ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                 Υπόθεση Αρ.: 173/2023

29 Φεβρουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C.L.B.,

από Βιετνάμ

                                                                Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

 Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή:  Ρ. Καλογήρου (κα) για Δ. Πιττάλη (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 09.11.2022 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτησή του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

  

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ, την οποία εγκατέλειψε τον Ιούλιο του 2015 και εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 29.06.2022, καταχώρισε αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας, στις 03.11.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξή του από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 08.11.2022 υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου προς απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, στις 09.11.2022, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 12.01.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 17.11.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση αυτή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής κατά επιγραμματικό τρόπο και χωρίς παράθεση καμίας επιχειρηματολογίας προβάλλει νομικούς ισχυρισμούς περί παραβίασης του κοινοτικού δικαίου, του εθνικού δικαίου και των διεθνών συμβάσεων, περί πλάνης περί τα πράγματα και μη δέουσας έρευνας, περί μη επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας, περί υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας και περί μεροληπτικής απόφασης.  Διατείνεται ακόμη ότι δεν εξετάστηκαν οι λόγοι τους οποίους προέβαλε για να υποστηρίξει το αίτημά του.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή εκδόθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Αποτελεί δε θέση τους ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή διαπιστώνεται ότι αυτή δεν πληροί τα όσα επιτάσσει τόσο ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1], όσο και ο Κανονισμός 8 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, κατά την επιταγή του οποίου η γραπτή αγόρευση οφείλει να παρουσιάζει συνοπτικά τον «σκελετό» των επιχειρημάτων (περίγραμμα επιχειρημάτων) στη βάση μόνο των νομικών σημείων που προτείνονται προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Παρατηρώ επιπλέον συναφώς ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή, ως αυτοί προωθούνται  στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, αναπτύσσονται ως ενιαίο κείμενο χωρίς να υπάρχει σαφής διαχωρισμός των λόγων ακυρώσεως που προωθούνται, αντίθετα προς την επιταγή του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019. Κατά τον Κανονισμό 6, δομικά η αγόρευση πρέπει να χωρίζεται σε παραγράφους -ευκρινώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται- οι οποίες αντιστοιχούν σε κάθε νομικό σημείο που αναφέρονται εύληπτα και συνοπτικά.

 

Πέραν της ως άνω επισήμανσης, είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη η γραπτή αγόρευση του Αιτητή, που ο δικαστικός έλεγχος καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερής. Δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η κατ' υπόθεση εξαγωγή των ισχυρισμών και των λόγων ακυρώσεως που επιδιώκεται να προωθηθούν. Ο Αιτητής οφείλει, δια του συνηγόρου του, να είναι σαφής τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και ως προς την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης στους λόγους που προωθούνται και στους κανόνες δικαίου που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Κατά συνέπεια, οι λόγοι ακυρώσεως ως αυτοί προωθήθηκαν με την προσφυγή του Αιτητή και υιοθετήθηκαν στα πλαίσια της γραπτής του αγόρευσης, χωρίς καμία ωστόσο ανάπτυξη, πάσχουν από προφανή αοριστία και ασάφεια και είναι, ως εκ τούτου ανεπίδεκτοι δικαστικής εξέτασης. Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3].

 

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς, αναιτιολόγητοι και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας[4].

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης αυτής υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου.

 

Εξετάζοντας λοιπόν, τα όσα τέθηκαν ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι οι λόγοι που προέβαλε ο Αιτητής, ως βάση του αιτήματός του δεν άφηναν  περιθώρια διαφορετικής εκτίμησης από τους Καθ' ων η αίτηση.  Ειδικότερα, διαφαίνεται ότι στο πλαίσιο της αίτησής του και στο σημείο κατά το οποίο όφειλε να καταγράψει και να επεξηγήσει λεπτομερώς τους λόγους που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο ίδιος δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα του για να κερδίσει περισσότερα χρήματα και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής του.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι στη χώρα καταγωγής του αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και ότι εγκατέλειψε το Βιετνάμ για να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά του. Ερωτηθείς ως προς τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι θα έχει πρόβλημα στο χωριό του το οποίο είναι ένα φτωχό χωριό και δεν υπάρχουν εργασίες. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του χωρίς να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε πρόβλημα, ενώ ουδέποτε συλλήφθηκε ή κρατήθηκε εκεί.  Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο λειτουργός ασύλου έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία.  Όπως επίσης ο λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Οι ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν από τον Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του κατέτασσαν τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ως οικονομικούς. Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, είναι η εκτίμηση μου ότι παρασχέθηκε στον Αιτητή, κατάλληλη ευκαιρία, κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής του συνέντευξης για να υποβάλει τους ισχυρισμούς του και να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με αυτούς (Βλ. άρθρα 13Α(1) και 13Α(10)του περί Προσφύγων Νόμου).  Παρά την ευκαιρία που του δόθηκε, ουδέν φόβο δίωξης, δεν προέβαλε ούτε απέδειξε.

 

Δεν πρέπει να παροράται ότι, ως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, ο Αιτητής ο οποίος διεκδικεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του. Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.   Οφείλει συνεπώς να θέσει ενώπιον της Διοίκησης συγκεκριμένους ισχυρισμούς και πραγματικά περιστατικά τα οποία στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά του, ο Αιτητής ο οποίος εγκατέλειψε τη χώρα του για σκοπούς εξεύρεσης εργασίας, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα [5].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του τον Ιούλιο του 2015, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 29.06.2022, ήτοι έξι (6) και πλέον έτη μετέπειτα.  Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον Αιτητή, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[6].  Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Βιετνάμ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου Διατάγματος ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[4] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[5] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011

[6] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο