ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

      Υπόθεση Αρ. ΔΚ 2/2024

 

23 Φεβρουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

     Μεταξύ:

N.C.C.,

από Νιγηρία

                                                                                             Αιτητής

 -και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία,

μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού

και Μετανάστευσης

                                                   Καθ' ων η αίτηση

 

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Γ. Π. Ουστάς  

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: N. Ιερωνυμίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής επιζητά από το παρόν Δικαστήριο -με το αιτητικό (Α)- απόφαση με την οποία να ακυρώνεται το διάταγμα κράτησης ημερ. 12.01.2024 το οποίο εκδόθηκε εναντίον του δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος») καθώς και διαταγή για άμεση απελευθέρωση του. Διαζευκτικά, με το αιτητικό (Β) της προσφυγής του, ο Αιτητής επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται και/ή να τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερ. 12.01.2024 και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Πρόσθετα με το αιτητικό (Γ) επιζητεί οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογή ή/και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Επιβεβλημένη κρίνεται, καταρχάς, μία αναδρομή στο ιστορικό της υπόθεσης, προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, ως αυτό προκύπτει από το εναρκτήριο δικόγραφο της προσφυγής του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ. 1» ή «ο διοικητικός φάκελος 1»). Επισημαίνεται, ότι ενόψει των ισχυρισμών που προωθήθηκαν από τους διαδίκους, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο όπως έχει ενώπιόν του και τον διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 2 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ. 2» ή «ο διοικητικός φάκελος 2»).

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Νιγηρίας και αφίχθηκε χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας στις 15.10.2021[1], δια μέσου των μη ελεγχόμενων περιοχών. Στις 10.02.2022 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στο πλαίσιο της οποίας, κλήθηκε σε συνέντευξη ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου στις 03.10.2023, ωστόσο ο Αιτητής δεν παρέστη. Οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι ο Αιτητής δεν παρέστη στη συνέντευξή παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ειδοποιήθηκε για την ημερομηνία της συνέντευξής με επιστολή ημερομηνίας 07.09.2023, ενώ έγινε περαιτέρω προσπάθεια τηλεφωνικής ενημέρωσής του στις 28.08.2023, 29.08.2023 και 30.08.2023 χωρίς ωστόσο να επιτευχθεί επικοινωνία μαζί του. Επισημαίνεται ότι, υπάρχει διαφωνία των διαδίκων, ως προς το κατά πόσο ειδοποιήθηκε ο Αιτητής για την ημερομηνία της συνέντευξής, ζήτημα το οποίο εξετάζεται στην συνέχεια.

 

Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε το κλείσιμο του φακέλου και η διακοπή της διαδικασίας εξέτασής της αίτησής του Αιτητή στις 14.09.2023, ενώ συντάχθηκε σχετική ενημερωτική επιστολή απευθυνόμενη προς τον Αιτητή, ημερομηνίας 14.09.2023[2], στην οποία παρέχεται ενημέρωση για το κλείσιμο του φακέλου του και την διακοπή εξέτασης της αίτησής του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 16Β(1)(i) του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, η επιστολή αυτή παρέχει ενημέρωση για τα μέσα θεραπείας καθώς και για την έκδοση απόφασης επιστροφής εναντίον του Αιτητή και την υποχρέωση του για εθελοντική αναχώρηση εντός επτά (7) ημερών. Ως καταγράφεται στην επιστολή, τόσο η απόφαση επιστροφής όσο και η εθελοντική περίοδος αναχώρησης των επτά ημερών, αναστέλλεται «until the expiration of the aforementioned deadline without submission of judicial recourse, or until the final decision on the judicial recourse is issued by the Administrative Court of International Protection». Η επιστολή αυτή φαίνεται να ταχυδρομήθηκε στις 25.09.2023, ωστόσο ως προκύπτει από το ερυθρό 43 του δ.φ. της υπηρεσίας ασύλου (Τ1), αυτή επιστράφηκε με την ένδειξη «άγνωστο».

 

Στις 10.11.2023 ο Αιτητής εντοπίστηκε στον Ύψωνα στη Λεμεσό, σε έδαφος των Βρετανικών Βάσεων και υποβλήθηκε σε έλεγχο κατά τον οποίο διαπιστώθηκε ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή είχε απορριφθεί στις 14.09.2023 και ότι έκτοτε ο Αιτητής δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες διευθέτησης της άδειας παραμονής του και εργασίας στη Δημοκρατία. Ως εκ τούτου συνελήφθη αυθημερόν για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και ακολούθως, εκδόθηκαν αυθημερόν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), καθότι κρίθηκε ότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 08.11.2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη Δημοκρατία. Καθότι αξιολογήθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής δυνάμει του άρθρου ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, δεδομένου ότι δε συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και δεν επιθυμεί τον επαναπατρισμό του, αξιολογήθηκε ότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Με επιστολή της ημερ. 07.12.2023, η ΥΑΜ Λεμεσού ενημερώνει ότι ο Αιτητής εξακολουθεί να τελεί υπό κράτηση στο Χ.Ω.Κ.Α.Μ. Μενόγειας και ότι είναι απρόθυμος για τον επαναπατρισμό του και ότι θα διευθετηθεί η απέλαση του με τις Αιγυπτιακές Αερογραμμές, ωστόσο στις 12.12.2023 και ενόσω ο Αιτητής κρατείτο, καταχώρισε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου για επανάνοιγμα του φακέλου του η οποία έγινε παραδεκτή και στις 13.12.2023 επανάνοιξε ο φάκελος του από την Υπηρεσία Ασύλου. Στις 03.01.2024 απορρίφθηκε η αίτηση του για άσυλο και ο Αιτητής ειδοποιήθηκε για την απόφαση αυτή μέσω σχετικής επιστολής προς τον ίδιο την οποία έλαβε στις 09.01.2024. Ως εκ τούτου στις 12.01.2024 εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9Στ του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ το διάταγμα απέλασής του ημερ. 10.11.2023 αναστάλθηκε. Επισημαίνεται, ότι εναντίον της απορριπτικής απόφασης ημερ. 09.01.2024 ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 379/24 η οποία ευρίσκεται υπό εκδίκαση ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου (υπό άλλη σύνθεση).

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου και του ενωσιακού δικαίου, υπό πραγματική και νομική πλάνη αλλά και έλλειψη δέουσας έρευνας ενώ φέρει και εσφαλμένη αιτιολογία. Στα πλαίσια του ίδιου λόγου ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η οι αίτηση δεν προχώρησαν σε εξατομικευμένη εξέταση της περίπτωσης του, ενώ μέσα από την απόφασή τους, δεν αναδεικνύεται το σκεπτικό αυτής, παρά μόνο διαφαίνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε μία αυτοματοποιημένη απόφαση, μετατρέποντας την απόφαση για κράτηση του δυνάμει του Κεφαλαίου 105 με σκοπό την απέλαση, σε κράτηση δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Προβάλλει περαιτέρω ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9Στ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι επιπλέον η θέση του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και αναγκαιότητας και ότι δεν εξετάστηκε η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι από τις 10.02.2022, ημερομηνία κατά την οποία ο Αιτητής καταχώρισε αίτηση ασύλου μέχρι και τις 10.11.2023, ημερομηνία κατά την οποία εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης, ο Αιτητής δεν είχε λάβει οποιανδήποτε ενημέρωση για το αίτημα του για το οποίο ανέμενε να ενημερωθεί για να προσέλθει σε σχετική συνέντευξη. Ο Αιτητής καλόπιστα πίστευε ότι συνέχιζε να διαμένει νόμιμα εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας αναμένοντας το αποτέλεσμα εξέτασης της αίτησης ασύλου που καταχώρισε. Ο Αιτητής αναγκάστηκε να καταχωρίσει αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, όταν πλέον αντιλήφθηκε ότι ο φάκελος του είχε κλείσει. Οι Καθ’ ων η αίτηση, καταχρηστικά και μη σεβόμενοι τα συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του Αιτητή, εκκίνησαν ήδη διαδικασία επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προτού ακόμη παρέλθει η προθεσμία των 75 ημερών για προσφυγή εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν εναντίον του. Καμία ουσιαστική ατομική και εξατομικευμένη αξιολόγηση δεν έγινε αναφορικά με τον Αιτητή σε συνάρτηση με το αίτημα του για διεθνή προστασία και δεν προκύπτει κίνδυνος διαφυγής στην περίπτωση του καθώς ο ίδιος είχε καταχωρίσει αίτηση ασύλου ήδη από τις 10.02.2022 και είχε δηλωμένη διεύθυνση διαμονής. Δεν προκύπτει η απαιτούμενη και νομοθετημένη «κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων» του Αιτητή ούτε τεκμηριώθηκε ότι ο μοναδικός σκοπός του Αιτητή με την καταχώριση της αίτησής του για άσυλο ήταν η καθυστέρηση ή παρεμπόδηση της απέλασης του. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι δεν έλαβε πλήρη γνώση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, τα οποία ήταν στην ελληνική γλώσσα, ενώ η αιτιολόγηση που του δόθηκε στην αγγλική γλώσσα περιείχε νομικούς όρους τους οποίους ο Αιτητής δε δύνατο να αντιληφθεί. Τέλος ισχυρίζεται ότι παραβιάζεται η ΕΣΔΑ και ο Χάρτης Θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, αντικρούοντας με τη γραπτή τους αγόρευση, τους ισχυρισμούς του Αιτητή, υποστηρίζοντας ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο και  είναι απότοκο των δεδομένων και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και της συμπεριφοράς του Αιτητή. Ειδικότερη αναφορά στην επιχειρηματολογία των Καθ’ ων η αίτηση παρατίθεται εκεί και όπου κρίνεται σκόπιμο.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας του Αιτητή, τίθεται η θέση του ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί κατά παράβαση των νομοθετημένων προνοιών, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9Στ(2)(δ), ήτοι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν αιτιολογήσει πως τεκμηριώθηκε ότι η μεταγενέστερη αίτηση ασύλου του Αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση και παρεμπόδιση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής του. Από την άλλη, οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της εκδοθείσας απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι πληρούνται οι νομοθετημένες προϋποθέσεις και το εν λόγω διάταγμα έχει εκδοθεί νόμιμα.

 

Χρήζουν λοιπόν εξέτασης, οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος.

 

Το υπό εξέταση προσβαλλόμενο διάταγμα, εκδόθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση στην βάση του εδαφίου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2). Κρίνω σκόπιμη την παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου του επίδικου διατάγματος, προς κατανόηση των λόγων έκδοσης του:

 

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

Επειδή ο N.C.C. υπήκοος ΝΙΓΗΡΙΑΣ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στη παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι

 

Ο N.C.C. κρατείται στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής δυνάμει των Άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή ή/και να διεξαχθεί η διαδικασία απομάκρυνσης του, και επειδή τεκμηριώνεται στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι ο N.C.C. παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 08.11.2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη Δημοκρατία και υπέβαλε αίτηση επανανοίγματος αφού συνελήφθηκε, καθώς είχε απορριφθεί η αίτηση ασύλου του λόγω σιωπηρής απόσυρσης και από όταν του στάλθηκε η απορριπτική απόφαση της ΥΠΑΣ δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για διευθέτηση της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία και έπειτα η αίτηση του εξετάστηκε από την ΥΠΑΣ κατ’ ουσία και απορρίφθηκε, θεωρείται ότι η υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας έγινε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα και/ή να ματαιώσει τη διαδικασία επαναπατρισμού του.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο N.C.C. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των προνοιών της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 18ΟΔ του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

 

1.  ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει συμμορφωθεί με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1. Απορριπτικές αποφάσεις της ΥΠΑΣ ημερ. 14/09/2023 (Απαντητική επιστολή ημερ. 25/09/2023) και ημερ. 03/01/2024 (Απαντητική επιστολή ημερ. 09/01/2024) και 2. Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 10/11/2023. 

 

2.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής.

 

3.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ δήλωσε την μη πρόθεση του για συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής.

 

4.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεωρήθηκε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1), του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (1952-2021), έχει συλληφθεί και σε βάρος του εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερ. 10/11/2023.

 

5.  ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κρατείται με σκοπό τον επαναπατρισμό του, κρίνω ότι η αίτηση του για Διεθνή Προστασία, υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του, εφόσον απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΌ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εξωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Αν. Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο N.C.C. παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης, που αναφέρονται πιο πάνω.

 

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

        ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 12η ημέρα του Ιανουαρίου, 2024.».

 

Έχοντας παραθέσει το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, επισημαίνω, ως ορθώς παρατηρεί και ο ευπαίδευτος συνήγορός του Αιτητή, ότι στην επιστολή ενημέρωσης ημερ. 12.01.2024 (ερυθρό 127 δ.φ. Τ1) με την οποία ο Αιτητής ενημερώνεται για το περιεχόμενο του διατάγματος, δεν περιλαμβάνεται η αιτιολογία υπ’ αριθμόν 2, η οποία αφορά την μη ύπαρξη διεύθυνσης συνήθους διαμονής, παρά το γεγονός ότι αυτή περιλαμβάνεται στο εκδοθέν διάταγμα.

 

Το άρθρο 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα, καθορίζει ότι μπορεί αιτητής ασύλου να κρατηθεί όταν αφενός, κρατείται ήδη στο πλαίσιο διαδικασίας  επιστροφής δυνάμει των άρθρων 18ΟΓ μέχρι 18ΠΘ του Κεφ. 105, προκειμένου να προετοιμάζεται η επιστροφή ή/και να διεξάγεται η διαδικασία απομάκρυνσης και αφετέρου, να υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εντός των αντικειμενικών αυτών κριτηρίων συμπεριλαμβάνεται και το γεγονός ότι ο Αιτητής είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου.

 

Καμιά άλλη προϋπόθεση δεν τίθεται στην παράγραφο (δ). Αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος διαπιστώνεται ότι έτσι ενήργησε τίθεται, χωρίς άλλο, υπό κράτηση.  Η παράγραφος (δ) εντάσσεται στο πλαίσιο του εδαφίου (2) το οποίο διαλαμβάνει ότι:

 

«Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης». 

 

Περαιτέρω, το εδάφιο (3) προνοεί ότι:

 

«Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής». 

 

Επομένως, όταν αιτητής ασύλου κρατείται δυνάμει της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), η κράτηση του στοχεύει στο να παρεμποδίσει τη διαφυγή του, ώστε, στην περίπτωση που η αίτηση του για διεθνή προστασία απορριφθεί και αρθεί η αναστολή του διατάγματος απέλασης του, να μπορεί να απελαθεί. 

 

Σε συνέχεια των πιο πάνω επισημάνσεων, θα προχωρήσω στην εξέταση του κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ).

 

Ως προς την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Εν προκειμένω, βάσει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής πριν από την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κρατείτο με διάταγμα ημερομηνίας 10.11.2023, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 και του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, ενώ δυνάμει διατάγματος ίδιας ημερομηνίας βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασης του. Το εν λόγω διάταγμα, δόθηκε στον Αιτητή, ο οποίος ωστόσο αρνήθηκε να το υπογράψει, ως προκύπτει από το ερυθρό 108 του δ.φ. 1 (Τ1). Στο ερυθρό 108 του δ.φ. διαφαίνεται ως ημερομηνία παράδοσης της επιστολής ημερομηνίας 10.11.2023, με την οποία ο Αιτητής ενημερώθηκε για την έκδοση διατάγματος κράτησης και απέλασης, η 11η Οκτωβρίου 2023. Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη ότι το διάταγμα αυτό εκδόθηκε στις 10.11.2023, φρονώ ότι η ημερομηνία 11.10.2023 εσφαλμένα αναγράφηκε αντί της ορθής 10.11.2023. Επί του ερυθρού 108 εντοπίζεται η εξής σημείωση: «Αρνήθηκε να υπογράψει καθότι δεν έχει δικηγόρο και ανάφερε ότι θα προσπαθήσει να βρει δικηγόρο». Ως εκ τούτου, δεν υπογράφηκε από τον υπεύθυνο αστυνομικό, η δήλωση η οποία εντοπίζεται δακτυλογραφημένη στο κάτω αριστερά σημείο της επιστολής ότι του δηλαδή του διάβασε την επιστολή, αυτός την κατανόησε και την υπέγραψε στην παρουσία του

 

Συνεπώς συντρέχει η πρώτη προϋπόθεση υπαγωγής της περίπτωσης του Αιτητή στο άρθρο 9ΣΤ(2)(δ), καθώς πριν από την έκδοση του διατάγματος κράτησής του δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία απέλασής του δυνάμει του Κεφαλαίου 105. Το δεδομένο αυτό λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση της επίδικης απόφασης.

 

Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου

 

Ως προς τη δεύτερη παράμετρο για την εφαρμογή του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ), θα πρέπει να διαπιστωθεί κατά πόσον υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Εξέταση της προϋπόθεσης αυτής επιβάλλει την μελέτη του ιστορικού που περιβάλλει την υπόθεση του Αιτητή, αφού ασφαλώς η κάθε ενέργεια του Αιτητή και το μεταναστευτικό του προφίλ του κρίνεται σχετικό και αξιολογείται προκειμένου να κριθεί ποιες ήταν οι πραγματικές του προθέσεις κατά την καταχώριση της αίτησης ασύλου.

 

Εξετάζω κατά πρώτον το κατά πόσο ο Αιτητής γνώριζε ή μπορούσε να αντιληφθεί το περιεχόμενο των εκδοθέντων, δυνάμει του Κεφ. 105, διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, κατά πόσο δηλαδή μπορούσε να αντιληφθεί ότι ενεργοποιήθηκε διαδικασία απέλασής εναντίον του. Υπενθυμίζω ότι, επιστολή ημερ. 10.11.2023, με επισυνημμένα τα διατάγματα αυτά, επιδόθηκε στον Αιτητή, ο οποίος ωστόσο αρνήθηκε να την υπογράψει, ως προκύπτει από το ερυθρό 108 του δ.φ. -Τ1. Επί του ερυθρού 108 εντοπίζεται η εξής σημείωση: «Αρνήθηκε να υπογράψει καθότι δεν έχει δικηγόρο και ανάφερε ότι θα προσπαθήσει να βρει δικηγόρο». Ως εκ τούτου, δεν υπογράφηκε από τον υπεύθυνο αστυνομικό η δήλωση η οποία εντοπίζεται δακτυλογραφημένη στο κάτω αριστερά σημείο της επιστολής, ότι δηλαδή του διάβασε την επιστολή, αυτός την κατανόησε και την υπέγραψε στην παρουσία του

 

Κατά τούτο, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενο των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης τα οποία του επιδόθηκαν στην ελληνική γλώσσα, συνοδευόμενα από μία επιστολή ημερ. 10.11.2023 στην αγγλική γλώσσα, το περιεχόμενο όμως της οποίας δεν μπορούσε να αντιληφθεί καθώς δεν γνωρίζει καλά την αγγλική γλώσσα και δεν μπορούσε να αντιληφθεί νομικής φύσεως ζητήματα. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό αυτό του Αιτητή. Καταρχήν επισημαίνω ότι ο ίδιος συμπλήρωσε την αρχική αίτηση ασύλου αλλά και την μεταγενέστερη αίτηση στην αγγλική γλώσσα, δηλώνοντας ως γλώσσα επικοινωνίας την αγγλική (βλ. ερυθρά 138-135 του δ.φ. 1), η δε συνέντευξή του Αιτητή διεξήχθη και πάλι στην αγγλική, την οποία ο ίδιος δήλωσε ότι κατανοούσε. Με την επιστολή ημερ. 10.11.2023 ο Αιτητής ενημερώθηκε, μεταξύ άλλων ότι: «(…) i have proceeded with the issuing of deportation and detention orders dated 10/11/2023, against you» καθώς και για την προθεσμία των 75 ημερών για την προσβολή των αποφάσεων αυτών. Φρονώ συνεπώς ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να αντιληφθεί την επικείμενη απέλασή του, εφόσον αυτή του κοινοποιήθηκε στην αγγλική γλώσσα ενώ ο ισχυρισμός του ότι δεν γνωρίζει  καλά την γλώσσα αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Πρόσθετα, ακόμα και αν ο Αιτητής πράγματι δεν μπορούσε να αντιληφθεί το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 10.11.2023 κατά εκείνο το χρονικό σημείο, είναι εμφανές μέσα από τον προσκομισθέντα διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. δ.φ. 2), ότι ο ίδιος διόρισε λίγο αργότερα δικηγόρο, ο οποίος με επιστολή του ημερ. 22.11.2023 – ήτοι πριν από την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης- απέστειλε επιστολή προς την Υπηρεσία Ασύλου επισυνάπτοντας και το τότε εκδοθέν διάταγμα κράτησης. Ο ισχυρισμός λοιπόν αυτός του Αιτητή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Προχωρώ τώρα στην εξέταση του κατά πόσο υπάρχουν στην, υπό εξέταση υπόθεση, αντικειμενικά κριτήρια, τα οποία τεκμηριώνουν βάσιμους λόγους ότι ο Αιτητής υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Είναι βασική επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή, ότι ο Αιτητής τελούσε υπό την εντύπωση ότι η αρχική αίτησή του ευρισκόταν ακόμη υπό εξέταση καθώς ουδέποτε κλήθηκε γραπτώς ή τηλεφωνικώς για να παραστεί σε συνέντευξη αλλά ούτε και ενημερώθηκε σε οποιονδήποτε στάδιο, πριν από τη σύλληψή του, ότι η αίτηση του απορρίφθηκε.  

 

Παράθεση των γεγονότων που διαπλέκονται με το ζήτημα αυτό ως αυτά προκύπτουν από τους ενώπιόν μου διοικητικούς φακέλους (Τ1 και Τ2), επιβάλλεται προς ευχερέστερη κατανόηση του θέματος:

 

·                Ο Αιτητής αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 15.10.2021 χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα (βλ. ερυθρό 147 του δ.φ.1).

 

·                Στις 10.02.2022 καταχώρισε αίτηση για διεθνή προστασία στην οποία δηλώνει ως τηλέφωνο επικοινωνίας το 95-ΧΧΧΧ03 (βλ. ερυθρό 3 του δ.φ.2).

 

·                Στον φάκελο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (δ.φ.1) εντοπίζεται έντυπο δήλωσης αλλαγής διευθύνσης ημερ. 09.03.2022 υπογεγραμμένο από τον Αιτητή, στο οποίο ο ίδιος ενημέρωσε για την αλλαγή της διευθυνσης του αλλά και του τηλεφώνου επικοινωνίας με τον αριθμό που δηλώθηκε να είναι: 95-ΧΧΧΧ14. Αντίστοιχα, στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου εντοπίζεται εκτύπωση από το ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. 21-18 και 29-25 του δ.φ. 2), όπου από τα ερυθρά 19 και 27 του δ.φ. 2 προκύπτει ότι στις 09.03.2022 έγινε ενημέρωση του συστήματος για αλλαγή τόσο της διεύθυνσης του Αιτητή όσο και του τηλεφώνου επικοινωνίας, με το τηλέφωνο που καταγράφεται να είναι πλέον το 95-ΧΧΧΧ14.

 

·                Στις 17.05.2023 γίνεται προσπάθεια τηλεφωνικής επικοινωνίας στον αρχικό αριθμό που δήλωσε ο Αιτητής, 95-ΧΧΧΧ03 (ερυθρό 22 του δ.φ.2) με τις παρατηρήσεις του λειτουργού που συμπλήρωσε σχετικό έντυπο να είναι «Not in service number or disconnected».

 

·                Νέα προσπάθεια γίνεται στις 18.05.2023, στον ίδιο και πάλι αριθμό (ερυθρό 23 του δ.φ.2) με τον λειτουργό να καταγράφει στα σχόλια: «Out of reach».

 

·                Τέλος, γίνονται επιπλέον προσπάθειες τηλεφωνικής επικοινωνίας στις 24.05.2023, 25.07.2023 και 28.07.2023 στον ίδιο και πάλι αριθμό (ερυθρό 24 του δ.φ. 2) με τον λειτουργό να σχολιάζει και πάλι:«Not in service number or disconnected»

 

·                Ακολούθως, αποστέλλεται επιστολή (Invitation for an interview) ημερ. 07.08.2023 στη νέα διεύθυνση που δήλωσε ο Αιτητής, στην Έμπα της Πάφου (ερυθρό 30 του δ.φ.2) – η οποία ωστόσο επιστράφηκε στον αποστολέα με την ένδειξη:  «Άγνωστος» (ερυθρό 32 του δ.φ. 2). Ως ερυθρό 31 εντοπίζεται η απόδειξη αποστολής της επιστολής με συστημένο ταχυδρομείο, χωρίς ωστόσο να προκύπτει η ημερομηνία αποστολής και/ή η ημερομηνία που αυτή επιστράφηκε.

 

·                Στην συνέχεια, ετοιμάζεται σχετική εισηγητική έκθεση λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερυθρά 40-39 του δ.φ.1), η οποία καταλήγει στην εισήγηση για διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του Αιτητή, λόγω τεκμαιρόμενης σιωπηρής απόσυρσής της, σύμφωνα με το άρθρο 16(Β)(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου. Στις πληροφορίες σχετικές με το αίτημα διεθνούς προστασίας, οι οποίες καταγράφονται στην πρώτη σελίδα της εισηγητικής έκθεσης, εντοπίζεται ως τηλέφωνο επικοινωνίας του Αιτητή το: 95-ΧΧΧΧ03, δηλαδή και πάλι χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο επικαιροποιημένος αριθμός που προσκόμισε ο Αιτητής. Η έκθεση αυτή εγκρίθηκε από τον αρμόδιο να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στις 14.09.2023, με αποτέλεσμα το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή.

 

·                Ακολούθως, ετοιμάζεται ενημερωτική επιστολή ημερ. 14.09.2023 στην οποία περιλαμβάνεται ενημέρωση για το κλείσιμο του φακέλου καθώς και για την προθεσμία των δεκαπέντε (15) ημερών για την άσκηση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής. Παράλληλα, παρέχεται δια της επιστολής αυτής, ενημέρωση για την έκδοση απόφασης επιστροφής του στη Νιγηρία καθώς και για το δικαίωμα του για οικειοθελή αναχώρηση εντός επτά (7) ημερών (προθεσμίες οι οποίες αναστέλλονται σε περίπτωση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής). Η επιστολή αυτή φέρει σφραγίδα «POSTAL, 25 SEP 2023, Asylum Service Ministry of Interior» (βλ. ερυθρό 42 του δ.φ.1). Ως ερυθρό 43 (του δ.φ.1) εντοπίζεται επιστροφή του φακέλου με την ένδειξη «Άγνωστος».

 

Αυτό που πρωτίστως παρατηρώ είναι ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πεπλανημένα και κατά πλημμελή έρευνα, προσπαθούσαν να έλθουν σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Αιτητή, σε τηλεφωνικό αριθμό ο οποίος δεν ευρισκόταν πλέον σε ισχύ ενώ ο ίδιος ο Αιτητής τηρώντας τις υποχρεώσεις του, ενημέρωσε για τον νέο αριθμό του με σχετική επικαιροποιημένη δήλωση αλλαγής στοιχείων την οποία καταχώρισε. Οι Καθ’ ων η αίτηση λοιπόν, ενεργούσαν υπό πλάνη, λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας των ενώπιόν τους στοιχείων, ως προς τον επικαιροποιημένο τηλεφωνικό αριθμό του Αιτητή, καθ’ όλες τις προσπάθειες εντοπισμού του δια τηλεφώνου προς τον σκοπό κλήσης του σε συνέντευξή. Η πλάνη αυτή έχει επενεργήσει εις βάρος του Αιτητή, αφού εάν οι Καθ’ ων η αίτηση οι οποίοι είχαν ενώπιόν τους τα επικαιροποιημένα στοιχεία, ασκούσαν την εύλογη υπό τις περιστάσεις επιμέλεια και έρευνα, θα μπορούσαν ενδεχομένως να εντοπίσουν τον Αιτητή στο τηλέφωνο που ο ίδιος προσκόμισε κατόπιν επικαιροποιημένης δήλωσης του.

 

Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία v. Όλγας Μαυρομμάτη και Άλλου (1991) 3 ΑΑΔ 543, ακόμη και η υπόνοια πως η πλάνη λειτούργησε σε βάρος των αιτητών είναι αρκετή για να ακυρωθεί η πράξη. Η ύπαρξη πλάνης ανατρέπει και το βάθρο της αιτιολογίας, ως στηριζόμενης πάνω σε ανυπόστατα πραγματικά περιστατικά (βλ. Κυρμίτσης v. Δημοκρατίας κ.ά. (1993) 4 ΑΑΔ 1900).

 

Υπό τις περιστάσεις, το τεκμήριο κανονικότητας ως προς την ενημέρωση του Αιτητή έχει καμφθεί. Στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου, «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» (1951), σελ. 304 και 305 το θέμα τίθεται ως εξής:

 

«Ούτως η νομολογία δημιουργεί τεκμήριον κατά της πλάνης, ήτοι τεκμήριον υπέρ της ορθής εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών. Το τεκμήριον όμως τούτο είναι ιδιόρρυθμον, διότι κάμπτεται αφ' ης στιγμής η χαρακτηριστική εις το συζητητικόν σύστημα δραστηριότης του διαδίκου κατορθώσει να καταστήσει πιθανήν την πλάνην, ήτοι να δημιουργήσει παρά τω δικαστή απλώς αμφιβολίας περί της ορθότητος της διαπιστώσεως του πραγματικού εκ μέρους της Διοικήσεως».

 

Δεν παραγνωρίζω ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ειδοποίησαν τον Αιτητή τόσο για να παρευρεθεί σε συνέντευξη, όσο και για το κλείσιμο του φακέλου του, μέσω σχετικών επιστολών οι οποίες ωστόσο επιστράφηκαν πίσω στην Υπηρεσία Ασύλου, ως μη παραδοτέες, με την ένδειξη «Άγνωστος», η οποία κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, έχει την έννοια ότι άτομο με το ονοματεπώνυμο του Αιτητή, δεν εντοπίστηκε στην συγκεκριμένη διεύθυνση. Δεν έχω ωστόσο ενώπιόν μου περαιτέρω δεδομένα περί τούτου, αλλά ούτε και λεπτομέρειες ως προς το πότε οι επιστολές αυτές επιστράφηκαν πίσω στους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Επισημαίνω ότι ο Αιτητής δεν έχει καταχωρίσει προσφυγή εναντίον της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου, απόφαση η οποία ως εκ τούτου περιβάλλεται με το τεκμήριο νομιμότητας και δε δύναται να ελεχθεί. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η συμπεριφορά του Αιτητή προκειμένου να κριθεί εάν υπάρχει καταχρηστική ή όχι από μέρους του συμπεριφορά και αν η μεταγενέστερη αίτησή του για επανάνοιγμα του φακέλου του έγινε με αποκλειστικό σκοπό να παρεμποδίσει την απέλασή του, είναι κρίσιμο να εξεταστεί το κατά πόσο ο Αιτητής είχε ή τεκμαίρεται ότι είχε πλήρη γνώση περί της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του κατά τον χρόνο της σύλληψής του.

 

Στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερομηνίας 08.08.2008, στην υπόθεση με αριθμό 2052/2006, Vakhtang Odikadze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Οι καθ' ων η αίτηση επικαλέστηκαν την απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Omar Dahel Akasheh Hawamdeh ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 894/2004, ημερ. 8.9.2005. Εκεί κρίθηκε πως η αποστολή της επιστολής στη διεύθυνση που ο ενδιαφερόμενος είχε δώσει, ήταν αρκετή. Και πως «η τελείωση της διοικητικής απόφασης δεν βρίσκεται στο θέλημα του αλλοδαπού που επιλέγει να μην καταστήσει γνωστό στις Αρχές τον τόπο όπου πράγματι βρίσκεται». Χρήσιμη συναφώς αναφορά, ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα μπορεί να γίνει στην απόφαση της Ολομέλειας στην Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 51/05, ημερομηνίας 10.9.07. Επίσης στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 253, όπου εξηγείται πως η γνώση τεκμαίρεται και «εκ της παρόδου μακρού χρόνου από της εκδόσεως της πράξεως, ιδία δε αν υφίσταται προφανές ενδιαφέρον διά την τύχην της υποθέσεως».

 

Το άρθρο 8(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί ότι «Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, υποχρεούται να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο(...)». Πρόσθετα, το άρθρο 16Β(2)(β) προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι  «διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.».

 

Είναι ξεκάθαρο από την συνδυασμένη ανάγνωση των πιο πάνω άρθρων του νόμου ότι ο κάθε αιτητής έχει υποχρέωση να ενημερώσει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή σε περίπτωση αλλαγής του χώρου διαμονής του και των στοιχείων επικοινωνίας τους και, αντίστοιχα, η αρμόδια αρχή έχει το δικαίωμα να συνάγει, σε περίπτωση αλλαγής αυτών χωρίς ενημέρωση της από τον αιτητή, ότι ο αιτητής έχει αποσύρει την αίτησή του ή ότι έχει υπαναχωρήσει από αυτήν.

 

Το τι διαφοροποιεί την παρούσα περίπτωση είναι ότι δεν έχω ενώπιόν μου στοιχεία ότι ο Αιτητής άλλαξε διεύθυνση, ούτως ώστε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8(2)(α) του Νόμου να υπήρχε υποχρέωση του «να ενημερώσει το συντομότερο δυνατό το Κλιμάκιο.» για την αλλαγή του τόπου διαμονής του. Το άρθρο 16Β(2)(β) του νόμου προνοεί ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρεί ότι ο αιτητής, σιωπηρά, έχει αποσύρει την αίτηση του όταν διαπιστώνει ότι  «διέφυγε ή αναχώρησε χωρίς άδεια από το μέρος όπου ζούσε ή βρισκόταν υπό κράτηση, χωρίς να έρθει σε επαφή με την Υπηρεσία Ασύλου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, ή δεν εκπλήρωσε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος την υποχρέωση αναφοράς ή άλλες υποχρεώσεις επικοινωνίας, όπως την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 8, εκτός εάν ο αιτητής αποδείξει ότι αυτό οφειλόταν σε συνθήκες ανεξάρτητες από τη θέλησή του.». Παρά το γεγονός ότι οι επιστολές οι οποίες αποστάλθηκαν στον Αιτητή στην δηλωθείσα διεύθυνση, επιστράφηκαν υπό την ένδειξη «Άγνωστος», ωστόσο ο Αιτητής εξακολουθεί να δηλώνει ότι διαμένει στην δηλωθείσα διεύθυνση, στην Έμπα της Πάφου. Επισημαίνω ότι εντός του δ.φ.1, εντοπίζεται βεβαίωση του Κοινοτάρχη της Ενορίας Αγίου Θεοδώρου, ημερ. 24.02.2022 ότι ο Αιτητής διαμένει στην διεύθυνση αυτή (βλ. ερυθρό 2 του δ.φ.1). Στο ερυθρό 7 του ίδιου φακέλου εντοπίζεται το έντυπο αλλαγής διεύθυνσης στο οποίο ο Αιτητής δήλωσε την διεύθυνση στην Έμπα της Πάφου ως τη διεύθυνση διαμονής του και το οποίο έντυπο παραλήφθηκε από το τμήμα στις 09.03.2022. Την ίδια διεύθυνση δηλώνει ο Αιτητής και στην μεταγενέστερη αίτησή του, ως προκύπτει από το Παράρτημα 5 (ερυθρά 105-102) της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση. Ενώ η ίδια διεύθυνση εντοπίζεται, τουλάχιστον μέχρι πρόσφατα, στο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως προκύπτει από σχετική εκτύπωση με ημερομηνία πρόσβασης ημερ. 02.01.2024 (βλ. Παράρτημα 5, ερυθρό 99 της Ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση). Τα στοιχεία αυτά ήταν ενώπιόν των Καθ’ ων η αίτηση προτού εκδώσουν το προσβαλλόμενο διατάγμα. Έχοντας υπόψη τα δεδομένα των διοικητικών φακέλων και τις δηλώσεις του Αιτητή, ως προωθούνται μέχρι και σήμερα, ότι διαμένει στην συγκεκριμένη, ήδη δηλωθείσα διεύθυνσή του, οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να διερευνήσουν περαιτέρω το ζήτημα υποβάλλοντας σχετικά ερωτήματα προς τον Αιτητή και αναζητώντας τεκμηριωμένα στοιχεία από τον ίδιο για τη διεύθυνσή διαμονής του. Τούτο προτού προχωρήσουν με την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης.  

 

Πρόσθετα, δεν μπορεί να αγνοηθεί η προθυμία του Αιτητή κατά το παρελθόν να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, ενημερώνοντας τόσο για την αλλαγή της διεύθυνσής του, όταν μετακόμισε στην Πάφο, όσο και για την αλλαγή του τηλεφωνικού του αριθμού (βλ. ερυθρό 34 του δ.φ. 2).

 

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πεπλανημένα και αγνοώντας τη σχετική δήλωση του Αιτητή περί της αλλαγής του τηλεφωνικού του αριθμού, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, ακόμα και αν ευθύνεται ο ίδιος ο Αιτητής, οι επιστολές ουδέποτε παραληφθήκαν από τον ίδιο, γεγονός το οποίο συνάγεται ευθέως από τους διοικητικούς φακέλους και δεν αμφισβητείται, τελώ υπό αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο Αιτητής είχε λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση περί των εξελίξεων επί της αίτησης ασύλου την οποία καταχώρισε. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι εν προκειμένω δεν εξετάζω το εκπρόθεσμο της καταχώρισης της προσφυγής, περίπτωση κατά την οποία μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την λήξη ανατρεπτικής προθεσμίας, ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης ότι δεν έλαβε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά διάταγμα κράτησης, φρονώ ότι οι αρχές διαφοροποιούνται σε σχέση ιδιαίτερα με την αξιολόγηση των γεγονότων αυτών για τη νομιμότητα και ορθότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος. Με βάση λοιπόν τα ιδιαίτερα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση και υπό το φως και των παραλείψεων των Καθ’ ων η αίτηση, ως ανωτέρω επισημάνθηκαν, φρονώ ότι οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς τα γεγονότα, επενεργεί υπέρ του Αιτητή. Δέχομαι συνεπώς την θέση του Αιτητή ότι ουδέποτε έλαβε γνώση για το κλείσιμό του φακέλου του, θέση η οποία, ενόψει των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω δεν βρίσκεται σε ασυμφωνία με το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων αλλά συνάδει με αυτό. Ακόμα και αν ήθελε κριθεί ότι δύναται να συναχθεί τεκμήριο γνώσης του Αιτητή, μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την έκδοση της απόφασης, εν προκειμένω δεν έχει παρέλθει τέτοιος χρόνος. Από πουθενά δεν προκύπτει η ημερομηνία κατά την οποία επιχειρήθηκε να παραδοθεί η επίδικη επιστολή χωρίς επιτυχία, ούτως ώστε από τον χρόνο εκείνο να προσμετρηθεί ενδεχομένως η προθεσμία των 15 ημερών για προσβολή της απόφασης. Ωστόσο, υπάρχει η υποψία ότι κατά τον χρόνο σύλληψής του Αιτητή, ενδεχομένως να έτρεχε ακόμη η προθεσμία αυτή, η οποία (υποψία) προκύπτει από τα ακόλουθα:

 

(1) Εντός του διοικητικού φακέλου Τ1, εντοπίζονται τα ερυθρά 83 και 87 από τα οποία προκύπτουν οι εξής πληροφορίες:

 

Ημερομηνία Απόφασης: 14/09/2023

Ημερ. αποστολής απαντητικής επιστολής: 25/09/2023

Απόφαση Υπηρεσίας Ασύλου: Implicit Withdrawal

Ληγμένη προθεσμία προσφυγής: Όχι

 

Τα ως άνω ερυθρά φαίνεται να έχουν εκτυπωθεί από το ηλεκτρονικό σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου (ως αναγράφεται στο πάνω αριστερό μέρος της εκτύπωσης) και δεν φέρουν ημερομηνία. Ωστόσο αυτά, αποτελούν μέρος των ερυθρών 92-81 τα οποία φέρουν ως ημερ. 10.11.2023 και τα οποία επισυνάφθηκαν στην επιστολή ημερ. 10.11.2023 της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (βλ. ερυθρό 94-93 του δ.φ.). Από την ίδια αυτή επιστολή, δύναται να συναχθεί ότι τα ερυθρά αυτά προέκυψαν κατόπιν έρευνας η οποία έλαβε χώρα στις 10.11.2023 (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Στις 10/02/2022 υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 14/09/2023 η οποία του αποστάληκε στις 25/09/2023(…)

 

Στις 10/11/2023 και ώρα 10.50 ανακόπηκε στην οδό Τάσου Παπαδόπουλου στον Ύψωνα στην Λεμεσό, έδαφος των Βρετανικών Βάσεων για έλεγχο. Από εξετάσεις που διενεργήθηκαν μέσω της ΥΑΜ, διαπιστώθηκαν τα πιο πάνω και την ίδια ημέρα και ώρα 11.00 συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης παραμονής και (…)».

 

Δημιουργούνται λοιπόν αμφιβολίες, ως προς το κατά πόσο, κατά την σύλληψη του Αιτητή στις 10.11.2023, έτρεχε ακόμη η προθεσμία των 15 ημερών για καταχώριση προσφυγής εναντίον της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλου του και συνεπώς κατά πόσο ο Αιτητής εξακολουθούσε να ήταν, κατά εκείνο δε τον χρόνο, αιτητής ασύλου.

 

(2) Τις αμφιβολίες αυτές έρχεται να ενισχύσει και το γεγονός ότι στο διάταγμα απέλασης ημερ. 10.11.2023 (βλ. ερυθρό 107 του δ.φ.) καταγράφεται:

 

«Επειδή ο [] είναι απαγορευμένος μετανάστης, δυνάμει των παραγράφων (…), καθότι παρέμεινε παράνομα από τις 08/11/2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία».

 

Δεν προκύπτει στην βάση ποιων δεδομένων κρίθηκε ότι η 8η Νοεμβρίου του 2023 ήταν η ημερομηνία κατά την οποία έληγε η προθεσμία του Αιτητή για αναχώρηση του από τη Δημοκρατία. Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι ίσως οι Καθ’ ων η αίτηση υπολόγισαν την προθεσμία αυτή, με βάση την ημερομηνία κατά την οποία επιστράφηκε, ως μη παραδοτέα, η επιστολή για το κλείσιμο του φακέλου του Αιτητή. Δεν έχω όμως τέτοια στοιχεία ενώπιόν μου. Εν πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη πως κατά κανόνα, με την έκδοση μίας απόφασης επιστροφής, η διοίκηση παρέχει προθεσμία για οικειοθελή αναχώρηση επτά ημερών από την έκδοση της απόφασης αυτής, τότε για να έχει λήξει αυτή η προθεσμία στις 08.11.2023 είναι εύλογο να συνάγεται ότι ο Αιτητής είχε περίοδο οκτώ (8) ακόμη ημερών για προσφυγή εναντίον της απόφασης για το κλείσιμο του φακέλού του.

 

Επισημαίνω βεβαίως ότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε παρεμπίπτον έλεγχο της πράξης κήρυξης της ως απαγορευμένου μετανάστη, απόφαση που προηγήθηκε του διατάγματος κράτησης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.  Ούτως ή άλλως, τέτοιος έλεγχος είναι ανεπίτρεπτος.  Παρ'όλα αυτά η συμμόρφωση του Αιτητή με την απόφαση επιστροφής ημερομηνίας 14.09.2023 αποτελεί ένα από τα στοιχεία στα οποία ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης βασίστηκε για να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και συνεπώς δεν δύναται να μην αξιολογηθούν τα γεγονότα αυτά.

 

Ειδικότερα, μέσα από το περιεχόμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος, το οποίο υποστηρίζεται και συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και ειδικότερα από τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού Σ.Χ.[3] ημερ. 12.01.2024 (βλ. ερυθρά 120-118 του δ.φ.1), διαφαίνεται ότι οι Καθ'ων η αίτηση, κατέληξαν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης, κρίνοντας ότι:

 

 «(…) (γ) Στις 10/02/2022, ο αλλοδαπός υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ στις 14/09/2023 (implicit withdrawal), απόφαση η οποία του αποστάλθηκε στις 25/09/2023. Έκτοτε δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για διευθέτηση της άδειας παραμονής και εργασίας του στη Δημοκρατία (…)

 

(δ) Στις 10/11/2023 ο αλλοδαπός εντοπίστηκε στον Ύψωνα στη Λεμεσό, σε έδαφος των Βρετανικών Βάσεων, για έλεγχο. Τότε διαπιστώθηκαν τα πιο πάνω και την ίδια μέρα συνελήφθηκε για το αδίκημα της παράνομης παραμονής. Ως εκ των πιο πάνω, εκδόθηκαν στις 10/11/2023 διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του αλλοδαπού δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), καθότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 08/11/2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη Δημοκρατία. Καθότι αξιολογήθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής (Άρθρο ΠΣΤ(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου), δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής και δεν επιθυμεί τον επαναπατρισμό του, αξιολογήθηκε ότι δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

(…)

 

(α) Ο εν θεμάτι αλλοδαπός αφίχθηκε στην Κύπρο από μη ελεγχόμενο σημείο σε άγνωστη ημερομηνία. Στις 10/02/2022, ο αλλοδαπός υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο η οποία απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ στις  14/09/2023 (implicit withdrawal), απόφαση η οποία του αποστάλθηκε στις 25/09/2023. Έκτοτε δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για διευθέτηση της άδειας παραμονής και εργασίας του στη Δημοκρατία. Έπειτα στις 10/11/2023 συνελήφθηκε και κρατήθηκε για το αδίκημα της παράνομης παραμονής. Έπειτα διευθετήθηκε η απέλαση του με συνοδεία καθώς δεν συνεργαζόταν για τον επαναπατρισμό του αλλά έπειτα υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση και ο φάκελος του επανάνοιξε και προωθήθηκε για την διαδικασία κατ’ ουσίας εξέτασης του αιτήματός του.

 

(β) Στην μεταγενέστερη αίτηση ασύλου του, ο ίδιος αναφέρει ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής για αυτόν και γι’ αυτό τον λόγο βρίσκεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση έτσι ώστε να ζητήσει προστασία και ότι επιθυμεί να εξεταστεί η αίτηση ασύλου του άμεσα καθώς, όπως αναφέρει, δεν κλήθηκε ποτέ σε συνέντευξη. Στην πρώτη αίτηση ασύλου του ο αλλοδαπός αναφέρει ότι εκεί που ζούσε και εργαζόταν ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής δέχθηκε απειλές επειδή ζήτησε αύξηση από τον ποδοσφαιρικό όμιλό του. Αναφέρει επίσης ότι η ζωή του απειλείται από την διεύθυνση του ομίλου και για αυτό έπρεπε να έρθει εδώ γιατί δεν είχε πουθενά αλλού να πάει. Σε ενημέρωση που έλαβε το ΤΑΠΜ από την ΥΠΑΣ ημερ. 09/01/2024, αφού ζητήθηκε η αρχική αίτηση για εκ πρώτης όψεως εξέταση των λόγων που προέβαλε ο αιτητής αλλοδαπός, η ΥΠΑΣ ενημέρωσε ότι η αίτηση του απορρίφθηκε και, ενημερώνει ότι στην συνέντευξη ανέφερε άλλο λόγο για τον οποίο κινδυνεύει από αυτόν που γράφει στην αιτήση του, ότι είναι ομοφυλόφιλος. Επίσης αναφέρουν ότι η αίτησή του απορρίφθηκε λόγω των πολλών αντιφάσεων στους ισχυρισμούς του αιτητή. Ακόμη δεν έχει λήξει η προθεσμία προσφυγής του αλλοδαπού και ως εκ τούτου θεωρείται αιτητής ασύλου.

 

Κίνδυνος διαφυγής

Μετά από αξιολόγηση του φακέλου του αλλοδαπού καθώς και ενημέρωσης που μας δόθηκε από την ΥΑΜ, κρίνεται ότι σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος υπάρχει ο κίνδυνος να διαφύγει για τους εξής λόγους:

 

(α) μη συμμόρφωση με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής: 1. Απορριπτικές αποφάσεις της ΥΠΑΣ ημερ. 14/09/2023 (Απαντητική επιστολή ημερ. 25/09/2023) και ημερ. 03/01/2024 (Απαντητική επιστολή ημερ. 09/01/2024) και 2. Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 10/11/2023.

 

(β) Δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής. Η ΥΑΜ ενημερώνει ότι δεν επιθυμεί να επαναπατρισθεί και ότι δεν είχε συνεργασθεί για την απέλασή του.»  

 

Στο καταληκτικό συμπέρασμα της Εισήγησης αυτής καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται κυρίως στο μεταναστευτικό ιστορικό του αλλοδαπού, στο γεγονός ότι παρέμεινε παράτυπα στη Δημοκρατία από τις 08/11/2023, όταν παρήλθε η προθεσμία αναχώρησής του από τη Δημοκρατία και δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε διαδικασία προτού συλληφθεί για να διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία, στο ότι η αίτηση ασύλου του, όταν επανάνοιξε ο φάκελος, εξετάστηκε κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ,  στη μη συμμόρφωση με προηγούμενες Αποφάσεις Επιστροφής, στην απροθυμία του να επαναπατρισθεί, και στο ότι, εκ των πιο πάνω υπάρχει κίνδυνος ο αλλοδαπός να διαφύγει σε περίπτωση που αφεθεί ελεύθερος. Δεδομένων των πιο πάνω, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών αντί της κράτησης μέτρων» (βλ. ερ. 126-124 δ.φ.)».

 

Φρονώ καταρχάς ότι η πιο πάνω καταγραφή ότι η αίτηση ασύλου του Αιτητή «απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ στις 14/09/2023 (implicit withdrawal), απόφαση η οποία του αποστάλθηκε στις 25/09/2023», δεν αποτυπώνει την πραγματική εικόνα των γεγονότων της υπό εξέταση υπόθεσης. Ήταν σημαντικό να καταγραφεί ότι η απόφαση αυτή αποστάλθηκε στον Αιτητή, την οποία ο ίδιος ουδέποτε παρέλαβε, καθώς η επιστολή επιστράφηκε ως μη παραδοτέα. Ανεξαρτήτως των λόγων της μη παραλαβής της επιστολής αυτής, οι Καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να αξιολογήσουν το στοιχείο αυτό, προτού καταλήξουν ότι ο Αιτητής δεν προέβηκε σε οποιεσδήποτε ενέργειες για διευθέτηση της άδειας παραμονής και εργασίας του στη Δημοκρατία. Η ίδια εξέταση απαιτείτο και ως προς την αξιολόγηση της μη συμμόρφωσης του Αιτητή με προηγούμενες αποφάσεις επιστροφής, που ως τέτοιες είναι κατά τους Καθ’ ων η αίτηση οι «1. Απορριπτικές αποφάσεις της ΥΠΑΣ ημερ. 14/09/2023 (Απαντητική επιστολή ημερ. 25/09/2023) και ημερ. 03/01/2024 (Απαντητική επιστολή ημερ. 09/01/2024) και 2. Διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 10/11/2023».

 

Επισημαίνω ότι, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής δεν είχε λάβει γνώση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ως αυτή προωθήθηκε στον Αιτητή δια της  επιστολής τους ημερ. 25.09.2023, αφού αυτή επιστράφηκε, δεν δύναται να κριθεί ότι ο Αιτητής παρέλειψε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο αυτής. Ενόψει των παραλείψεων που περιβάλλουν τις προσπάθειες των Καθ’ ων η αίτηση να ενημερώσουν σχετικώς τον Αιτητή για το κλείσιμό του φακέλου του, οποιαδήποτε αμφιβολία επενεργεί υπέρ του. Όφειλαν συνεπώς οι Καθ’ ων η αίτηση να αξιολογήσουν το γεγονός αυτό και να αιτιολογήσουν την απόφαση τους, λαμβάνοντας τούτο υπόψη. Τουναντίον, τα γεγονότα αυτά δεν λήφθηκαν υπόψη.

 

Περαιτέρω, δεν μπορεί να γίνεται λόγος στις 12.01.2024 για παράλειψη συμμόρφωσης του Αιτητή με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 03.01.2024 για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής του Αιτητή, απόφαση την οποία ο ίδιος έλαβε στις 09.01.2024 και ενόσω κατά τον χρόνο αυτής της κρίσης, ήτοι στις 12.01.2024, ο Αιτητής θεωρείτο αιτητής ασύλου  ενώ ο χρόνος των 15 ημερών για καταχώριση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής δεν είχε λήξει. Ο δε Αιτητής, όχι μόνο δεν υποχρεούτο να αποδεχθεί την απέλαση του, αλλά και οποιαδήποτε απέλαση του, κατ’ εκείνο το χρονικό σημείο, χωρίς την συγκατάθεση του, θα ήταν παράνομη.

 

Ως προς την επιπρόσθετη αιτιολογία που εντοπίζεται στο προσβαλλόμενο διάταγμα ότι ο Αιτητής δε συμμορφώθηκε με την απόφαση επιστροφής ήτοι το διάταγμα απέλασης το οποίο εκδόθηκε εναντίον του στις 10.11.2023, επισημαίνω ότι κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος ημερομηνίας 12.01.2024, εξακολουθούσε να τρέχει η προβλεπόμενη προθεσμία των 75 ημερών για την άσκηση προσφυγής εναντίον της απόφασης αυτής και συνεπώς η απόφαση επιστροφής δεν μπορούσε να εκτελεστεί χωρίς την συναίνεση του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη το δικαίωμα του για πραγματική προσφυγή, ως αυτό κατοχυρώνεται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη.

 

Εντοπίζω, ωστόσο επιπλέον παραλείψεις στις ενέργειες των Καθ’ ων η αίτηση. Ειδικότερα, παρέλειψαν να καταγράψουν και αξιολογήσουν τις αντιδράσεις του Αιτητή μετά την σύλληψη του, οι οποίες είναι ενδεικτικές ως προς την πεποίθησή του ότι η αρχική αίτηση ασύλου του ευρισκόταν ακόμη υπό εκκρεμότητα, εξ ου και δικαιολογεί, κατά τον Αιτητή πάντα, την πεποίθηση του περί της νομιμότητας της παραμονής του στη Δημοκρατία. Η πεποίθηση αυτή του Αιτητή δηλώθηκε ήδη από το πρώτο δεκαήμερο της σύλληψής του, δια του συνηγόρου του ο οποίος μέσω σχετικής επιστολής την οποία προώθησε προς την Υπηρεσία Ασύλου στις 22.11.2023, ζητούσε το επανάνοιγμα του φακέλου του (ερυθρό 49-50 Τ2). Περαιτέρω, ο Αιτητής επανέλαβε την πεποίθηση του αυτή και δια των ακόλουθων ενεργειών του:

 

(α) μέσω request form το οποίο καταχώρισε στις 08.12.202 για επανάνοιγμα του φακέλου, στο οποίο καταγράφει ότι: «I want my asylum application to be examined please. I submitted my asylum application on 10/2/2022 and I never received a call or letter from asylum for my interview. I informed the authorities about my address and my number since 2022 I thought my application was being examined, I want to exercise my right as original asylum» (ερυθρό 65 του δ.φ.2)

 

(β) μέσω της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου την οποία καταχώρισε για επανάνοιγμα του φακέλου του ημερ. 12.12.2023 και στην οποία κατέγραψε ότι:  «I wait my asylum application to be examined immediately. I submitted my asylum application on 10/02/2022 and I never received a letter form asylum for my interview. I informed the authorities about my address in Paphos and phone number. Since 2022 I thought my application was being examined. I want to exercise my right to open my original asylum application and to be examined» (ερυθρό 54 του δ.φ.2)

 

Τα ως άνω δεν αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση αλλά ούτε και καταγράφηκαν στο Σημείωμα της Λειτουργού Μετανάστευσης ημερ. 12.01.2024 (βλ. ερυθρό 120- 128 του δ.φ. 1), επί του οποίου βασίστηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης.

 

Τα προαναφερθέντα λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της ύπαρξης ή όχι βάσιμων λόγων να πιστεύεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής. Για τους λόγους που προαναφέρθηκαν οι οποίοι συνεπικουρούνται και από τους λόγους που επακολουθούν, φρονώ ότι εν προκειμένω δεν υπάρχουν τέτοιοι βάσιμοι λόγοι.

 

Καταρχάς, αυτό που προκύπτει από το προσβαλλόμενο διάταγμα αλλά και από το Σημείωμα ημερ. 12.01.2024 (βλ. ερυθρά 120-118 του δ.φ. 1) είναι ότι οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα λόγω του ότι η αίτηση επανανοίγματος του εξετάστηκε κατ’ ουσίαν και απορρίφθηκε. Συγκεκριμένα, επί του προσβαλλόμενου διατάγματος καταγράφεται ότι «(…) κρίνεται ότι η αίτησή του για Διεθνή Προστασία υποβλήθηκε με σκοπό να προβάλει προσκόμματα στη διαδικασία επαναπατρισμού του, εφόσον απορρίφθηκε από την ΥΠΑΣ». Το γεγονός απόρριψης της αίτησής του Αιτητή δεν δύναται από μόνο του να συνηγορεί υπέρ αυτής της κατάληξης των Καθ’ ων η αίτηση, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι ο Αιτητής έχει αμφισβητήσει με την καταχώριση προσφυγής την απορριπτική αυτή απόφαση.

 

Φρονώ συνεπώς ότι η απαραίτητη αυτή τεκμηρίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δεν έλαβε χώρα στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, οι Καθ' ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε οποιαδήποτε επεξήγηση του συμπεράσματός τους περί μη γνησίας αιτήσεως ασύλου ούτε ποια αντικειμενικά κριτήρια έλαβαν προς τούτο υπόψη. Δεν είναι έργο του παρόντος Δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας να διερευνήσει περαιτέρω το έρεισμα της αίτησης του Αιτητή για άσυλο. 

 

Ωστόσο, τα γεγονότα καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση ασύλου, ήδη πριν από την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, στις 10.02.2022 και ενώ εισήλθε στη Δημοκρατία στις 15.10.2021. Ο Αιτητής, ως έχει ανωτέρω αναφερθεί και ως ο ίδιος δήλωσε, τελούσε υπό την εντύπωση ότι η αίτησή του ευρισκόταν ακόμη υπό εξέταση. Τα γεγονότα αποκαλύπτουν ότι ο ίδιος ουδέποτε έλαβε την επιστολή κλήσής του σε συνέντευξη αλλά ούτε και την επιστολή για το κλείσιμο του φακέλου του. Ακόμα και αν η ευθύνη για την μη παραλαβή των επιστολών αυτών βαραίνει τον ίδιο – που με βάση τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν υπάρχει αμφιβολία- τούτο δε, δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν είχε, κατά την στιγμή της σύλληψής του, τέτοια ενημέρωση. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Αιτητής είχε καταχωρίσει αίτηση ασύλου, η οποία ενόψει της απόφασης για κλείσιμο του φακέλου του, αυτή ουδέποτε εξετάστηκε, η κρίση ότι ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση με αποκλειστικό σκοπό να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής δεν είναι αιτιολογημένη.

           

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το εδάφιο (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), το οποίο αποτελεί και τη νομική βάση έκδοσης του υπό εξέταση διατάγματος «ο Υπουργός τεκμηριώνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι το πρόσωπο είχε ήδη την ευκαιρία πρόσβασης στη διαδικασία χορήγησης ασύλου, ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρείται ότι το πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας, προκειμένου να καθυστερεί απλώς ή να εμποδίζει την εκτέλεση απόφασης επιστροφής· 

 

Η απαραίτητη αυτή τεκμηρίωση βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, φρονώ ότι δεν έλαβε χώρα στην υπό κρίση υπόθεση. Ειδικότερα, οι Καθ' ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε οποιαδήποτε επεξήγηση του συμπεράσματός τους περί μη γνησίας αιτήσεως ασύλου ούτε ποια αντικειμενικά κριτήρια έλαβαν προς τούτο υπόψη προτού καταλήξουν στην κρίση ότι μοναδικός σκοπός καταχώρισης της μεταγενέστερης αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του, ήταν η παρακώλυση της διαδικασίας επιστροφής του.

 

Παραπέμπω προς τούτου στις αρχές που καθορίστηκαν από το ΔΕΕ στην υπόθεση Arslan[4], C-534/11 (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«61.  Επιπλέον, το άρθρο 23, παράγραφος 4, στοιχείο ι΄, της οδηγίας 2005/85 προβλέπει ρητώς ότι η περίσταση ότι ο αιτών υποβάλλει αίτηση μόνο για να καθυστερήσει ή να εμποδίσει την εκτέλεση προγενέστερης ή επικείμενης απόφασης που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή του μπορεί να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως της εν λόγω αιτήσεως, καθόσον η περίσταση αυτή μπορεί να δικαιολογήσει την επιτάχυνση ή τη θέση σε προτεραιότητα της εξετάσεως αυτής. Η οδηγία 2008/115 μεριμνά συνεπώς ώστε τα κράτη μέλη να έχουν τα αναγκαία εργαλεία στη διάθεσή τους για να μπορούν να διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής, αποφεύγοντας την αναστολή της εν λόγω διαδικασίας πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την ορθή επεξεργασία της αιτήσεως.

 

62. Πρέπει ωστόσο να διευκρινιστεί ότι από το γεγονός και μόνον ότι ένας αιτών άσυλο, κατά την υποβολή της αιτήσεώς του, αποτελεί αντικείμενο αποφάσεως περί επιστροφής και έχει τεθεί υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 δεν μπορεί να τεκμαίρεται, χωρίς κατά περίπτωση εκτίμηση του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι αυτός υπέβαλε την αίτηση αυτή με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιώσει την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία και αναλογική η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως.

 

63. Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι οι οδηγίες 2003/9 και 2005/85 δεν απαγορεύουν τη διατήρηση της κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115 αφού τέθηκε υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, βάσει διατάξεως του εθνικού δικαίου, αν προκύπτει, κατόπιν κατά περίπτωση εκτιμήσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, ότι η αίτηση υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει ή να ματαιωθεί η εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής και ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαία η διατήρηση του μέτρου της κρατήσεως για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του».

 

Η νομολογία λοιπόν απαιτεί, ως ορθώς επισημαίνει και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, όπως η καταχώριση της αίτησής ασύλου να υποβλήθηκε με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση ή ματαίωση της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Τέτοια κρίση ωστόσο δε δύναται να εξαχθεί στην υπό εξέταση περίπτωση όπου ο Αιτητής είχε ήδη υποβάλει αίτηση ασύλου, τέσσερις περίπου μήνες από την είσοδό του στη Δημοκρατία, η οποία ουδέποτε εξετάστηκε επί της ουσίας της.

 

Επαναλαμβάνω ότι αυτό που εξετάζεται εν προκειμένω είναι το διάταγμα κράτησης εναντίον ενός αιτητή ασύλου. Ξεκινώντας με δεδομένο ότι η στέρηση της ελευθερίας, εκτός όπου επιβάλλεται μετά από ποινική καταδίκη, μπορεί να επιβληθεί μόνο ως έσχατη λύση, το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή πρότυπα προβλέπουν ότι για τον έλεγχο της μετανάστευσης, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα,  μετά από μεμονωμένη αξιολόγηση κάθε περίπτωσης, εάν δεν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά, λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Η στέρηση της ελευθερίας πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, αναγκαία και αναλογική.  Επίσης η κράτηση οποιουδήποτε δεν πρέπει να είναι αυθαίρετη, πρέπει να γίνεται με καλή πίστη και να στηρίζεται σε νομική βάση.

 

Στην 15η αιτιολογική σκέψη της  Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, καταγράφεται ρητώς ότι (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης.

 

Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή  της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.»

 

Προκύπτει, τηρουμένης της αρχής της αναγκαιότητας, ότι το μέτρο που λαμβάνεται θα πρέπει να είναι το απολύτως αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Επιπρόσθετα, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας το μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και ανάλογο του σκοπού που επιδιώκεται και βεβαίως το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο (βλ. ΔΕΕ, C-18/16 K. v. Stagtsse Cretans van Veiligheide Justice, ημερομηνίας 4/5/17, σκέψεις 5, 6, 72, 76).

 

Όπως αναφέρθηκε σε σχετική απόφαση του ΕΔΑΔ, η κράτηση επιλέγεται όταν είναι αντικειμενικώς αναγκαία για να αποτραπεί το ενδεχόμενο να αποφύγει οριστικά ο ενδιαφερόμενος την επιστροφή του (S.KvRussia, Αρ. Προσφυγής 52722/15, ημερομηνίας 14.2.17, σκέψη 111).

 

Από το πλέγμα των προαναφερθέντων γεγονότων και υπό το φως των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης, κρίνω ότι δεν υπάρχουν εν προκειμένω τα αντικειμενικά αυτά δεδομένα από τα οποία να προκύπτει ότι ο Αιτητής υπέβαλε την αίτηση ασύλου προς αποφυγή ή/και παρεμπόδιση της επικείμενης απέλασής του.  

 

Ενόψει της πιο πάνω διαπίστωσης καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 9ΣΤ(2)(δ) και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου προσφυγής.

 

Παρόλο που το παρόν Δικαστήριο δύναται να προβεί σε έλεγχο ορθότητας της έκδοσης του επίδικου διατάγματος, εξετάζοντας πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης και υποκαθιστώντας την κρίση της διοίκησης, με δεδομένο ότι από τον φάκελο ελλείπουν σημαντικά στοιχεία και/ή επιπρόσθετη μαρτυρία που θα δικαιολογούσε την κράτηση της Αιτήτριας στη βάση του εδαφίου (2)(δ) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δεν κρίνω ότι μπορεί να επικυρωθεί το επίδικο διάταγμα κράτησης. 

 

Περαιτέρω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάσει την επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων αφού στη βάση του σκεπτικού της απόφασης του ΔΕΕ C-924/19 και C- 925/19, FMS, FNZ, SA, SA junior, ημερ. 14 Μαΐου 2020 (από τούδε και στο εξής «FMS»), θα πρέπει ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε ο αιτητής να παραμένει σε ισχύ.  Στην προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ,  FMS,  λέχθηκαν τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«292. Δεύτερον, τονίζεται ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 και το άρθρο 9, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2013/33 ορίζουν ρητώς ότι, όταν η κράτηση κρίνεται παράνομη, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να απολύεται αμέσως.

 

293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi, C 146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.»

 

Συνάγεται από το απόσπασμα της πιο πάνω απόφασης, ότι θα πρέπει ο λόγος που δικαιολόγησε την έκδοση του διατάγματος κράτησης να παραμένει σε ισχύ, ώστε να μπορέσει, κατά περίπτωση, να διαταχθεί η λήψη εναλλακτικών μέτρων.  Στην παρούσα προσφυγή, δεν διακρίνω από τα στοιχεία του φακέλου να υφίστανται τα αντικειμενικά στοιχεία και κριτήρια, τα οποία θα δικαιολογούσαν την κράτηση του Αιτητή, σύμφωνα με την αιτιολογική βάση της παραγράφου (δ) του άρθρου 9ΣΤ(2), ώστε να προχωρήσω με την εξέταση της σκοπιμότητας και δυνατότητας να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.   

 

Καταλήγω συνεπώς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπεριέχει αιτιολογία που να υποδηλώνει ότι είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.

 

Για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό (Α) της προσφυγής του Αιτητή και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Διατάζεται δε η άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.  Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Ως τελικώς διαφάνηκε κατά την συνέντευξή του Αιτητή που έλαβε χώρα κατά την εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του και ως καταγράφεται στην Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού ασύλου ημερ. 02.01.2024 (βλ. ερυθρό 147 του δ.φ. 2).

[2] Η επιστολή αυτή δεν εντοπίζεται στον φάκελο του τμήματος μεταναστεύσεως αλλά στο φάκελο της υπηρεσίας ασύλου, ερυθρό 42.

[3] Το ονοματεπώνυμο της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[4] C-534/11, Mehmet Arslan κατά Policie ČR, Krajské ředitelství policie Ústeckého kraje, odbor cizinecké policie, 30.05.2013, ECLI:EU:C:2013:343

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο