ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 1720/2023

 

22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

L.U.T  από τη Νιγηρία

Αιτήτρια

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ν. Στυλιανού (κα) Δικηγόρος για τον Αιτήτρια.

Μ. Σουρουλλά  (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 25/04/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 08/05/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος και να αναγνωρίζει την Αιτήτρια ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας. Περαιτέρω να αναγνωρίζει ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην Νιγηρία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση  κατά παράβαση των άρθ. 2 και 3 της ΕΣΔΑ .

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 28/4/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα  στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών, κατέχοντας φοιτητική άδεια. Στις 18/04/2023 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 25/04/2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 25/04/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Την 08/05/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας,  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια  αυθημερόν. Στις 07/06/2023 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή .

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δια της δικηγόρου της, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή της Αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης .

Με την απαντητική της αγόρευση η Αιτήτρια προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη κατά παράβαση των άρθρων 26 και 28 του Νόμου 158(ι)/1999.

Η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών που προβάλλονται και αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 8/11/2023 η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα προέβαλε με τις  Γραπτές Αγορεύσεις και η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα επικαλέστηκε με την Ένσταση και τη Γραπτή της Αγόρευση.

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ’ ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Περαιτέρω σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής της  συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, η Αιτήτρια είναι ενήλικη υπήκοος Νιγηρίας, με ημερομηνίας γέννησης στις 17/06/1997 και ως περιοχή καταγωγής, διαμονής και αναχώρησης της, δήλωσε τη πρωτεύουσα Abuja και είναι χριστιανή στο θρήσκευμα . Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε πως είναι απόφοιτη πανεπιστημίου με πτυχίο στην Κοινωνιολογία. Εργάστηκε ως καθαρίστρια σε ξενοδοχείο για 2 χρόνια. Επίσης, ήταν ζαχαροπλάστρια για 7 χρόνια .

 Εγκατέλειψε τη χώρα της στις 15/03/2022 αεροπορικώς και αφίχθηκε στις κατεχόμενες από τη Τουρκία περιοχές της Κύπρου με καθεστώς φοιτητικής άδειας. Εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 27/03/2022 . Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της Ανέφερε ότι στη χώρα της δεν έχει συγγενείς. Συγκεκριμένα ανάφερε ότι ο πατέρας της απεβίωσε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 2005 και η μητέρα της απεβίωσε από ατύχημα το 2021.

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί που αφορά στα προσωπικά  στοιχεία και προφίλ της Αιτήτριας και  έγιναν αποδεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου καθώς ορθά κατά την κρίση της διοίκησης αυτοί  χαρακτηρίζονται  αξιόπιστοι. Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών της ,η Αιτήτρια προσκόμισε επίσημο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής της (διαβατήριο), στο οποίο αναγράφεται ως τόπος γεννήσεως η πόλη Abuja.

Η Αιτήτρια, στο πλαίσιο του αιτήματός της για άσυλο, δήλωσε ότι  εγκατέλειψε την χώρα της ισχυριζόμενη πως οι θείοι της την διώκουν. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως  όταν απεβίωσε ο πατέρας της,(2005) της άφησε περιουσία την οποία οι θείοι της δεν ήθελαν να κληρονομήσει λόγω του φύλου της. Αναφέρει ότι πάντα τσακώνονταν, την χτυπούσαν και την απειλούσαν ότι θα την δολοφονήσουν. Την τελευταία φορά πριν την αναχώρηση από την χώρα καταγωγής της, την χτύπησαν πολύ και την απείλησαν ξανά έτσι αποφάσισε να φύγει .

Αναφορικά με αυτό το μέρος της αιτήματος της, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας  κρίθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου  ως αβάσιμοι και ασαφείς, καθώς αυτοί δεν είχαν την απαιτούμενη επάρκεια λεπτομερειών και συνέπεια μεταξύ τους.

Συγκεκριμένα ερωτηθείσα η Αιτήτρια να δώσει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τις σχέσεις της με τους θείους της πριν αποβιώσει ο πατέρας της, απάντησε ότι ήταν καλές ωστόσο πιστεύει ότι προσποιούνταν. Πρόσθεσε ότι  οι θείοι της έδιωξαν την μητέρα της και την ίδια  από το σπίτι τους και αναγκάστηκαν να ενοικιάζουν διαμέρισμα. Σχετικά με την ισχυριζόμενη δίωξη της ανέφερε ότι οι θείοι της την επισκέπτονταν  στο διαμέρισμα όποτε ήθελαν και την χτυπούσαν. Ερωτηθείσα  πως γνώριζαν οι θείοι της  που έμενε, απάντησε ότι δεν γνωρίζει. Όταν κλήθηκε να αναφέρει εάν η κληρονομιά μεταφέρθηκε στη μητέρα της όταν ο πατέρας της απεβίωσε, απάντησε ότι οι γυναίκες στην παράδοση τους δεν κληρονομούν την περιουσία του πατέρα τους ενώ σε προγενέστερη δήλωση της, ανέφερε ότι ο πατέρας της της άφησε την κληρονομιά.

Περαιτέρω ανέφερε ότι τα έγγραφα που αφορούν την περιουσία του πατέρα της τα πήραν οι θείοι της και από το 2005 αφού πέθανε ο πατέρας της .Όσο αφορά τον πατέρα της αρχικά δήλωσε ότι πέθανε σε αυτοκινητικό δυστύχημα και αργότερα δήλωσε ότι οι θείοι της ,της είπαν ότι σκότωσαν τον πατέρα της και ότι με τον ίδιο τρόπο θα κάνουν και στην ίδια,  ωστόσο  δεν γνώριζε αν τον σκότωσαν. Δεν κατάγγειλε ποτέ στις αρχές ότι κινδυνεύει από τους συγγενείς της και δεν αποτάθηκε ποτέ σε δικηγόρο ώστε να διεκδικήσει την περιουσία που ισχυρίζεται ότι της ανήκει, λόγω των απειλών που δέχτηκε για αυτό αποφάσισε να φύγει. Ερωτηθείσα αν επιθυμεί να πάρει πίσω την εν λόγω περιουσία απάντησε ότι δεν επιθυμεί να διεκδικήσει  τίποτα. Σε ερώτηση γιατί τότε έφυγε από τη χώρα της απάντησε ότι έφυγε γιατί την απειλούσαν. 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που έδωσε η Αιτήτρια  κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις απαντήσεις που έδωσε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της και συντάσσομαι με την θέση   πως ορθά αυτοί κρίθηκαν αναξιόπιστοι.

Καταρχάς η Αιτήτρια δήλωσε ότι από το 2005 έως το 2022 περί τα 15 χρόνια την απειλούν οι θείοι της  να την σκοτώσουν ωστόσο δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί την επισκέπτονταν χωρίς αφορμή εφόσον η ίδια ποτέ δεν προσέφυγε είτε στην αστυνομία ή προώθησε  οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία για να διεκδικήσει την εν λόγω περιουσία. Περαιτέρω πολλές από τις απαντήσεις που έδωσε δεν χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια και είναι αντιφατικές. Ούτε εξήγησε για πιο λόγω θα κινδυνεύσει αν επιστρέψει εφόσον δεν επιθυμεί να διεκδικήσει την περιουσία που ισχυρίζεται ότι ανήκε στο πατέρα της .

 Η Αιτήτρια  δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την  εσωτερική αξιοπιστία της, εξαιτίας των ασαφειών των ανεπαρκών στοιχείων και μη ευλογοφανών δηλώσεων της . Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές, και στην ουσία περιορίστηκε σε ένα αόριστο αφήγημα. Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της  Αιτήτριας δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό και ευλογοφανή περιστατικό και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή(AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία .

Οι ισχυρισμοί της συνηγόρου της Αιτήτριας περί αμέσου κινδύνου που αντιμετώπιζε η  τελευταία από τους θείους της είναι αβάσιμος καθότι η Αιτήτρια βρισκόταν στη χώρα της και διέμενε στο ίδιο μέρος περί τα 17 χρόνια από το 2005 τότε που αρχίσαν οι κατ΄ ισχυρισμό απειλές και επιθέσεις βίας από τους θείους της μέχρι το Μάρτιο του 2022  ωστόσο η Αιτήτρια όχι μόνο δεν αντιμετώπισε θανάσιμο κίνδυνο όπως ισχυρίζεται αλλά ετοίμασε τα απαιτούμενα έγγραφα για να ταξιδέψει με  άδεια φοιτήτριας στις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές της Κύπρου το 2022. 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξής της, η Αιτήτρια, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά της, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία. Στο τέλος της διαδικασία της συνέντευξης υπέγραψε ως ορθά και αληθή τα όσα δήλωσε .

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με την Αιτήτρια όλες τις πτυχές των ισχυρισμών της .

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της  Αιτήτριας ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη, οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα όπως αυτά αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από την Αιτήτρια. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν ουσιαστικά την αίτηση της Αιτήτριας και όλα όσα είχε θέσει η Αιτήτρια  και στάθμισαν και αξιολόγησαν πλήρως τα ενώπιον τους δεδομένα και ουδέποτε ενήργησαν υπό πλάνη.

Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως αυτά τίθενται ενώπιον της προς κρίση. Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει η Αιτήτρια (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). 

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί νομικής και πραγματικής πλάνης ή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πεπλανημένα κριτήρια απορρίπτεται.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, παρά το ότι δεν προβλήθηκε με την αγόρευση της παρά μόνο στην απαντητική αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ’ ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός της.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).».

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της  Αιτήτριας στο προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Εξάλλου οι ισχυρισμοί της ακόμα κι αν  κριθούν αξιόπιστοι δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του άρθρου 3 πιο πάνω .Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό της ορθά απορρίφθηκε.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας,  ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή της, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή της στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της  Αιτήτριας στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο  αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την πρωτεύουσα Abuja.

Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά της απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένo από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Η Υπηρεσία Ασύλου ορθά δεν αποδέχτηκε τον ισχυρισμό της  Αιτήτριας ,καθότι οι δηλώσεις της αξιολογήθηκαν ως ασυνεπείς, αόριστες, ασαφείς και μη ευλογοφανείς για τους λόγους που αναλύθηκαν εκτενώς στην προσβαλλόμενη.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της .

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό της Αιτήτριας  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία της δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή(AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής της  Αιτήτριας στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ’ οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[1]

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο γέννησης και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι την πολιτεία Abuja, το Δικαστήριο  εξέτασε τα στοιχεία του φακέλου τα οποία κρίνει επαρκεί   αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πρωτεύουσα Abuja, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από τις 16/02/2023 έως τις 16/02/2024 στη Federal Capital Territory όπου ανήκει η Abuja καταγράφηκαν 232 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 71 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Βλ. ( ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 16/02/2023-16/02/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions / Remote violence/ Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa - Nigeria- Federal Capital Territory (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 22/02/2024).

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το Μάρτιο του 2023 (3,067,500 κάτοικοι), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.Βλ.City population, 'FEDERAL CAPITAL TERRITORY,  Nigeria, 23/08/2022, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA015__federal_capital_territory/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 22/02/2024).

 

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα  νεαρής ηλικίας, υγιής, υψηλού μορφωτικού επιπέδου και ικανή προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Αναφορικά δε με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας που προβάλλονται για πρώτη φορά στην γραπτή  αγόρευση  περί παραβίασης των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ αυτοί δεν δικογραφούνται. Περαιτέρω δεν προκύπτει οποιοδήποτε στοιχείο στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου που να τεκμηριώνει το εν λόγω ισχυρισμό ούτε έχει ανατραπεί το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας .

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα  η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων.

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο