ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: ΔΚ3/24

 

28 Φεβρουαρίου, 2024

 [Μ.ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M.A.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, δια

1.    Υπουργείου Εσωτερικών,

2.    Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και

3.    Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Σοφοκλέους (κα) για Κ. Σοφοκλέους & Ι. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Μ. Καρπούζη (κα) και Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόροι για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 18/01/24 της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του Άρθρου 9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). Σύμφωνα με το Αιτητικό 1 της αίτησης ζητείται η ακύρωση του διατάγματος κράτησης ή διαζευκτικά με το Αιτητικό 2 οποιαδήποτε άλλη θεραπεία κρίνεται ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε στη Κυπριακή Δημοκρατία μέσω άγνωστου σημείου και χρόνου και στις 09/04/19 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία είναι υπό εξέταση. Στις 25/02/21 επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή φυλάκισης 6 ετών. Στις 18/01/24 εκδόθηκε το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης δυνάμει του Άρθρου 9 ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6 (Ι)/2000). 

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος για τον Αιτητή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το Σύνταγμα, την σχετική νομοθεσία, σχετικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποφάσεις του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπου γίνεται παραπομπή) και αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ειδικά την ΔΚ16/23). Παραβιάζονται, επίσης, οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και οι αρχές της αναλογικότητας και αναγκαιότητας όπως καθορίζεται στο Νόμο. Διατείνεται ότι τα γεγονότα της ΔΚ16/23 προσομοιάζουν με την παρούσα υπόθεση και θα πρέπει στις περιπτώσεις κράτησης, για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας, να γίνεται αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του αιτούντος και/ή κατά πόσο προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Είναι η θέση της ότι ο Αιτητής καταδικάστηκε, εξέτισε την ποινή του και δεν εξετάστηκαν άλλοι παράγοντες προτού διαταχθεί η κράτηση του και/ή μόνο η καταδίκη δεν μπορεί να οδηγήσει αφ’ εαυτού σε κράτηση. Δεν διενεργήθηκε, όπως ισχυρίζεται, καμία αξιολόγηση από την διοίκηση ως όφειλε για να καταλήξει κατά πόσο σήμερα ο Αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη, ούτε αξιολογήθηκε υπό ποιές συνθήκες διαπράχθηκε το εν λόγω αδίκημα και στηρίχθηκε μόνο σε μία καταδίκη πριν τέσσερα χρόνια, παραπέμποντας σχετικά και στην απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου με αριθμό 20/21. Ούτε εξετάστηκαν εναλλακτικά μέτρα αντί αυτό της κράτησης. Εισηγείται ότι τιμωρείται ο Αιτητής για δεύτερη φορά για αδίκημα που ήδη τιμωρήθηκε και επί της ουσίας παραβιάζεται θεμελιώδης αρχή του  Συντάγματος ότι κάποιος πρέπει να τιμωρείται μια φορά για κάτι το οποίο διέπραξε. Θεωρεί ότι το διάταγμα κράτησης είναι αναιτιολόγητο, ότι ελλείπει το στοιχείο της έρευνας και εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του Αιτητή προτού αποφασιστεί η κράτηση του. 

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση απαντούν ότι η διοίκηση έλαβε υπόψη σύνολο στοιχείων για σκοπούς αξιολόγησης προτού  εκδοθεί και το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης. Γίνεται παραπομπή τόσο στο ερυθρό 120 του διοικητικού φακέλου που είναι το σημείωμα της λειτουργού όσο και στην επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής «ΥΑΜ»). Σημειώνουν ότι οι λόγοι ακύρωσης όπως έχουν προβληθεί στην προσφυγή του Αιτητή δεν εξειδικεύονται και/ή δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962. Όσον αφορά την αιτιολογία προβάλλουν ότι αυτή μπορεί να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του φακέλου της διοίκησης (παραπέμπουν σχετικά στην απόφαση ΔΚ 24/22). Αναφέρουν, επίσης, ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας μπορεί να προχωρήσει τόσο σε έλεγχο νομιμότητας όσο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι μπορεί με βάση τα στοιχεία του φακέλου να καταλήξει σε εύλογο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής πράγματι συνιστά ενεστώσα αρκούντος σοβαρή και πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη. Δεν είναι μόνο η καταδίκη του, όπως διατείνονται, που λήφθηκε υπόψη για σκοπούς έκδοσης του διατάγματος κράτησης, αλλά προκύπτουν και άλλα στοιχεία όπως η σοβαρότητα του αδικήματος, οι συνθήκες διάπραξης του (ήτοι το γεγονός ότι για ένα αντικείμενο ευτελούς αξίας έγινε χρήση υπέρμετρης βίας, η συνέργια του Αιτητή με τον συγκατηγορούμενο που έφερε μαχαίρι, ότι προσπάθησε αμέσως μετά την διάπραξη του αδικήματος να καταφύγει στις κατεχόμενες περιοχές) και το ότι ο Αιτητής με τον συγκατηγορούμενο του ήταν χρήστες ναρκωτικών. Επιπλέον, ο Αιτητής δεν είχε/έχει μόνιμη κατοικία στην Δημοκρατία με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η δυνατότητα επιβολής εναλλακτικών μέτρων και/ή οποιοδήποτε άλλο μέτρο εκτός της κράτησης θα ήταν αναποτελεσματικό και ανεπαρκές. Εύλογα, σημειώνουν, η διοίκηση κατέληξε ότι ο Αιτητής αποτελεί σοβαρή ενεστώσα απειλή για την δημόσια τάξη λόγω της ποινικής καταδίκης του, των περιστάσεων και φύσης του αδικήματος, του χρονικού σημείου που έλαβαν χώρα τα ποινικά αδικήματα και της συμπεριφοράς που επέδειξε (παραπομπές γίνονται στην ΔΚ16/23, ΔΚ1/20, ΔΚ86/21 και στην απόφαση ΔΚ67/21).

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Ο Αιτητής κρατείται στη βάση του Άρθρου 9ΣΤ (2)(ε) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) το οποίο προνοεί, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:

 

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

[…]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[.]»

 

Από το λεκτικό του πιο πάνω Άρθρου προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο δεν θα πρέπει να θέτει υπό κράτηση αιτούντα άσυλο λόγω μόνο της ιδιότητας του και θα πρέπει να εξετάζει κατά πόσο είναι εφικτό να εφαρμοστούν αλλά αποτελεσματικά και λιγότερο περιοριστικά για την ελευθερία του προσώπου μέτρα. Επαφίεται δε, στην διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών να αποφασίσει, εάν συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας απαιτείται να κρατηθεί για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. Η έννοια τόσο της «εθνικής ασφάλειας» όσο της «δημόσιας τάξης» δεν ορίζεται στις σχετικές με τους αιτούντες άσυλο Οδηγίες της Ένωσης (ειδικά στα Άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία) και καθοδήγηση αντλείται μέσω αποφάσεων του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής «ΔΕΕ»).

 

Στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J.N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ15/02/2016, το ΔΕΕ έκρινε σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα ότι:

 

«53      Δεδομένου ότι η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως αποτελεί τον σκοπό του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, διαπιστώνεται ότι μέτρο κρατήσεως βάσει της διατάξεως αυτής ανταποκρίνεται πράγματι σε σκοπό γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση. Κατά τα λοιπά, η προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως συμβάλλει επίσης στην προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των τρίτων. Ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 6 του Χάρτη διακηρύσσει το δικαίωμα κάθε προσώπου όχι μόνο στην ελευθερία, αλλά επίσης και στην ασφάλεια (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 42).

 

54      Όσον αφορά την αναλογικότητα της διαπιστωθείσας επεμβάσεως, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι τα αρνητικά αποτελέσματα του μέτρου δεν πρέπει να είναι υπερβολικά σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. αποφάσεις Afton Chemical, C‑343/09, EU:C:2010:419, σκέψη 45· Nelson κ.λπ., C‑581/10 και C‑629/10, EU:C:2012:657, σκέψη 71, καθώς και Sky Österreich, C‑283/11, EU:C:2013:28, σκέψη 50).

 

55      Ως προς το σημείο αυτό, η κράτηση αιτούντος όταν αυτό απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως είναι, ως εκ της φύσεώς της, μέτρο πρόσφορο για την προστασία του κοινού από τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιπροσωπεύει η συμπεριφορά του προσώπου αυτού και μπορεί να συντείνει συνεπώς στην υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκεται με το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33.

 

[...]

 

64      Επιπλέον, η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία στη νομολογία του Δικαστηρίου των εννοιών «δημόσια ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» σε άλλες οδηγίες, η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33.

 

65      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158, σ. 77, και διορθωτικά ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και ΕΕ 2005, L 197, σ. 34)].

 

66      Όσον αφορά την έννοια «δημόσια ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψεις 43 και 44).

 

67      Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

 

68      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

 

69      Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.

 

70      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, συνάγεται ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, τηρώντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του δικαιώματος του αιτούντος στην ελευθερία και, αφετέρου, των απαιτήσεων προστασίας της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως.»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Τα πιο πάνω, επιβεβαιώνονται και στην απόφαση με αριθμό C‑72/22 PPU, M.A. παρισταμένης της Valstybės sienos apsaugos tarnyba, ημερομηνίας 30/06/2022, ότι δηλαδή εναπόκειται στο ίδιο το κράτος μέλος να καθορίσει το τι αποτελεί κίνδυνο για τη εθνική ασφάλεια ή δημόσια τάξη στην επικράτεια του, κρίση που θα πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με την ατομική συμπεριφορά του αιτούντος άσυλο και/ή κατά πόσο η συμπεριφορά του αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Επιπλέον, χρήσιμη και βοηθητική στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι και η απόφαση με αριθμό C‑554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11/06/2015, όπου έγινε ανάλυση της δημόσιας τάξης στα πλαίσια της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2008 σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Εκεί διασυνδέθηκε άμεσα η αξιολόγηση των ατομικών περιστάσεων του ενδιαφερόμενου με την φύση και την σοβαρότητα του αδικήματος που είχε καταδικαστεί. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων και στην  έκταση που μας ενδιαφέρει, τα ακόλουθα:

 

«50      Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51      Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. Πράγματι, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών της, μια τέτοια προϋπόθεση δεν βρίσκει έρεισμα στο γράμμα της οδηγίας αυτής και θα αντέβαινε στον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στον καθορισμό ειδικής προθεσμίας προς οικειοθελή αναχώρηση, καθόσον θα υφίστατο σε πολλές περιπτώσεις ο κίνδυνος άπρακτης παρελεύσεως της προς τούτο προβλεπομένης προθεσμίας λόγω της διάρκειας των εθνικών ένδικων διαδικασιών.

 

52      Επιπροσθέτως η απλή υπόνοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας έχει τελέσει πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα μπορεί από κοινού με άλλα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση να θεμελιώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν κατ’ ουσίαν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, ούτε δε από το άρθρο 7 ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής μπορεί να συναχθεί ότι είναι συναφώς αναγκαία η ποινική καταδίκη.

 

[...]

 

61      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

 

62      Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Με βάση το πιο πάνω απόσπασμα η φύση, η σοβαρότητα της ποινικής πράξης, ο χρόνος τέλεσης της και η ποινική καταδίκη είναι επίσης δεδομένα άρρηκτα συνδεδεμένα με την ατομική συμπεριφορά του Αιτητή για να αξιολογηθεί κατά πόσο συνιστά πραγματική ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά της δημοσίας τάξης.

 

Δεν πρέπει, βεβαίως, να παραλείπεται η βασική και ουσιώδης παράμετρος στις περιπτώσεις κράτησης αιτούντα άσυλο ήτοι η ύπαρξη της αρχής της αναλογικότητας και αναγκαιότητας η οποία αναφέρεται στη 15ηκαι 20η αιτιολογική σκέψη της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) (η οποία έχει ενσωματωθεί στο ημεδαπό δίκαιο) ήτοι:

 

«(15) Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.

 

[…]

 

(20) Προκειμένου να εξασφαλίζεται καλύτερα η σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα των αιτούντων, η κράτηση θα πρέπει να αποτελεί μέτρο έσχατης ανάγκης και μπορεί να εφαρμόζεται μόνον εφόσον έχουν δεόντως εξεταστεί όλα τα μη στερητικά της ελευθερίας εναλλακτικά μέτρα. Κάθε εναλλακτικό μέτρο κράτησης πρέπει να σέβεται τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα των αιτούντων.»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει την ύπαρξη απόλυτης ισορροπίας μεταξύ του μέτρου της κράτησης και του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει να επιτύχει, δηλαδή της απαίτησης για προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. Οφείλει δε, το αρμόδιο όργανο να εξετάσει πάντα εναλλακτικές λύσεις προτού καταφύγει στο μέτρο κράτησης, διασφαλίζοντας έτσι και τους προβλεπόμενους από την νομοθεσία σκοπούς. (Βλέπε Application no52722/15, S.K v. Russia, ημερομηνίας 14/02/2017 και C-18/16 K. ν. Staatssecretaris van Veiligheiden Justitie, ημερομηνίας 14/09/2017)

 

Το προσβαλλόμενο με την παρούσα προσφυγή διάταγμα κράτησης που εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή, ημερομηνίας 18/01/24, από την Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αναφέρει τα εξής:

 

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ ο MOHMAD ALSHALAL υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου,

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο MOHMAD ALSHALAL να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ(2)(Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.    ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

2.    ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για το αδίκημα της ληστείας και του επιβλήθηκε σε ποινή φυλάκισης έξι (6) χρονων.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το Άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια, με το παρόν διατάσσω όπως ο MOHMAD ALSHALAL παραμείνει υπό κράτηση.

 

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

 

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 18η ημέρα του Ιανουαρίου, 2024».

 

Από το κείμενο σημειώματος του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια (Παράρτημα 4 της Ένστασης) προκύπτει, μεταξύ άλλων στοιχείων, το ιστορικό του Αιτητή ήτοι ότι αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, ότι υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 09/04/19, ότι καταδικάστηκε για το αδίκημα της ληστείας, ότι τα περιστατικά του αδικήματος περιλάμβαναν χρήση μαχαιριού από τον συγκατηγορούμενο που οδήγησε στο θάνατο του θύματος λόγω πραγματικής σωματικής βλάβης και ότι λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος ο Αιτητής θεωρείται κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

 

Τόσο από το κείμενο του διατάγματος κράτησης όσο και από το σχετικό σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια (και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης της), δεν προκύπτουν επαρκώς οι λόγοι που οδήγησαν στην απόφαση για κράτηση του Αιτητή. Έχει κατ' επανάληψη επιβεβαιωθεί από τη πάγια νομολογία, ότι η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους που την στοιχειοθετούν. Θα πρέπει από το κείμενο της απόφασης, εδώ το διάταγμα κράτησης και/ή έστω το σχετικό σημείωμα του Λειτουργού Μετανάστευσης, να δίνονται σαφείς και ικανοποιητικοί λόγοι για να μπορεί το Δικαστήριο να διακριβώσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη/απόφαση εδράζεται επί ορθού, πραγματικού και νομικού υπόβαθρου (Βλέπε Motorways Ltd. v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447). Συμφωνώ, με την εισήγηση της συνηγόρου του Αιτητή ότι στις περιπτώσεις κράτησης για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης και εθνικής ασφάλειας θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του αιτούντος και/ή κατά πόσο προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αυτό το στοιχείο, εμφανώς, λείπει από το σύνολο της όλης διοικητικής απόφασης. Το κενό, όμως, που δημιουργείται ως ορθά διατείνονται οι Καθ΄ ων η αίτηση, μπορεί να συμπληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο του Αιτητή (Βλέπε Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438, επίσης, Άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 έως 2020 (Ν. 158(I)/1999)).

 

Λόγω της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου μπορεί το ίδιο να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση η οποία επιβλήθηκε είναι πράγματι ανάλογο, αναγκαίο και προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων. Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να αποφασίσει όχι μόνον ως προς τη νομιμότητα της κράτησης αλλά και επί της ουσίας της κράτησης (Βλέπε Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018). Επομένως, η διαπίστωση πάσχουσας νομιμότητας δεν οδηγεί αυτόματα και σε ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης (Βλέπε C‑924/19, C925/19 PPU FMS, FNZ v. Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Délalföldi Regionális Igazgatóság, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság, ημερομηνίας 14/05/2020, Βλέπε επίσης εγχειρίδιο EASO Judicial Analysis «Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» 2019)

 

Από έρευνα στο διοικητικό φάκελο διαπιστώνω σε συνάρτηση με το κείμενο σημειώματος του Λειτουργού Μετανάστευσης που απευθυνόταν στην Διευθύντρια και του σχετικού διατάγματος τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) ο Αιτητής εισήλθε από μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές από άγνωστο σημείο και σε άγνωστο χρόνο και υπέβαλε αίτημα ασύλου στις 09/04/19,

(β) μετά από 11 μήνες στο έδαφος της Δημοκρατίας υπό το καθεστώς αιτητή ασύλου κατηγορήθηκε για διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 4, 21, 205, 282, 283 και 371 του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154 (ήτοι συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος, συναυτουργία, ανθρωποκτονία και ληστεία),

(γ) ενώ δηλαδή τελούσε υπό το καθεστώς αιτητή ασύλου δεν συμμορφώθηκε ως όφειλε με το Σύνταγμα και τους Νόμους της Δημοκρατίας με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 24 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000)

(δ) μετά την διάπραξη κακουργήματος και προτού συλληφθεί, κατηγορηθεί και καταδικαστεί προσπάθησε να διαφύγει και/ή δεν εντοπιζόταν για έξι μήνες ενώ εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης του, ήτοι από τις 23/02/20 η σύλληψη του έγινε στις 07/08/20,

(ε) με βάση τα στοιχεία, καταθέσεις και/ή μαρτυρία της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή και του συγκατηγορουμένου του προκύπτει η σοβαρότητα των περιστάσεων διάπραξης του κακουργήματος και/ή τη συμπεριφορά που υπέδειξε ο Αιτητής, ήτοι (i) ότι υπήρξε συνωμοσία για ληστεία αντικειμένου μικρής αξίας, (ii) ότι ο Αιτητής γνώριζε ότι ο συγκατηγορούμενος του έφερε μαχαίρι, (iii) έγινε χρήση υπέρμετρης βίας, απρόκλητα εναντίον τυχαίου προσώπου με αποτέλεσμα να οδηγήσει στον θάνατο του, (iv) είχε προηγουμένως επιχειρηθεί επίθεση σε άλλα δυο πρόσωπα το ίδιο βράδυ που διαπράχθηκε η ληστεία παρουσία του Αιτητή,

(στ) η καταδίκη και η εκτενής ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον Αιτητή από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας,

(ζ) η μη ύπαρξη διεύθυνσης μόνιμου τόπου διαμονής του Αιτητή,

 

Τα πιο πάνω δεδομένα, επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που προσμέτρησαν στην κρίση της αρμόδιας αρχής και αποτέλεσαν στην ουσία την αιτιολογική βάση του επίδικου διατάγματος κράτησης, επομένως, συμπληρώνεται από τον διοικητικό φάκελο η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης. Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Αιτητή είναι αρρήκτως συνδεδεμένη με το χρονικό πλαίσιο που διαπράχθηκε το αδίκημα, τη σοβαρότητα και/ή των περιστατικών διάπραξης του αδικήματος και της συμπεριφοράς που υπέδειξε ακολούθως ήτοι διαφυγής, μη εντοπισμού του και μετέπειτα σύλληψης του. Διαφωνώ με την εισήγηση της συνηγόρου του ότι η ατομική συμπεριφορά του Αιτητή περιορίζεται μόνο επί της καταδικαστικής απόφασης του. Εκ της συνολικής εικόνας και συμπεριφοράς του Αιτητή προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Απορρίπτεται, επίσης και η θέση ότι υπήρχε περιθώριο επιβολής εναλλακτικών περιοριστικών μέτρων. Δεν υπάρχει μόνιμη δηλωμένη διεύθυνση του Αιτητή, καταδικάστηκε σε ποινικό αδίκημα και πρόθεση του ήταν να διαφύγει στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές και/ή να επιστρέψει στην χώρα του. Στην προκειμένη περίπτωση η κράτηση, παρόλο που αποτελεί το έσχατο μέτρο το οποίο λαμβάνεται τηρουμένων των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, δεν ήτο δυνατόν να εφαρμοστούν άλλα λιγότερο περιοριστικά αντί της κράτησης μέτρα.

 

Δεν γίνεται αποδεκτή ούτε η θέση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ο Αιτητής για ένα αδίκημα που ήδη τιμωρήθηκε. Εύλογα, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ότι δεν υποδεικνύει συμπεριφορά συνάδουσα με τις νόμους και τους κανονισμούς της Δημοκρατίας, συνεπώς η κράτησή του δικαιολογημένα καθίσταται αναγκαία για την προστασία της δημόσιας τάξης.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης επικυρώνεται.

 

Ενόψει του γεγονότος ότι ο Αιτητής δεν είναι δικαιούχος δωρέαν νομικής αρωγής και λόγω του ότι τελεί υπό κράτηση δεν επιδικάζονται έξοδα της διαδικασίας.

 

 

 

 

                          ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ Μ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο