ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1884/22

 

23 Φεβρουαρίου, 2024

 [Μ.ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

H.O.E., από το Καμερούν και τώρα στη Λευκωσία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Α. Ιωαννίδου (κα) για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα) για Κ. Φράγκου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών

Ε. Ηρακλέους (κα) για πιστή μετάφραση από τα Γαλλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας  19/03/22 (του κοινοποιήθηκε 24/03/22) με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη, παράνομη, στερούμενη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 29/05/18. Ακολούθησε η συνέντευξη διαπίστωσης ανηλικότητας/ενηλικότητας του στις 19/10/18, το πόρισμα οδοντιατρικών υπηρεσιών στις 22/10/18 και έκθεση για την ενηλικότητα του Αιτητή στις 31/10/18. Στις 22/11/21 διενεργήθηκε η συνέντευξη του επί της ουσίας του αιτήματος του και στις 16/12/21 συντάχθηκε η έκθεση/εισήγηση. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός ενέκρινε την έκθεση/εισήγηση και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 29/01/22, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο δικηγόρος για τον Αιτητή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε πεπλανημένα, χωρίς δέουσα έρευνα και αναιτιολόγητα. Αναφέρει ότι δεν του επεξηγήθηκαν τα βασικά του δικαιώματα, δηλαδή πως θα μπορούσε να έχει δικηγόρο κατά την διαδικασία συνέντευξης και άλλα δικαιώματα που προνοούνται από την νομοθεσία. Δεν αξιολογήθηκαν οι ισχυρισμοί του εξατομικευμένα, ενώ εισέφερε επαρκείς λεπτομέρειες για τους λόγους που εγκατέλειψε την χώρα του. Σημειώνει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε εντός των χρονικών περιθωρίων που προνοεί η νομοθεσία, καθότι η αίτηση του Αιτητή υποβλήθηκε στις 29/05/18, ενώ η απόφαση λήφθηκε στις 19/03/22, ήτοι περίπου τέσσερα χρόνια μετά. Επίσης, κατά την αξιολόγηση του αιτήματος του δεν λήφθηκε υπόψη η κατάσταση της υγείας του ήτοι ότι νοσεί από Ηπατίτιδα Β΄ και/ή δεν εξετάστηκε καθόλου κατά πόσο παρέχεται ανάλογη θεραπεία κατά την επιστροφή του στο Καμερούν.

 

Ενώ είχε δηλωθεί από τον ίδιο τον Αιτητή ότι είναι ανήλικος όταν ήλθε στην Κύπρο, οι Καθ’ ων η αίτηση αμφισβήτησαν την ανηλικότητα του μέσω οδοντιατρικών εξετάσεων, εύρημα αντίθετο με το πιστοποιητικό γέννησης που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο (με αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας). Μαζί με το πιστοποιητικό γέννησης του, ο Αιτητής προσκόμισε και ένταλμα σύλληψης από τις αρχές του Καμερούν ότι καταζητείται για ανθρωποκτονία από πρόθεση, βαριά σωματική βλάβη και απόπειρα δολοφονίας. Τα εν λόγω έγγραφα δεν τα είχε στην κατοχή του, ενώ τόσο στα πλαίσια της συνέντευξης του όσο και στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας είχε καταβάλει πραγματική προσπάθεια για να τεκμηριώσει την αίτηση και/ή ισχυρισμούς του. Αναφέρει ότι η χώρα καταγωγής του δεν συμπεριλαμβάνεται στον εθνικό κατάλογο με τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας και δεν μπορεί να μετεγκατασταθεί ούτε σε άλλη περιοχή της χώρας, καθότι θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες. Τονίσει, επίσης, ότι δεν του δόθηκε το ευεργέτημα αμφιβολίας αλλά ούτε του αναγνωρίστηκε τουλάχιστον το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Τέλος, η απλή έγκριση σύστασης του λειτουργού από το αρμόδιο όργανο λήψης απόφασης συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τις θέσεις του Αιτητή και υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Αναφέρουν ότι από τα στοιχεία της υπόθεσης προκύπτει ότι ο Αιτητής κρίθηκε ως αναξιόπιστος, αναχώρησε νόμιμα από την χώρα καταγωγής του και δεν αποτελεί γνήσιο αιτούντα άσυλο. Εξάλλου, η ενδοοικογενειακή διαμάχη δεν αποτελεί λόγο παραχώρησης διεθνούς προστασίας, ενώ η φυγοδικία (ότι δολοφόνησε τον θετό του αδελφό) δεν εμπίπτει στο προστατευτικό πλαίσιο της Σύμβασης της Γενεύης.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή που προβάλλονται μέσω του συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής της διαπιστώνω ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών δεν αναπτύσσεται στην Γραπτή Αγόρευση, επομένως, θεωρώ ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι αρκετοί ισχυρισμοί  που καταγράφονται στην Γραπτή Αγόρευση περιορίζονται μόνο στην επανάληψη κανόνων δικαίου και διατάξεων νόμων χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα της υπόθεσης με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Επισημαίνεται δε ότι με βάση τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζονται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο (Βλέπε Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019,(3/2019), επιβάλλεται η υποχρέωση στον αιτητή μέσω του δικηγόρου του να αιτιολογεί πλήρως τους λόγους ακύρωσης. Επομένως, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί τέτοιοι ισχυρισμοί διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε σχετικά, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v.Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva(2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που εγείρονται για πρώτη φορά στην Γραπτή Αγόρευση που δεν έχουν καταγραφεί στο δικόγραφο της προσφυγής (Βλέπε σχετικά Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636). Πρόσθετα θα πρέπει να τονιστεί ότι οι θέσεις του όπως καταγράφονται από τον συνήγορο του στην Γραπτή Αγόρευση δεν χωρίζονται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά ως ο Κανονισμός 6 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019).

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογραφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Είναι ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν οι νενομισμένες διαδικασίες εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή ως ανήλικος. Μέσω ένορκης δήλωσης του ημερομηνίας 10/04/23 (μετά από άδεια του Δικαστηρίου) προσκομίστηκε κατ’ ισχυρισμό πιστοποιητικό γέννησης (με ημερομηνία καταγραφής γέννησης την 06/05/2001) αμφισβητώντας τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δηλαδή κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης του (19/05/18) ήτο ήδη ενήλικας.

 

Το Άρθρο 10 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) υπό τον τίτλο «Ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές», προνοεί στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«10. (1) Σε περίπτωση που ο αιτητής είναι ασυνόδευτος ανήλικος, οι αρχές ενώπιον των οποίων υποβάλλεται η αίτηση ή/και ο αρμόδιος λειτουργός γνωστοποιούν αμέσως την περίπτωση στον Προϊστάμενο που γνωστοποιεί αμέσως την περίπτωση στο Διευθυντή του Τμήματος  Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ο οποίος ενεργεί ως κηδεμόνας του εν λόγω ανηλίκου και λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, δυνάμει του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών, για λογαριασμό και προς το συμφέρον του ανηλίκου.

[…]

(1Β) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το  συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω  Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου  στις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, ώστε να διασφαλίζει  το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, και, οσάκις είναι αναγκαίο, να ασκεί νομική  ικανότητα για λογαριασμό του ασυνόδευτου ανηλίκου ή να διασφαλίζει την Παράρτημα  εκπροσώπηση του ασυνόδευτου ανηλίκου σε δικαστική διαδικασία σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού (Διορισμός Επιτρόπου από το Δικαστήριο ως Αντιπρόσωπος Παιδιού) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2014.

[…]

(1Ζ)(α) Η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να χρησιμοποιεί ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας ασυνόδευτου ανήλικου, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής του, όταν, μετά τις γενικές δηλώσεις ή άλλες συναφείς ενδείξεις, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του αιτητή.  Σε περίπτωση που, μετά την διεξαγωγή της ιατρικής εξέτασης, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για την ηλικία του αιτητή, τότε ο αιτητής θεωρείται ότι είναι ανήλικος.

(β) Οποιαδήποτε ιατρική εξέταση πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του ασυνόδευτου ανήλικου, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα.

(1Η) Σε περίπτωση χρήσης ιατρικών εξετάσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1Ζ), η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-

(α) ο ασυνόδευτος ανήλικος να ενημερώνεται, πριν από την εξέταση της αίτησής του και σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, σχετικά με το ενδεχόμενο προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρικές εξετάσεις∙ η ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο εξετάσεων, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποτελεσμάτων των ιατρικών εξετάσεων στην εξέταση της αίτησης και τον αντίκτυπο της τυχόν άρνησης του ασυνόδευτου ανήλικου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις∙

(β) ο ασυνόδευτος ανήλικος ή/και ο εκπρόσωπός του να συναινούν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας του ασυνόδευτου ανήλικου∙ και

[…]

(2B) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζει ότι ασυνόδευτοι ανήλικοι αιτητές, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους έως τη στιγμή που υποχρεούνται να εγκαταλείψουν τις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, φιλοξενούνται-

[…]

(γ) σε κέντρα φιλοξενίας με ειδικές ρυθμίσεις για ανηλίκους, τα οποία δεν φιλοξενούν ενήλικες και τα οποία λειτουργούν υπό την αρμοδιότητα και εποπτεία του εν λόγω Διευθυντή· ή

(δ) σε κέντρα φιλοξενίας για ενήλικους αιτητές, εφόσον οι ασυνόδευτοι είναι δεκαέξι (16) ετών ή άνω και ο Προϊστάμενος συμφωνεί προς τούτο ενεργώντας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΙΣΤ∙ ή

(ε) σε άλλου είδους καταλύματα κατάλληλα για ανηλίκους.

[…]»

 

Καταρχάς, ως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (στο εξής ΔΦ) μέχρι το σημείο της συνέντευξης επί της ουσίας του αιτήματος ασύλου του Αιτητή (22/11/21), η Υπηρεσία Ασύλου τον μεταχειρίστηκε ως ανήλικο πρόσωπο στη βάση της ημερομηνίας γέννησης που ο ίδιος δήλωσε. Με την αίτηση του δεν υπέβαλε κανένα έγγραφο ταυτοποίησης που να επιβεβαιώνεται η ηλικία του – ως η ημερομηνία καταγραφής του ήτοι 06/05/2001. Εξήλθε δε της χώρας του αεροπορικώς, μέσω αεροδρομίου Douala, Καμερούν προς Τυνησία, από εκεί προς Κωνσταντινούπολη και κατέληξε Erkan (μη αναγνωρισμένο αερολιμένα - μη ελεγχόμενο από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας) με την χρήση διαβατηρίου – που ουδέποτε προσκόμισε (ερυθρά 17-15, 6-4 ΔΦ). Η επιστολή ημερομηνίας 16/10/18 του «Hope For Children» (που αποτελεί ανεξάρτητο μη κυβερνητικό οργανισμό που προσέφερε διαμονή στον Αιτητή υπό την ιδιότητα του ως ανήλικος ) καταγράφει αμφιβολίες ως προς την ανηλικότητα του (ερυθρά 41-40 ΔΦ). Επιπλέον, η έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας (ερυθρά 27-25, 44-42 ΔΦ) καταγράφει, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«Μέσα από την συνεργασία του αναφερόμενου με την αρμόδιο Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, αλλά και από πληροφορίες από τους Λειτουργούς της Στέγης όπου διαμένει προκύπτουν αμφιβολίες όσον αφορά την πραγματική του ηλικία. Ο αναφερόμενος εμφανησιακά δείχνει μεγαλύτερος από την ηλικία που έχει δηλώσει. Φαίνεται να διαθέτει ένα ώριμο και συγκροτημένο τρόπο σκέψης, χωρίς να παρουσιάζει οποιαδήποτε παρορμητικότητα και αυθορμητισμό που παρατηρείται στην εφηβική ηλικία.

 

Επιπλέον ο αναφερόμενος επιδιώκει την επαφή με τους λειτουργούς της Στέγης όχι γιατί χρειάζεται καθοδήγηση από κάποιον ενήλικα ή γιατί επιζητά ασφάλεια και φροντίδα από αυτούς αλλά για την ανταλλαγή πληροφοριών και απόψεων για διάφορα θέματα της καθημερινότητας. Αυτό παραπέμπει κυρίως στην ανάγκη δημιουργίας μιας σχέσης μεταξύ συνομηλίκων και όχι στη δημιουργία σχέσης μεταξύ ανηλίκου και του ενηλίκου φροντιστή του»

 

Ακολούθως,  η Υπηρεσία Ασύλου στην παρουσία λειτουργού Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (ως κηδεμόνα του Αιτητή) διενήργησε συνέντευξη προσδιορισμού ηλικίας (του παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα στην Γαλλική) (ερυθρά 39-33 ΔΦ). Με το πέρας της συνέντευξης εντοπίστηκαν επιπλέον λόγοι που δικαιολογούσαν την παραπομπή του σε περαιτέρω εξετάσεις (ιατρικές) προσδιορισμού ηλικίας. Μετά την συγκατάθεση του Αιτητή (ερυθρό 28 ΔΦ) διενεργήθηκαν ιατρικές εξετάσεις όπου διαπιστώθηκε ότι είναι πρόσωπο ενήλικο και/ή τουλάχιστον 19-20 ετών (ερυθρά 48-45 ΔΦ). Ακολούθησε σχετική έκθεση ημερομηνίας 31/10/18 η οποία εγκρίθηκε και αποφασίστηκε ότι ο Αιτητής αποτελεί ενήλικο πρόσωπο (ερυθρά 50-49 ΔΦ).

 

Σε αυτό το σημείο το Δικαστήριο, στα πλαίσια των εξουσιών του[1], προβαίνει σε αξιολόγηση του προσκομισθέντος εγγράφου (με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο στο εξής «ΕΥΥΑ») τόσο σε συνάρτηση με τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου (επί της ανηλικότητας του) όσο και του περιεχόμενου/συμβατότητας του με τις δηλώσεις του ίδιου Αιτητή και/ή των υπόλοιπων στοιχείων του φακέλου του. Λαμβάνονται, επίσης, δεόντως υπόψη (α) η συνάφειά του με το αίτημα ασύλου, (β) η ύπαρξη του τύπου εγγράφων σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) ακρίβεια/λεπτομέρειες εγγράφου, (δ)  εάν αποτελούν άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (ε) τον τύπο/τυποποιημένη μορφή ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς/αυθεντικότητας του, (στ) τη φύση/μορφή του, και (ζ) τον συντάκτη του[2].

 

Η αποδοχή της προσκομισθείσας μαρτυρίας του Αιτητή συναρτάται άμεσα με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που υποδεικνύει[3] και το επίπεδο από­δειξης συνίσταται στη στάθμιση των πιθανοτήτων σε συνδυασμό, κατά περίπτωση, με το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Αποκλίνει, δηλαδή, ο τρόπος αξιολόγησης εγγράφων που προσκομίζονται από τους αιτούντες άσυλο από τους βασικούς κανόνες του δικαίου απόδειξης[4], καθότι σύμφωνα και με το Άρθρο 4 (1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (στο εξής «ΟΕΑΑ» (αναδιατύπωση), δεν υπάρχει γενική απαίτηση να τεκμηριώνονται όλες οι πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος με έγγραφα ή άλλες απο­δείξεις[5]. Ως εκ τούτου, από τις αρχές που ήδη αναφέρθηκαν μπορεί να συναχθεί ότι η αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας πρέπει να βασίζεται στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων – ήτοι συνδυασμού τόσο των δηλώσεων όσο και εγγράφων του αιτούντος[6].

 

Καταρχάς, από την ένορκη δήλωση του Αιτητή ημερομηνίας 10/04/23 δεν προκύπτει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την μη προσκόμιση του κατ’ ισχυρισμό πιστοποιητικού γέννησης κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου του ή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας[7]. Ενώ είχε ρητά ενημερωθεί από την Υπηρεσία Ασύλου ότι είχε κριθεί ενήλικος σε προγενέστερο στάδιο της κυρίως συνέντευξης του για την ουσία του αιτήματος του ήδη από το 2018 (ερυθρά 51 ΔΦ), δεν ζήτησε μετέπειτα και/ή μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο που να δεικνύει την ημερομηνία γέννησης του. Ούτε όταν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία επί αυτού του ζητήματος έπεισε το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια και την αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Σε ερωτήματα τόσο του συνηγόρου που εκπροσωπεί τους Καθ’ ων η αίτηση όσο και του Δικαστηρίου σε σχέση με τις περιστάσεις ταξιδίου του, εξασφάλισης ταξιδιωτικών εγγράφων (που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα στοιχεία ταυτοποίησης του) και του προσκομισθέντος πιστοποιητικού γέννησης του υπέπεσε σε αντιφάσεις, ανακρίβειες και μη ευλογοφανείς και/ή συγκεχυμένες απαντήσεις ήτοι:

- ανέφερε ότι τα διαβατήρια που ταξίδεψε του τα ετοίμασαν τρίτα πρόσωπα επειδή ήταν ανήλικος και δεν είχε εμπλοκή στην έκδοση τους,

- σε διαφορετικά σημεία κατά την δικαστική διαδικασία εξέτασης ανέφερε ότι τα εξέδωσαν στο όνομα του, αλλού ότι ήταν σε ψεύτικο όνομα, ενώ στη συνέντευξη επί της ουσίας του αιτήματος του δήλωσε ότι εκδόθηκαν στο όνομα του και ήτο αυθεντικό το διαβατήριο που χρησιμοποίησε και κατέληξε στην Κύπρο (ερυθρά  80 ΔΦ),

- σε άλλη ερώτηση, απάντησε ότι είχε συλληφθεί στο αεροδρόμιο του Καμερούν, αλλά ο ιερέας που τον βοήθησε μίλησε στους φρουρούς και τον άφησαν να περάσει,

- ότι χρησιμοποίησε διαφορετικό διαβατήριο για την μετακίνηση του από το Καμερούν-Τυνησία και άλλο από Τυνησία-Κωνσταντινούπολη-Erkan,

- αναφορικά με το πιστοποιητικό γέννησης του υποστήριξε ότι δεν τον ενημέρωσαν στην Υπηρεσία Ασύλου να προσκομίσει αποδεικτικά έγγραφα, ισχυρισμός που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθότι του είχε επισημανθεί ότι μπορούσε να υποβάλει οποιεσδήποτε πληροφορίες, έγγραφα ή αποδείξεις σε σχέση με το αίτημα του (ερυθρά  81, 80, 50, 51, 42, 39-33 ΔΦ),

- ο ίδιος ανέφερε ότι του υπέδειξε ο δικηγόρος του να εξεύρει στοιχεία που να υποδεικνύουν την ανηλικότητα του και ότι πλήρωσε «κάποιο» αξιωματούχο για να του προσκομίσει το πιστοποιητικό γέννησης του – περίπου 6 έτη μετά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του,

- από έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης διαπιστώνεται ότι κάποιες πληροφορίες επί του εγγράφου που προσκομίστηκε επιβεβαιώνονται (λ.χ. το όνομα του Αντιδημάρχου Henri Monney Mbedi[8] εμφάνιση του ενσήμου των 500 φράγκων πάνω στο προσκομισθέν έγγραφο[9], κλινική Perseverence εντοπίστηκε στο χάρτη (googlemaps), εμφάνιση του εγγράφου είναι όμοια με δείγμα πιστοποιητικού γέννησης που εμφανίζεται στον ιστότοπο της Yaounde[10]) Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο εξασφαλίστηκε και ο τρόπος έκδοσης του[11] δημιουργούν σοβαρούς λόγους αμφισβήτησης της αυθεντικότητας του και με βάση τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης και λαμβάνοντας υπόψη ότι η αίτηση ασύλου αξιολογείται συνολικά[12] μέσω  δηλώσεων και εγγράφων, διαπιστώνεται ότι παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυ­ρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών Αιτητή και ο ίδιος δεν έχει παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις των προβαλλόμενων ανακριβειών των δηλώσεων του[13]. Συνεπώς, το κατ’ ισχυρισμό πιστοποιητικό γέννησης που προσκόμισε δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, δεν έχουν ανατραπεί τα ευρήματα των αρμόδιων αρχών για την ενηλικότητα του και η διαδικασία εξέτασης αίτησης ασύλου του υπό την ιδιότητα του ως ενήλικο πρόσωπο ήταν σύμφωνη με τις διατάξεις της νομοθεσίας. Ομοίως το κατ’ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης που επισυνάπτει στην ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 10/04/23 δεν πληροί τις πιο πάνω προϋποθέσεις οδηγίας, νομολογίας και σχετικών κατευθυντήριων οδηγών. Ανάλυση του, όμως, θα διενεργηθεί κατωτέρω στα πλαίσια της ουσίας του αιτήματος του.

 

Απορρίπτεται και η θέση για αποχή άσκησης αρμοδιότητας αποφασίζοντος οργάνου που εγείρεται, ελλιπώς, μέσω της Γραπτής Αγόρευσης Αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από τον κύριο Α. Γεωργιάδη, ο οποίος είναι εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών όπως εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας με εξουσιοδότηση ημερομηνίας 13/10/20 - ερυθρό 107 ΔΦ (η οποία είναι σε πλήρη σύμπνοια με το Άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000). Προς αυτόν είχε προωθηθεί το «Recommendation Report»  του λειτουργού της ΕΥΥΑ για έγκριση, ο οποίος ενέκρινε την σχετική εισήγηση/έκθεση και δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι δεν μελέτησε την αίτηση, τα σχετικά στοιχεία της υπόθεσης και τις αιτιάσεις του Αιτητή προτού λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση. Με μονογραφή του, σφραγίδα του ονόματός του, ημερομηνία και τη σχετική ένδειξη «Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης εγκρίνεται», τεκμαίρεται ότι συμφώνησε προς όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του στην λεπτομερή εισήγηση μετά από εξέτασή τους. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί αυτή η ενέργεια ως απεμπόληση εξουσίας του να αποφασίζει και η έγκριση της απόρριψης της αίτησης ασύλου του Αιτητή ενσωματώνει στην ουσία και την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού ΕΥΥΑ (Βλέπε Υπόθ.Αρ.577/20,D.Sv. Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ.28/09/2020, Υποθ.Αρ.140/10, Ευθύμιος Πρέζας v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/01/2011). Σε σχέση δε με παρόμοιο ζήτημα στην Υποθ.Αρ.1360/15, Tuong v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 28/02/2019, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Κρίνω ότι, κανείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν ευσταθεί. Καταρχήν, μέσα από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης-Τεκμήριο 1 ενώπιον του Δικαστηρίου, σαφώς προκύπτει ότι, η αιτήτρια έτυχε, όντως, συνέντευξης στις 10.9.2015 από συγκεκριμένο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, στα πλαίσια εξέτασης του αιτήματος της  για χορήγηση διεθνούς προστασίας. Η έκθεση- εισήγηση του εν λόγω λειτουργού ανευρίσκεται στο Τεκμήριο 1 (εκεί αρ. 42-40) και είναι πλήρως αιτιολογημένη. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε, στις 14.9.2015, την εισήγηση του λειτουργού (βλ. Τεκμήριο 1, αρ. 42 εκεί σφραγίδα με την φράση «Υπηρεσία Ασύλου Η εισήγηση σας για απόρριψη της αίτησης ασύλου εγκρίνεται», και χειρογράφως υπογραφή και ημερομηνία), υιοθετώντας με αυτό τον τρόπο και την αιτιολογία της εισήγησης του λειτουργού πλέον ως δική του, κάτι επιτρεπτό από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση έκθεσης καθιστά την αιτιολογία της τελευταίας μέρος της απόφασης (βλ. Κατσούρα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1728Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929-1959)σελ. 193). Η εισήγηση, ως προκύπτει από το κείμενο αυτής, με σαφείς παραπομπές και στη συνέντευξη της αιτήτριας, ήταν αποτέλεσμα έρευνας όλων των ουσιωδών για την υπόθεση στοιχείων, ενώ το τελικό εύρημα του λειτουργού και συνακόλουθα του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ότι, η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει δικαιολογημένο φόβο δίωξης, ούτε από οποιοδήποτε στοιχείο ή ισχυρισμό της προκύπτει κάτι τέτοιο και, συνεπώς, δεν μπορεί να της αναγνωριστεί η ιδιότητα του Πρόσφυγα, όχι μόνο φαίνεται εύλογο, αλλά, κρίνω, ότι είναι ορθό.»

Αναφορικά με την καθυστέρηση εξέτασης ασύλου του Αιτητή, πράγματι διαπιστώνεται από τα στοιχεία του φακέλου ότι η συνέντευξη του διενεργήθηκε με καθυστέρηση ήτοι περίπου τέσσερα χρόνια μετά την υποβολή αίτησης ασύλου. Το  σχετικό Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000)  προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει επί αυτού του σημείου, τα ακόλουθα:

 

«Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

13.-(1) Κατά την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, ο αρμόδιος λειτουργός εξετάζει την αίτηση και προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, εκτός στις περιπτώσεις όπου τέτοια συνέντευξη δυνατό να έχει ήδη πραγματοποιηθεί δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 12Δ.

[…]

(5) Η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, με την επιφύλαξη της διασφάλισης της κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

(6)(α) Με την επιφύλαξη των παραγράφων (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, η Υπηρεσία Ασύλου εξασφαλίζει ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ολοκληρώνεται εντός έξι (6) μηνών από την κατάθεση της αίτησης, είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο είτε ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος δεν μπορεί να λάβει απόφαση εντός εξαμήνου από την κατάθεση της αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου έχει υποχρέωση-

(i) Να ενημερώνει τον αιτητή σχετικά με την καθυστέρηση∙ και

(ii) να του παρέχει, κατόπιν αιτήματός του,  πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του.

[…]

(7) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (6), ο Προϊστάμενος δύναται να παρατείνει την προθεσμία των έξι (6) μηνών που ορίζεται στο εν λόγω εδάφιο, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από εννέα (9) επιπλέον μήνες, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν ανακύπτουν περίπλοκα ουσιαστικά ή/και νομικά ζητήματα·

(β) μεγάλος αριθμός υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών αιτούνται ταυτόχρονα διεθνή προστασία, γεγονός που καθιστά στην πράξη πολύ δύσκολη την ολοκλήρωση της διαδικασίας εντός της προθεσμίας των έξι (6) μηνών·

[…]

(8) Κατ’ εξαίρεση, η Υπηρεσία Ασύλου, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις, δύναται να υπερβαίνει την προθεσμία που ορίζεται στο εδάφιο (7) κατά  τρεις (3) μήνες το πολύ, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο από τον Προϊστάμενο για την κατάλληλη και πλήρη εξέταση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].

(9) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 18Α και με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 19, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει την αναβολή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εξέτασης αίτησης, στην περίπτωση που δεν μπορεί εύλογα να  αναμένεται από την Υπηρεσία Ασύλου να λάβει απόφαση επί αίτησης εντός των χρονικών πλαισίων που αναφέρονται στα εδάφια (6), (7) και

[…]

(10) Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης. [Σ.Σ: Το παρόν εδάφιο τίθεται σε ισχύ κατά την 20ή Ιουλίου 2018. Βλ. Υποσημείωση αρ. 36(3) του Ν. 106(Ι)/2016].»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Με βάση το πιο πάνω άρθρο του Νόμου κρίνω ότι οι προθεσμίες που ορίζονται σε αυτό δεν είναι ανατρεπτικές, αλλά ενδεικτικές. Ο Νόμος δεν ορίζει ρητά ότι οι προθεσμίες του 6μήνου, 9μηνού με ολόκληρο χρονικό πλαίσιο ολοκλήρωσης της εξέτασης της αίτησης εντός 21 μηνών είναι ανατρεπτικές, ότι δηλαδή συνεπάγεται σε ακυρότητα της όλης διοικητικής ενέργειας και διοικητικής πράξης η οποία εκδίδεται μετά την εκπνοή της. Οπότε η παραβίαση της δεν οδηγεί αυτόματα σε ακυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο νομοθέτης αν ήθελε να είναι η προθεσμία ανατρεπτική, θα το όριζε ρητά.  Όμως λόγω της φύσης των υποθέσεων αυτών, ο νομοθέτης θέλησε να περιορίσει το χρόνο, χωρίς όμως να καθιστά προθεσμία ανατρεπτική, αυτό ενισχύεται και από την τελευταία παράγραφο του άρθρου που ορίζει ότι «Σε κάθε περίπτωση, η Υπηρεσία Ασύλου ολοκληρώνει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης το αργότερο εντός εικοσιένα (21) μηνών από την κατάθεση της αίτησης.» (Βλέπε σχετικά Α.Ε. 67/08 Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd, ημερ.10/01/2011). Στην προκειμένη περίπτωση αν και υπάρχει υπέρβαση του χρόνου, εντούτοις ο χρόνος αυτός δεν είναι υπέρμετρος καθότι υπήρχαν ιδιαίτερες περιστάσεις και επιπλέον ενέργειες που έπρεπε να ολοκληρωθούν από τις αρμόδιες αρχές, όπως διακρίβωση της ηλικίας του Αιτητή προτού διενεργηθεί συνέντευξη επί της ουσίας του αιτήματος του. Εξάλλου, δεν φαίνεται να επίδρασε αυτή η καθυστέρηση στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της έκδοσης της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999). Ούτε ο Αιτητής έχει καταδείξει με ποιο τρόπο έχουν επηρεαστεί τα συνταγματικά δικαιώματα του και/ή τα δικαιώματα του που απορρέουν από την σχετική νομοθεσία από την έστω καθυστερημένη έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης (Βλέπε Υπόθ. Αρ. 1458/2009 Postolachi Konstantin ν. Κυπριακής Δημοκρατίας δια Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ.25/02/2011). Πέραν τούτου στο ίδιο το άρθρο αναφέρεται ότι και ο ίδιος ο αιτών κατόπιν αιτήματός του στον Προϊστάμενο μπορεί να του παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με τους λόγους της καθυστέρησης και το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο αναμένεται η απόφαση επί της αίτησής του. Χωρίς να μεταφέρεται βέβαια το βάρος ενημέρωσης σχετικά με την πορεία της αίτησης στον Αιτητή είναι προφανές ότι ούτε ο ίδιος ενδιαφέρθηκε για την πορεία της αίτησης του. Ούτε η παράλειψη ενημέρωσης του για την πορεία της αίτησης δεν επιφέρει και/ή έχει υποδείξει να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα του καθότι έχει δικαίωμα παραμονής και παροχής σε αυτόν υλικές συνθήκες και δικαιώματα υποδοχής (νοουμένου ότι δεν έχει επαρκείς πόρους) μέχρι να εξετασθεί το αίτημα του. Η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), επίσης, Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3η έκδ. σελ. 212-219.) Σύμφωνα δε και με την Ανδρέας Τρύφωνος κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Εφόρου Επίσημου Παραλήπτη, (2009) 4 Α.Α.Δ. 1137:

 

« [...]

Έχει όμως νομολογηθεί ότι η παράβαση τύπου διακρίνεται σε ουσιώδη και μη, η δε κρίση κατά πόσο είναι ουσιώδης ή μη ανήκει στο Δικαστήριο, τα δε λαμβανόμενα κριτήρια για το σχηματισμό αυτής της κρίσης σχετίζονται με τη σημασία που έχει η διαδικαστική ενέργεια ή η παράλειψη αναφορικά με την προστασία του διοικούμενου, την καλή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης και το δικαστικό έλεγχο της πράξης (δέστε το σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 125-127, παρ. 499-500).  Στην υπόθεση Παπαλούκας ν. Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 656, σελ. 663-665, αναφέρεται ότι η γενική αρχή του διοικητικού δικαίου είναι ότι:

 

 «... η παράβαση διατεταγμένου τύπου (ή τυπικής διατάξεως) επάγεται την ακυρότητα της πράξεως μόνο εφόσον ήθελε θεωρηθεί ότι, στην υπό εξέταση συγκεκριμένη περίπτωση, ο τύπος ο οποίος δεν τηρήθηκε ήταν ουσιώδης.  Αν δεν ήταν ουσιώδης, η πράξη δεν υπόκειται σε ακύρωση, παρά την παράβαση.  Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από το εξ αντικειμένου ουσιώδες του τύπου, αν διαπιστωθεί ότι η παράβαση του δεν είχε δυσμενείς επιπτώσεις για το διοικούμενο, τότε, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης περίπτωσης αυτός θεωρείται επουσιώδης με αποτέλεσμα η παράβαση του να μην επάγεται την ακυρότητα της πράξεως.».

 

Ως προς τον ισχυρισμό του περί μη πληροφόρησης του για παρουσία δικηγόρου κατά την συνέντευξη, από το πρακτικό στης συνέντευξης ή από το φάκελο δεν προκύπτει ξεκάθαρα η ενημέρωση του για παρουσία δικηγόρου κατά την συνέντευξη. Το σχετικό Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) δεν επιβάλλει, όμως, τέτοια υποχρέωση στην Υπηρεσία Ασύλου. Αυτό το οποίο αναφέρεται στο σχετικό άρθρο του Νόμου είναι ότι ο δικηγόρος ή ο νομικός σύμβουλος του Αιτητή, ο οποίος μπορεί να παρευρίσκεται κατά την προσωπική συνέντευξη επιτρέπεται να παρεμβαίνει μόνο στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης και ότι ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του Αιτητή, ανεξαρτήτως αν ο Αιτητής εκπροσωπείται από δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. Επιπλέον, στο ίδιο το άρθρο του Νόμου επιβάλλεται όπως ο Προϊστάμενος μεριμνά για την παροχή δωρεάν νομικών και διαδικαστικών πληροφοριών στους αιτητές,  μετά από αίτημα του ενδιαφερόμενου προσώπου, κατά τον τύπο που αποφασίζεται από τον Προϊστάμενο και ότι ο Αιτητής, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, έχει δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή από νομικό σύμβουλο. Η τυχόν παράλειψη ενημέρωσης του Αιτητή για το δικαίωμα νομικής εκπροσώπησης του στη συνέντευξη κρίνω ότι δεν επιφέρει και/ή δεν έχει υποδείξει ο Αιτητής να επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια στα δικαιώματα του. Η όποια παράλειψη της διοίκησης επί αυτού του σημείου δεν αποτελεί παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, ούτε μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης καθότι αυτή δεν επιδρά ουσιαστικά στο περιεχόμενο της πράξης (Βλέπε σχετικά Άρθρο 13 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 έως 2020 (Ν.158(I)/1999), επίσης Σ. Δεληκωστόπουλου: «Η παράβασις ουσιώδους Τύπου ως Λόγος Ακυρώσεως Διοικητικών Πράξεων» (1970), καθώς και στις υποθέσεις Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2533 και Ζησίμου Χατζηττοφή ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 1851, περαιτέρω, το όλο θέμα πραγματεύεται στο σύγγραμμα του ο Μ. Δ. Στασινόπουλος: «Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών» 3ηέκδοση σελ. 212-219) Εξάλλου, η Υπηρεσία Ασύλου με την υποβολή αίτησης ασύλου παρέχει στην διάθεση των αιτητών ασύλου σχετικό ενημερωτικό φυλλάδιο με όλες τις αναγκαίες πληροφορίες ως το σχετικό Άρθρο 9 Α του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε από το περιεχόμενο του φακέλου του προκύπτει ο Αιτητής να ζήτησε παρουσία δικηγόρου και του αποστερήθηκε αυτό το δικαίωμα.

 

Σε κάθε περίπτωση το ίδιο το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2020, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης του Αιτητή και των στοιχείων του ΔΦ σε συνδυασμό με τους λοιπούς λόγους ακύρωσης που επικεντρώνονται στην έλλειψη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ο Αιτητής δήλωσε κατά την υποβολή της αίτησης του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, διότι η δεύτερη σύζυγος του πατέρα του έστελνε τον γιο της να τον κακοποιήσει και στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του ο γιος της μητριάς του πέθανε. Τότε ο Αιτητής αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, διότι η μητριά του ήθελε τη ζωή του σε αντάλλαγμα της ζωής του γιου της. Κατά τη συνέντευξη, επιβεβαίωσε τα προσωπικά του στοιχεία, ότι δεν γνώρισε και δεν γνωρίζει τους βιολογικούς γονείς του και μεγάλωσε με θετούς γονείς και δύο θετούς αδελφούς. Δήλωσε ότι διέκοψε το σχολείο όταν βρισκόταν στην 5η τάξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Στα πλαίσια ελεύθερης αφήγησής του ανέφερε ότι η μητριά του τού φερόταν άσχημα από μικρή ηλικία και ο αδελφός του τον χτυπούσε. Μία μέρα που ο θετός του αδελφός επιχείρησε να τον χτυπήσει εκείνος αμύνθηκε σπρώχνοντάς τον και εκείνος πέφτοντας χτύπησε στο κεφάλι του και πέθανε. Μετά το περιστατικό αυτό απευθύνθηκε στον πατέρα Αντόνιο για βοήθεια κι εκείνος τον βοήθησε να ταξιδέψει για την Τυνησία. Δεν σκέφτηκε να απευθυνθεί στην Αστυνομία, διότι θα ήταν ο λόγος του εναντίον του λόγου της μητριάς του για τα όσα συνέβησαν. Ερωτώμενος για το αν θα μπορεί να επιστρέψει στη Yaounde και να ζήσει με ασφάλεια απάντησε αρνητικά ότι εγκατέλειψε το σχολείο και δεν έχει κανένα. Σε περίπτωση επιστροφής του δεν ξέρει σε ποιον θα απευθυνθεί, διότι οι μόνοι που γνώριζε ήταν οι γονείς του κι αυτοί απεβίωσαν.

 

Η ταυτότητα, η χώρα καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 103 - 102 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως ο ισχυρισμός του ότι κακοποιήθηκε από την μητριά του και ότι ο αδελφός του απεβίωσε μετά από μεταξύ τους συμπλοκή. Αυτό το μέρος της ιστορίας του παρουσίαζε έλλειψη λεπτομερειών, ασάφειες και αοριστίες (ερυθρό 102 - 101 ΔΦ) ειδικότερα, ο Αιτητής:

-       δεν ήταν επαρκώς αναλυτικός στα περιστατικά κακοποίησης την οποία υπέστη από τη μηριά του μετά τον θάνατο του αδελφού του,

-       δεν υπήρξε συγκεκριμένος  και λεπτομερής όταν αναφέρθηκε στο περιστατικό το οποίο έλαβε χώρα μεταξύ εκείνου και του θετού του αδελφού,

-       υπήρξε γενικόλογος σε ό,τι αφορά τους λόγους για τους οποίους η μητριά του έστελνε τον αδελφό του να τον ξυλοκοπά,

-       δεν απευθύνθηκε ποτέ στις Αρχές της χώρας του για προστασία,

-       ήταν γενικόλογος και ασαφής περιγράφοντας τη σχέση μεταξύ των δύο συζύγων του πατέρα του, της θετής του μητέρας και της μητριάς του,

-       επίσης γενικόλογος ήταν για τους λόγους τους οποίους η μητριά του τον κακοποιούσε και/ή με ποιον τρόπο τον απειλούσε.

Προς ενίσχυση του ισχυρισμού του αναφορικά με το ατύχημα που οδήγησε στον θάνατο του αδελφού του, κατά την δικαστική διαδικασία ο Αιτητής με την ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 10/04/23 επισυνάπτει κατ’ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης. Ομοίως, όπως καταγράφεται ως η ανωτέρω ανάλυση (με βάση την Οδηγία, κατευθυντήριες οδηγίες και νομολογία[14] που λήφθηκε υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης του κατ’ ισχυρισμό πιστοποιητικού γέννησης) το εν λόγω έγγραφο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για αριθμό λόγων, ήτοι:

-       από την ένορκη δήλωση του Αιτητή ημερομηνίας 10/04/23 δεν προκύπτει κανένας λόγος που να δικαιολογεί την μη προσκόμιση του κατά την υποβολή της αίτησης ασύλου του ή σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας[15] ενώ φέρει ημερομηνία 18/08/17 (προσκομίστηκε 6 έτη μετά),

-       όταν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία επί αυτού του ζητήματος, στα πλαίσια αντεξέτασης που έτυχε από τον συνήγορο των Καθ’ ων η αίτηση, δεν έπεισε το Δικαστήριο για την ειλικρίνεια και αξιοπιστία των ισχυρισμών του,

-       μη ευλογοφανής είναι η δήλωση του ότι ενώ εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του ημερομηνίας 18/08/17, κατάφερε να διαφύγει τον 10ο/2017 με χρήση διαβατηρίου,

-       μη αληθοφανής είναι ο ισχυρισμός του ότι τον σταμάτησαν στο αεροδρόμιο του Καμερούν, αλλά ιερέας που τον βοήθησε μίλησε στους φρουρούς και τον άφησαν να περάσει, (ενώ είχε ήδη εκδοθεί ένταλμα σύλληψης εναντίον του βάσει της ημερομηνίας που αναγράφεται σε αυτό)

-       υπέπεσε σε χρονολογικές αντιφάσεις αναφορικά με το χρόνο που εν τέλει εγκατέλειψε την χώρα του. Σε ερωτήματα τόσο του συνηγόρου που εκπροσωπεί τους Καθ’ ων η αίτηση όσο και του Δικαστηρίου σε σχέση με τις περιστάσεις ταξιδίου του, εξασφάλισης ταξιδιωτικών εγγράφων (που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τα στοιχεία ταυτοποίησης του) υπέπεσε σε αντιφάσεις, ανακρίβειες και μη ευλογοφανείς και/ή συγκεχυμένες απαντήσεις (όπως αναλύεται στην ανωτέρω ανάλυση επί του πιστοποιητικού γέννησης),

-       αναληθής είναι και η θέση του ότι δεν τον ενημέρωσαν στην Υπηρεσία Ασύλου να προσκομίσει αποδεικτικά έγγραφα, καθότι του είχε επισημανθεί ότι μπορούσε να υποβάλει οποιεσδήποτε πληροφορίες, έγγραφα ή αποδείξεις σε σχέση με το αίτημα του (ερυθρά  81, 80, 50, 51, 42, 39-33 ΔΦ),

-       ανεπαρκής ήταν και οι απαντήσεις του σε σχέση με τον τρόπο εξασφάλισης του εγγράφου, περίπου 6 έτη μετά την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος του.

Από έρευνα του Δικαστηρίου σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνονται κάποιες πληροφορίες επί του εγγράφου[16], αλλά δεν βρέθηκαν αξιόπιστες πηγές που να περιέχουν πρότυπο του avis de recherche (ως το προσκομισθέν έγγραφο) αλλά άρθρα που αναφέρονται στο avis derecherche[17]. Στο πιο πρόσφατο η φωτογραφία του avis derecherche αφορά την περιοχή Yaounde και υπάρχει φωτογραφία του εγγράφου[18]. Επιπλέον, δεν εντοπίστηκε το όνομα Jean Marc Nsagsa, commissaire de Police ήτοι το όνομα υπογράφοντος επί του εγγράφου που προσκομίστηκε.

 

Μετά δε από συνολική αξιολόγηση της γενικότερης αξιοπιστίας του Αιτητή[19] των όσων τέθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου υπό μορφή εγγράφων και δηλώσεων του κατά την συνέντευξη και κατά την ακροαματική διαδικασία οι ισχυρισμοί του δεν τεκμηριώνoνται. Το αφήγημα του Αιτητή με την μαρτυρία που προσκόμισε ενέχει στοιχεία αντιφάσεων, χρονικών ασαφειών, ασυνεπειών και σοβαρών ελλείψεων. Παρουσιάζονται σωρεία πληροφοριών που δημιουργούν ισχυ­ρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των δηλώσεων του και ο ίδιος δεν έχει παράσχει ικανοποιητικές εξηγήσεις των προβαλλόμενων ανακριβειών του[20]. Ούτε τεκμηριώνει τους λόγους για τους οποίους δεν προσκομίστηκε η εν λόγω μαρτυρία σε προγενέστερο στάδιο. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής θα αναμενόταν να είναι πιο συγκεκριμένος λόγω της ισχυριζόμενης προσωπικής του εμπειρίας, να παράσχει κάθε διαθέσιμη βοήθεια τόσο στο Δικαστήριο όσο και στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του. Ούτε τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του με κάθε διαθέσιμο αποδεικτικό μέσο και/ή δεν έχει δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για τυχόν ελλείψεις τους. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[21]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας νοουμένου ότι έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Η έκθεση/εισήγηση του λειτουργού προκύπτει να είναι πλήρως εμπεριστατωμένη, ενώ δεν τεκμηριώνεται από τα γεγονότα της περίπτωσης ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη αλλά ούτε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή (τεκμηριωθεί) ότι καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του, είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000) για τους πιο πάνω πέντε λόγους που παρέχεται προστασία. Επίσης, προκύπτει να αποχώρησε νόμιμα από την χώρα καταγωγής του με την χρήση διαβατηρίου – που ουδέποτε όμως προσκόμισε. Με βάση όλα τα ανωτέρω κρίνω ότι η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία, επίσης, καταδεικνύεται ότι ο λειτουργός της ΕΥΥΑ εξέτασε και κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000). Αξιολόγησε μέσω επίσημων πηγών πληροφόρησης κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην περιοχή Douala καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (99-98 ΔΦ) λόγω του χαμηλού βαθμού/έντασης επικινδυνότητας στην περιοχή του. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[22] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2022, (Ν. 6(Ι)/2000).

 

Από αναθεωρημένη έρευνα δε του Δικαστηρίου προκύπτει ότι στη περιοχή προηγούμενης διαμονής του Αιτητή[23] δεν υπάρχει, γενικά, πραγματικός κίνδυνος να επηρεαστεί προσωπικά κατά την έννοια του Άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας 95/11/ΕΕ[24] δηλαδή ύπαρξης σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου λόγω αδιάκριτης ασκήσεως βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Εξάλλου, η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, (όπως στην προκειμένη περίπτωση η πολιτική αναταραχή μεταξύ Γαλλόφωνων και Αγγλόφωνων στο Καμερούν[25],) αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας.[26] Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07[27], σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12[28], σκέψεις 30 και 31), η σύρραξη στο Καμερούν δεν έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο όπου ένας άμαχος στοχεύεται αδιακρίτως λόγω της παρουσίας του και μόνον στις Αγγλόφωνες περιοχές (ως έχει οριστεί στην υπόθεσηDiakité C-285/12, σκέψη 30, και στην υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 43), και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής δεν ήγειρε με το αίτημα του στοιχεία σχετικά με την Αγγλόφωνη κρίση (υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψη 39, και υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψη 31), ο τόπος προηγούμενης διαμονής του δεν συγκαταλέγεται στις περιοχές που πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας (τα οποία να ανάγονται σε υψηλό επίπεδο) μπορεί ευλόγως να διαπιστωθεί ότι η φύση και έκταση της κρίσης μαζί με το προσωπικό του προφίλ δεν αρκούν ώστε να εξαχθεί ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο ως άμαχος, σε περίπτωση που επιστρέψει στο τόπο συνήθους διαμονής του. Αποτελεί, επίσης, γαλλόφωνο πολίτη του Καμερούν ο οποίος δεν προκύπτει ότι επηρεάζεται ή συνδέεται με την κρίση που υπάρχει στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν ή/και έχει αυτή την ιδιότητα ήτοι Αγγλόφωνου[29].

 

Υπό τύπο σχολιου και χωρίς να επηρεάζονται τα πιο πάνω ευρήματα, θα πρέπει να αναφερθεί ότι σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτό το μέρος του αφηγήματος του σε συνάρτηση με το κατ’ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης του (για ανθρωποκτονία) δεν θα μπορούσε να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας - εάν έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα και/ή συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας και/ή έχει διαπράξει, πριν την είσοδό του στη Δημοκρατία, ένα ή περισσότερα εγκλήματα, τα οποία θα επέσυραν την ποινή της φυλάκισης αν είχαν διαπραχθεί στη Δημοκρατία, και εγκατέλειψε τη χώρα του για να αποφύγει κυρώσεις συνεπεία αυτού[30].

 

Κρίνω ότι η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις πρόνοιες του Άρθρου 13 & 13Απερί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022 (Ν.6(Ι)/2000) και με βάση τα σχετικά καθοδηγητικά εγχειρίδια. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά την συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του και να βοηθήσει τον λειτουργό να καταλήξει με θετικό πρόσημο αναφορικά με την εσωτερική του αξιοπιστία. Τηρήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της δωρεάν βοήθειας διερμηνέα σε γλώσσα κατανοητή σε αυτόν. Μετά δε το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός, ο διερμηνέας και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο ισχυρισμός της συνηγόρου του για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω μη αξιολόγησης του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει ο Αιτητής (Ηπατίτιδα Β΄) απορρίπτεται. Ο ίδιος κανένα στοιχείο έχει προσκομίσει είτε στην Υπηρεσία Ασύλου, είτε στο Δικαστήριο ότι η παρούσα κατάσταση της υγείας του σε περίπτωση απομάκρυνσης του, ελλείψει κατάλληλης αγωγής στη χώρα προορισμού, διατρέχει κίνδυνο να εκτεθεί σε ταχεία, σημαντική και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της ασθένειάς του. Εξάλλου, δεν αποτελεί λόγο παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας λόγω μόνο του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει και/ή ότι η επιστροφή του συνεπάγεται με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση[31]. Στην N. v. the United Kingdom, no. 26565/05[32] το Δικαστήριο έκρινε πως από τη Σύμβαση δεν προκύπτει τυπική υποχρέωση για την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να παράσχει δωρεάν και απεριόριστη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη σε όλους τους αλλοδαπούς που δεν έχουν δικαίωμα παραμονής και βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία του, ώστε να αντιμετωπίζονται οι διαφορές ανάμεσα στις ρυθμίσεις για την περίθαλψη σε κράτη μη μέρη στη Σύμβαση (ΕΣΔΑ). Στην δε απόφαση του ΔΕΕ C-542/13, Mohamed M’Bodj v Βελγικού Δημοσίου, ημερ.18/12/2014 αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι:

 

«35    Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής απαριθμεί τους φορείς σοβαρής βλάβης, γεγονός που επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι βλάβες αυτές πρέπει να απορρέουν από συμπεριφορά τρίτου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να αποτελούν απλώς και μόνο συνέπεια των γενικών ανεπαρκειών του συστήματος υγείας της χώρας καταγωγής.

36      Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 26 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη. Επομένως, ο κίνδυνος επιδεινώσεως της καταστάσεως του πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας, ο οποίος απορρέει από την ανυπαρξία κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής του, δεν αρκεί προκειμένου να χορηγηθεί η επικουρική προστασία, εκτός αν απορρέει από την εκ προθέσεως άρνηση χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω υπήκοο τρίτης χώρας.

[…]

40      Εντούτοις, το γεγονός ότι, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δεν είναι δυνατή, δυνάμει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, όπως έχει ερμηνευτεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η απομάκρυνση πάσχοντος από σοβαρή ασθένεια υπηκόου τρίτης χώρας προς χώρα στην οποία δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπευτική αγωγή δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωτικό να του χορηγηθεί άδεια διαμονής σε κράτος μέλος, δυνάμει του καθεστώτος επικουρικής προστασίας που προβλέπει η οδηγία 2004/83.

41      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το άρθρο 15, στοιχείο β΄, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η σοβαρή προσβολή που αυτό διαλαμβάνει δεν καλύπτει περίπτωση κατά την οποία τυχόν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα από την εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθεσία, την οποία ενδέχεται να υποστεί αιτών διεθνή προστασία σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του είναι απόρροια της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη συγκεκριμένη χώρα, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εκ προθέσεως αρνήσεως χορηγήσεως ιατρικής περιθάλψεως στον εν λόγω αιτούντα.

[…]

43      Εντούτοις, η επιφύλαξη του άρθρου 3 της οδηγίας 2004/83 απαγορεύει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις που χορηγούν το προβλεπόμενο από την οδηγία καθεστώς της επικουρικής προστασίας σε υπήκοο τρίτης χώρας πάσχοντα από σοβαρή ασθένεια λόγω του κινδύνου επιδεινώσεως της καταστάσεως της υγείας του συνεπεία της ελλείψεως κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα καταγωγής, καθόσον τέτοιου είδους διατάξεις δεν συνάδουν με τη συγκεκριμένη οδηγία.»

 

Πέραν τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός αλυσιτελώς προβάλλεται, ούτε παρέχεται συμπληρωματική προστασία λόγω μόνο προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει αιτούντας άσυλο, ούτε στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει εκ προθέσεως άρνηση χορήγησης ιατρικής περίθαλψης προς τον Αιτητή.

 

Επομένως, με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                                    

 

 

 

 

           Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2020, (Ν. 73(I)/2018)

[2]EASO, Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.14-15

[3]EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018,https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελίδα 21

[4] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), ON κατά Refugee Appeals Tribunal & Ors [2017] IEHC 13, σκέψη 63.

[5]EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5 , σελίδα 82.

[6] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality& Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, σκέψη 11, αρχή 4: «Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρέπει να γίνεται με βάση την πλήρη εικόνα που διαμορφώνεται από το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους».

[7] Κανονισμός 10 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμού του 2019 (3/19) προνοεί ότι: «Νέα έγγραφα και/ή επιπρόσθετα στοιχεία και/ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώση όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση τις αίτησης του. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεκτεί τέτοια μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας.».

[8]Mairie Douala 1er, Les Adjoints du Maire,1https://mairiedouala1.cm/#1619856045160-b822c5d3-f2b8, επίσης Osidimbea, Littoral, douala, https://www.osidimbea.cm/collectivites/littoral/douala-1-commune/

[9] Χ (πρώην twitter), le nouveau timbre communal est la, 11/01/2018, https://twitter.com/garoua_city/status/951490765292675072

[10] Yaounde, e regulations, documents nécessaires, acte de naissance, https://yaounde.eregulations.org/procedure/175/69?l=fr

[11] Camerounservices, https://camerounservices.com/faire-un-extrait-dacte-de-naissance/

[12]EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελίδα 73

[13] Η απόφαση του ΕΔΔΑ, M.A. κατά Ελβετίας, προσφυγή αριθ. 52589/13, σκέψεις 62-67 παρέχει μια χρήσιμη αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το ΕΔΔΑ αξιολόγησε τη βαρύτητα που δόθηκε σε κλήτευση και απόφαση τις οποίες υπέβαλε ο αιτών, επιβεβαιώνοντας στη σκέψη 62 ότι το αληθές της ιστορίας του αιτούντος πρέπει επίσης να αξιολογείται στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων εγγράφων

[14] Ιbid 1-6.

[15] Κανονισμός 10 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμού του 2019 (3/19) προνοεί ότι: «Νέα έγγραφα και/ή επιπρόσθετα στοιχεία και/ή οποιαδήποτε επιπρόσθετη μαρτυρία να προσκομίζεται στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατόν, και εν πάση περιπτώση όχι κατά τις διευκρινίσεις ή μεταγενέστερα, εκτός αν πρόκειται για στοιχεία τα οποία ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει κατά την πρωτοβάθμια εξέταση τις αίτησης του. Το Δικαστήριο δύναται να αποδεκτεί τέτοια μαρτυρία μόνο σε περιπτώσεις που κρίνει ότι τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας.».

[16]EASO, COI Query, Q85, 14/06/2018, https://lifos.migrationsverket.se/dokument?documentAttachmentId=46107,  Cameroun Web, Prison de Douala: un avis de recherche lancé contre un prisonnier en fuite, 24/10/2017,https://www.camerounweb.com/CameroonHomePage/NewsArchive/Prison-de-Douala-un-avis-de-recherche-lanc-contre-un-prisonnier-en-fuite-424322?gallery=1, Cameroun info net, Cameroun: La police lance un avis de recherche contre le nommé Nguele Michel, accusé du meurtre de la compagne au quartier  Olembé à Yaoundé18/01/2018,https://www.cameroon-info.net/article/cameroun-la-police-lance-un-avis-de-recherche-contre-le-nomme-nguele-michel-accuse-du-313548.html, Le bled parle, Dieunedort Kamdem, « le général de Dieu » est recherché par la police camerounaise, 04/03/2018, https://www.lebledparle.com/dieunedort-kamdem-le-general-de-dieu-est-recherche-par-la-police-

[17]Cameroun Web, Prison de Douala: un avis de recherche lancé contre un prisonnier en fuite, 24/10/2017,https://www.camerounweb.com/CameroonHomePage/NewsArchive/Prison-de-Douala-un-avis-de-recherche-lanc-contre-un-prisonnier-en-fuite-424322?gallery=1, Cameroun info net, Cameroun: La police lance un avis de recherche contre le nommé Nguele Michel, accusé du meurtre de la compagne au quartier  Olembé à Yaoundé18/01/2018,https://www.cameroon-info.net/article/cameroun-la-police-lance-un-avis-de-recherche-contre-le-nomme-nguele-michel-accuse-du-313548.html, Le bled parle, Dieunedort Kamdem, « le général de Dieu » est recherché par la police camerounaise, 04/03/2018, https://www.lebledparle.com/dieunedort-kamdem-le-general-de-dieu-est-recherche-par-la-police-camerounaise/https://www.camerounweb.com/CameroonHomePage/NewsArchive/Prison-de-Douala-un-avis-de-recherche-lanc-contre-un-prisonnier-en-fuite-424322, Actu cameroun, La police camerounaise lance un avis de recherche contre l’activiste pro Biya, Billy Akélé, 2 Nov 2020, https://actucameroun.com/2020/11/02/la-police-camerounaise-lance-un-avis-de-recherche-contre-lactiviste-pro-biya-billy-akele/

[18]Actu Cameroun, Vol aggravé, évasion: la police judiciaire lance un avis de recherches contre le nommé Basga Marcel Aliou, 16/11/2023, https://actucameroun.com/2023/11/16/vol-aggrave-evasion-la-police-judiciaire-lance-un-avis-de-recherches-contre-le-nomme-basga-marcel-aliou/

[19]EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελίδα 73

[20] Η απόφαση του ΕΔΔΑ, M.A. κατά Ελβετίας, προσφυγή αριθ. 52589/13, σκέψεις 62-67 παρέχει μια χρήσιμη αποτύπωση του τρόπου με τον οποίο το ΕΔΔΑ αξιολόγησε τη βαρύτητα που δόθηκε σε κλήτευση και απόφαση τις οποίες υπέβαλε ο αιτών, επιβεβαιώνοντας στη σκέψη 62 ότι το αληθές της ιστορίας του αιτούντος πρέπει επίσης να αξιολογείται στο πλαίσιο των υποβαλλόμενων εγγράφων

[21]«Κατά κανόνα, όσο περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται και διατίθενται τόσο καλύτερη είναι η εικόνα που σχηματίζεται. Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα γεγονότα που έχει πράγματι βιώσει κάποιος αναφέρονται με περισσότερη παραστατικότητα και αυθορμητισμό. […] Εάν η μαρτυρία του αιτούντος / της αιτούσας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητα, αυτό ίσως αποτελεί ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας. Συνήθως, η προσωπική συνέντευξη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων λεπτομερειών και εξειδικευμένων πληροφοριών και εξαρτάται πολύ από τις δεξιότητες λήψης συνέντευξης του χειριστή (δημιουργία καλής ατμόσφαιρας, ορθές τεχνικές συνέντευξης, βασικές γνώσεις για την υπόθεση) ώστε να εκμαιεύσει τις ουσιώδεις λεπτομέρειες.»

[22]του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[23]ACLED dashboard, Cameroon, Littoral, 08.12.2022-08.12.2023, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard - κατά την περίοδο 08/12/22 μέχρι 08/12/23 σημειώθηκαν μόνο 32 περιστατικά στην επαρχία Littoral όπου βρίσκεται η Douala τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να σημειωθούν 24 απώλειες. Εξ αυτών τα 14 κωδικοποιήθηκαν ως βία αμάχων (6 απώλειες), τα 3 ως μάχες (8 απώλειες),  τα 15 ως εξεγέρσεις (10απώλειες) και δεν σημειώθηκε κανένα περιστατικό απομακρυσμένης βίας/ εκρήξεων

[24]Ibid 22.

[25]Country Policy and Information Note Cameroon: Anglophones, έκδοση 2.0, Δεκέμβριος 2020

[26]EASO, Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 17 Διαφορά μεταξύ ορισμού της εσωτερικής ένοπλης σύρραξης και καθορισμού του βαθμού βίας (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[27]Απόφαση του ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 17/02/09 C-465/07, MekiElgafaji και NoorElgafaji κατά StaatssecretarisvanJustitie, σκέψεις 32, 38

[28]Ibid 26 σελ. 16-17 – σημείο 1.2.1. Εσωτερική ένοπλη σύρραξη (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[29]Ibid 25.

[30] Άρθρο 5 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, (Ν.6(Ι)/2000)

[31]Austria, Federal Administrative Court [Bundesverwaltungsgericht - BVwG], L530 1309578-5, 04.01.2022, https://caselaw.euaa.europa.eu/pages/viewcaselaw.aspx?CaseLawID=2451&returnurl=/pages/searchresults.aspx Απόφαση ΔΕΕ της 22/11/2022 στην υπόθεση C‑69/21, X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (τμήμα μείζονος συνθέσεως), επίσης, European Court of Human Rights, N. v. the United Kingdom, no. 26565/05, 27/05/2008, https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22itemid%22:[%22001-86490%22]}

[32] Ibid 31.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο