνομα από αυτό που παρέθεσε ο σύζυγός της όταν κλήθηκε να προσδιορίσει το όνομα του ιδρυτή της ανωτέρω ομάδας, ενώ όταν της υπεδείχθη από τον αρμόδιο λειτουργό η ανωτέρω απόκλιση αποκρίθηκε με αόριστο και ασαφή τρόπο πως είναι το ίδιο όνομα. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ο/η αρμόδια λειτουργός ανέτρεξε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά την ανωτέρω οργάνωση (association of youth Humbu), αλλά δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός πληροφοριών σχετικά με την εν λόγω οργάνωση, ως εκ τούτου, ενόψει και της μη θεμελιωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας του ανωτέρω ισχυρισμού, ο ως άνω ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολο του.

Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό τους περί του ότι ο Αιτητής οργάνωσε μια διαδήλωση τον Αύγουστο του 2006 κατά την οποία συνελήφθη και φυλακίστηκε μέχρι το 2010,  αυτός ομοίως απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος καθώς κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με συγκεκριμένο, συνεκτικό και σαφή τρόπο την συμμετοχή του στην εν λόγω διαδήλωση, τον ρόλο και την εμπλοκή του σε αυτή, να περιγράψει το πως οργάνωσε την ανωτέρω διαδήλωση αλλά και να συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες ο ίδιος και άλλα μέλη της οργάνωσης του συνελήφθησαν κατά την διαδήλωση στις 5 Αυγούστου 2006. Επίσης, κρίθηκε πως δεν κατάφερε να επεξηγήσει με πειστικότητα τον λόγο για τον οποίο συνελήφθη, κατηγορήθηκε για την οργάνωση της διαδήλωσης αλλά και φυλακίστηκε χωρίς να δικασθεί. Ούτε ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με επάρκεια τον τρόπο υπό τον οποίο αφέθηκε ελεύθερος αλλά και να αποσαφηνίσει τον λόγο για τον οποίο ο δικηγόρος του δεν επενέβη και δεν έκανε οιανδήποτε προσπάθεια για να τον απελευθερώσει. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, παρατέθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Κινσάσα κατά την ανάδειξη των αποτελεσμάτων των εκλογών τον Αύγουστο του 2006 οι οποίες επιβεβαιώνουν πως μετά τις εκλογές έλαβαν χώρα συγκρούσεις μεταξύ πολιτών και αρχών, αλλά σε χρόνο έτερο από αυτόν που ανέφερε ο Αιτητής κατά την συνέντευξη του. Επίσης, δεν βρέθηκαν πληροφορίες για τον Luzolo Bambi και την αμνηστία που ο τελευταίος απένειμε σε κρατούμενους της φυλακής Makala το 2010, επομένως ο ανωτέρω ισχυρισμός απορρίφθηκε τόσο ως εσωτερικά όσο και ως εξωτερικά αναξιόπιστος.

Αναφορικά με τον τέταρτο ουσιώδη ισχυρισμό των Αιτητών περί του ότι ο Αιτητής οργάνωσε το 2013 μια διαδήλωση κατά την οποία συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο και πως το 2017 απέδρασε από την φυλακή και μετέβη στην  Brazzaville, αυτός δεν έγινε αποδεκτός. Συγκεκριμένα, ως προς τον ισχυρισμό του περί της συμμετοχής και οργάνωσης της διαδήλωσης στις 02/12/2013, κρίθηκε πως ο Αιτητής δεν περιέγραψε με επάρκεια λεπτομερειών πως οργάνωσε την διαδήλωση, τον ρόλο του στην διαδήλωση αλλά και δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει πως όλοι γνώριζαν ότι ο ίδιος οργάνωσε την ανωτέρω διαδήλωση, αποκρινόμενος αόριστα πως η αστυνομία τον γνωρίζει από το 2006 και πως όλοι οι αστυνομικοί στην Κινσάσα τον γνωρίζουν. Περαιτέρω, ούτε κατάφερε να περιγράψει με επαρκή τρόπο την σύλληψη του από την αστυνομία κατά την διάρκεια της διαδήλωσης αλλά και τι επακολούθησε της σύλληψης, καθώς και να επεξηγήσει τον λόγο για τον οποίο παραπέμφθηκε σε στρατιωτικό δικαστήριο, ενώ υπήρξε αντιφατικός ως προς τον χρόνο κατά τον οποίο αφέθηκε ελεύθερος την πρώτη φορά. Εξίσου αόριστες κρίθηκαν οι περιγραφές του όταν κλήθηκε να αναφερθεί στον τρόπο υπό τον οποίο απέδρασε από την φυλακή Makala το 2017 ενώ έλλειψη πειστικότητας και αοριστία παρουσιάζουν οι δηλώσεις του περί του ότι οι άνδρες του Μwanda Nsemi κρατούσαν μαγικά ρόπαλα κατά την επίθεση τους στην φυλακή τα οποία μετατρέπονταν σε όπλα και πως ο Μwanda Nsemi είναι ένας μυστηριώδης άνδρας που ασκεί μαγεία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού, ο/η αρμόδια λειτουργός αξιολόγησε το αντίγραφο του εντάλματος σύλληψης που ο Αιτητής προσκόμισε προς υποστήριξη των ισχυρισμών του, του οποίο το περιεχόμενο ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ακρίβεια αλλά και ούτε ήταν σε θέση να διευκρινίσει πως αυτό περιήλθε στην κατοχή του δικηγόρου του αλλά και επεξηγήσει με πειστικότητα για ποιο λόγο δεν είναι ευκρινείς οι σφραγίδες και οι υπογραφές στο ανωτέρω έγγραφο. Επίσης παρέθεσε πληροφορίες από διεθνείς πηγές πληροφόρησης σύμφωνα με τις οποίες επιβεβαιώνεται πως τον Μάιο του 2017 η φυλακή Makala δέχθηκε επίθεση κατά την οποία περισσότεροι από 4000 κρατούμενοι διέφυγαν, εντούτοις ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ένεκα του ότι δεν στοιχειοθετήθηκε από τους Αιτητές η εσωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού.

Αναφορικά με τον πέμπτο ουσιώδη ισχυρισμό των Αιτητών περί του ότι η Αιτήτρια υπέστη βιασμό το 2017 από τις δυνάμεις ασφαλείας του Kabila, αυτός ομοίως απορρίφθηκε. Ειδικότερα, ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός σχετικά με το εάν η σύζυγός του υπέστη βιασμό ή απόπειρα βιασμού, ενώ παρατηρήθηκε αδυναμία του Αιτητή να τεκμηριώσει την ανωτέρω αντίφαση στους ισχυρισμούς του όταν αυτή επισημάνθηκε στον Αιτητή με τον τελευταίο να επαναλαμβάνει συνεχώς την ίδια πρόταση. Επίσης, δεν μπορούσε να παραθέσει συγκεκριμένες πληροφορίες περί της ταυτότητας των ανδρών που μπήκαν στο σπίτι τους εικάζοντας ότι είναι δυνάμεις ασφαλείας του Kabila ενώ βρέθηκαν αντιφάσεις  στις δηλώσεις του σχετικά με τον αν οι άνδρες αυτοί ενόχλησαν ξανά την σύζυγό του στο σπίτι τους μετά το περιστατικό αποκρινόμενος θετικά ενώ η ίδια ως δήλωσε είχε καταφύγει στην εκκλησία για προστασία και δεν έμενε πλέον στην οικία τους. Ομοίως, τόσο ο Αιτητής όσο και η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τον αριθμό των στρατιωτών που εισέβαλαν στο σπίτι τους αλλά και υπήρξαν μεταξύ τους αποκλίσεις και αντιφάσεις σχετικά με το χρόνο κατά το οποίο έλαβε χώρα το περιστατικό στο σπίτι τους και ο βιασμός της Αιτήτριας, με την Αιτήτρια να αναφέρει ότι αυτό έγινε το 2013 και τον Αιτητή πως αυτό συνέβη μετά την διαφυγή του από την φυλακή το 2017 και την Αιτήτρια να επεξηγεί πως η ανωτέρω αντίφαση οφείλεται στο ότι από το 2006 αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και το μυαλό της έχει ταραχθεί. Επίσης, κρίθηκε από τον αρμόδιο λειτουργό πως η Αιτήτρια δεν μπορούσε να παραθέσει πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό στο σπίτι τους, εντούτοις ήταν συνοπτική στις περιγραφές της, αλλά και κρίθηκε πως δεν κατάφερε να διασαφηνίσει  για ποιο λόγο συνδέει την ανωτέρω επίθεση με τον σύζυγό της. Παρατέθηκαν από τον/την αρμόδια λειτουργό πληροφορίες από διεθνείς πηγές πληροφόρησης σχετικά την σεξουαλική βία στην χώρα καταγωγής των Αιτητών, ενόψει όμως της γενικότητας και ασυνέπειας που παρουσιάζουν οι δηλώσεις των Αιτητών στο σύνολο τους, ο ανωτέρω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο/η αρμόδια λειτουργός έκρινε πως, βάσει των αποδεκτών ατομικών τους περιστάσεων και σε συνάρτηση αυτών με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή συνήθους τους διαμονής στην χώρα καταγωγής τους, την Κινσάσα, οι οποίες καταγράφουν την μη ύπαρξη/παρουσία μη κρατικών ένοπλων ομάδων  εκεί, δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να θεωρείται πως οι Αιτητές σε περίπτωση επιστροφής τους εκεί θα μπορούσαν να υποβληθούν σε μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Εν συνεχεία, ο/η αρμόδια λειτουργός κατά την νομική ανάλυση κατέληξε πως βάσει των αιτιάσεων των Αιτητών, του ατομικού τους προφίλ και της αξιολόγησης του κινδύνου δεν τεκμηριώνεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης των Αιτητών σε περίπτωση επιστροφής τους στην χώρα καταγωγής τους για κάποιον από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτών δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) (β) και (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία, οι Αιτητές προσκόμισαν ένα ένταλμα αναζήτησης/σύλληψης του Αιτητή (Τεκμήριο Α) ημερομηνίας 25/07/2023. Κληθείς να αποκριθεί εάν το συγκεκριμένο έγγραφο είναι το ίδιο που προσκόμισε κατά την συνέντευξη του ημερομηνίας 16.07.2017 δήλωσε πως αυτό είναι το δεύτερο ένταλμα που του το έστειλε ο δικηγόρος του για να το παρουσιάσει ως αποδεικτικό στοιχείο. Ερωτηθείς περαιτέρω πως κατάφερε να εγκαταλείψει νόμιμα την χώρα καταγωγής του ενώ εκκρεμούσε σε βάρος του ένταλμα σύλληψης δήλωσε πως ταξίδεψε μεταμφιεσμένος σε Μουσουλμάνο για να ξεγελάσει τις αρχές και πως στην χώρα καταγωγής του εάν δωροδοκήσεις μπορείς να ταξιδέψεις και να μπεις σε αεροπλάνο. Kληθείς δε, από το δικαστήριο, να σχολιάσει εάν τα έγγραφα που προσκόμισε είναι πλαστά καθόσον ο ίδιος δήλωσε ότι η χώρα του είναι διεφθαρμένη και πως όποιος πληρώσει παίρνει αυτό που θέλει, ο Αιτητής αποκρίθηκε πως τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζει ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αληθινά. Αναφορικά με το κόμμα στο οποίο ανήκει δήλωσε ότι άνηκε στη νεολαία που υποστήριζε το κόμμα ECIDE και ο εκπρόσωπος του κόμματος σήμερα είναι ο Martin Fayulu. Κληθείς να σχολιάσει το ότι σήμερα στην χώρα καταγωγής του η πολιτική κατάσταση έχει αλλάξει και άνθρωποι που δεν κατέβαιναν στις εκλογές σήμερα κατεβαίνουν, ο Αιτητής δήλωσε πως ο ίδιος θα πρέπει αν επιστρέψει να συνεχίσει την ποινή του καθώς το σύνταγμα εξακολουθεί και ισχύει στην χώρα ακόμα και αν έχει αλλάξει ο πρόεδρος. Επανέλαβε πως συνελήφθη στην διαδήλωση με άλλα τρία άτομα και καταδικάστηκαν σε θάνατο επειδή θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τον θάνατο των τεσσάρων ατόμων που απεβίωσαν κατά την διάρκεια της διαδήλωσης. Τέλος, υποστήριξε πως δεν θα εγκατέλειπε την χώρα καταγωγής του αφήνοντας πίσω 4 παιδιά για ψεύτικους λόγους και πως η σύζυγός του είναι έγκυος και πάσχει από διαβήτη.

Κατάληξη

Εν προκειμένω, σημειώνεται ότι η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, εισηγήθηκε μέσω του Γραπτού της Σημειώματος ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο περί Νομικής Αρωγής Νόμος για την παραχώρηση του ευεργετήματος της νομικής αρωγής στους Αιτητές.

Έχω μελετήσει προσεκτικά το Γραπτό Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα,  τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τη συνέντευξη του Αιτητή και της Αιτήτριας ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού, την εισηγητική έκθεση του λειτουργού, την απόφαση του Προϊσταμένου και γενικά το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου.

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαπιστώνω ότι, εκ πρώτης όψεως οι Αιτητές πράγματι δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς τους, και κρίνεται ως ορθή η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου περί μη στοιχειοθετηθείσας εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας αυτών.  Οι ισχυρισμοί τους, ως διαφαίνεται και από έκθεση-εισήγηση που ετοίμασε ο/η αρμόδια λειτουργός, ορθώς εκ πρώτης όψεως αυτοί σχηματίσθηκαν και αποτυπώθηκαν, αλλά και έτυχαν ενδελεχούς αξιολόγησης από την Υπηρεσία Ασύλου, με βάση τους δείκτες αξιοπιστίας[1]  ενώ ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ως άνω ισχυρισμών, λήφθηκαν υπόψη αξιόπιστες  και επικαιροποιημένες πηγές πληροφόρησης.  Περαιτέρω, διακρίνω από το πρακτικό της συνέντευξης, πως εκ πρώτης όψεως τέθηκαν από τον/την αρμόδια λειτουργό πλείστες ερωτήσεις (ανοικτού/κλειστού τύπου αλλά και διευκρινιστικές αυτών) προκειμένου να αναπτύξουν οι Αιτητές τον πυρήνα του αιτήματος τους για διεθνή προστασία αλλά και να διασαφηνίσουν οι Αιτητές τυχόν παραλείψεις, ασάφειες και αντιφάσεις στις δηλώσεις τους. Περαιτέρω, διαπιστώνω πως ορθώς εκ πρώτης όψεως αξιολογήθηκαν και διερευνήθηκαν τα έγγραφα που προσκόμισαν οι Αιτητές προς επίρρωση των ισχυρισμών τους, ενώ δόθηκε ως παρατηρώ από το πρακτικό της συνέντευξης η δυνατότητα στον Αιτητή να περιγράψει και να υποστηρίξει τα ως άνω έγγραφα (ένταλμα σύλληψης).

 

Ειδικότερα, αναφορικά με τον ισχυρισμό τους περί του ότι ο Αιτητής ήταν μέλος και πρόεδρος του συλλόγου/ομάδας νέων Humbu διαπιστώνω πως ορθά εκ πρώτης όψεως κρίθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου πως ο Αιτητής αποκρίθηκε με γενικόλογο και μη συνεκτικό τρόπο σε ερωτήσεις που αφορούσαν την ανωτέρω ομάδα/σύλλογο (σκοπό, δράση της ομάδας) αλλά και τον δικό του ρόλο και συμβολή σε αυτήν (καθήκοντα, δραστηριότητες). Ομοίως, ούτε η Αιτήτρια ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με επάρκεια πληροφοριών την εμπλοκή του Αιτητή στην ανωτέρω ομάδα/σύλλογο ενώ θα αναμένονταν να παραθέσει μερικές βασικές πληροφορίες για την ανωτέρω ομάδα/σύλλογο και τις δραστηριότητες του συζύγου της σε αυτήν αφ’ης στιγμής ο Αιτητής ήταν μέλος αυτής από το 1997 και εξαιτίας αυτής ο σύζυγός της αντιμετώπισε φυλάκιση και δίωξη ως ισχυρίστηκαν, ενώ παρατηρούνται αντιφάσεις στις δηλώσεις των Αιτητών σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο Αιτητής αναδείχθηκε πρόεδρος της ανωτέρω ομάδας νέων αλλά και του ιδρυτή αυτής. Επίσης, κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία ο Αιτητής ανέφερε για πρώτη φορά ότι η νεολαία στην οποία άνηκε υποστήριζε το κόμμα ECIDE, στοιχείο το οποίο δεν ανέφερε κατά την συνέντευξη του ως φαίνεται ενώ του δόθηκε η δυνατότητα να το πράξει όταν κλήθηκε σε πολλά σημεία από τον αρμόδιο λειτουργό να αναφερθεί στην ανωτέρω ομάδα. Περαιτέρω, παρατηρώ πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο οργάνωσε την διαδήλωση τον Αύγουστο του 2006 στην οποία ως δήλωσε συμμετείχαν εκατομμύρια άνθρωποι  και ομάδες, να συγκεκριμενοποιήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες συνελήφθη ο ίδιος και άλλα τρία μέλη της ομάδας του αλλά και να τεκμηριώσει πως οι αρχές γνώριζαν ότι ο ίδιος ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου και οργανωτής της διαδήλωσης, ενώ παρατηρείται εκ πρώτης όψεως αοριστία και έλλειψη πειστικότητας στον τρόπο υπό τον οποίο ως δήλωσε αφέθηκε ελεύθερος.  Επίσης, διακρίνω εκ πρώτης όψεως αοριστία στις περιγραφές της Αιτήτριας αναφορικά με την συμμετοχή του συζύγου της στις διαδηλώσεις του 2006 και 2013, με την Αιτήτρια να μην γνωρίζει για ποιο λόγο διοργανώθηκαν οι ανωτέρω διαδηλώσεις οι οποίες οδήγησαν στην σύλληψη του συζύγου της και απλά να πιθανολογεί. Εν συνεχεία, ορθά κρίνω εκ πρώτης όψεως και τα συμπεράσματα της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αξιολόγηση του τέταρτου ισχυρισμού του Αιτητών, και ενδεικτικά παρατηρώ εκ πρώτης όψεως αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει τις συνθήκες σύλληψης του κατά την διαδήλωση του 2013, να τεκμηριώσει τον λόγο της σύλληψης του αλλά και την καταδίκη του ιδίου και άλλων 9 ατόμων από την ομάδα του σε θάνατο εξαιτίας της συμμετοχής και οργάνωσης της εν λόγω διαδήλωσης και την μεταφορά τους εν συνεχεία στην φυλακή Makala. Εξίσου εκ πρώτης όψεως αόριστες φαίνονται οι δηλώσεις του σχετικά με τον τρόπο υπό τον οποίο δραπέτευσε από την φυλακή Makala αλλά και έλλειψη ευλογοφάνειας παρουσιάζουν οι δηλώσεις των Αιτητών περί του ότι οι υποστηρικτές του Nsemi επιτέθηκαν στην φυλακή ασκώντας παραδοσιακή μαγεία. Καταληκτικά, ως προς τον ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι η ίδια υπέστη σεξουαλική κακοποίηση από στρατιώτες του Kabila που εισήλθαν και λεηλάτησαν την οικία τους, ορθώς εντοπίστηκαν από την Υπηρεσία ασύλου ουσιώδεις αντιφάσεις στις δηλώσεις των Αιτητών σχετικά με τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο το ανωτέρω περιστατικό έλαβε χώρα με τον Αιτητή να τοποθετεί το γεγονός το 2017 και να το συνδέει με την απόδραση του από την φυλακή το 2017 και την Αιτήτρια να αναφέρει πως το περιστατικό αυτό έλαβε χώρα το 2013 πιθανολογώντας ότι η επίθεση συνδέεται με τα πολιτικά προβλήματα του συζύγου της, ενώ οι Αιτητές δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσουν την εν λόγω απόκλιση στα λεγόμενα τους. Επίσης, ορθά εκ πρώτης όψεως κρίθηκε πως εκλείπει στο στοιχείο της βιωματικότητας από τις περιγραφές της Αιτήτριας αναφορικά με την επίθεση και τον βιασμό που ως ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 

Επιπροσθέτως, και κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία ο Αιτητής ήταν αόριστος και γενικόλογος ως προς τον τρόπο με τον οποίο εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του μεταμφιεζόμενος σε Μουσουλμάνο ενώ εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ενώ δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει για ποιο λόγο ο ίδιος κινδυνεύει αφ’ης στιγμής η πολιτική κατάσταση στην χώρα καταγωγής του έχει αλλάξει εδώ και πολλά έτη και πολλοί κρατούμενοι επί της ηγεσίας του Καμπίλα έχουν πλέον με τη νέα κυβέρνηση απελευθερωθεί. Ούτε ήταν σε θέση να θεμελιώσει ο Αιτητής τον ισχυρισμό του περί του ότι καταδικάστηκε σε θάνατο επειδή συμμετείχε σε διαδήλωση αλλά και να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό του σχετικά με το ότι το έγγραφο που προσκόμισε είναι αυθεντικό.  Ούτε και το έγγραφο(αντίγραφο εντάλματος έρευνας/σύλληψης) το οποίο προσκόμισε φαίνεται εκ πρώτης όψεως να δρα ενισχυτικά του ισχυρισμού του Αιτητή περί του ότι αναζητείται από τις αρχές της χώρας καταγωγής του, το περιεχόμενο του οποίου δεν φαίνεται να συμφωνεί  εκ πρώτης όψεως με όσα υποστήριξε ο Αιτητής κατά τα προηγούμενα στάδια της αίτησης του, καθώς αναφέρεται ότι ο Αιτητής είναι υποστηρικτής του Fayulu Madidi Martin, στοιχείο που για πρώτη φορά προβάλλεται, αλλά και ότι συμμετείχε σε μια μη εγκεκριμένη πορεία στις 20/05/2022 στην πόλη Κινσάσα, ενώ ο Αιτητής εγκατέλειψε με την σύζυγό του την χώρα το 2021. 

 

Δεν παραβλέπεται βέβαια η απόκλιση ως εντοπίστηκε από τους Καθ’ων η αίτηση μεταξύ των λεγομένων του Αιτητή κατά την συνέντευξη του σε σχέση με τα όσα ο Αιτητής ανέφερε κατά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία όταν κλήθηκε να αναφερθεί στους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, αλλά και η αδυναμία του Αιτητή που εκ πρώτης όψεως παρατηρείται να τεκμηριώσει την ως άνω ανακολουθία.

 

 Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή των Αιτητών σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς εκ πρώτης όψεως και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη,  αλλά και ειδικότερα ως προς την πλήρωση του εδαφίου 2 (γ) του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ορθώς η Υπηρεσία ασύλου έκρινε βάσει διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης πως δεν επικρατεί στην περιοχή καταγωγής των Αιτητών διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη.

Όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα της συνέντευξης του Αιτητή, ο λειτουργός έλαβε υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής  να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Από το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων και κατά την εκ πρώτης όψεως εκτίμηση τους, διαπιστώνω πως ο αρμόδιος λειτουργός κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής του Αιτητή ορθώς εντόπισε και εξέτασε όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή, στο μέτρο που αυτοί θα ήταν κρίσιμοι για την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και προέβη εν συνεχεία, σε ορθή εκ πρώτης όψεως αξιολόγηση αυτών. Ειδικότερα, ο αρμόδιος λειτουργός φαίνεται εκ πρώτης όψεως να κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή, οι οποίοι για τους λόγους που αναλύθηκαν στην Εισηγητική Έκθεση και καταγράφηκαν και ανωτέρω, απορρίφθηκαν ως εσωτερικά αναξιόπιστοι. Πέραν των όσων αναλυτικά εκτίθενται στην Εισηγητική Έκθεση, η οποία αποτέλεσε την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ούτε ως προς τον φόβο του σε περίπτωση επιστροφής του.

Ούτε διακρίνω πλημμέλειες στην ανάλυση του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης του Αιτητή στον οποίον ενδέχεται να εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του. Τουναντίον, διαπιστώνω πως ο λειτουργός EUAA κατά το στάδιο της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου δίωξης ή σοβαρής βλάβης εξέτασε επαρκώς τα ουσιώδη εκείνα αποδεκτά στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, από τα οποία ενδεχομένως ο Αιτητής να κινδύνευε κατά την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και σε συνάρτηση με επικαιροποιημένες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, το περιεχόμενο των οποίων έχω μελετήσει, ορθώς κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν συντρέχει. Ομοίως, προέβη σε ορθή εκ πρώτης όψεως κατάληξη επί της μη υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναλύοντας εκτενώς και σε συνάρτηση με πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης το ενδεχόμενο υπαγωγής αυτού  στις πρόνοιες του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ο Αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει ότι έχει πραγματικές πιθανότητες να εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ του και χωρίς να αποφασίζεται οριστικά το αποτέλεσμα της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρίσει ο Αιτητής (Αποφάσεις στην Αίτηση Νομικής Αρωγής  Αρ. 1/2009, Tamaga Durja Man v. Δημοκρατίας, ημερ.  15/7/2009, και στη  Αίτηση  Νομικής Αρωγής  Αρ. 10/12, Nacira Baghour και Maged Ahmad Odeh, ημερ. 28/3/2012).Ως εκ τούτου, κρίνω ότι δεν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής που έχει καταχωρίσει ο Αιτητής, καθώς δεν προκύπτουν διαδικαστικά θέματα και σημεία που δεν διερευνήθηκαν δεόντως, ο δε λειτουργός εξέτασε δεόντως τους ισχυρισμούς αυτού και της οικογένειάς του τόσο κατά τη διάρκεια διεξαγωγής της συνέντευξης όσο και κατά την εισήγηση. Εξετάζοντας την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων.

Από τα παραπάνω φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι δεν υφίσταται δικαιολογημένος φόβος δίωξης κατά την έννοια των διατάξεων της Σύμβασης της Γενεύης όσο και των διατάξεων του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000) για κάποιο από τους περιοριστικά αναγραφόμενους στη Σύμβαση της Γενεύης λόγους για χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος. Ούτε περαιτέρω φαίνεται να τεκμηριώνονται τέτοιοι ισχυρισμοί, οι οποίοι να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω - στο βαθμό που απαιτείται στην παρούσα, η οποία δεν απαιτεί εις βάθος εξέταση της ουσίας της αιτήσεως διεθνούς προστασίας - ότι το αίτημα του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς και ερευνήθηκε δεόντως από την Υπηρεσία Ασύλου.  Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί καταλήγω ότι, βάσει των προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, και λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου στοιχείων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή εναντίον της επίδικης απόφασης έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας. Με δεδομένο τούτο παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας του Αιτητή να ανταπεξέλθει στα έξοδα της προσφυγής που προτίθεται να καταχωρήσει. 

Ο Αιτητής διατηρεί βεβαίως κάθε δικαίωμα του να καταχωρήσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, με δικά του έξοδα, παρά την απόρριψη της παρούσας καθότι το αποτέλεσμα της παρούσας ουδόλως προδικάζει την έκβαση πιθανής  προσφυγής που ήθελε καταχωρήσει.

Με δεδομένη τη μη ικανοποίηση αυτής της απαραίτητης εκ του Νόμου προϋπόθεσης, η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Τα έξοδα των μεταφραστών να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



[1] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system, σ. 120-134.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο