ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1406/23

16 Φεβρουαρίου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F.N.O.

Αιτητού,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

M Παπαλοΐζου (κ.) για τον Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 24.4.2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του τελευταίου για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος). Αιτείται εξάλλου την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας σε σχέση με τον ίδιο.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία. Εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία και περί τις 26.4.2022, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 23.4.2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητού. Ακολούθως, ο λειτουργός υπέβαλε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητού. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 24.4.2023. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 2.5.2023, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, ο Αιτητής επικαλείται διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την διοικητική εξέταση της αίτησης του. Υποστηρίζει εξάλλου ότι δεν αναγνωρίστηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στο πρόσωπό του ούτε κλήθηκε εκ νέου προκειμένου να παρέχει πληροφορίες αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό δίωξή του. Ως προς τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι ισχυρισμοί του δεν εξετάστηκαν και δεν αξιολογήθηκαν δεόντως. Επισημαίνει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας του φόβου δίωξής του από την κοινότητα του χωριού Ugu Odida, λόγω της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του, όταν ο τελευταίος απεβίωσε, ως chief priest (σε ελεύθερη μετάφραση: αρχηγός ιερέας). Υποστηρίζει εξάλλου αναφερόμενος στα γεγονότα που συνθέτουν τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ότι αυτός παρέθεσε με επαρκή λεπτομέρεια την εμπλοκή του πατέρα του στην εν λόγω τοπική οργάνωση, καθώς και το γεγονός ότι δέχτηκε, εξαιτίας της άρνησής του να διαδεχθεί τον πατέρα του, δύο φορές επίθεση από τα μέλη της κοινότητας, τον Ιανουάριου του 2018 και το Φεβρουάριου του 2021 και εξαιτίας αυτών παρέμεινε στο νοσοκομείο. Ως προς το ενδεχόμενο μετεγκατάστασής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα εντοπιστεί από τους κατ’ ισχυρισμό φορείς δίωξής του. Επιπλέον, ως προς το ενδεχόμενο προσφυγής στις αρχές της χώρας του, ο Αιτητής δηλώνει ότι αυτή δεν εμπλέκεται, θεωρώντας ότι πρόκειται περί παραδοσιακών ζητημάτων. Ως προς τις συνέπειες της ενδεχόμενης επιστροφής του, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η κοινότητα δε θα θέλει να το δει ξανά και πιθανώς να το θυσιάσουν. Είναι η θέση του Αιτητή εξάλλου ότι δεν υποβλήθηκαν επαρκή ερωτήματα σε αυτόν προκειμένου να διαγνωστεί ο κίνδυνος που αυτός διατρέχει ή προκειμένου να του δοθεί η δυνατότητα να προσκομίσει περαιτέρω μαρτυρία αναφορικά με τους ισχυρισμούς του. Τέλος υποστηρίζει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε μια επιφανειακή αξιολόγηση των περιστάσεων του Αιτητή, χωρίς να λάβουν υπόψη ότι δεν είναι δυνατό ο Αιτητής να ανακαλεί όλα τα περιστατικά του παρελθόντος. Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής περιόρισε το αίτημά του σε υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι οι εγειρόμενοι λόγοι προσφυγής δεν προβάλλονται σύμφωνα με τις επιταγές του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Ακολούθως, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους προσφυγής, υποστηρίζουν ότι η επίδικη απόφαση αποτελεί προϊόν δέουσας έρευνας και υποβάλλουν ότι δόθηκε η ευκαιρία στον Aιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους για τους οποίους αιτείται διεθνούς προστασίας. Επισημαίνουν ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Ως προς τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του επισημαίνουν αναφορικά με τον πρώτου ουσιώδη ισχυρισμό του, ήτοι τα προσωπικά του στοιχεία, ότι αυτός κατάγεται από τη Νιγηρία έχοντας ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του το Lagos , είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευση, ικανός προς εργασία και ουδέποτε συνελήφθη από τις αρχές της χώρας του. Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του, ο οποίος απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος, οι Καθ’ ων η αιτηση παραπέμποντας στην εισηγητική έκθεση υπέδειξαν τα σημαντικότερα σημεία που καταδεικνύουν την αναξιοπιστία του Αιτητή. Ειδικότερα, επεσήμαναν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τη λατρεία το πατέρα του και τη θέση που αυτός κατείχε δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς. Ως μη ευλογοφανή αξιολόγησαν τη δήλωση ότι ο πατέρας του με το θάνατό του δεν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο αλλά στο «ιερό»  επί τρεις ημέρες ως παραδοσιακός ιερέας. Μη αρκούντως λεπτομερείς χαρακτηρίστηκαν και οι αναφορές του Αιτητής σχετικά με την κηδεία το πατέρα του. Εξάλλου, μη ευλογοφανής κρίθηκε η αντίδραση των μελών της θρησκευτικής ομάδας όταν ο Αιτητή αρνήθηκε να ενταχθεί σε αυτήν. Οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν επίσης την αντίθεση των εξωτερικών πηγών με τις αναφορές του Αιτητή (οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι σε περίπτωση που ο πρώτος υποψήφιος αρνηθεί τη θέση του αρχηγού, η ομάδα βρίσκει αντικαταστάτη). Η απάντηση του Αιτητή ως προς το ενδεχόμενο μετεγκατάστασής το κρίθηκε επίσης γενικόλογη ομοίως και η αιτιολογία της μη  προσφυγής του στις αρχές της χώρας του. Ως σημαντική επεσήμαναν και τη χρονική αντίφαση ως προς το χρόνο που υποδεικνύει ότι έλαβαν χώρα τα περιστατικά επίθεσης εναντίον του και επιπλέον ως προς το χρόνο που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής παρέμεινε στη χώρα του μετά την κατ’ ισχυρισμό επίθεση εναντίον του το Φεβρουάριο του 2021 περί το ένα έτος. Επιπλέον η εξωτερική αξιοπιστία των λεγομένων του Αιτητή ως προς την κηδεία του αρχηγού και τη διαδοχή του δεν βρίσκουν έρεισμα στις σχετικές εξωτερικές πηγές. Με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς του Αιτητή και κατόπιν εξέτασης της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του κρίθηκε ορθώς κατά τους Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Ο ισχυρισμός περί πλημμελειών στην διαδικασία υποστηρίζουν ότι είναι αβάσιμος και ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας. Επανάληψη δε της συνέντευξης προηγείται της απόφαση μόνο εφόσον τούτο θεωρηθεί σκόπιμο από τον Προϊστάμενο. Τέλος, επισημαίνουν ότι η χώρα καταγωγής του, δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/23, συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας.

 

Το νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

 

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Προϊστάμενος» σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

 

8.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

 

9.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου αναγνωρίζεται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη.

10.          Ως προς τους εγειρόμενους λόγους προσφυγής είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των υπό εξέταση λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει τις περιστάσεις του εκάστοτε αιτούντος de novo και ex nunc. Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης και η εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης (προσόντα μεταφραστή, διάρκεια συνέντευξης κ.α.). Εν προκειμένω, ο Αιτητής εκπροσωπούμενος και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς του και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

11.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

12.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητού να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του και μάλιστα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητού ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68, Απόφαση του ΔΕΕ της 19ης Νοεμβρίου 2020, EZ κατά Bundesrepublik Deutschland, σκέψεις 51 έως 55).

 

13.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία δήλωσε ότι υπήρξε απόπειρα κατά της ζωής του στη χώρα του μετά το θάνατο του πατέρα του από κάποια κοινότητα ανθρώπων εξαιτίας της άρνησής του να διαδεχτεί  τον πατέρα του στη θέση του στο μαντείο.

 

14.           Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από τη Νιγηρία και ότι πριν εγκαταλείψει τη χώρα το και επί τρία έτη προηγουμένως διέμενε στο Lagos για εργασιακούς λόγους, ενώ γεννήθηκε το 1992 στη πόλη Bawop Boki της πολιτείας Cross River. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση στη χώρα του διαβιούν η μητέρα και τα επτά αδέλφια του. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2021. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ερωτηθείς ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αφορμή υπήρξε ένα περιστατικό που ακολούθησε το θάνατο του πατέρα του, ο οποίος ήταν «traditionalist», αρχηγός ιερέας, στο χωριό Ugu Odida. Σύμφωνα με την παράδοση όταν ο αρχηγός αποβιώσει τον διαδέχεται ο πρωτότοκος υιός του. Ως εκ τούτου, η κοινότητα ζήτησε από τον ίδιο να διαδεχτεί τον πατέρα του. Ο Αιτητής αρνήθηκε εξηγώντας τους ότι είναι χριστιανός και έπειτα αυτοί τον κτύπησαν και του ανέφεραν ότι θα επανέλθουν κατόπιν μίας εβδομάδας όταν θα οριστικοποιούσε την απόφασή του. Όταν επανήλθαν ο Αιτητής παρέμεινε σταθερός στη θέση του ότι δεν μπορεί να γίνει μέρος αυτής της παράδοσης και μετά έδωσαν εντολή σε νέα άτομα της κοινότητας να τον κτυπήσουν. Ο Αιτητής δεν μπορεί να ανακαλέσει τι έγινε στη συνέχεια καθώς ξύπνησε σε ένα νοσοκομείο. Εκεί συνάντησε ένα πάστορα με τη βοήθεια του οποία πήρε το διαβατήριό του και τον βοήθησε να ταξιδέψει στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Το διάστημα που βρισκόταν στο κέντρο υποδοχής Πουρνάρα, ο πάστορας επικοινώνησε μαζί του και του ανέφερε ότι οι άνθρωποι της κοινότητας δεν θέλουν να τον ξαναδούν ξανά. Ο Αιτητής επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του. Ακολούθως υποβλήθηκαν στο Αιτητή διερευνητικής φύσεως ερωτήματα αναφορικά με την παραδοσιακή αυτή κοινότητα και το μαντείο. Ερωτηθείς σχετικά, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι τα μέλη της κοινότητας αποπειράθηκαν να τον βλάψουν δύο φορές. Αφενός τον Ιανουάριο του 2018 (βλ. ερυθρά 14 και  13) και αφετέρου, το Φεβρουάριο του 2021 και ότι πέρα αυτών δεν του συνέβη οτιδήποτε άλλο (βλ. ερυθρό 13). Ερωτηθείς εάν αποπειράθηκε να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν θα μπορούσε να το πράξει καθώς από σεβασμό στο θάνατο του πατέρα του έπρεπε να παραμείνει επί τρεις μήνες τουλάχιστον εκεί. Θεωρεί δε ότι θα τον εντόπιζαν όπου και εάν πήγαινε. Εξέφρασε επίσης τη θέση ότι δε θα μπορούσε η αστυνομία να τον βοηθήσει καθώς θα το θεωρούσαν ως ένα ζήτημα της παράδοσης, το οποίο δεν τους αφορά. Ο Αιτήτής δήλωσε τέλος ότι από το Φεβρουάριο  του 2021 όπου έλαβε χώρα η τελευταία επίθεση, έφυγε από το νοσοκομείο και μετέβη απευθείας στο αεροδρόμιο.

 

15.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του, ο δε δεύτερος ως προς την κατ’ δίωξή του από μέλη της κοινότητας του χωρίου Ugu Odida, λόγω της άρνησής του να αντικαταστήσει τον πατέρα του ως chief priest όταν αυτός απεβίωσε.

 

16.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και πως, βρισκόταν σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές. Επιπλέον, κάποια εκ των προσωπικών του στοιχείων επιβεβαιώνονται και από το διαβατήριο που αυτός κατέθεσε.

 

17.          Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, περί δίωξής του από μέλη της κοινότητας Ugu Odida απορρίφθηκε. Ειδικότερα, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν γενικότητες, ασυνέπειες και σε κάποια σημεία έλλειψη ευλογοφάνειας στα λεγόμενα του Αιτητή. Οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν την έλλειψη γνώσης του Αιτητή ως προς την εν λόγω λατρεία, παρά το γεγονός ότι μέλη της οικογένειάς του, ο παππούς, ο πατέρας και ο θείος του, την ασπάζονταν και μάλιστα ο πατέρας του κατείχε εξέχουσα θέση. Επιπλέον, σημειώθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με την κηδεία του πατέρα του, η οποία παρουσιάζεται ως ένα σύνηθες γεγονός  και όχι ως θα αναμενόταν για την κηδεία αρχηγού κοινότητας. Μη ευλογοφανής χαρακτηρίστηκε η αδυναμία του να μετεγκατασταθεί σε άλλη πολιτεία. Δεν θεωρήθηκε εξάλλου ευλογοφανές ότι από το 2018 όταν έλαβε χώρα η πρώτη επίθεση εναντίον μέχρι και το Φεβρουάριο του 2021 που έλαβε χώρα η δεύτερη επίθεση δεν έλαβε εύλογα μέτρα για την προστασία του. Εξάλλου επισημαίνουν την ακόλουθη χρονική αντίφαση. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του όταν κτύπησαν το Φεβρουάριο του 2021  με τον ίδιο να μεταβαίνει μετά από το νοσοκομείο στο αεροδρόμιο, χωρίς μέχρι και την έξοδό του από τη χώρα να μεσολάβησε κάτι. Ωστόσο όπως προκύπτει από το διαβατήριό του αυτός εγκατέλειψε τη χώρα περί το ένα έτος αργότερα ήτοι το Μάρτιο του 2022, χωρίς να σημειωθεί κάποιο περιστατικό. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι δεν θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή. Ως προς την εξωτερική του αξιοπιστία, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέθεσαν πηγές από τις οποίες προκύπτει ότι τα πρόσωπα τα οποία αρνούνται τη διαδοχή στην αρχηγία δεν διώκονται και ότι αυτή η θέση ως θέση κύρους καταλαμβάνεται κατά κανόνα από άτομα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τα οποία κατέχουν σταθερή θέση εργασίας, κάτι που δεν ισχύει για τον Αιτητή. Δεδομένης της θέσης που κατείχε ο πατέρας του Αιτητή, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, και τον ενεργό ρόλο που αυτός αναμένεται να διαδραματίζει εντός της κοινότητας, σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές κοινότητα, οι αναφορές του Αιτητή περί περιορισμένων γνώσεων δεν δικαιολογούνται.

 

18.          Στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού  του Αιτητή, δεν διαπιστώθηκε βάσιμος φόβος δίωξής ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία.

 

19.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητού δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

20.          Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του, δεν προβάλει κανένα περαιτέρω ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του αλλά στηρίζεται και σχολιάζει το αίτημά του σε συνάρτηση με τα όσα διαμείφθηκαν κατά τη συνέντευξή του.

21.          Κατ΄εφαρμογή του άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο δυνάμει του οποίου το παρόν δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση των ενώπιον μου δεδομένων ως προς την αίτησή του Αιτητή για διεθνή προστασία.

22.          Υπό το φως των ενώπιoν μου δεδομένων, καταρχάς, συντάσσομαι με την αποδοχή από τους Καθ’ ων η αίτηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού για τους λόγους που καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

23.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, συντάσσομαι με τα ευρήματα αναξιοπιστίας που εντοπίστηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση και οδήγησαν στην απόρριψη του. Σχολιάζεται, ωστόσο, ότι η μερική άγνοια του Αιτητή ως προς κάποιες εκφάνσεις της εν λόγω λατρείας δικαιολογείται εν μέρει λόγω του γεγονός ότι ο ίδιος δεν εμπλέκεται ενεργά σε αυτήν. Εντούτοις, καθώς ο πατέρας του κατείχε θέση αρχηγού, θα αναμενόταν ευλόγως να έχει βαθύτερη γνώση. Εν πάση περιπτώσει το σημείο αυτό δεν είναι καταλυτικής φύσεως καθώς εντοπίζονται πολύ σημαντικότερα σημεία που θίγουν την εσωτερική του αξιοπιστία. Πέραν των όσων αναφέρουν οι Καθ’ ων η αίτηση, σημειώνεται ως σοβαρή χρονική αντίφαση το γεγονός  ότι ενώ ο Αιτητή τοποθετεί χρονικά τις επιθέσεις εναντίον του από την κοινότητα μετά το θάνατο του πατέρα του το 2021 (ερ. 19 του διοικητικού φακέλου), αφού αφορμή αυτών ήταν η άσκηση πίεσης στον Αιτητή για να τον διαδεχθεί, εντούτοις σε δύο σημεία της συνέντευξής του (ερ. 13 και 14 και σελ. 8 της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή), ο Αιτητής αναφέρει ότι η πρώτη επίθεση έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2018, δηλαδή περί τα τρία έτη πριν από το θάνατο του πατέρα του. Επιπλέον, μη ευλογοφανής είναι η αναφορά του Αιτητή ότι, όταν την πρώτη φορά που του έγινε πρόταση να διαδεχθεί τον πατέρα του στην αρχηγία , η άμεση αντίδραση των μελών  της κοινότητας ήταν να τον κτυπήσουν, με αυτούς να δηλώνουν στη συνέχεια ότι θα επιστρέψουν μετά από μια εβδομάδα για να έχουν την οριστική του απάντηση. Δεν είναι ωστόσο εύλογο με την πρώτη συζήτηση τα μέλη της κοινότητας να αντιδρούν κακοποιώντας σωματικά τον κατά τα άλλα μέλλοντα αρχηγό τους.  Μη εύλογη υπήρξε και απάντηση του Αιτητή όταν ρωτήθηκε γιατί δεν μετεγκαταστάθηκε σε άλλη περιοχή και αυτός αποκρίθηκε ότι έπρεπε να παραμείνει τουλάχιστον τρεις μήνες στο ίδιο τόπο για σεβασμό προς το θάνατο του πατέρα του. Ωστόσο ο ίδιος παρέμεινε στη χώρα για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα  μετά το θάνατο του πατέρα του, όπως προκύπτει και από το διαβατήριό του (βλ. ερυθρό 5 του διοικητικού φακέλου). Δεν είναι δε ξεκάθαρο από την αφήγηση του Αιτητή για πόσο χρονικό διάστημα παρέμεινε στο νοσοκομείο. Παρατηρώ, περαιτέρω, ότι μετά την δεύτερη επίθεση που δέχθηκε, ήτοι τον Φεβρουάριο του 2021, μέχρι και την αποχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του, τον Μάρτιο του 2022, δεν προκύπτει ότι τα μέλη της κοινότητας τον προσέγγισαν εκ νέου, ούτε συνέβη οιονδήποτε άλλο περιστατικό εναντίον του. Επιπλέον χρονικά κενά και ασάφειες στο αφήγημα του Αιτητή παρατηρούνται και σε άλλα σημεία καθώς αυτός δήλωσε ότι επί τρία έτη προτού εγκαταλείψει τη χώρα του εργαζόταν στο Lagos (στο διάστημα αυτό περιλαμβάνεται και το διάστημα που τοποθετεί τις επιθέσεις και την παραμονή του στο νοσοκομείο). Εξάλλου, δεν υπάρχουν καθόλου λεπτομέρειες ως προς τις περιστάσεις των κατ΄ισχυρισμό επιθέσεων που δέχτηκε ο Αιτητής (ακριβής τόπος, αριθμός δραστών, αντίδραση του ιδίου, έκταση σωματικής βλάβης κ.ο.κ.). Ο Αιτητής ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας επιχειρεί να καλύψει τα κενά που εντόπισαν οι Καθ’ ων αίτηση. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο αναφορικά με την κατ΄ισχυρισμό νοσηλεία του καίτοι φαίνεται να διατηρεί επαφή με συγγενικά και φιλικά πρόσωπα σε αυτόν στη χώρα του.

 

24.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμούς, το Δικαστήριο προχώρησε σε ανεξάρτητη έρευνα αναφορικά με τους παραδοσιακούς ηγέτες. Η επιλογή των αρχηγών, ή παραδοσιακών ηγετών, στη Νιγηρία βασίζεται στις παραδόσεις του εκάστοτε τόπου και της εθνοτικής ομάδας. Κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι οι αρχηγοί δεν εκλέγονται, δεν κατέχουν επίσημες κυβερνητικές θέσεις αλλά αναγνωρίζονται από τη κυβέρνηση και ασκούν επιρροή σε επίπεδο κοινότητας. Σύμφωνα με πηγή είναι εξαιρετικά σπάνιο να αρνηθεί κάποιος έναν τίτλο αρχηγού και είναι αντικείμενο ανταγωνισμού στις τοπικές κοινότητες, εάν όμως το πρώτο πρόσωπο στη σειρά για ένα θρόνο αρνηθεί κάποιος άλλος θα θέλει τη θέση.[1]

 

25.          Οι περισσότεροι τίτλοι "κληρονομούνται" και υπάρχει έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κατάλληλων ατόμων. Ορισμένοι άνθρωποι μπορούν να αρνηθούν έναν τίτλο αρχηγού χωρίς να υποστούν συνέπειες. "Θεωρητικά", το κράτος παρέχει προστασία σε όσους αρνούνται τον τίτλο. Κάθε πολιτεία διαθέτει ένα Υπουργείο Αρχηγικών Υποθέσεων το οποίο είναι αρμόδιο για τα θέματα αρχηγίας. Επιπλέον, όλες οι υποθέσεις αρχηγίας μπορούν να οδηγηθούν στα δικαστήρια.

 

26.          Σε ορισμένες κοινότητες, ο τίτλος μεταβιβάζεται από τον πατέρα στον υιό ή από ένα ανώτερο μέλος της γενιάς σε ένα αρσενικό τέκνο της ίδιας γενιάς. Σε άλλες κοινότητες, οι τίτλοι αρχηγού "εκδίδονται από το συμβούλιο των πρεσβυτέρων και των παραδοσιακών αρχόντων σε μια τοποθεσία". Μερικές φορές η πράξη της έκδοσης τίτλων πραγματοποιείται από μια επιτροπή που αποτελείται από μέλη μιας οικογένειας ή μιας φυλής. Σε ορισμένα μέρη, η άρνηση ανάληψης του τίτλου του αρχηγού θεωρείται ταμπού. Ωστόσο, σε άλλα μέρη, όπου ο προσηλυτισμός στον Χριστιανισμό ή το Ισλάμ είναι συχνός, ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων, οι οποίοι δεν θέλουν πλέον να ασκούν ορισμένες παραδοσιακές τελετουργίες, αρνούνται να πάρουν τον τίτλο.[2]

 

27.          Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω και δεδομένου ότι ο Αιτητής ότι αφενός η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δε θεμελιώθηκε, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα μέλη της κοινότητας, ως του ανέφερε ο πάστορας σε πρόσφατη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του, σταμάτησε το ενδιαφέρον τους προς τον Αιτητή (βλ. ερυθρό 17), ο ισχυρισμός απορρίπτεται. Αναφορικά με το χωριό Ugu Odida όπου ο πατέρας του ασκούσε τα καθήκοντα του ως αρχηγός, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας, δεν ανευρέθηκε το χωριό στην επαρχία Onicha, της περιφέρειας Ebonyi. Εντούτοις, εντοπίστηκε χωριό Odida στη περιφέρεια Anambra. Στην περιφέρεια Ebonyi, ωστόσο, ανευρέθηκε το χωριό Odidi. Επιπλέον, ο Αιτητής, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ανέφερε ότι μετά το επεισόδιο με τα μέλη της κοινότητας και τον τραυματισμό του, βρέθηκε σε νοσοκομείο και αποχώρησε από το αεροδρόμιο του Lagos (βλ. ερυθρά 12-4χ,18-4χ). Η απόσταση από τη περιοχή Onicha, επαρχία όπου ισχυρίζεται ότι είναι το χωρίο Ugu Odida και δέχθηκε την δεύτερη επίθεση, τον Φεβρουάριο του 2021, απέχει 595 χιλιόμετρα από τη πόλη Lagos[3], στοιχεία που επιτείνουν τα σημεία αναξιοπιστίας του.  

 

Αξιολόγηση κινδύνου

 

28.          Προχωρώντας στην ανάλυση του κινδύνου που ο Αιτητής διατρέχει σε περίπτωση επιστροφή στη χώρα του σημειώνεται καταρχάς ότι δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/23 αυτός κατάγεται από χώρα που έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας. Επιπλέον, από το προφίλ του δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος ούτε και ο ίδιος επικαλείται οποιαδήποτε κίνδυνο που να απορρέει από αυτό. Σημειώνεται κατά τα άλλο ότι πρόκειται για άτομο που δεν παρουσιάζει κάποια στοιχεία ευαλωτότητας, ουδέποτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές τις χώρας του και εργαζόταν στο Lagos πριν εγκαταλείψει τη χώρα του.

 

29.          Ως προς την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, σύμφωνα με το Portal RULAC (Rule of Law in Armed Conflict) της Ακαδημίας της Γενεύης, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις ενάντια στις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και ISWAP (Islamic State in West Africa Province)[4].

 

30.          Aπό 9.02.2023 μέχρι και 9.02.2024, η βάση δεδομένων ACLED κατέγραψε στην πολιτεία Lagos, τόπος τελευταίας διαμονής του Αιτητή, 112 περιστατικά ασφαλείας από τα οποία προέκυψαν 54 απώλειες. Εξ αυτών 23 περιστατικά καταγράφηκαν ως μάχες, 36 ταραχές, και 53 περιστατικά βίας κατά αμάχων.[5]Ο εκτιμώμενος πληθυσμός της πολιτείας Lagos ανέρχεται σε 13.491.800 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του έτους 2022.[6]

 

31.          Ως εκ των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων σε σχέση με την πολιτεία Lagos, τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής του αυτός θα βρεθεί αντιμέτωπος με συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης οι οποίες να θέτουν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας μόνο εκ της παρουσίας του στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής εντός της έννοιας του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.[7]

 

32.          Με βάση τα ανωτέρω, έχοντας ενώπιόν μου το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης καθώς και την ίδια την επίδικη απόφαση καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

33.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

34.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

35.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

36.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

37.          Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

38.          Αλλά και όλως επικουρικώς, των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντας επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, διαπιστώνοντας ότι αυτός είναι, σε κάθε περίπτωση, ότι συνιστά άρρενα, νεαρής ηλικίας, μορφωμένο, χωρίς προβλήματα υγείας, με υποστηρικτικό/οικογενειακό δίκτυο στην χώρα καταγωγής, δεν εντοπίζεται κάποιο χαρακτηριστικό επίτασης κινδύνου στην περίπτωση αυτή.

 

39.          Όλως επικουρικώς, ως προς τις διαδικαστικές πλημμέλειες, τις οποίες επικαλείται ο Αιτητής, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθούν τα εξής. Σημειώνεται ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται αλυσιτελώς, δεδομένου ότι δεν εξειδικεύεται από τον συνήγορο του Αιτητή η βλάβη που επήλθε στον Αιτητή από τις ως άνω παραλείψεις. Εξάλλου, και όλως επικουρικώς, ως προς την παροχή υπηρεσιών διερμηνέα, σημειώνεται όσον αφορά τη συνέντευξη, όπως προκύπτει από το πρακτικό αυτής η συνέντευξή πραγματοποιήθηκε στα αγγλικά, γλώσσα που ομιλεί και κατανοεί ο Αιτητής, σε κάθε περίπτωση δε με το πέρας της συνέντευξης, αυτή διαβάστηκε και υπογράφηκε ως προς το περιεχόμενο της από τον ίδιο τον Αιτητή, παρέχοντας την δυνατότητα ελέγχου και προσβολής του σε περίπτωση εσφαλμένης μετάφρασης. Ως προς τον ισχυρισμό ότι δεν δόθηκε η δυνατότητα επικοινωνίας του αιτητή με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ή με οργανώσεις που παρέχουν νομική αρωγή και ότι δεν του δόθηκε το δικαίωμα να εκπροσωπείται από δικηγόρο κατά την προσωπική συνέντευξη επαναλαμβάνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί προβάλλονται αλυσιτελώς και ο Αιτητής μη αναφερόμενος σε συγκεκριμένα στοιχεία και ισχυρισμούς που κατ' ισχυρισμό αποστερήθηκε του δικαιώματος  να προβάλει καθιστά και εξ αυτού του λόγου το συναφή ισχυρισμό αλυσιτελή καθώς δεν καταδεικνύεται οποιαδήποτε ζημία. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου  δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του Αιτητή, ο οποίος μπορεί να παρευρίσκεται κατά την προσωπική συνέντευξη επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης και ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του Αιτητή, ανεξαρτήτως αν ο Αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. 

 

40.          Παρατηρώ εξάλλου ότι ο Αιτητής δια του συνηγόρου του δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε ανάλυση της ζημίας που έχει υποστεί εκ της κατ' ισχυρισμό διαδικαστικής αυτής παράλειψη ούτε και προβαίνει σε σύνδεση της με τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, το οποίο είναι και το ζητούμενο εν προκειμένω.

 

41.          Επισημαίνεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το τεκμήριο της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο το εδάφιο (4) του του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ΄ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

 

42.          Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών.

 

43.          Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιουσδήποτε αξιόπιστους ισχυρισμούς, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, δεν δικαιολογείται στην περίπτωσή του η χορήγηση του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]Immigration and Refugee Board of Canada, RESPONSES TO INFORMATION REQUESTS (RIRs), Nigeria: Consequences of refusing a chieftaincy title; protection available to individuals who refuse this title (2004 - 2007), 8 August 2007,  https://www.justice.gov/sites/default/files/eoir/legacy/2013/12/18/NGA102512.E.pdf(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15.02.2024)

[2]IRB – Immigration and Refugee Board of Canada, Consequences of refusing a chieftaincy title; state protection available to individuals who refuse this title (July 2004) [NGA42747.FE], 9 Juli 2004, https://www.ecoi.net/de/dokument/1288532.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15.02.2024)

[3]https://www.google.com/maps/dir/Onicha+491108,+%CE%88%CE%BC%CF%80%CE%BF%CE%BD%CE%B9,+%CE%9D%CE%B9%CE%B3%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1/Lagos,+%CE%9D%CE%B9%CE%B3%CE%B7%CF%81%CE%AF%CE%B1/@6.4984978,4.2814138,8z/data=!3m1!4b1!4m14!4m13!1m5!1m1!1s0x105cb39fac7d5b99:0xd91e20e1263383d4!2m2!1d7.8384952!2d6.1097668!1m5!1m1!1s0x103b8b2ae68280c1:0xdc9e87a367c3d9cb!2m2!1d3.3792057!2d6.5243793!3e0?entry=ttu  (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[4] https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria#collapse1accord (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[5] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[6] City Population, Africa, Nigeria , https://citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/   (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15.02.2024)

[7] Αξιολογώντας τα ως άνω δεδομένα συμφωνώ με το συμπέρασμα του Οδηγού Χώρας (Country Guidance) της Νιγηρίας, εκδοθέντος από το Ευρωπαϊκό Γραφείο Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), ο οποίος δεν αποτελεί δεσμευτικό κείμενο, οφείλει ωστόσο να λαμβάνεται υπόψιν από τα κράτη-μέλη EASO, 'Country GuidanceNigeria' (2021), 8, 134 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο