ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 1940/2023

 

27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ  2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

C.N. U. από τη Νιγηρία

Αιτήτρια

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

O. Nικολάου για Αγγελική Λαζάρου (κα) Δικηγόροι για τον Αιτήτρια.

Ι. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 08/05/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος και να αναγνωρίζει την Αιτήτρια ως δικαιούχο διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, η Αιτήτρια είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 2/5/2022 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα  στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών, κατέχοντας φοιτητική άδεια. Στις 23/05/2023 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 23/05/2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα της Αιτήτριας. Στις 31/05/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της. Την 12/06/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας,  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια  αυθημερόν. Στις 13/09/2023 η Αιτήτρια καταχώρισε την παρούσα προσφυγή .

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δια της δικηγόρου της, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή της Αγόρευση, η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης και στερείται δέουσας αιτιολογίας  .

Η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών που προβάλλονται και αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 14/12/2023 η συνήγορος της Αιτήτριας δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα προέβαλε με την αίτηση και τη  γραπτή αγόρευση και η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα επικαλέστηκε με την Ένσταση και τη γραπτή της Αγόρευση.

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ’ ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Περαιτέρω σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Περαιτέρω ισχυρισμοί οι οποίοι δεν προβλήθηκαν με την γραπτή αγόρευση θεωρούνται εγκαταλειφθέντες.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής της  συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, η Αιτήτρια είναι ενήλικη 30 ετών υπήκοος Νιγηρίας,   και ως περιοχή καταγωγής, διαμονής της, δήλωσε τη Ogwashi-Uku, Delta state και είναι χριστιανή στο θρήσκευμα . Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε πως είναι απόφοιτη δευτεροβάθμιου σχολείου. Εργάστηκε ως πωλήτρια σε υπεραγορά.  

 Εγκατέλειψε τη χώρα της στις 6/03/2022 αεροπορικώς και αφίχθηκε στις κατεχόμενες από τη Τουρκία περιοχές της Κύπρου με καθεστώς φοιτητικής άδειας. Εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 21/03/2022 . Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ανέφερε ότι στη χώρα της βρίσκεται η μητέρα της με την οποία ζουσα μαζί από τον καιρό που πέθανε ο πατέρας της .

Οι ανωτέρω ισχυρισμοί που αφορά στα προσωπικά  στοιχεία και προφίλ της Αιτήτριας έγιναν αποδεκτοί από την Υπηρεσία Ασύλου καθώς ορθά κατά την κρίση της διοίκησης αυτοί  χαρακτηρίζονται  αξιόπιστοι. Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών της .Επίσης δεκτός έγινε και ο ισχυρισμός της ότι ήρθε στη Κύπρο για να εργαστεί και να σπουδάσει.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της ότι κινδυνεύει από τους θείους της λόγω της πατρικής περιουσίας  ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι η Αιτήτρια πρόβαλε μη ευλογοφανείς ισχυρισμούς και υπέπεσε σε αντιφάσεις, τις οποίες δεν ήταν  σε θέση να δικαιολογήσει. Συγκεκριμένα η Αιτήτρια, στο πλαίσιο του αιτήματός της για άσυλο, δήλωσε ότι  εγκατέλειψε την χώρα της ισχυριζόμενη πως οι θείοι της την διώκουν. Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι οι θείοι της ήθελαν και πήραν την περιουσία του πατέρα της μετά το θάνατό του, επειδή ο πατέρας της δεν είχε γιο. Αναφέρθηκε στην Αιτήτρια, ότι με βάση έγκυρες πηγές πληροφόρησης, στη φυλή της, Ίμπο, όταν ένας άνδρας που δεν έχει γιο αποβιώσει, τότε οι κόρες επωφελούνται της περιουσίας του μέχρι να παντρευτούν και να φύγουν από το σπίτι, ή δια βίου αν δεν παντρευτούν, και ότι η σύζυγος δικαιούται μέρος της περιουσίας. Κληθείσα να σχολιάσει όσα της αναφέρθηκαν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εξαρτάται από την οικογένεια. Όταν ερωτήθηκε αν αυτό σήμαινε ότι θα εναντιώνονταν στους νόμους της φυλής και όλα τα μέλη θα ήταν εναντίον τους γιατί δεν έκαναν το σωστό, απάντησε ότι τα μέλη της φυλής ήταν εναντίον των θείων της, αλλά εκείνοι ήθελαν να πάρουν τα πάντα και ότι τώρα, σε κάποιες οικογένειες αφήνουν την περιουσία στη σύζυγο και τις κόρες των αποθανόντων .

Αναφορικά με αυτό το μέρος της αιτήματος της, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας  κρίθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου  ως αβάσιμοι και ασαφείς, καθώς αυτοί δεν είχαν την απαιτούμενη επάρκεια λεπτομερειών και συνέπεια μεταξύ τους. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι η μητέρα της ζει στο οικογενειακό σπίτι. Αργότερα, ισχυρίστηκε ότι  η μητέρα της ζει στο δικό της πατρικό  σπίτι. Κληθείσα να εξηγήσει την αντίφαση, η Αιτήτρια απάντησε ότι η μητέρα της ζει στο σπίτι των γονιών της. Δήλωσε ότι οι θείοι της ήθελαν να πάρουν την περιουσία του πατέρα της. Σε  άλλο σημείο, δήλωσε ότι οι 2 από τους 3 θείους της ήθελαν να την πάρουν, ενώ ο  ένας δεν συμφωνούσε. Σε άλλα σημεία, η Αιτήτρια αναφερόταν μόνο σε ένα θείο, ότι ενοχλούσε την ίδια και τη μητέρα της.

Η Αιτητρια δεν έδωσε ευλογοφανή απάντηση όταν ρωτήθηκε  γιατί την κυνηγούν εφόσον πήραν την περιουσία της οι θείοι της . (Π.Β. ερ.23 Χ5, Χ9, XII).

Περαιτέρω δήλωσε ότι από τότε που η μητέρα της πήγε να μείνει στο πατρικό της σπίτι το οποίο μάλιστα είναι στο ίδιο χωριό δεν της συνέβη κάτι, είναι ασφαλής και ότι δυσκολεύεται μόνο οικονομικά και γι' αυτό την βοηθούν οικονομικά τα αδέλφια της και η Αιτήτρια όποτε μπορεί. Επομένως,  ο ισχυρισμός της ότι η μητέρα της και η ίδια κινδυνεύουν από τον ή τους πατρικούς θείους της δεν τεκμηριώνονται. (Π.Β. ερ.25 XI, ερ.23 Χ12).

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε στην αίτησή της, την οποία συμπλήρωσε λειτουργός ωστόσο διάβασε και υπέγραψε η Αιτήτρια, ότι οι θείοι της, της  επιτέθηκαν για να φύγει από το σπίτι. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ζήτησαν στη μητέρα της να φύγουν από το σπίτι και δεν αναφέρθηκε σε επίθεση ήτοι ότι την χαστούκισαν και της έριξαν πέτρα .

Η Αιτήτρια δεν κατάγγειλε ποτέ στις αρχές ότι κινδυνεύει από τους συγγενείς της και δεν αποτάθηκε ποτέ σε δικηγόρο ώστε να διεκδικήσει την περιουσία που ισχυρίζεται ότι της ανήκει, λόγω των απειλών που δέχτηκε.  

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που έδωσε η Αιτήτρια  κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις απαντήσεις που έδωσε η Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της και συντάσσομαι με την θέση   πως ορθά αυτοί κρίθηκαν αναξιόπιστοι.

Καταρχάς η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήρθε στη Κύπρο για να εργαστεί και να σπουδάσει . Προβάλλει ότι κινδυνεύει από τον θείο της λόγω της περιουσίας ωστόσο  η ίδια ποτέ δεν προσέφυγε είτε στην αστυνομία ή προώθησε  οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία για να διεκδικήσει την εν λόγω περιουσία. Περαιτέρω πολλές από τις απαντήσεις που έδωσε δεν χαρακτηρίζονται από ευλογοφάνεια και είναι αντιφατικές. Ούτε εξήγησε για πιο λόγω θα κινδυνεύσει αν επιστρέψει εφόσον η περιουσία που ισχυρίζεται ότι ανήκε στο πατέρα της βρίσκεται πλέον στην κατοχή των θείων της .

 Η Αιτήτρια  δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την  εσωτερική αξιοπιστία της, εξαιτίας των ασαφειών των ανεπαρκών στοιχείων και μη ευλογοφανών δηλώσεων της . Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές, και στην ουσία περιορίστηκε σε ένα αόριστο αφήγημα και αντιφατικό αφήγημα. Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της  Αιτήτριας δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό και ευλογοφανή περιστατικό και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή(AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία .

Οι ισχυρισμοί της συνηγόρου της Αιτήτριας περί αμέσου κινδύνου που αντιμετώπιζε η  τελευταία από τους θείους της και ότι αυτός ήταν ο λόγος της άφιξης της στη Κύπρο είναι αβάσιμος καθότι η Αιτήτρια όχι μόνο δεν αντιμετώπισε θανάσιμο κίνδυνο όπως ισχυρίζεται αλλά ετοίμασε τα απαιτούμενα έγγραφα για να ταξιδέψει με  άδεια φοιτήτριας στις κατεχόμενες από την Τουρκία περιοχές της Κύπρου το 2022. 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξής της, η Αιτήτρια, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά της, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία. Στο τέλος της διαδικασία της συνέντευξης υπέγραψε ως ορθά και αληθή τα όσα δήλωσε .

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με την Αιτήτρια όλες τις πτυχές των ισχυρισμών της .

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της  Αιτήτριας ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη, οι Καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα όπως αυτά αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από την Αιτήτρια. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν ουσιαστικά την αίτηση της Αιτήτριας και όλα όσα είχε θέσει η Αιτήτρια  και στάθμισαν και αξιολόγησαν πλήρως τα ενώπιον τους δεδομένα και ουδέποτε ενήργησαν υπό πλάνη.

Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως αυτά τίθενται ενώπιον της προς κρίση. Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει η Αιτήτρια (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). 

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί νομικής και πραγματικής πλάνης ή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πεπλανημένα κριτήρια απορρίπτεται.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ’ ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός της.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).».

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής της  Αιτήτριας στο προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Εξάλλου οι ισχυρισμοί της ακόμα κι αν  κριθούν αξιόπιστοι δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας,  ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή της, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή της στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της  Αιτήτριας στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα στη χώρα καταγωγής της και ειδικότερα στην  περιοχή  Ogwashi-Uku, Delta state,  κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά της απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ’ οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[1]

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο γέννησης και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, το Δικαστήριο  εξέτασε τα στοιχεία του φακέλου τα οποία κρίνει επαρκεί   αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες. Περαιτέρω σύμφωνα με επικαιροποιημένη έρευνα του Δικαστηρίου αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία (state) Delta, στη Νιγηρία, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από τις 23/02/2023 έως τις 23/02/2024 στη πολιτεία (state) Delta καταγράφηκαν 144 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 78 απώλειες ανθρώπινων ζωών.[2]

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το Μάρτιο του 2022 (5.636.100 κάτοικοι), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.[3]

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι αυτή είναι γυναίκα νεαρής ηλικίας, υγιής, ικανοποιητικού μορφωτικού επιπέδου και ικανή προς εργασία και έχει υποστηρικτικό περιβάλλον ήτοι την μητέρα της και τους συγγενείς της τελευταίας . Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, με την Κ.Δ.Π. 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης τεκμήριο το οποίο  δεν έχει ανατραπεί.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα  η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων.

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση.

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[2] ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 23/02/2023-23/02/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions / Remote violence/ Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria - Delta (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 27/02/2024).

[3] City population, ‘DELTA, State in Nigeria’, 23/08/2022, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA010__delta/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 27/02/2024).

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο