ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 222/2023

 

27 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ , Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

       D.B.E.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Α. Πλιάκα (κα) για Δ. Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Κίτσιου (κα), για Α. Αναστασιάδη Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 19/12/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 29/12/2022 και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας, πολίτης της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Στις 16/11/2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 29/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από Αρμόδιο Λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), πλέον Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA). Στις 09/12/2022 ο Αρμόδιος Λειτουργός της EUAA ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 19/12/2022. Στις 29/12/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή την ίδια μέρα. Η τελευταία αυτή απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας αρκετούς λόγους ακύρωσης, χωρίς αυτοί ωστόσο να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά τη γραπτή της δε αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η απόφαση εκδόθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί πλάνη περί τα πράγματα.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση υποστήριξε τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου καθώς και ότι αυτή ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ενώ ανέφερε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν πως στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής οι ισχυρισμοί του δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής του στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι ήταν αναξιόπιστοι, αναληθείς και αντιφατικοί και, εν πάση περίπτωσει, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να του παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματική προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, υποστηρίζει, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου επισημάνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. Παρομοίως, υπό το φως της κάτωθι νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Περαιτέρω, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο (βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (2013) 3 Α.Α.Δ. 59). Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως (βλ. Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598,  και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384, ANKIT v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 29/2021, 4/10/2021).

Επιπλέον, βάσει του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά. Η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν συμμορφώνεται με την ως άνω απαίτηση του Κανονισμού 6, με όλους τους ισχυρισμούς στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή να αναπτύσσονται υπό μορφή ενιαίου κειμένου.

Επιπλέον επισημαίνεται, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247» 

Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση.  Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στην ίδια και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. Αποφάσεις ΣΤΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Τέλος και επί των όσων αναφέρει η συνήγορος του Αιτητή  δια της γραπτής της αγόρευσης, είναι παγίως νομολογημένο ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και οι αναφορές σε μαρτυρίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου στερούνται οποιοσδήποτε σημασίας. (ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΛΛΟΥ, (1995), 4 ΑΑΔ 1275, ANTENNA ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 ΑΑΔ 242, Κοιν. Λυσού ν. Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 537). Εάν η πλευρά του Αιτητή επιθυμούσε να προσαγάγει μαρτυρία, όφειλε να ακολουθήσει το ορθό δικονομικό βήμα.

Ως εκ των άνω, όλοι οι λόγοι ακυρώσεως, πλην αυτών που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, δύνανται να εκτιμηθούν από το παρόν Δικαστήριο, ως γενικοί, αόριστοι αλλά και αλυσιτελείς. Ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του γενικού ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή, περί λανθασμένης αξιολόγησης των ισχυρισμών του Αιτητή και, αντίστοιχα, περί λανθασμένης εκτίμησης του κινδύνου δίωξής του, λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε.1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της EUAA, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. Δήλωσε ότι ενώ ήταν σε κελί φυλακής τσακώθηκε με άλλους συγκρατούμενους του και σκότωσε έναν κατά λάθος. Δήλωσε περαιτέρω ότι παρέμεινε στην φυλακή Μακάλα για τρία χρόνια χωρίς να παραπεμφθεί σε δίκη και δραπέτευσε όταν θα τον μετέφεραν σε άλλη φυλακή. Σχετικά με το πως κατέληξε στη φυλακή, ανάφερε ότι ενώ φιλοξενούνταν από κάποιο πάστορα, μετά τον θάνατο της μητέρας του, η σύζυγός του πάστορα, του ζήτησε να έχουν ερωτική σχέση και ο Αιτητής αρνήθηκε. Ανάφερε επίσης ότι μεγάλωσε με τους παππούδες του και για να επιβιώσει, πωλούσε νερό και βοηθούσε ανθρώπους να μεταφέρουν πράγματα (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ο Αιτητής επανέλαβε τους ισχυρισμούς της αίτησης ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του.  Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι μετά την κηδεία της μητέρας του στις 05/01/2020, φιλοξενήθηκε από ένα πάστορα για δύο με τρεις μήνες και η σύζυγός του (του πάστορα) ήθελε να διώξει τον Αιτητή επειδή αρνήθηκε να συνάψει σχέση μαζί της. Τα παιδιά της, κάλεσαν την αστυνομία και συνέλαβαν τον Αιτητή επειδή όπως του είπε η Αστυνομία άγγιξε ανάρμοστα τη μητέρα τους (και σύζυγο του πάστορα). Ο Αιτητής συνέχισε λέγοντας ότι ενώ ήταν υπό κράτηση με άλλα οκτώ άτομα, πέντε από αυτούς, άρχισαν να τον κτυπούν, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να σπρώξει έναν, ο οποίος κτύπησε το κεφάλι του στον τοίχο και πέθανε. Την επόμενη μέρα μετάφεραν τον Αιτητή στις φυλακές Μακάλα, όπου έμεινε μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2021, επειδή κανένας δεν ενδιαφερόταν για την υπόθεση του. Ακολούθως ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι αρχές τον μετέφεραν σε μια τοποθεσία που λέγεται Kanyama Kasese  όπου παρέμεινε περίπου πέντε μήνες. Ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, οι αρχές θα τον έστελναν στο Ανατολικό Κονγκό για να πολεμήσει ενώ δεν ήθελε να πράξει κάτι τέτοιο και κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια κάποιου αστυνομικού τον Φεβρουάριο του 2022. Έπειτα στις 24 Φεβρουαρίου 2022 πήγε στην περιοχή όπου διέμενε στην Kinshasa και συνάντησε κάποια άτομα που ήταν φίλοι με το άτομο που έσπρωξε στο κελί της φυλακής. Δήλωσε ότι, τα εν λόγω άτομα τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν και κάποιοι απ’ αυτούς, ότι θα τον καταγγείλουν στην αστυνομία για την απόδραση του. Υπήρχαν και άλλα άτομα που δραπέτευσαν και η αστυνομία τους αναζητούσε. Για αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του με την βοήθεια  ενός προσώπου (βλ. ερυθρά 29 2x και 28  1του Δ.Φ.).

Σε ερώτηση ως προς το τί πιστεύει ότι θα συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι φοβάται μήπως επιστρέψει στη φυλακή και οι φίλοι του ατόμου που έσπρωξε και χτύπησε με αποτέλεσμα να αποβιώσει, θα τον εντοπίσουν και θα τον σκοτώσουν. Ερωτηθείς εάν εκτός από τις προαναφερθείσες πληροφορίες υπάρχει κάποιο άλλο πρόβλημα σε περίπτωση επιστροφής του στο Κογκό, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. (βλ. ερυθρό 28 2x του Δ.Φ.)

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά τρεις (3) ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την καταγωγή του και τον τόπο συνήθους διαμονής του. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε το ότι κρατήθηκε αυθαίρετα για αόριστο χρονικό διάστημα επειδή σκότωσε κατά λάθος έναν άνθρωπο. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε το ότι η ζωή του κινδύνευε από μέλη μιας συμμορίας που ήταν φίλοι του ατόμου που σκότωσε κατά λάθος. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA απέρριψε τον δεύτερο και τρίτο ισχυρισμό καθώς έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε επαρκώς η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή για το προφίλ του, τα προσωπικά του στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του, έγινε δεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό για το ότι κρατήθηκε αυθαίρετα για αόριστο χρονικό διάστημα επειδή σκότωσε κατά λάθος έναν άνθρωπο, ο αρμόδιος λειτουργός αφού έλαβε υπόψη ότι η άρνηση του Αιτητή στην πρόταση της συζύγου του πάστορα ήταν αρχικά ο λόγος για τον οποίο κρατήθηκε, υπέβαλε ερωτήσεις στον Αιτητή και έκρινε ότι δεν κατάφερε να δώσει συγκεκριμένες και επαρκείς πληροφορίες για την συμπεριφορά της συζύγου του πάστορα απέναντι του (ερυθρά 29 2x, 28 1χ και  3x του Δ.Φ.)  Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής (δήλωσε ότι ήταν φυλακισμένος για περίπου ενάμιση χρόνο), απέτυχε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να παραπεμφθεί σε δίκη παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία μέσα από τις ερωτήσεις που του τέθηκαν (ερυθρά 26 1x και 2χ του Δ.Φ.)  Όσον αφορά τον  ισχυρισμό του ότι απέδρασε με την βοήθεια ενός φύλακα -στρατιώτη, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής απάντησε αόριστα και χωρίς επάρκεια (ερυθρά 25 1x του Δ.Φ.) 

Περεταίρω ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής απέτυχε να δώσει ικανοποιητικές και πειστικές εξηγήσεις όταν ρωτήθηκε για την έκδοση του διαβατηρίου του και για το ταξίδι του. Συγκεκριμένα ενώ ισχυρίστηκε ότι απέδρασε στις 11/10/2022 και αναζητείτο, προσέφυγε στις αρχές και εξασφάλισε διαβατήριο με ημερομηνία 29/09/2022. Όταν κλήθηκε να εξηγήσει πως κατάφερε να ταξιδέψει νόμιμα και χωρίς προβλήματα, ενώ ισχυρίζεται ότι είναι δραπέτης, ο Αιτητής δήλωσε ότι  οι αρχές του αεροδρομίου δεν είχαν ενημερωθεί ότι είχε αποδράσει από τη φυλακή (ερυθρά 31 1χ, 29 1χ, 24 2χ και 7 του Δ.Φ.) 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές  που αναφέρονται σε αυθαίρετες συλλήψεις στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Συγκεκριμένα, η έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για το έτος 2021[1] για τις πρακτικές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σχετικά με το Κονγκό αναφέρει ότι "το προσωπικό ασφαλείας συνέλαβε και κράτησε ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών, δημοσιογράφους και μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης και μερικές φορές τους αρνήθηκε τη δέουσα διαδικασία. Οι δυνάμεις ασφαλείας κρατούσαν τακτικά διαδηλωτές και ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών σε απομόνωση και χωρίς κατηγορία για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η αστυνομία μερικές φορές συνέλαβε και κράτησε αυθαίρετα άτομα χωρίς να καταθέσει μήνυση για να αποσπάσει χρήματα από μέλη της οικογένειας ή επειδή τα διοικητικά συστήματα δεν ήταν καλά εδραιωμένα. Η UNJHRO ανέφερε ότι οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούσαν να υπόκεινται σε αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις χωρίς δίκαιη δημόσια δίκη. Τον Ιανουάριο στην επαρχία Kasai, η UNJHRO ανέφερε ότι έξι αξιωματικοί της PNC κράτησαν παράνομα και χτύπησαν 11 άνδρες με κλομπ όπλων και σχοινιά", (ερυθρά 41-40 του Δ.Φ.) Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τις εν λόγω πληροφορίες η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του προσφεύγοντος δεν τεκμηριώνεται.

Ως προς τον ισχυρισμό ότι η ζωή του κινδύνευε από μέλη μιας συμμορίας που ήταν φίλοι του ατόμου που σκότωσε κατά λάθος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν παρείχε επαρκείς και πειστικές πληροφορίες. Συγκεκριμένα, ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει πως εντοπίστηκε από τα μέλη της συμμορίας, δεδομένου ότι η Κινσάσα είναι μια πυκνοκατοικημένη πόλη με εκατομμύρια κατοίκους, με τον Αιτητή να απαντά ότι τον είδαν στην αγορά του Limete (ερυθρό 24 1x και 2x του Δ.Φ.). Όταν του ζητήθηκε να δώσει πληροφορίες σχετικά με τις απειλές που δέχθηκε, ανάφερε ότι μέλη της συμμορίας άρχισαν να του  φωνάζουν και να τον απειλούν, αλλά κατάφερε να τους ξεφύγει. Πρόσθεσε ότι μετά από εκείνο το περιστατικό στην αγορά του Limete, δεν του συνέβη οτιδήποτε άλλο μέχρι τη στιγμή που έφυγε από τη χώρα (ερυθρά 29 2x, 27 2x και 24 2x του Δ.Φ.).

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές[2] που αναφέρονται στις τις εγκληματικές συμμορίες που δρουν στην Κινσάσα ότι είναι γνωστές ως kuluna και  θεωρούνται υπεύθυνες για σοβαρά εγκλήματα όπως ένοπλες ληστείες και βίαιες επιθέσεις στη χώρα, μεταξύ άλλων στην Κινσάσα , (ερυθρά 39-38 του Δ.Φ). Εντούτοις δεν βρέθηκε καμία εξωτερική πηγή που να αποδεικνύει ότι ο Αιτητής έγινε προσωπικά στόχος μιας από αυτές τις συμμορίες επομένως η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του δεν τεκμηριώνεται.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην Κινσάσα και παράπεμψε σε πληροφορίες από την έκθεση του Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ για το έτος 2021[3], (ερυθρά 37-36 του Δ.Φ.). Η έκθεση αναφέρει μεταξύ άλλων ότι οι συγκρούσεις μεταξύ των κυβερνητικών στρατιωτικών δυνάμεων και των περισσότερων από 15 σημαντικών και συνεκτικών παράνομων ένοπλων ομάδων συνεχίζονται στις ανατολικές επαρχίες της χώρας. (...) Οι παράνομες ένοπλες ομάδες συνέχισαν να διαπράττουν βιαιοπραγίες στις ανατολικές επαρχίες και στην περιοχή Kasai. Επιπλέον, οι δολοφονίες μεγάλης κλίμακας από την ISIS-Δημοκρατική Δημοκρατία του Κονγκό συνεχίστηκαν σε τμήματα του North Kivu και lturi.

Ωστόσο, η πηγή δεν αναφέρει μη κρατικές ένοπλες ομάδες που δραστηριοποιούνταν στην Κινσάσα και σημείωσε ότι οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο από τη βία είναι το Kivu, Kasai και Ituri. Λαμβάνοντας υπόψη ο αρμόδιος λειτουργός το αποδεκτό ουσιώδες γεγονός, τα προσωπικά ατομικά χαρακτηριστικά του Αιτητή ότι είναι ενήλικος, χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας, ότι έχει λάβει εν μέρει δευτεροβάθμια εκπαίδευση και την κατάσταση ασφαλείας στο Κογκό, έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Κινσάσα.

Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου  3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να του χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην Kinshasa, χαρακτηρίζεται μεν από υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας, ωστόσο δεν εντοπίζεται στην περιοχή κάποια διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη καθώς τα περιστατικά βίας είναι περιορισμένα γεωγραφικά στις περιοχές North KivuSouth KivuKasai και Tanganyika[4], (ερυθρό 35 του Δ.Φ.). Καταληκτικά, ο λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού (βλ. ερυθρά 58-46 του Δ.Φ), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά κρίθηκαν αναξιόπιστοι οι δύο ουσιώδεις ισχυρισμοί του Αιτητή ως προς τον πυρήνα του αιτήματος του, τόσο αναφορικά με την αυθαίρετη κράτηση του για αόριστο χρονικό διάστημα επειδή σκότωσε κατά λάθος όπως επίσης και ο ισχυρισμός ότι η ζωή του κινδύνευε από μέλη μιας συμμορίας που ήταν φίλοι του ατόμου που σκότωσε κατά λάθος, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.

Έχοντας μελετήσει προσεκτικά την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όσο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Ο Αιτητής υπέβαλε αόριστους και μη πραγματικούς ισχυρισμούς αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του.

Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο κρίνει αρχικά ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του έγινε ορθώς αποδεκτός από τους Καθ΄ ων η αίτηση αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και οι πληροφορίες που προέβαλε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

Ως προς τους λοιπούς λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής όμως, παρατηρώ και όπως αναφέρετε εκτενώς στην έκθεση εισήγηση των Καθ’ ων, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει επαρκώς τον πυρήνα του αιτήματος καθότι οι δηλώσεις του ήταν ασαφείς, μη λεπτομερείς, χωρίς συνοχή και στερούμενες νοηματικής και χρονικής συνέπειας. Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά το πρακτικό της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, διαπιστώνω ότι αν και του δόθηκε κατ’ επανάληψη η δυνατότητα να παραθέσει πληροφορίες και/ή περιγραφές οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ένα συμπαγές αφήγημα συνοδευόμενο από ευλογοφανείς δηλώσεις σε σχέση με τα επί μέρους σκέλη του υπό εξέταση ισχυρισμού. Δεδομένου ότι ο αρμόδιος λειτουργός ανέλυσε πλήρως τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού, το παρόν Δικαστήριο τονίζει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς και σαφείς πληροφορίες ως προς κανένα σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης, το Δικαστήριο συντάσσεται με την αξιολόγηση του αρμόδιου λειτουργού και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμούς κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος. 

Ειδικά και σε συνάρτηση με τα σημεία αναξιοπιστίας ως καταγράφονται στην έκθεση - εισήγηση των Καθ’ ων η Αίτηση παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και συνοχή τα γεγονότα που τον οδήγησαν στην φυλακή καθότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά την συμπεριφορά της συζύγου του πάστορα απέναντι του αλλά και γενικότερα την αντιμετώπιση που έτυχε κατά την παραμονή του με την οικογένεια του πάστορα (ερυθρά 29 2x, 28 1χ και  3x του Δ.Φ.). Επιπλέον απέτυχε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να παραπεμφθεί σε δίκη παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία μέσα από τις ερωτήσεις που του τέθηκαν από τον λειτουργό (ερυθρά 26 1x και 2χ του Δ.Φ.). Από τα ενώπιον μου στοιχεία και τα όσα αναφέρει ο Αιτητής επί της συνέντευξης του δεν προκύπτει για πιο αδίκημα κατηγορήθηκε ή εάν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή ή και καταδίκη αλλά ούτε προβαίνει σε οποιαδήποτε λογική εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους η σύζυγος του πάστορα ωθήθηκε στο να τον κατηγορήσει για το εν λόγω αδίκημα.  Όσον αφορά τον ισχυρισμό του ότι απέδρασε με την βοήθεια ενός φύλακα-στρατιώτη, παρατηρώ και πάλι ότι οι απαντήσεις του Αιτητή πλήττονται από αοριστία και έλλειψη συνοχής ενώ προκύπτουν εύλογα ερωτήματα ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του (ερυθρά 25 1x του Δ.Φ.). Επιπλέον δεν ήταν σε θέση να παρέχει μια συνεκτική και λεπτομερή αφήγηση επί των γεγονότων που συνέδραμαν στην κατάληξη να θανατωθεί ο συγκρατούμενος του κατά την διάρκεια της κράτησης του αλλά ούτε και πώς η ζωή του κινδύνευε από μέλη μιας συμμορίας που ήταν φίλοι του ατόμου που σκότωσε κατά λάθος. Ο Αιτητής αδυνατεί από τα ενώπιον μου στοιχεία να παρουσιάσει το αφήγημα του με λεπτομέρεια και συνοχή ενώ οι απαντήσεις του, - ότι δηλαδή κινδύνευε από μέλη μιας συμμορίας η οποία πιθανόν να τον ψάχνει λόγω του θανάτου κάποιου συγκρατούμενου του – πάσχουν από προφανή έλλειψη λεπτομερειών και συνεκτικότητας, στερούνται δε λογικής συνάφειας και εύλογα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως γενικές και αόριστες πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού. Τέλος  η αφήγηση του ως προς το πως  απέδρασε στις 11/10/2022 και αναζητείτο, ενώ από την άλλη προσέφυγε στις αρχές και εξασφάλισε διαβατήριο με ημερομηνία 29/09/2022 πλήττει και πάλι την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του λόγω  εμφανούς έλλειψης αληθοφάνειας. Κληθείς να εξηγήσει πως κατάφερε να ταξιδέψει νόμιμα και χωρίς προβλήματα, ενώ ισχυρίζεται ότι είναι δραπέτης, ο  Αιτητής και πάλι ανέφερε χωρίς λογική συνοχή ότι  οι αρχές του αεροδρομίου δεν είχαν ενημερωθεί ότι είχε αποδράσει από τη φυλακή (ερυθρά 31 1χ, 29 1χ, 24 2χ και 7 του Δ.Φ.) αφήγηση η οποία στερείται περιγραφικής λεπτομέρειας, σαφήνειας και χρονικής συνέπειας. Ο Αιτητής δεν κατέστη δυνατό να δικαιολογήσει επαρκώς πώς εγκατέλειψε αεροπορικώς τη χώρα καταγωγής του στις 11 Οκτωβρίου 2022, ενώ ισχυρίστηκε ότι ήταν κρατούμενος για μεγάλο χρονικό διάστημα και αναζητείτο  από τις αρχές (βλ. ερυθρά 29 1x, 2x και 28 1χ του Δ.Φ.).

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν θεμελιώθηκε, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από τον Αρμόδιο Λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Ούτε και ενώπιον μου πέραν των γενικών αναφορών περί έλλειψης δέουσας έρευνας ως προς τα όσα ανέφερε ο Αιτητής κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, ως καταγράφει η συνήγορος του Αιτητή δια της γραπτής της αγόρευσης προώθησε ή εξειδίκευσε οιονδήποτε προσωπικό κίνδυνο ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ΄ ων η Αίτηση που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Στην παρούσα περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορώ να συνάγω εύλογη πιθανότητα να πραγματωθεί οιοσδήποτε προσωπικός κίνδυνος προς τον αιτητή, για τους λόγους που πιο πάνω καταγράφω.

Τονίζεται ότι η βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιοι ή «κάπως απίθανοι», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[5] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τους ισχυρισμούς ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[6] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιον μου δεδομένα παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν έχει παράσχει επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του, πλήττοντας την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

 Στο εγχειρίδιο της EUAA «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Παράλληλα παρατηρώ  από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε εκτενή ανάλυση ενός εκάστου ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή ώστε να αξιολογήσει τον πιθανό κίνδυνο που θα διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, προβαίνοντας παράλληλα σε έρευνα και αντιστοίχισή τους προς διαθέσιμες πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής. Στη συνέχεια ορθά έκριναν ότι, παρά τους ισχυρισμούς που έγιναν αποδεκτοί αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν τον Αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[7]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).  Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών. 

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν τελικά αποδεκτοί, έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε.

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτούντα «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[8], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[9]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε ούτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ούτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[10]. Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Σε κάθε περίπτωση και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι η δίωξη που θα υποστεί ο προσφεύγων εμπίπτει σε έναν τουλάχιστον από τους πέντε λόγους, όπως περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 1Α παρ. 2 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αλλά ούτε πιθανολογείται ευλόγως ότι ο κίνδυνος του οποίου γίνεται επίκληση, δηλαδή κίνδυνος για την ζωή του προσφεύγοντος, την σωματική του ακεραιότητα, την ασφάλειά του, καθώς και το ενδεχόμενο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εάν επιστρέψει στην χώρα του, είναι πραγματικός. 

Υπενθυμίζω προς τούτο ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί (βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα) ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Συνεπώς καταλήγω ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, την καταγωγή του, τον τόπο συνήθους διαμονής του  και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή όσο και τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Σημειώνεται ότι όσον αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτούντος, όπως επίσης και πληροφορίες  όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτούντος πρέπει να είναι τρέχων και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (Οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Αξιολογώντας τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρείται ότι αυτός συνιστά ένα νέο, ενήλικο, υγιή άνδρα, ο οποίος φαίνεται ότι είναι σε θέση να εργαστεί και να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Επιπλέον, ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του είναι η Κινσάσα, που αποτελεί μεγάλο αστικό κέντρο και πρωτεύουσα της χώρας, η οποία δεν πλήττεται από ένοπλη σύρραξη, όπως άλλωστε θα αναλυθεί κατωτέρω. Ως εκ τούτου, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και δη στην Κινσάσα, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη και/ή θα κινδυνεύσει από σοβαρή βλάβη. Ούτε άλλωστε και λαμβανομένου ότι ο Αιτητής κρίνεται εσωτερικά αναξιόπιστος έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της ΛΔΚ. Συνεπώς, ο εκπεφρασμένος φόβος του δεν αξιολογείται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

Επιπλέον, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Κινσάσα, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο .  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Άρα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό του Αιτητή δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ή ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Συνεπώς, ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές του Κογκό[11],[12],[13],[14].

H Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στο έδαφός της εναντίον μη κρατικών ένοπλων ομάδων[15]. Ωστόσο οι ένοπλες αυτές συγκρούσεις είναι περιορισμένες τοπικά μόνο σε ορισμένες περιοχές της χώρας, οι οποίες απέχουν από τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πρωτεύουσα Κινσάσα.

Ωστόσο, για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σημειωτέο ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία της Κινσάσα της οποίας η πόλη Κινσάσα αποτελεί πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED[16] (The Armed Conflict Location & Event Data Project) για το χρονικό διάστημα 16/02/2023 έως 16/02/2024 στην περιοχή της Kinshasa έχουν καταγραφεί 60 περιστατικά με 70 απώλειες. Εξ' αυτών τα 31 κωδικοποιήθηκαν ως εξεγέρσεις και τα 22 ως βία κατά αμάχων. O πληθυσμός της επαρχίας Kinshasa καταγράφεται στους 14.565.700 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2020[17]. Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με άλλες πηγές- συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Βάσει λοιπόν των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός για τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, πλην όμως, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Στην προκείμενη περίπτωση του Αιτητή, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσας, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ  Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 



 



[1] USDOS — US Department of State: 2021 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 12 April 2022, https://www.ecoi.net/en/document/2071135.html (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

[2] EUAA — European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO), COI Query, Democratic Republic of the Congo (DRC), 26 November 2019, https://www.ecoi.net/en/file/local/2020657/2019_11_+QUERY_DRC_Security_situation_Kinshasa_Q29.pdf (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

[3] USDOS — US Department of State: 2021 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 12 April 2022, https://www.ecoi.net/en/document/2071135.html (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

 

[4] Al — Amnesty International: Amnesty International Report 2021/22; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic of the Congo 2021, 29 March 2022, https://www.ecoi.net/en/document/2070243.html (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

 

 

[5] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[6] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58

[7] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[8] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[9] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου

[10] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[11] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 14 February 2023, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th  (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

[12] UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ημερ. 20/12/2023 https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/S_RES_2666.pdf  (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

[13] USAID, Democratic Republic of the Congo - Complex Emergency, Fact Sheet #3, 10 May 2023, https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-year-fy-2023 (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

[14] Democratic Republic of Congo - Researched and compiled by the Refugee Documentation Centre of Ireland on Thursday 28 September 2023 Information on the current security situation https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2023_09_DRC_Security.pdf (ημερ. πρόσβασης 21/02/2024)

[15] RULAC (February 2023), 'Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo', https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-democratic-republic-of-congo#collapse5accord

[16] ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[17]  City Population, Congo (Dem. Rep.), Provinces: Κinshasa, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ (ημερπρόσβασης 21/02/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο