ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 1468/2022

 

 

15 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

O. K. O.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

 

Ρενέ Μάρκου για Έλενα Μυριάνθους, Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Κωνσταντίνα Φράγκου για Σουζάνα Παυλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 27/01/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Ο  αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 05/04/2021 και στις 13/05/2021 παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Στις 13/01/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 17/01/2022 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με το αίτημα του αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση της λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 27/01/2022.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 21/02/2022 επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση επί του αιτήματος του αιτητή  η οποία του επιδόθηκε δια χειρός στις 08/03/2022. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο αιτητής δια της συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο της αίτησης ακυρώσεως όσο και της Γραπτής του Αγόρευσης αρκετούς λόγους ακυρώσεως. Θα πρέπει να αναφερθεί πως η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 15/09/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε, πλην του ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.  Κατά συνέπεια, ο νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν από τη συνήγορο του αιτητή, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης αντιτείνει πως η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

 

Έχω εξετάσει τα εκατέρωθεν επιχειρήματα που προβάλλονται από τους ευπαίδευτους συνήγορους του αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.  Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του προκειμένου να  εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαπιστωθεί εάν το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι ο πατέρας του ήταν ισχυρό μέλος της μυστικής αδελφότητας με το όνομα Ogboni-Confraternity και όταν απεβίωσε όφειλε να τον διαδεχτεί. Εντούτοις, καθότι όπως ισχυρίστηκε είναι Χριστιανός, δεν αποδέχτηκε  τη θέση και εξαιτίας τούτου δέχτηκε επιθέσεις, τόσο σωματικές, όσο και πνευματικές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αναχωρήσει από τη χώρα του.

 

Ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου ανέφερε πως γεννήθηκε στο χωριό Ukpo της επαρχίας Anambra όπου διέμεινε μέχρι την ηλικία των είκοσι ετών. Ακολούθως μετέβη στην πόλη Abo της επαρχίας Delta για σπουδές και το 2016 μετέβη στην πόλη Akure της επαρχίας Ondo όπου ξεκίνησε την επιχείρησή του, σε σχέση με την κατασκευή και πώληση ξύλινων αντικειμένων και όπου διέμεινε μέχρι την αναχώρησή του, τον Μάρτιο του 2021. Ισχυρίστηκε πως έχασε τους γονείς του, τις τρεις αδερφές και τους δύο αδερφούς του στις 11 Απριλίου του 2017 κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης της οργάνωσης Masquerade  στο χωριό του, κατά την οποία σκοτώθηκαν αρκετά άτομα.  Ο αιτητής ανέφερε πως το βράδυ της επίθεσης βρισκόταν εκτός της οικίας του.

 

Ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, επειδή όπως ισχυρίστηκε δεν είχε κανένα να τον φροντίζει και η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω της οργάνωσης Masquerade. Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν από την αρμόδια λειτουργό, ο αιτητής ανέφερε πως μετά τον θάνατο του πατέρα του, άτομα της εν λόγω οργάνωσης του ζήτησαν να τον διαδεχθεί, ως είθισται, αλλά λόγω του ότι είναι Χριστιανός κάτι τέτοιο είναι ενάντια στις πεποιθήσεις του και γι’ αυτό αρνήθηκε την προτεινόμενη διαδοχή. Αυτό είχε ως συνέπεια να του επιτεθούν, σωματικά και πνευματικά και εξαιτίας τούτου αποφάσισε να αναχωρήσει από τη Νιγηρία.

 

Κληθείς να αναφέρει πληροφορίες για την εν λόγω οργάνωση, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι μία κακή ομάδα (“bad group”), τα πρόσωπα της οποίας βαδίζουν τη νύχτα (“they walk in the night”) και έχουν ως στόχο να καταστρέφουν τους ανθρώπους. Ισχυρίστηκε ότι τον προσέγγισαν τρεις φορές και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο του 2017, ενώ βρισκόταν στην περιοχή Akure, ζητώντας του να διαδεχτεί τον πατέρα του, ο οποίος ήταν αρχηγός για περίοδο οκτώ συναπτών ετών. Ερωτηθείς με ποιο τρόπο γίνεται κάποιος αρχηγός, ο αιτητής απάντησε με εκλογές και ότι ο πατέρας του εξελέγη το 2009.

 

Σε σχετική ερώτηση, ο αιτητής δήλωσε πως μετά το 2017 δεν τον προσέγγισε οποιοδήποτε πρόσωπο, ούτε έλαβε απειλές για το θέμα της διαδοχής. Ερωτηθείς για ποιο λόγο αναχώρησε από τη Νιγηρία το 2021 και όχι το 2017 όταν έλαβε τις απειλές, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι κρυβόταν στην Akure, αλλά τον εντόπισε τον Δεκέμβριο του 2020 ένας εξ αυτών και τον απείλησε πως εάν επιστρέψει στο χωριό θα τον σκοτώσει. Αναφορικά με τις συνέπειες που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο αιτητής δήλωσε ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του σε οποιοδήποτε μέρος της χώρας και αν επιστρέψει. Ο αιτητής αναχώρησε από τη χώρα του τον Μάρτιο του 2021 εξασφαλίζοντας φοιτητική άδεια για τα κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας, εντούτοις, ως ανέφερε δεν παρακολούθησε οποιαδήποτε μαθήματα επειδή δεν είχε την οικονομική δυνατότητα.

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική της έκθεση αξιολόγησε τους ισχυρισμούς του αιτητή. Αναφορικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής του, η αρμόδια λειτουργός αποδέχτηκε το χωριό Ukpo της πολιτείας Anambra ως περιοχή καταγωγής του, καθώς και την πόλη Akure της πολιτείας Ondo ως περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του, καθότι ο αιτητής ήταν σε θέση να παρουσιάσει διαβατήριο της Νιγηρίας και να παρέχει πληροφορίες για τις πιο πάνω περιοχές, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από έρευνα της λειτουργού σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του αιτητή.

 

Σχετικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι διώκεται λόγω της άρνησής του να διαδεχτεί τον πατέρα του στην ομάδα Masquerade, αυτός δεν έγινε αποδεκτός από την αρμόδια λειτουργό, καθότι ως κατέγραψε, οι ισχυρισμοί του αιτητή παρουσιάζουν ελλείψεις, υπέπεσε σε αντιφάσεις και δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει το αίτημά του με συνοχή και επαρκείς λεπτομέρειες. Συγκεκριμένα, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του υπήρξε αρχηγός της εν λόγω ομάδας για οκτώ συναπτά έτη και όταν απεβίωσε, τα μέλη της ομάδας τον προσέγγισαν για να αναλάβει τη θέση του πατέρα του, αλλά ο αιτητής, ως ισχυρίστηκε, αρνήθηκε λόγω των χριστιανικών του πεποιθήσεων.

 

Η αρμόδια λειτουργός επεσήμανε στην εισήγησή της πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες για την εν λόγω ομάδα, αναφέροντας μόνο πως προβαίνουν σε κακές πράξεις, περπατούν το βράδυ και πως όταν εκλέξουν κάποιο για αρχηγό, ο επόμενος στη διαδοχή είναι ο υιός του αρχηγού. Ο αιτητής δεν γνώριζε ποιος ανέλαβε αρχηγός από το 2017 που απεβίωσε ο πατέρας του μέχρι το 2021 χρονολογία κατά την οποία αναχώρησε από τη Νιγηρία. Ισχυρίστηκε ότι τον προσέγγισαν τρεις φορές και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο, τον Φεβρουάριο και τον Απρίλιο του 2017, ενώ βρισκόταν στην περιοχή Akure και ανέφερε πως έλαβε τρία τηλεφωνήματα και ένα γραπτό μήνυμα για το συγκεκριμένο ζήτημα..

 

Ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι από το 2017 δεν τον ξαναπροσέγγισαν, σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξής του διαφοροποίησε τον ισχυρισμό του, αναφέροντας πως τον Δεκέμβρη του 2020, άγνωστο πρόσωπο τον εντόπισε στην πόλη Akure και του ζήτησε να επιστρέψει στο χωριό του, αλλιώς θα τον σκότωνε. Επιπρόσθετα, ο αιτητής, στην αίτησή του για διεθνή προστασία, της οποίας το περιεχόμενο επιβεβαίωσε ως αληθές, κατέγραψε πως ο πατέρας του ήταν μέλος της αδελφότητας Ogboni και ουδεμία αναφορά έκανε σε ομάδα με το όνομα Masquerade. Κληθείς να εξηγήσει την αντίφαση που προέκυψε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως πρόκειται για τις ίδιες ομάδες, προσθέτοντας πως Ogboni είναι το όνομα του χωριού του, Masquerade είναι η ομάδα προσώπων που επιθυμούν  να τον σκοτώσουν και ισχυρίστηκε πως στη γλώσσα του έχει την ίδια σημασία.

 

Η αρμόδια λειτουργός διεξήγαγε έρευνα εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά με τους Masquerades και την αδελφότητα Ogboni. Με βάση τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου oι Masquerades αφορούν εορτές μεταμφιεσμένων, οι οποίες συχνά συνδέονται με μυστικιστικές πεποιθήσεις ή με την επιστροφή των προγόνων. Αναφορικά με την αδελφότητα Ogboni, πηγή πληροφόρησης στην οποία ανέτρεξε η αρμόδια λειτουργός αναφέρει πως πρόκειται για έναν ισχυρό παραδοσιακό θεσμό των Yoruba, στόχος της οποίας είναι να προωθήσει τον νόμο και την τάξη στις αντίστοιχες κοινότητες σύμφωνα με τους «νόμους των θεών», δημιουργώντας τη συνείδηση ότι η αμαρτία είναι αξιόποινη πράξη και ότι οι θυσίες και οι τελετουργίες εξαγνισμού θεραπεύουν μόνο σοβαρά εγκλήματα (ερυθρά 48-40, του διοικητικού φακέλου). Η αρμόδια λειτουργός καταλήγει στην εισήγησή της πως στη βάση των ευρημάτων της σε συνδυασμό με την αναξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή δεν γίνεται αποδεκτός του ότι κινδυνεύει η ζωή του λόγω της άρνησής του να διαδεχτεί τον αποβιώσαντα πατέρα του στην οργάνωση στην οποία ήταν αρχηγός.

 

Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεδειγμένα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από το αίτημα του αιτητή, του τόπου καταγωγής και συνήθους διαμονής του, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του αιτητή, η αρμόδια λειτουργός εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματός του για διεθνή προστασία, καθότι ως επεσήμανε, δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή εξαιτίας βάσιμου φόβου δίωξης για ένα από τους λόγους του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου Ν.6(Ι)/2000.  Στη συνέχεια, διαπίστωσε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε η αρμόδια λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στην πολιτεία Ondo της Νιγηρίας, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν χαρακτηρίζεται από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύγκρουση.

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Από τα όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματός του, προκύπτει πως προέβαλε αντιφατικούς, γενικόλογους και μη ευλογοφανείς ισχυρισμούς, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις, λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός του.  Επιπρόσθετα, είναι αναγκαίο να επισημανθεί πως ενώ ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι το 2016 ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκε τους γονείς του στο χωριό Ukpo, σε αρχικό στάδιο της συνέντευξης δήλωσε πως όταν έγινε η επίθεση στο χωριό του, τον Απρίλη του 2017, κατά την οποία σκοτώθηκαν ανάμεσα σε άλλα άτομα, όλα τα μέλη της οικογένειάς του, ο ίδιος ήταν στο χωριό, αλλά εκτός της οικίας του.

 

Επιπλέον, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως υπεύθυνος της επίθεσης που έγινε στο χωριό του, ήταν η οργάνωση, στην οποία αρχηγός ήταν ο πατέρας του. Εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη γνησιότητα των ισχυρισμών του αιτητή, καθότι ουδόλως εύλογο είναι η οργάνωση στην οποία ως ισχυρίστηκε ο αιτητής ήταν αρχηγός ο πατέρας του και η οποία τον αναζητά για την διαδοχή να είναι υπαίτια για το θάνατο του πατέρα του. Επίσης, ο αιτητής παρουσίασε αντιφατικές δηλώσεις και ως προς τον τρόπο διαδοχής της αρχηγίας στην οργάνωση, διότι ενώ ισχυρίστηκε ότι όταν αποβιώνει ο αρχηγός τον διαδέχεται ο υιός του, όταν ρωτήθηκε πώς γίνεται κάποιος αρχηγός, ο αιτητής απάντησε με εκλογές.

 

Περαιτέρω, όταν o αιτητής ρωτήθηκε κατά πόσο μέλη της οργάνωσης τον προσέγγισαν απάντησε καταφατικά και ανέφερε ότι συνάντησε τον αντιπρόεδρο της οργάνωσης.  Στη συνέχεια ρωτήθηκε για ποιο λόγο τον συνάντησε, ο αιτητής αρνήθηκε την συνάντηση και ισχυρίστηκε ότι του τηλεφώνησε αλλά δεν συναντήθηκαν. Τέλος, επισημαίνεται πως ενώ ο αιτητής αναφέρθηκε σε σωματικές και πνευματικές επιθέσεις εναντίον του, ουδεμία αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά επίθεσης έκανε παρόλο που του δόθηκα αρκετές ευκαιρίες κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του.

 

Ο αιτητής όφειλε να παρουσιάσει με αξιοπιστία, λεπτομέρεια και συνοχή το αίτημά του, καθώς και να αναπτύξει ικανοποιητικά, περιγράφοντας συγκεκριμένα περιστατικά και προσωπικά του βιώματα, τα οποία καταδεικνύουν ότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω της άρνησής του να διαδεχτεί τον πατέρα του στην αρχηγία της προαναφερθείσας ομάδας, ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν προέβη. Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τους προβληθέντες ισχυρισμούς που θα τον ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα.

 

Εκ του περισσού θεωρώ εύλογο να διεξάγω έρευνα για το θέμα των παραδοσιακών αρχηγών στη Νιγηρία.  Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι  υπάρχουν διάφορα επίπεδα "παραδοσιακών" αρχηγών (chiefs) και ορισμένοι από αυτούς είναι μέρος του κρατικού διοικητικού συστήματος και διορίζονται από την πολιτειακή κυβέρνηση. Ο ρόλος τους είναι σεβαστός και περιζήτητος. Στη σύγχρονη εποχή, οι τελετές μύησης δεν περιλαμβάνουν επικίνδυνα στοιχεία για τους συμμετέχοντες, και υπάρχει έντονος ανταγωνισμός για ορισμένους αρχηγικούς τίτλους, ενώ σπάνια αρνείται κανείς να αναλάβει τίτλο.

 

Από τις πηγές πληροφόρησης προκύπτει πως η άρνηση ενός τίτλου δεν έχει συνέπειες, ενώ ο εξαναγκασμός για ανάληψη αρχηγίας δύναται να συμβεί, αλλά δεν είναι πιθανό. Η έκθεση καταλήγει πως αναφορικά με το θέμα άρνησης αρχηγίας δεν υπάρχουν πληροφορίες για πράξεις που θα ισοδυναμούσαν με δίωξη.[1] Με βάση τα ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι ακόμη κι αν στοιχειοθετείτο η εσωτερική αξιοπιστία του αιτητή ως προς τον βασικό του ισχυρισμό, δεν τεκμηριώνεται από εξωτερικές πηγές ότι θα κινδύνευε η ζωή του εξαιτίας της άρνησής του να αναλάβει αρχηγική θέση.  Συνεπώς από την πιο πάνω ανάλυση αλλά και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, προκύπτει πως ορθά δεν παραχωρήθηκε στον αιτητή καθεστώς πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

 

Πρόσθετα, κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε τα κριτήρια του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε επαρκή έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για να αξιολογήσουν κατά πόσο ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Σε κάθε περίπτωση, διεξήχθη επικαιροποιημένη έρευνα του Δικαστηρίου σχετικά με την παρούσα κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή (πολιτεία Ondo), όπου ως ισχυρίστηκε διέμενε από το 2016 και μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα το 2021.

 

Κατά τη χρονική περίοδο 05/01/2023 – 05/01/2024, σύμφωνα με το ACLED (Armed Conflict Location and Event Data) στην πολιτεία Enugu, καταγράφονται 74 περιστατικά ασφαλείας με 4 απώλειες ανθρώπινων ζωών, εκ των οποίων 3 μάχες, 11 εξεγέρσεις, 32 διαμαρτυρίες και 28 περιστατικά βίας κατά πολιτών.[2] Λαμβάνοντας υπόψη πως ο πληθυσμός στην εν λόγω πολιτεία σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση το 2022 ανέρχεται σε 5.316.600[3] συμπεραίνεται πως ο προαναφερθείς αριθμός περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην εν λόγω περιοχή επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης βίας ως αυτή ορίζεται στο άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Στη βάση, λοιπόν, των πιο πάνω δεν προκύπτει ότι υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Έκθεση του EASO αναφέρει ότι οι πολιτείες όπου γενικά δεν διαπιστώνεται πραγματικός κίνδυνος για έναν άμαχο να επηρεαστεί προσωπικά με βάση την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας είναι οι Abia, Akwa Ibom, Anambra, Bauchi, Bayelsa, Cross River, Delta, Ebonyi, Edo, Ekiti, Enugu, Gombe, Imo, Jigawa, kano, Kebbi, Kogi, Kwara, Lagos, Nasarawa, Niger, Ogun, Ondo (πολιτεία όπου διέμενε ο αιτητής), Osun, Oyo, Plateau, Rivers, Sokoto και Taraba, καθώς και η ομοσπονδιακή πρωτεύουσα Abuja.[4]

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, διαπιστώνεται πως το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων του Νόμου.  Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της απόφασης του αρμόδιου οργάνου επισημαίνονται τα ακόλουθα. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα

 

αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 76

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

[2] ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. Πλατφόρμα Dashboard,Violence against civilians / Explosions / Remote violence/ Riots και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria - Ondo

[3] City Population, Nigeria - Ondo State,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[4] EASO, Nigeria Security Situation - Country of Origin Information Report, June 2021 V. 1.1, σ. 32

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο