ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 1328/2023

 

9 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Θεόδωρος Αχιλλέως, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Σώτια Πιτσιλλίδου για Σταυρούλλα Σταύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 17/3/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο  αιτητής είναι υπήκοος της Ινδίας και αφίχθηκε παράτυπα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Ο αιτητής συμπλήρωσε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 20/5/2022 και στις 23/5/2022 παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 4/3/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Ακολούθως, στις 15/3/2023 αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός  που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 17/3/2023.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε την 1/4/2023 επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή, που του επιδόθηκε δια χειρός στις 6/4/2023. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της  προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο αιτητής δια του συνηγόρου του, προβάλλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι οποίοι δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αγόρευσε προφορικά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων και υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς και υποστηρίζοντας πως ο λόγος για τον οποίο ο αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής φύσεως, στοιχείο που δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000. Επιπρόσθετα, αναφέρει πως η χώρα καταγωγής του αιτητή συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες με βάση την ΚΔΠ 166/2023.  Η κυρία Πιτσιλλίδου ισχυρίζεται πως οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή παρατίθενται με γενικό και αόριστο τρόπο.

 

Εξετάζοντας το όσα προέβαλαν οι συνήγοροι του αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση, διαπιστώνω πως ο συνήγορος του αιτητή διατυπώνει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς να επιχειρηματολογεί για να τους στοιχειοθετήσει. Από τη Γραπτή του Αγόρευση, δεν εντοπίζω τεκμηριωμένους νομικούς λόγους ακύρωσης, αλλά διαφαίνεται πως παραθέτει γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση και αιτιολόγηση.

 

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, προβλέπει ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«7. Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Στην απόφαση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 ΑΑΔ 598, καθορίστηκε πως οι αγορεύσεις συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα και/ή υπό συζήτηση θέματα και αναφέρθηκαν τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(1)0 εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 αμβλύνει μεν το στοιχείο της αντιπαράθεσης που ενυπάρχει στους δικονομικούς θεσμούς (προσαρμοσμένους στην πολιτική δίκη), δεν καταργεί όμως τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα (που προσδιορίζονται στην αίτηση) που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει.».

 

Στην απόφαση Σπύρου και άλλων ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Δ) ΑΑΔ, 2549, αναφέρθηκαν τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1 του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή το Νόμο, και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγομένου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερση του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις.»

 

Πρόσθετα, στην απόφαση της υπόθεσης του Ανώτατου Δικαστηρίου Ανθούση ν. Δημοκρατίας, (1995) 4(Γ) ΑΑΔ 1709, αναφέρθηκε πως οι γενικοί και αόριστοι προβαλλόμενοι στις αγορεύσεις ισχυρισμοί, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο και συγκεκριμένα αποφασίστηκε ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να λεχθεί ότι εγείρεται με πολλή γενικότητα και αοριστία π.χ. παράβαση νόμου ή κακή εφαρμογή του νόμου. Όμως αυτό δεν αρκεί. Αν η εισήγηση γινόταν δεκτή θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος. Με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. Η συγκεκριμενοποίηση όμως σε λογικά όρια κρίνεται απαραίτητη. Ο προτεινόμενος λόγος δεν καλύπτεται. Και εφόσον δεν λήφθηκαν τα απαραίτητα διαβήματα δεν επιτρέπεται να συζητηθεί.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3Α.Α.Δ. 598, λέχθηκε πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο (βλ. Ζωμενή-Παντελίδου ν. ΑΗΚ, Υττόθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.7.2007). Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709)».

 

Όπως προκύπτει, από την ανωτέρω νομολογία, όλοι οι νομικοί ισχυρισμοί θα πρέπει να αναπτύσσονται και να αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα από τον αιτητή, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια καθιστά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης (βλ. Ζίζιρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 361). Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ουδείς από τους λόγους ακυρώσεως που προωθούνται στη Γραπτή Αγόρευση του αιτητή δεν προβάλλεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, αλλά ούτε και σύμφωνα με τα όσα η νομολογία έχει καθορίσει.

 

Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οποιοδήποτε από τους προβαλλόμενους αόριστα νομικούς ισχυρισμούς θα συνεπαγόταν την καταστρατήγηση των δικονομικών διατάξεων και τη σημασία που έχουν στον καθορισμό επίδικων θεμάτων.  Στη βάση της εγγενούς αυτής αδυναμίας στον προσδιορισμό των νομικών ισχυρισμών στην αίτηση ακυρώσεως και εξειδίκευσής τους στην Γραπτή του Αγόρευση, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να εξεταστούν περαιτέρω και απορρίπτονται εφόσον, τα εγειρόμενα ζητήματα, μη καλυπτόμενα από τα νομικά σημεία της προσφυγής, δεν θα πρέπει να εξεταστούν.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ενόψει των ανωτέρω, προχωρώ να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να κρίνω εάν ορθά το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Προς επίτευξη τούτου, είναι χρήσιμο να αναφερθούν όλοι οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο ακολούθησε την ορθή διαδικασία για να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί και να υποστηρίξει την οικογένειά του, η οποία βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση.  Αναφορικά με τις συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του στην Ινδία, ο αιτητής ανέφερε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του θα αντιμετωπίσουν οικονομικής φύσεως προβλήματα, καθότι έχουν συνάψει δάνειο το οποίο οφείλουν να αποπληρώσουν. Ο αιτητής δήλωσε επίσης πως δεν είναι μέλος οποιουδήποτε πολιτικού, θρησκευτικού, στρατιωτικού, εθνικού ή κοινωνικού οργανισμού ή ομάδας στη χώρα του. Τέλος, ο αιτητής δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του και δήλωσε πως ουδέποτε έχει κρατηθεί ή συλληφθεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του κατέγραψε πως παρά τη γενική αξιοπιστία του αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, οι λόγοι που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής φύσεως και επομένως δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβη ακολούθως σε έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή και συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του, το χωριό Chhattar της πολιτείας Haryana, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και επομένως κατέληξε πως δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στον αιτητή. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν επικαλέστηκε  στη συνέντευξή του κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ο αιτητής αναφέρθηκε μόνο στην επιθυμία του να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένειά του και το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε σε περίπτωση επιστροφής του είναι τα οικονομικής φύσεως προβλήματα που θα αντιμετωπίσει, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000).

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Οι οικονομικοί λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει ή να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα  Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και δεόντως αιτιολογημένη. 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο