ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 1472/22

 

20 Φεβρουαρίου 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

B.S.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Κ. Κουπάρη (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 (κα) για Φράγκου (Κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/03/2022, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε  από τον Αιτητή στις 16/03/2022, και με την οποία τον πληροφορούν για την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής είναι πολίτης Καμερούν και υπέβαλε αρχικά αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 06/12/2017. Στις 29/06/2018, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή στις 09/04/2020. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 27/04/2020. Στις 05/05/2020 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον Αιτητή, μέσω της λειτουργού Κοινωνικής Στήριξης Κας Άννας Χαραλάμπους, στις 04/06/2020.

Στις 19/06/2020, ο Αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αίτηση του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 30/06/2021.

Στη συνέχεια, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματος του για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03/03/2022. Στις 16/03/2022, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 16/03/2022, εξουσιοδοτούμενος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που αφορά εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί απαράδεκτη. Στη συνέχεια, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Επί της γραπτής του αγόρευσης προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: Πρώτο ότι δεν δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης στον Αιτητή για να αναπτύξει τους λόγους που προωθεί περί επανανοίγματος του φακέλου του ως η 3η προϋπόθεση του άρθρου 15γ σοβαρή και προσωπική απειλή για να παραχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς Συμπληρωματικής Προστασίας. Δεύτερο, ότι υπήρξε πλάνης στην απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση η οποία ήταν αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και μη εφαρμογής του Νόμου ως προς τα στοιχεία κρίσης που τίθενται εξαντλητικά και επιτακτικά από το άρθρο 16 Δ(5) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα αναφέρουν ότι η Καθ’ων δεν διερεύνησαν τα νέα στοιχεία ώστε να τύχουν ορθής απόδοσης με αποτέλεσμα να πάσχει η προσβαλλόμενη πράξη και από λανθασμένη αιτιολογία αφού αναφέρεται ότι τα νέα στοιχεία δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Τέλος αναφέρει ότι η απόφαση του λειτουργού παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης όπως επίσης και ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο

Οι Καθ΄ ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών προς υποστήριξη της αίτησης το έχει ο Αιτητής, ο οποίος δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί]. Η προβολή ισχυρισμών και θέσεων από μόνη της, χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση και θεμελίωση δεν αποσείει το σχετικό βάρος απόδειξης. Επομένως, ως υποστηρίζουν, ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από τον Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα. Υποβάλλουν επίσης ότι έχει η προσβαλλόμενη απόφαση ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος, είναι δε επαρκώς αιτιολογημένη και δεν υπήρχε λανθασμένη εκτίμηση ή παρερμηνεία των στοιχείων που ο Αιτητής έχει θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997].

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο άτομο, διακρίνω ότι ως λόγος ακύρωσης προβάλλεται γενικά και αόριστα ενώ στερείται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Βέβαια ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση. Βασική προϋπόθεση της εγκυρότητας μιας διοικητικής πράξης, είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει (βλ. άρθρο 15 του Νόμου 158(Ι)/1999). Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από τη κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου (βλ. άρθρο 17(2) του Νόμου 158(Ι)/99). Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο (Βλ. άρθρο 17(6) του Νόμου 158(Ι)/99) και μπορεί να μεταβιβαστεί ολικά ή μερικά η άσκηση εξουσίας από ένα όργανο, όταν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (Βλ. άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/99). Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το πλαίσιο, (βλ. Μιχάλης Ευαγγέλου ν Δημοκρατία (2009) 4 ΑΑΔ 836).

Το υποβληθέν στην υπό κρίση υπόθεση Σημείωμα / Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 16/03/2022, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», καθώς και σχετική μονογραφή με ημερομηνία έγκρισης από Λειτουργό που ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου (που προνοεί ότι «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»), ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Κρίνω επίσης αναγκαία την παραπομπή στο άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν. 158(Ι)/1999, ως έχει τροποποιηθεί], σύμφωνα με το οποίο:

«Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Από τα στοιχεία που βρίσκονται καταχωρημένα στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αρμόδια Λειτουργός Κα Ειρήνη Κυπριανού, η οποία προέβη σε προκαταρτική εξέταση του μεταγενέστερου αιτήματος της Αιτήτριας, ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, καταλήγοντας σε σχετική εισήγηση επί του εν λόγω αιτήματος του Αιτητή, την οποία ενέκρινε, υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του εν λόγω Σημειώματος / Εισήγησης, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός Κος Ανδρέας Γεωργιάδης, κρίνοντας τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη. Η έγκριση δε της εισήγησης για έκδοση της επίδικης απόφασης, ενσωματώνει στην ουσία και το Σημείωμα / Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού.

Περαιτέρω, έχω εντοπίσει στον διοικητικό φάκελο του Αιτητή αντίγραφο του εν λόγω  εγγράφου εξουσιοδότησης του Κου Ανδρέα Γεωργιάδη υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο Υπουργό σημειωμένο ως ερυθρό 91. Το έγγραφο της εξουσιοδότησης φέρει ημερομηνία επιστολής 13/10/2020 η οποία αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση αφού το περιεχόμενο της έχει εγκριθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών με υπογραφή του.  

Το ζήτημα  αυτό εξετάστηκε και στην υπόθεση υπ' αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020 από την αδελφή Δικαστή  Μ. Παπαντωνίου και στην υπ. Αρ. 577/20 D.Sv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 28/9/2020 από την αδελφή Δικαστή Χρ. Μιχαηλίδου των οποίων τις αποφάσεις υιοθετώ και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα της τελευταίας:

 «…Όσον αφορά την αμφισβήτηση της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών της κυρίας Αναστασίας (Νατάσας) Ανδρέου, η οποία εγκρίνει την έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ερμηνεύει κάποιες σημαντικές έννοιες ως κατωτέρω, οι οποίες είναι χρήσιμες για τον προβαλλόμενο υπό εξέταση ισχυρισμό (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

Όταν ο Νόμος αναθέτει την άσκηση εξουσίας σε συγκεκριμένο όργανο, τότε αυτή η εξουσία δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο όργανο χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου που να επιτρέπει κάτι τέτοιο (άρθρο 17 (4), του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999).  Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, ως τις έχω παραθέσει ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν. 6 (Ι)/2000, όχι μόνο δεν απαγορεύει ρητά την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου, αλλά αντιθέτως την επιτρέπει (βλ. Α.Ε. αρ. 2115, μεταξύ Ανδρούλλας Ζηνοβίου -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/10/1997 (1997) 3 Α.Α.Δ 385). 

Με την επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018 (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου υπ'αριθμόν F2002862 και ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου υπ' αριθμόν 15.15.01,15.06.001) ζητείται από τον αρμόδιο Υπουργό να ορίσει  ένα ακόμη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.  Στη συνέχεια, στην ίδια επιστολή προτείνεται όπως ο κύριος Ανδρέας Γεωργιάδης, με αντικαταστάτρια του την κυρία Νατάσα Ανδρέου να εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.  Η προαναφερόμενη επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018, είναι μέρος τόσο του διοικητικού φακέλου που αφορά την αιτήτρια όσο και του Γενικού Φακέλου με αριθμό 15.15.01 και φέρει σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, Γραφείο Υπουργού, με ένδειξη «εγκρίνεται», ημερομηνίας 10/10 και υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών κύριου Πετρίδη.

 Είναι προφανές, πως η εισήγηση αυτή προς τον Υπουργό γίνεται με ανορθόδοξο τρόπο από την εκπρόσωπο του Προϊσταμένου.  Παρ' όλα αυτά το περιεχόμενο της επιστολής αυτής εγκρίθηκε από τον τότε αρμόδιο Υπουργό όπως φαίνεται από το όνομα στην υπογραφή.  Συνεπώς, από το ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου προκύπτει η ταυτότητα του υπογράφοντος τότε Υπουργού Εσωτερικών αλλά και του χρόνου θέσεως της υπογραφής επί του συγκεκριμένου εγγράφου, δηλαδή 10/10/2018.

Επί παρόμοιου νομικού ισχυρισμού σε άλλη προσφυγή που επίσης αφορούσε πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η αδελφή Δικαστής κα Παπαντωνίου εξέδωσε απόφαση στην προσφυγή υπ'αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020…»

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, καταλήγω ότι στην παρούσα περίπτωση προκύπτει ευκρινώς το όνομα του προσώπου που προβαίνει στην έγκριση και ειδική σφραγίδα ότι η εν λόγω έκθεση εισήγηση εγκρίνεται, κρίνω ότι η εν λόγω πράξη ικανοποιεί όλα τα εξωτερικά στοιχεία που την καθιστούν έγκυρη. Το βάρος ανατροπής του τεκμηρίου αυτού της κανονικότητας της επίδικης απόφασης φέρει ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος δεν έχει προσκομίσει οτιδήποτε το οποίο να ανατρέπει αυτό το τεκμήριο (Βλ. ως προς το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, βλ.  Απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1639/2005, Μd Moin Uddin ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 27.4.2007 και Απόφαση στην Υπόθεση αρ. 465/1998, Ανδρούλλα Κωνσταντινίδου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερ. 8.3.2000, (2000) 4 ΑΑΔ 148 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊστάμενου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνων την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνουσα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη. (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνόβιου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385 και M.J.H. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 317/2020, απόφαση 30/11/2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας)

Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, θεωρώ ότι η εξουσιοδότηση του προσυπογράφοντος το ερ. 90 (έκθεση-εισήγηση) έχει δεόντως αποδειχθεί ότι είναι νόμιμη και δια τούτο έγκυρη. Συνεπώς ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτεται.

Αναφορικά με την επιχειρηματολογία του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης καθώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποφασίστηκε η επιστροφή του Αιτητή στην χώρα καταγωγής του, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο κινδυνεύει η ζωή του σε περίπτωση επιστροφής του.

Παρατηρώ καταρχάς ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν είναι δεόντως δικογραφημένος με αποτέλεσμα το Δικαστήριο αυτό να μην δύναται να τον εξετάσει, εφόσον εκφεύγει των πλαισίων που καθορίστηκαν ως επίδικα, με το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του. Η θέση του Αιτητή ότι ο ισχυρισμός αυτός δύναται να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο καθώς δεν πρόκειται για ζήτημα που ανάγεται στη δημόσια τάξη. Ως τέτοια ζητήματα η Κυπριακή νομολογία έχει μέχρι τώρα  αναγνωρίσει εκείνα που  αφορούν τη  δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και επομένως το παραδεκτό της προσφυγής - το εμπρόθεσμο, την εκτελεστότητα και το έννομο συμφέρον- όπως επίσης και την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την απόφαση.[1]

Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αποκλειστεί η επέκταση των ζητημάτων δημόσιας τάξης[2] εντούτοις οι ήδη αναγνωρισμένες περιπτώσεις δημόσιας τάξης αποτελούν από την φύση τους απαραίτητη προϋπόθεση για θεμελίωση του δικαιώματος προσφυγής ή την αρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συνεπώς δεν θα μπορούσε η αρχή της μη επαναπροώθησης να ενταχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στις περιπτώσεις αυτές.

Πέραν τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο ώστε να μην καθίσταται σαφές ποιο είναι το πραγματικό έρεισμα του Αιτητή περί της υπαγωγής του στην εν λόγω αρχή. Ο Αιτητής στο πλαίσιο τόσο της διοικητικής διαδικασίας όσο και της υπό εξέταση προσφυγής δεν προωθεί οποιουσδήποτε ισχυρισμούς πέραν αυτών που ήδη εξετάστηκαν, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη επιστροφή στη χώρα καταγωγής του κατ' επίκληση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου δεν έχει τεκμηριωμένα στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πράξη κακομεταχείρισης του Αιτητή, η οποία αγγίζει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας ενόψει όλων των συνθηκών και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αυτές έχουν ήδη καταγραφεί.[3]

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Άρα, λοιπόν, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί.

Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίνοντας ότι από δική του υπαιτιότητα δεν υπέβαλλε τους ισχυρισμού του σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση τα άρθρα 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν λόγω της περιθωριοποίησης που υφίστατο ως Αγγλόφωνος από την Κυβέρνηση του Καμερούν και λόγω της παραβίασης των δικαιωμάτων των Αγγλόφωνων. Πρόσθεσε δε, ότι ως Αγγλόφωνος κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του από την Κυβέρνηση.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο Αιτητής, κληθείς να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της αίτησης του για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της επικρατούσας κατάστασης όσον αφορά τις γενικότερες επιθέσεις προς τους Αγγλόφωνους και τις διακρίσεις που υφίστανται από τους Γαλλόφωνους. Αναφέρθηκε στα προβλήματα που παρατηρούνται στην χώρα λόγω των περιορισμών στην γλώσσα, οι οποίοι επιβάλλονται από την Γαλλόφωνη Κυβέρνηση. Ανέφερε ότι οι δύο κοινότητες δεν καταλαβαίνουν η μια την άλλη, ενώ αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση εργασίας. Πρόσθεσε δε ότι οι Αγγλόφωνοι έχουν μειωμένες ευκαιρίες εργασίας καθώς και μειωμένη πρόσβαση στην εργασία. Ανέφερε επίσης ότι οι Γαλλόφωνοι σκοτώνουν τους Αγγλόφωνους, καίνε χωριά και σπίτια και ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στο Καμερούν, θα τον σκοτώσουν επειδή είναι Αγγλόφωνος. Ωστόσο, ανέφερε ότι δεν έχει υποστεί προσωπικά κάποια κακοποιητική συμπεριφορά στο Καμερούν. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά του χωρίστηκε μετά από μια διαμαρτυρία στην οποία είχαν λάβει μέρος, στην πόλη Mamfe. Στη συνέχεια, ανέφερε ότι η διαμαρτυρία είχε λάβει χώρα στην Buyia, και όταν κλήθηκε από τον λειτουργό να διευκρινίσει την αντίφασή του αυτή, απάντησε ότι έκανε λάθος και ότι πραγματοποιήθηκε στην Buyia, όπου διέμενε πριν ξεσπάσει η κρίση. 

Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, δέχτηκε ως αξιόπιστο τον ισχυρισμό πως υπάρχουν διενέξεις μεταξύ Αγγλόφωνου και Γαλλόφωνου πληθυσμού στο Καμερούν. Ωστόσο, έκρινε ότι ο Αιτητής δεν έχει υποστεί κάποια δίωξη και δεν έχει εμπλακεί σε επεισόδια ή συγκρούσεις και, κατ' ακολουθία, δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στον περί Προσφύγων Νόμο, και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας αντίστοιχα.

Στη συνέχεια, με την καταχώρηση της προσφυγής του, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην υπόθεση υπ΄ αριθμό 660/20, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του διότι η ζωή του κινδυνεύει από αντιπολιτευόμενη στρατιωτική ομάδα, η οποία θέλει να τον εντάξει στους κόλπους της. Ωστόσο, μέσω της γραπτής του αγόρευσης ο Αιτητής πρόβαλλε νέο ισχυρισμό, αναφέροντας ότι κινδυνεύει από τον θείο του, ο οποίος σε περίπτωση επιστροφής του, θα τον σκοτώσει και θα τον παραδώσει στους στρατιωτικούς. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο πατέρας του και ο θείος του έχουν διαφορές μεταξύ τους που αφορούν μια έκταση γης. Λόγω της διαφοράς αυτής, ο θείος  του τον δηλητηρίασε στο πόδι και αναγκάστηκε να διακόψει το σχολείο για δύο έτη. Ανέφερε ότι σε περίπτωση επιστροφής του ο θείος του θα προσπαθήσει να τον σκοτώσει, και θα βρει τρόπο να τον παραδώσει στους στρατιωτικούς. Στην εκδοθείσα απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προσφυγής του Αιτητή, αναγράφεται ότι «ο Αιτητής δεν εξηγεί γιατί δεν πρόβαλε αυτούς τους ισχυρισμούς τόσο με την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας όσο και κατά την διάρκεια της συνέντευξής του. Περαιτέρω δεν μου διαφεύγει ότι κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ο Αιτητής ανέφερε ότι τίποτα προσωπικό δεν του συνέβη ενώσω βρισκόταν στο Καμερούν.»  Οι ισχυρισμοί του Αιτητή κρίθηκαν γενικοί και αόριστοι και η προσφυγή του απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. 

Στις 03/03/2022, ο Αιτητής κατέθεσε μεταγενέστερη αίτηση, με την οποία ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του, επειδή αντιμετωπίζει κίνδυνο από τον θείο του, από κάποιους μαχητές και από άνδρες του στρατού. Ο αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ανέφερε τους ανωτέρω ισχυρισμούς λόγω δικής του υπαιτιότητας κατά την προγενέστερη εξέταση της αίτησής του. Στην  συνέχεια οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη, καθότι κρίθηκε ότι ο αιτών από δική του υπαιτιότητα δεν υπέβαλλε τους ανωτέρω ισχυρισμού σε προγενέστερο στάδιο της διαδικασίας, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να μην ληφθούν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την απόφαση της πρώτης αίτησης.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη αίτησή του, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα ο Αιτητής έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρείτο καμία εκ των δύο προϋποθέσεων που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(β) ώστε να προβούν σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων. Ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή του Αιτητή ως απαράδεκτη.

Οι ισχυρισμοί, στους οποίους αναφέρθηκε ο Αιτητής στα πλαίσια της υπό εξέταση μεταγενέστερης αίτησης ότι δηλαδή αντιμετωπίζει κίνδυνο από τον θείο του, από κάποιους μαχητές και από άνδρες του στρατού,  αφορούν στοιχεία που ήταν εις γνώση του Αιτητή κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης της αίτησής του και στα οποία είχε υποχρέωση να αναφερθεί. Αντιθέτως ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς κατά το αρχικό στάδιο υποβολής της αίτησης ασύλου του και κατά την συνέντευξή του με τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά ούτε και κατά την υποβολή της προσφυγής του. Ωστόσο, στην συνέχεια και κατά το στάδιο της προσφυγής του στην υπόθεση υπ’ αριθμό 660/20 ενώπιον του Διοικητικού δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την γραπτή του αγόρευση αναφέρθηκε σε αυτούς τους ισχυρισμούς. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο πατέρας του και ο θείος του έχουν διαφορές που αφορούν μία έκταση γης. Λόγω της διαφοράς αυτής αντιμετώπιζε προβλήματα από τον θείο του, ότι τον είχε δηλητηριάσει στο πόδι στο παρελθόν και για τον κίνδυνο που διατρέχει από τον ίδιο σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν. Πρόκειται επομένως και για ισχυρισμό, ο οποίος έχει ήδη εξεταστεί στα πλαίσια της προγενέστερης αίτησης την οποία υπέβαλε ο Αιτητής για διεθνή προστασία. Επομένως, η κακομεταχείριση που υπέστη από τον θείο του και ο τραυματισμός του στο πόδι, είναι ισχυρισμοί που δεν αποτελούν νέα στοιχεία, εφόσον προβλήθηκαν από τον Αιτητή κατά τα προηγούμενα στάδια της διαδικασίας του αιτήματός του για διεθνή προστασία και συγκεκριμένα με την γραπτή του αγόρευση. Ως εκ τούτου τα όσα αναφέρει ο Αιτητής επί της παρούσας διαδικασίας λήφθηκαν υπόψη  σε προηγούμενη διαδικασία και δόθηκε σε αυτά η ανάλογη βαρύτητα. Επομένως τα όσα εγείρει με το μεταγενέστερο του αίτημα  έχουν ήδη εξεταστεί κριθεί και αποφασιστεί από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στην προσφυγή υπ’ αριθμό 660/20.

Δια ταύτα επαναλαμβάνω, ορθώς, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή του, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

Ούτε ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι οι Καθ' ων η αίτηση όφειλαν να τον καλέσουν σε ακροαματική διαδικασία ή συνέντευξη, ούτως ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να ακουστεί επί της μεταγενέστερης αίτησής του, βρίσκει το παρόν Δικαστήριο σύμφωνο. Με το ίδιο ζήτημα ασχολήθηκε η αδελφή μου δικαστής κας Παπαντωνίου, στην υπόθεση 567/2021, U.A.K. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 30.06.2021, η κατάληξη επί του οποίου με βρίσκει σύμφωνη. Ειδικότερα, με παραπομπή στο άρθρο 43(4) του Νόμου 158(Ι)/1999, κρίθηκε ότι η εκεί Αιτήτρια έθεσε γραπτώς τους ισχυρισμούς της και θα ήταν δυσανάλογο να αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου ότι θα καλούσε την Αιτήτρια σε συνέντευξη, αφού τα όσα κατέγραψε στο έντυπο επανανοίγματος του φακέλου της, δεν θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν τις προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, ώστε να κριθεί παραδεκτό το αίτημα της και να επανανοίξει ο φάκελος της, για να εξεταστούν ουσιαστικά τα στοιχεία και/ή ισχυρισμοί που προέβαλε. Όπως και στην προλεχθείσα υπόθεση, έτσι και στην υπό κρίση, η αρμόδια διοικητική αρχή είχε ενώπιον της τους ισχυρισμούς και τα στοιχεία του Αιτητή, ώστε τελικά η απόφαση που λήφθηκε να είναι το προϊόν εκτίμησης του συνόλου του φακέλου[4]. Ο Αιτητής είχε ασφαλώς γνώση του ιστορικού του αιτήματος του, αφού ο ίδιος είχε αιτηθεί άσυλο, είχε γίνει συνέντευξη, είχε προσφύγει και στο ΔΔΔΠ και τέλος υπέβαλε το επίδικο μεταγενέστερο αίτημα,  έχοντας στη διάθεση του όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και κατέγραψε το αίτημα του για επανάνοιγμα, παραθέτοντας αυτά που ο ίδιος θεωρούσε απαραίτητα, προτού ληφθεί η επίδικη απόφαση, και ως εκ τούτου το δικαίωμα του σε ακρόαση διασφαλίστηκε πλήρως και δεν έχει συνεπώς παραβιαστεί[5].

 

Συνεπακόλουθα, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν τον Αιτητή σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο και προέκυπτε από τη γραπτή μεταγενέστερη αίτηση ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία. Ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογείται το επανάνοιγμα του φακέλου του και η εξέταση της ουσίας του αιτήματός του. θεωρώ ότι ορθά καταγράφεται στο κείμενο της απόφασης ότι η μεταγενέστερη αίτηση του απορρίφθηκε, καθότι δεν πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 16Δ(3)(β) και ότι οι ισχυρισμοί του «δεν αποτελούν υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων, τα οποία, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να τα υποβάλει κατά την προηγούμενη διαδικασία». Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει της επιφύλαξης του εδαφίου 3(α) του άρθρου 16Δ στην περίπτωση που ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.  Ως εκ τούτου απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως του Αιτητή.

Τέλος στο άρθρο 16Δ το οποίο διέπει την αξιολόγηση των μεταγενέστερων αιτημάτων, προβλέπεται ρητά στο εδάφιο (2) ότι «Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.», ενώ ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση μεταγενέστερου αιτήματος και σε έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης μόνο όταν ικανοποιείται ότι πληρούνται οι διατάξεις των εδαφίων (3)(β) (i) και (ii) του άρθρου 16Δ, προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει στην παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω, το άρθρο 13Α στο οποίο παραπέμπει η συνήγορος του Αιτητή και το οποίο εφαρμόζεται κατ' αναλογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16Δ κατά την εξέταση των μεταγενέστερων αιτημάτων, προβλέπει στο εδάφιο (4) ότι «Η μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.». Υπό το φως των ανωτέρω, ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι αποστερήθηκε του δικαιώματός του σε προσωπική συνέντευξη απορρίπτεται.

Σε κάθε περίπτωση όμως και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί  αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες αναγνώρισης καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνουν τη συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν εν δυνάμει την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (Βλ. υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Τέλος, ούτε οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο Αιτητής αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης θεωρώ ότι οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία.

Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή του κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

 Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΔΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 255

[2] Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349.

[3]  σχετικά Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Case of Ireland vThe United Kingdom

(Application no. 5310/71), ημερ. 18.01.1978, παρ.162. 

 

[4] Βλ. Γέροντας Α., «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» , εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 164. 

[5] Βλ. συναφώς Cythomo Pharma Trading Ltd v. Υπουργείου Υγείας κ.α. , υπόθεση αρ. 398/11, απόφαση ημερ. 15/01/14), ECLI:CY:AD:2014:D31


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο